Book review, movie criticism

Sunday, September 24, 2017

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, Πατάκης 2008, σελ. 387
Εξαιρετικό μυθιστόρημα, βραβευμένο με το Αραβείο Αναγνωστών
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Μου άρεσε πολύ το τελευταίο βιβλίο του Ζουργού «Χίλιες και μια νύχτες» που διάβασα το καλοκαίρι, σε αντίθεση με το «Στη σκιά της πεταλούδας», που δεν το βρήκα βέβαια κακό βιβλίο, κάθε άλλο, όμως όχι αριστούργημα. Έτσι αποφάσισα να διαβάσω και τα «Ανεμώλια» το οποίο με ενθουσίασε. Ψάχνοντας αφού το τέλειωσα πληροφορίες στο διαδίκτυο βρήκα ότι ενθουσίασε και πάρα πολλούς άλλους αναγνώστες, τόσους πολλούς ώστε κέρδισε το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ.
  Πρόπερσι το καλοκαίρι πραγματοποίησα ένα όνειρο ζωής, να διαβάσω την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» στο πρωτότυπο. Και τόσο με ενθουσίασαν που αποφάσισα να τα διαβάσω για δεύτερη φορά. Σκέφτηκα λοιπόν μήπως ο ενθουσιασμός μου αυτός είχε μεταφερθεί και στο μυθιστόρημα του Ζουργού, μια και τα έπη αυτά λειτουργούν σ’ αυτό ως αντικατοπτρικές (mise en abyme) ιστορίες. Όμως όχι, το έργο του Ζουργού είναι πραγματικά αριστούργημα. 
  Το κεντρικό μοτίβο είναι αυτό της «Ιλιάδας». Ο Δημήτρης, που πιο πολύ τον συναντάμε με το όνομα «Μυκηναίος» (υπάρχουν πολλά ονόματα που παραπέμπουν στην ομηρική αρχαιότητα), μαζί με τους φίλους του πάνε να «κλέψουνε» την Ελένη, που του την ξελόγιασε ένας λεφτάς πριν 20 χρόνια. Το δεύτερο όμως δεν είναι ομηρικό, είναι καζαντζακικό, αυτό της «Οδύσσειας». Η τέσσερις φίλοι ακολουθούν τον Μυκηναίο έχοντας προβλήματα στην οικογενειακή τους ζωή με τις γυναίκες τους και προσπαθούν να ξεφύγουν. Ο Νίκος μάλιστα που αφηγείται την ιστορία αφήνεται να παρασυρθεί με το στρώμα θαλάσσης του στο νερό. Θα τον περιμαζέψουν οι άλλοι στο σκάφος που έχει το ομηρικό όνομα «Θερσίτης». «Θερσίτης» τιτλοφορείται και το τελευταίο από τα 24 κεφάλαια του βιβλίου, όσες είναι και οι ραψωδίες και στα δυο έπη, και κάποιες απ’ αυτές τιτλοφορούνται όπως και οι ομηρικές.
  Όμως οι αναλογίες δεν ξεπερνάνε κάποια βασικά πράγματα. Η Ελένη, ενώ είχε σχεδιάσει την απόδρασή της από την Μυτιλήνη στο τέλος υπαναχωρεί. Όλοι επιστρέφουν, εκτός από τον Νίκο που δεν βιάζεται για το ταξίδι της επιστροφής. Στο δρόμο μάλιστα συναντά και μια Καλυψώ που έχει το όνομα Ναντίν. Το κομμωτήριο που δουλεύει ονομάζεται «Καλυψώ». Θα σημειώσω επίσης ότι ένα πλούσιο τατουάζ στην πλάτη του Στάθη παραπέμπει άμεσα στην ασπίδα του Αχιλλέα, που με τόσο γλαφυρό τρόπο ο Όμηρος απεικονίζει τις παραστάσεις που υπάρχουν σ’ αυτήν. Είναι μακρύ το απόσπασμα για να το παραθέσω, βρίσκεται στη σελίδα 131.
  Δεν έχει νόημα να παραθέσω όλες τις διακειμενικές αναφορές στα έπη και στον μύθο. Να πούμε απλά ότι ο Ζουργός, κάποια στοιχεία που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά, τα παραθέτει σε υποσημείωση.
  Στην αρχή το μυθιστόρημα κάνει κοιλιά. Διαβάζουμε για τα οικογενειακά των πέντε φίλων. Μετά ξεκινάει η κύρια ιστορία. Όμως η κοιλιά, που έχει να κάνει πάντα με την πλοκή, γεμίζει με το ύφος. Ευφάνταστος στις μεταφορές του και στις εικόνες του ο Ζουργός αναπληρώνει την χαλαρότητα της πλοκής. Και ενώ είχα την αντίληψη ότι στα μυθιστορήματα συνήθως το προβάδισμα το έχει ή η πλοκή (ρομαντισμός) ή η γλώσσα (μοντερνισμός), εδώ βλέπουμε να βρίσκονται ισόρροπες στο υπόλοιπο του έργου.
  Όπως και στα δυο άλλα του μυθιστορήματα που διάβασα, η αφήγηση κινείται σε δυο χρονικά επίπεδα, ενώ γίνεται και κάποια αναφορά στον πλασματικό χρόνο της αφήγησης. Το πρώτο είναι η παιδική ηλικία των ηρώων, στην οποία γίνονται συχνές αναδρομές δίνοντας και μια εικόνα της εποχής. Το δεύτερο είναι το επίπεδο της κύριας ιστορίας, με τους ήρωές μας, σαραντάρηδες, να έχουν σαλπάρει για την αρπαγή της Ελένης.
  Υπάρχουν τέλος κάποιες εγκιβωτισμένες ιστορίες, συναρπαστικές καθαυτές, σαν εκείνες που συναντάμε κυρίως στην «Οδύσσεια».
  Το απαισιόδοξο συναίσθημα που είδαμε να αναδίδεται στα δυο άλλα μυθιστορήματα που διαβάσαμε υπάρχει και εδώ, παρόλο που ο Ζουργός προσπαθεί να το αμβλύνει με ένα κάποιο happy end σε σχέση με τον κεντρικό ήρωα-αφηγητή. Δεν ξέρω αν υπάρχει και στα άλλα του μυθιστορήματα, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα διαβάσω κάποια απ’ αυτά.
  Και τώρα να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Ο Σάμιουελ Μπάτλερ γράφει στην Κοινή ανθρώπινη μοίρα πως όλες οι γυναίκες παντού και πάντοτε χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: υπάρχουν οι όμορφες, οι έξυπνες και οι γλυκές» (σελ. 32).
  Μην τον πιστεύετε αγαπητές μου αναγνώστριες, μπορεί να είστε και τα τρία, ή έστω τα δύο. Το λέει εξάλλου και το ανέκδοτο που θυμήθηκα τώρα.
  «-Είσαι τόσο όμορφη, τόσο γλυκιά, τόσο χαριτωμένη, τόσο… τόσο…
-Για να σου πω, μήπως μου τα λες όλα αυτά για να με π#δ#ξ#ς;
-Και έξυπνη!!!».
  Και μια «αποδόμηση» της «Οδύσσειας».
  «Φαντάστηκαν ποτέ ότι ο Οδυσσέας, όταν γύρισε πίσω στην Ιθάκη, θυμόταν συχνά την Καλυψώ; Εφτά χρόνια ήταν αυτά, πώς να τα ξεχάσει;… πως τότε ο Οδυσσέας θυμήθηκε τους βοστρύχους της Καλυψώς, τα στήθη της και το παραγώνι στη σπηλιά που έκαιγε κορμούς από κέδρους και μοσχοβόλαγε γύρω η χόβολη και το μαλλί από τα υφαντά; Υποψιάστηκαν άραγε πως τότε ήταν που νοστάλγησε τη θαλπωρή της αθανασίας που του είχε προσφέρει η νεράιδα και σιχάθηκε μια για πάντα τα ανθρώπινα;» (σελ. 179).
  Διαβάζω:
  «Οι συμπτώσεις είναι ένα ανερμήνευτο κομμάτι της ζωής. Δεν έχουν αιτία ούτε εμφανίζονται περιοδικά, αλλά είναι αταξινόμητες, χαώδεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τις διηγηθείς αργότερα, να μπουν στον νάρθηκα της αφήγησης και να γίνουν ιστορίες» (σελ. 278).
  Και εγώ έχω μια εμμονή με τις συμπτώσεις. Σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο έβαλα ως υπότιτλο τον τίτλου του έργου του Άρθουρ Κέσλερ «Οι ρίζες της σύμπτωσης».
  Εδώ εντοπίσαμε ένα πραγματολογικό λάθος. Διαβάζουμε:
  «Ο άναξ ανδρών [ο Μυκηναίος] ήταν ο μόνος από μας που μέχρι τότε είχε βγει νικητής στη μάχη κατά της πρεσβυωπίας. Ο Χρήστος είχε γυαλιά που τα κουβαλούσε πάντα πάνω του, όπως κι ο Στάθης, μόνο που αυτός τα έκρυβε σαν κοκαΐνη γιατί ντρεπόταν. Ο Γέρος, μύωπας απ’ το γυμνάσιο, σήκωνε τον σκελετό κι έφερνε το χαρτί μπροστά στη μύτη του, ενώ εγώ κρατούσα το καθετί μακριά σαν να μην το ’θελα μπροστά μου…» (σελ. 291).
  Ο Γέρος, αν ήταν μύωπας από το γυμνάσιο, σαραντάρης που ήταν τώρα θα έπρεπε η πρεσβυωπία να του εξουδετερώσει τη μυωπία. Μύωπας κι εγώ από το γυμνάσιο, στα σαράντα μου άρχισα να διαβάζω χωρίς γυαλιά. Τι χαρά!!! Αυτό κράτησε εφτά οχτώ χρόνια. Μετά αγόρασα γυαλιά μυωπίας. Μεγάλο σπάσιμο να βγάζεις και να βάζεις γυαλιά. Τώρα που έχω κάνει εγχείρηση καταρράκτη και στα δυο μάτια, η μυωπία μου είναι μισό βαθμό και η πρεσβυωπία μου δύο. Κυκλοφορώ χωρίς γυαλιά, αλλά άλλα γυαλιά φοράω για την τηλεόραση, μισό βαθμό, άλλα για να διαβάζω, δυο βαθμούς, και άλλα για τον υπολογιστή, ένα βαθμό.
  Και ένα τελευταίο: «Είμαστε οι μέλισσες του αόρατου». Το είπε ο Ρίλκε. Το διαβάζουμε τρεις τέσσερις φορές, αλλά την τελευταία φορά το αποδομεί.
  «Ίσως θα ’πρεπε να διορθώσουμε τον Ρίλκε, είμαστε οι μέλισσες του ορατού, ζούμε μερικές βδομάδες όπως αυτές και πεθαίνουμε. Καμιά τους δεν θυμάται το πρόσωπο του μελισσοκόμου, μάλλον δεν υπάρχει μελισσοκόμος, είμαστε τελικά οι αγριομέλισσες του ορατού» (σελ. 369).
  Ποιητική η μεταφορά του Ρίλκε. Εγώ στο μυθιστόρημά μου «Το μυστικό των εξωγήινων» χρησιμοποιώ μια πιο πεζή: πρόβατα. Είμαστε τα πρόβατα στην στάνη ενός τσομπάνη.   
  Μίλησα για τη μουσικότητα του λόγου του Ζουγρού γράφοντας για το «Λίγες και μια νύχτες». Εδώ υπάρχει μια ακόμη επιβεβαίωση. Βρήκα πάνω από 25 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, αλλά και πολλούς στίχους στα υπόλοιπα μέτρα που τους υπογράμμισα. Βλέπω τώρα ότι θα έπιαναν μεγαλύτερη έκταση από το σώμα της κυρίως κριτικής, γι’ αυτό αποφάσισα να παραθέσω από δυο παραδείγματα, δειγματικά, κάνοντας και κάποιες παρατηρήσεις.
  Δυο δεκαπεντασύλλαβοι.
Εύκολο είναι να το λες, δύσκολο να το κάνεις (σελ. 8)
Χρόνια πολλά αργότερα, μες στους αχνούς της μνήμης (σελ. 12)
  Δυο αμφίβραχεις.
Ο κύβος ερρίφθη εδώ και βδομάδες (σελ. 64)
Τι είναι εκείνες οι σκέψεις στην πίσσα της νύχτας (σελ. 159)
Δυο ανάπαιστοι.
Την κοιτούσα εκείνο το βράδυ από τον έρημο όρμο (σελ. 138)
Πολλά βράδια την είχα στο νου μου και κάπνιζα σαν να μπορούσε (σελ. 177)
  Δυο δάχτυλοι.
  Μία απ’ τις κόρες του γέρου μας έφερε μία σαλάτα πνιγμένη στο λάδι (σελ. 100, δεκαεπτασύλλαβος, όπως και στο Όμηρο).
Χάθηκε μέσα στον κόσμο (σελ. 169)
Ένας ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος, να μην ξεχνάμε και την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη.
Η βέρα ήταν στη θέση της όπως εδώ και δέκα χρόνια (σελ. 200) 
 Μια ακόμη παρατήρηση. Συχνά στην ίδια πρόταση, ένα κόμμα, νοητό η πραγματικό, χωρίζει δυο διαφορετικά μέτρα. Παράδειγμα:
Αν υπάρχει ανάσταση/κάποια μέρα θα το μάθω (σελ. 238). Εδώ τον ανάπαιστο ακολουθεί ο τροχαίος.
Το ίδιο και εδώ: Τον ακούσαμε που άρχισε/πάλι να φωνάζει (σελ. 297).
Τα φώτα της στεριάς/ ήταν πια πολύ μακριά (σελ. 296). Εδώ είναι ο ίαμβος που ακολουθείται από τροχαίο. 

No comments: