Όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω
για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραγμάτων
Όταν ήμουν μικρός και άτακτος, η μάνα μου, αγανακτισμένη, μου έλεγε την παρακάτω μαντινάδα:
Ας ήταξα η άτυχη πως δε σ'είχα ποτέ μου
μα ένα κεράκι αφτούμενο εκράτου κι ήσβησέ μου.
Αργότερα βρήκα αυτή τη μαντινάδα στον Ερωτόκριτο.
Ψάχνοντας στο youtube βρήκα τον Ερωτόκριτο, με τον αείμνηστο Ξυλούρη
Saturday, October 27, 2007
Friday, October 26, 2007
666
Ο διάβολος που φρόντισε να μην ξαναγίνω σχολικός σύμβουλος έβαλε και την υπογραφή του. Σήμερα πληρώθηκα με αποδοχές όχι σχολικού συμβούλου αλλά απλού καθηγητή. Πόσα ευρώ νομίζετε ότι ήταν το δεκαπενθήμερό μου; 666
Saturday, October 20, 2007
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος μού ήλθε στο νου αυτός ο χαρακτηρισμός: αφηγηματικό ζάπινγκ. Γράφοντας την εποχή του μεταμοντερνισμού ο Φώκνερ χρησιμοποιεί διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλαια του έργου. Στο πρώτο έχουμε τη λεγόμενη «stream of consciousness», τη ροή της συνείδησης στον εσωτερικό μονόλογο ενός διανοητικά καθυστερημένου νέου. Μου θύμισε τον «Λούσια» του Νίκου Χουλιαρά. Στο δεύτερο έχουμε επίσης τον εσωτερικό μονόλογο του ενός από τους δυο αδελφούς του. Διαταραγμένη προσωπικότητα, ο αδελφός αυτός θα αυτοκτονήσει. Με εξαίρεση το θαυμάσιο και σχετικά εκτενές μέρος όπου αφηγείται την περιπέτειά του με το μικρό κοριτσάκι των Ιταλών εμιγκρέδων, η αφήγηση αποτελείται από σύντομα σπαράγματα μνήμης και θραύσματα σκέψεων. Στο τρίτο μέρος ο Φώκνερ εγκαταλείπει τον μοντερνισμό για τον μεταμοντερνισμό της διαυγούς αφήγησης, σαν αυτής του μυθιστορήματος των κλασικών του 19ου αιώνα, αν και έχουμε επίσης πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όχι ενός ατόμου διαταραγμένου ψυχικά αλλά ενός σχετικά ισορροπημένου ατόμου, γι αυτό και με περισσότερη συνοχή. (Ψυχικά ισορροπημένου, γιατί ηθικά, άστα να πάνε στο διάβολο. Έβαλε χέρι στα λεφτά της ανηψιάς του, μέχρι που αυτή του τα βούτηξε, παίρνοντας για τόκο και τις δικές του οικονομίες). Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, την κυρίαρχη αφήγηση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, επιστρέφουμε στο τέταρτο μέρος, με εστίαση στο πρόσωπο της μαύρης υπηρέτριας, «του μόνου θετικού προσώπου του μυθιστορήματος», όπως γράφει το αυτί του εξωφύλλου. (Αλλά για στάσου, δηλαδή ο ΑΜΕΑ είναι από χέρι αρνητικός;)
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ένα ζιγκ ζαγκ. Μετά το πρώτο μέρος που επιγράφεται «Απριλίου 7η, 1928» έχουμε μια αναδρομή 18 χρόνων με τίτλο «Ιουνίου 2α, 1910. Στο τρίτο μέρος πηγαίνουμε μια μέρα πριν από το πρώτο μέρος, την «Απριλίου 6η, 1928» για να πηδήσουμε στο τέταρτο στην «Απριλίου 8η, 1928». Τουλάχιστον το τέλος είναι στη σωστή του θέση.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές μου έρχεται η σκέψη μήπως το κίνημα του μεταμοντερνισμού οφείλεται στο φαινόμενο του εθισμού. Ο κόσμος, συγγραφείς και αναγνώστες, είχαν βαρεθεί πια να διαβάζουν και να γράφουν όπως τον 19ο αιώνα, και αναζήτησαν νέους τρόπους γραφής. Ίσως να υπερβάλλω, αλλά ένα άρθρο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο εθισμός στην τέχνη», το οποίο διάβασα μαθητής, με εντυπωσίασε ιδιαίτερα, και έχω την τάση να το χρησιμοποιώ σαν ερμηνευτικό pass- partout σε πολλά φαινόμενα. Και επειδή κάθε αλλαγή δεν σημαίνει αναγκαστικά και πρόοδο (στο νου μου, σαν εκπαιδευτικός, μου έρχονται οι κατά καιρούς διατυμπανιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία), γι αυτό και το κίνημα του μοντερνισμού δεν ρίζωσε, και οι συγγραφείς σήμερα έχουν επιστρέψει στην αφηγηματική διαύγεια των κλασικών (αν μπορούσαν ας έκαναν και αλλιώς, τα βιβλία τους θα έμεναν στα αζήτητα.)
Το έργο πραγματεύεται την πτώση μιας οικογένειας του Αμερικανικού Νότου. Και μου έρχεται μια ακόμη σκέψη: Γιατί μαγεύονται οι συγγραφείς τόσο με την «πτώση»; Η λέξη «Πτώση» υπάρχει σαν τίτλος σε έργο του Καμύ, και βρίσκεται επίσης στον τίτλο ενός έργου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε («Η πτώση του οίκου των Άσερ»). Αλλά η ιστορία με την πτώση ξεκινάει πιο παλιά, από τις τραγωδίες, με την πτώση του οίκου των Ατρειδών και των Λαβδακιδών. Ο Τόμας Μαν μας αφηγήθηκε επίσης την πτώση των Μπούντενμπρουκς», και ο Μάρκες την πτώση μιας άλλης οικογένειας στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Υπάρχουν κι άλλες, κάπου έχω ξαναγράψει, δεν θυμάμαι πού. Και τώρα που ξαναδιαβάζω αυτό το κείμενο για να το διορθώσω θυμάμαι και το «Μυστικό της κοντέσας Βαλαίρενας» του Ξενόπουλου.
Διαβάζοντας τη βιογραφία του συγγραφέα (καταθλιπτικός και αλκοολικός) κάνω τη σκέψη ότι οι Αμερικανοί πεζογράφοι είναι, σαν τους καταραμένους ποιητές, καταραμένοι πεζογράφοι. Πρόσφατα διάβασα ένα δείγμα από δυο απ’ αυτούς. Ξεκινώντας από τον «Τρούμαν», έχοντας σαν ερέθισμα την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία αλλά και ένα ντοκιμαντέρ στο κανάλι της βουλής, διάβασα το «Πρόγευμα στο Τίφανις» και μια αρκετά εκτενή βιογραφία. Στη συνέχεια Κερουάκ. Ερέθισμα: ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ, πάλι στο κανάλι της βουλής. Αντίδραση: «Στο δρόμο», από τη βιβλιοθήκη του Βήματος. Φίτζεραλντ δεν έχω διαβάσει ακόμη, αλλά ξέρω για τη ζωή του. Και κοίτα να δεις άγνοια, ξαναδιαβάζοντας τώρα στη Wikipedia τη βιογραφία του, είδα ότι αυτούς τους πεζογράφους τους χαρακτήρισαν συλλήβδην ως «η χαμένη γενιά». Ο Χέμινγουεη φαινόταν ο πιο ισορροπημένος, αλλά και αυτός δεν την γλύτωσε. Σαν τον Τζακ Λόντον αυτοκτόνησε. Και πρόσφατα διάβασα στη «Θεραπεία του Σοπενάουερ» του Ίρβιν Γιάλομ (αργότερα θα γράψω δυο λογάκια και γι αυτήν) ότι ο Χεμινγουέη είχε δηλώσει «Εμένα ο ψυχαναλυτής μου είναι η γραφομηχανή μου». Για πολλά χρόνια φαίνεται ότι αυτός ο ψυχαναλυτής τον στήριζε, όμως στο τέλος τον πρόδωσε. Βρισκόταν στην Κούβα όταν πήρε ένα κυνηγετικό όπλο και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, στα εξήντα δύο του.
Ρε μπας και το keyboard στο κομπιούτερ μου είναι ο δικός μου ψυχαναλυτής; Αν ναι, να πάρω ένα καλύτερο, έτσι, για σιγουριά. Και αυτό βέβαια καλό είναι, ασύρματο, αλλά φτηνιάρικο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης 20-10-2007
Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία.
Τελειώνοντας την ανάγνωση του μυθιστορήματος μού ήλθε στο νου αυτός ο χαρακτηρισμός: αφηγηματικό ζάπινγκ. Γράφοντας την εποχή του μεταμοντερνισμού ο Φώκνερ χρησιμοποιεί διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές σε κάθε ένα από τα τέσσερα κεφάλαια του έργου. Στο πρώτο έχουμε τη λεγόμενη «stream of consciousness», τη ροή της συνείδησης στον εσωτερικό μονόλογο ενός διανοητικά καθυστερημένου νέου. Μου θύμισε τον «Λούσια» του Νίκου Χουλιαρά. Στο δεύτερο έχουμε επίσης τον εσωτερικό μονόλογο του ενός από τους δυο αδελφούς του. Διαταραγμένη προσωπικότητα, ο αδελφός αυτός θα αυτοκτονήσει. Με εξαίρεση το θαυμάσιο και σχετικά εκτενές μέρος όπου αφηγείται την περιπέτειά του με το μικρό κοριτσάκι των Ιταλών εμιγκρέδων, η αφήγηση αποτελείται από σύντομα σπαράγματα μνήμης και θραύσματα σκέψεων. Στο τρίτο μέρος ο Φώκνερ εγκαταλείπει τον μοντερνισμό για τον μεταμοντερνισμό της διαυγούς αφήγησης, σαν αυτής του μυθιστορήματος των κλασικών του 19ου αιώνα, αν και έχουμε επίσης πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όχι ενός ατόμου διαταραγμένου ψυχικά αλλά ενός σχετικά ισορροπημένου ατόμου, γι αυτό και με περισσότερη συνοχή. (Ψυχικά ισορροπημένου, γιατί ηθικά, άστα να πάνε στο διάβολο. Έβαλε χέρι στα λεφτά της ανηψιάς του, μέχρι που αυτή του τα βούτηξε, παίρνοντας για τόκο και τις δικές του οικονομίες). Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, την κυρίαρχη αφήγηση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, επιστρέφουμε στο τέταρτο μέρος, με εστίαση στο πρόσωπο της μαύρης υπηρέτριας, «του μόνου θετικού προσώπου του μυθιστορήματος», όπως γράφει το αυτί του εξωφύλλου. (Αλλά για στάσου, δηλαδή ο ΑΜΕΑ είναι από χέρι αρνητικός;)
Ο χρόνος της αφήγησης είναι ένα ζιγκ ζαγκ. Μετά το πρώτο μέρος που επιγράφεται «Απριλίου 7η, 1928» έχουμε μια αναδρομή 18 χρόνων με τίτλο «Ιουνίου 2α, 1910. Στο τρίτο μέρος πηγαίνουμε μια μέρα πριν από το πρώτο μέρος, την «Απριλίου 6η, 1928» για να πηδήσουμε στο τέταρτο στην «Απριλίου 8η, 1928». Τουλάχιστον το τέλος είναι στη σωστή του θέση.
Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές μου έρχεται η σκέψη μήπως το κίνημα του μεταμοντερνισμού οφείλεται στο φαινόμενο του εθισμού. Ο κόσμος, συγγραφείς και αναγνώστες, είχαν βαρεθεί πια να διαβάζουν και να γράφουν όπως τον 19ο αιώνα, και αναζήτησαν νέους τρόπους γραφής. Ίσως να υπερβάλλω, αλλά ένα άρθρο του Άρθουρ Καίσλερ με τίτλο «Ο εθισμός στην τέχνη», το οποίο διάβασα μαθητής, με εντυπωσίασε ιδιαίτερα, και έχω την τάση να το χρησιμοποιώ σαν ερμηνευτικό pass- partout σε πολλά φαινόμενα. Και επειδή κάθε αλλαγή δεν σημαίνει αναγκαστικά και πρόοδο (στο νου μου, σαν εκπαιδευτικός, μου έρχονται οι κατά καιρούς διατυμπανιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία), γι αυτό και το κίνημα του μοντερνισμού δεν ρίζωσε, και οι συγγραφείς σήμερα έχουν επιστρέψει στην αφηγηματική διαύγεια των κλασικών (αν μπορούσαν ας έκαναν και αλλιώς, τα βιβλία τους θα έμεναν στα αζήτητα.)
Το έργο πραγματεύεται την πτώση μιας οικογένειας του Αμερικανικού Νότου. Και μου έρχεται μια ακόμη σκέψη: Γιατί μαγεύονται οι συγγραφείς τόσο με την «πτώση»; Η λέξη «Πτώση» υπάρχει σαν τίτλος σε έργο του Καμύ, και βρίσκεται επίσης στον τίτλο ενός έργου του Έντγκαρ Άλλαν Πόε («Η πτώση του οίκου των Άσερ»). Αλλά η ιστορία με την πτώση ξεκινάει πιο παλιά, από τις τραγωδίες, με την πτώση του οίκου των Ατρειδών και των Λαβδακιδών. Ο Τόμας Μαν μας αφηγήθηκε επίσης την πτώση των Μπούντενμπρουκς», και ο Μάρκες την πτώση μιας άλλης οικογένειας στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Υπάρχουν κι άλλες, κάπου έχω ξαναγράψει, δεν θυμάμαι πού. Και τώρα που ξαναδιαβάζω αυτό το κείμενο για να το διορθώσω θυμάμαι και το «Μυστικό της κοντέσας Βαλαίρενας» του Ξενόπουλου.
Διαβάζοντας τη βιογραφία του συγγραφέα (καταθλιπτικός και αλκοολικός) κάνω τη σκέψη ότι οι Αμερικανοί πεζογράφοι είναι, σαν τους καταραμένους ποιητές, καταραμένοι πεζογράφοι. Πρόσφατα διάβασα ένα δείγμα από δυο απ’ αυτούς. Ξεκινώντας από τον «Τρούμαν», έχοντας σαν ερέθισμα την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία αλλά και ένα ντοκιμαντέρ στο κανάλι της βουλής, διάβασα το «Πρόγευμα στο Τίφανις» και μια αρκετά εκτενή βιογραφία. Στη συνέχεια Κερουάκ. Ερέθισμα: ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ, πάλι στο κανάλι της βουλής. Αντίδραση: «Στο δρόμο», από τη βιβλιοθήκη του Βήματος. Φίτζεραλντ δεν έχω διαβάσει ακόμη, αλλά ξέρω για τη ζωή του. Και κοίτα να δεις άγνοια, ξαναδιαβάζοντας τώρα στη Wikipedia τη βιογραφία του, είδα ότι αυτούς τους πεζογράφους τους χαρακτήρισαν συλλήβδην ως «η χαμένη γενιά». Ο Χέμινγουεη φαινόταν ο πιο ισορροπημένος, αλλά και αυτός δεν την γλύτωσε. Σαν τον Τζακ Λόντον αυτοκτόνησε. Και πρόσφατα διάβασα στη «Θεραπεία του Σοπενάουερ» του Ίρβιν Γιάλομ (αργότερα θα γράψω δυο λογάκια και γι αυτήν) ότι ο Χεμινγουέη είχε δηλώσει «Εμένα ο ψυχαναλυτής μου είναι η γραφομηχανή μου». Για πολλά χρόνια φαίνεται ότι αυτός ο ψυχαναλυτής τον στήριζε, όμως στο τέλος τον πρόδωσε. Βρισκόταν στην Κούβα όταν πήρε ένα κυνηγετικό όπλο και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, στα εξήντα δύο του.
Ρε μπας και το keyboard στο κομπιούτερ μου είναι ο δικός μου ψυχαναλυτής; Αν ναι, να πάρω ένα καλύτερο, έτσι, για σιγουριά. Και αυτό βέβαια καλό είναι, ασύρματο, αλλά φτηνιάρικο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης 20-10-2007
Wednesday, October 17, 2007
Ημέρα περιβάλλοντος
Η Μαργαρίτα μάλλον το έκανε, αλλά αφού το έκανε, ας παραπέμψουμε κι εμείς στην ημέρα περιβάλλοντος, μια και την τιμήσαμε χωρίς να το ξέρουμε.
Sunday, October 7, 2007
Φραντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση
Φράντς Κάφκα, Η μεταμόρφωση
Φράντς Κάφκα (1883-1924), Η μεταμόρφωση.
Τη «Δίκη» και το «Κάστρο» τα διάβασα πριν πάρα πολλά χρόνια. Στη βιογραφία του Κάφκα με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι σώθηκαν σαν από θαύμα. Ετοιμοθάνατος ο Κάφκα, είχε παρακαλέσει το φίλο του και μετέπειτα βιογράφο του Max Brod να καταστρέψει τα χειρόγραφα. Αυτός πήγε στην κόλαση γιατί αγνόησε την επιθυμία του φίλου του, αλλά ο Δάντης μεσολάβησε και μεταφέρθηκε στον παράδεισο, γιατί πρόσφερε στην ανθρωπότητα δυο από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Τη «Δίκη», η οποία εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα, και τον «Πύργο», που εκδόθηκε μετά από δυο χρόνια.
Η «Μεταμόρφωση» βρισκόταν επί χρόνια στο ράφι των τύψεων, μέχρι που πρόσφατα αποφάσισα να τη διαβάσω, πριν ένα μήνα περίπου. Αυτό που γράφει η Wikipedia, ότι οι πρώτες γραμμές της έχουν γίνει διάσημες και παρατίθενται συχνά, είναι κάτι που το έχω επιβεβαιώσει εδώ και πολλά χρόνια:
As Gregor Samsa awoke one morning from uneasy dreams he found himself transformed in his bed into a gigantic insect. The original German is this:
Als Gregor Samsa eines Morgens aus unruhigen Träumen erwachte, fand er sich in seinem Bett zu einem ungeheueren Ungeziefer verwandelt.
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις γραμμές είπα να ρίξω μια ματιά στην Encyclopaedia Britannica, στη βιογραφία του συγγραφέα. Από εκεί επιλέγω δυο φράσεις που φωτίζουν ένα από τα βασικά θέματα του έργου: την απελπισία του Κάφκα που δεν γνώρισε την αποδοχή και την αγάπη του πατέρα του. Η απελπισία αυτή εκδραματίζεται σε τρία από τα διηγήματα της συλλογής. Οι φράσεις αυτές είναι: (για τον πατέρα του) belonged to a race of giants and was an awesome, admirable, but repulsive tyrant. Και: may be sought after and begged in vain for approval. Αναζητάει την επιδοκιμασία του, γράφει η Encyclopaedia Britannica, ενώ πιο σωστό νομίζω είναι ότι αναζητάει την αγάπη του.
Η αναζήτηση της πατρικής αγάπης και επιδοκιμασίας μοιάζει με μια απωθημένη επιθυμία, που εμφανίζεται μεταφιεσμένη, σαν νευρωσικό σύμπτωμα, στο φανταστικό των διηγημάτων του. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, μήπως η λογοτεχνία ολόκληρη δεν είναι παρά μια μεταμόρφωση απωθημένων λίγο πολύ επιθυμιών, οι οποίες όμως, όπως κάθε απώθηση, πασχίζουν ταυτόχρονα να αποκαλυφτούν αλλά και να κρυφτούν, σαν νευρωσικό σύμπτωμα;
Τρία από τα διηγήματα αποκαλύπτουν, υπό το φως της βιογραφίας, τη θεματική αυτή. Είναι χαρακτηριστικό το τέλος του διηγήματος που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Παρουσιάζεται η οικογένεια του μεταμορφωμένου σε έντομο ήρωα να νοιώθει ανακουφισμένη μετά το θάνατό του. Στην «Κρίση» ο ήρωας σιγοφωνάζει πέφτοντας από τη γέφυρα για να αυτοκτονήσει: « ‘Αγαπημένοι μου γονείς, κι όμως πάντοτε σας αγαπούσα’. Εκείνη τη στιγμή η κυκλοφορία πάνω στη γέφυρα ήταν αφάνταστα μεγάλη». Έτσι τελειώνει το διήγημα.
Όμως το φαινόμενο της μεταμφίεση της απωθημένης επιθυμίας που αγωνίζεται να βγει στο φως δεν εκφράζεται πουθενά πιο χαρακτηριστικά από ότι στο διήγημα «Οι έντεκα γιοι».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο διήγημα. Έχουμε έναν πατέρα να παρουσιάζει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τα πορτρέτα των έντεκα γιων του, ενώ απουσιάζει παντελώς η πλοκή. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν διδακτικό υλικό στη διδασκαλία της προσωπογραφίας. Ο Κάφκα στον ενδέκατο γιο δίνει το δικό του πορτρέτο, την αυτοπροσωπογραφία του. «Μερικές φορές με κοιτάζει σα να θέλει να μου πει: θα σε πάρω μαζί μου πατέρα. Κι εγώ σκέφτομαι: Είσαι ο τελευταίος που θα εμπιστευόμουν». Υπάρχει καλύτερη έκφραση της αγάπης του γιου, αλλά και της απόρριψής του από τον πατέρα; Τα υπόλοιπα δέκα πορτρέτα λες και φτιάχτηκαν για να μπερδέψουν τον αναγνώστη ως προς τη σημασία του τελευταίου.
Η θεματική αυτή εντάσσεται στη γενικότερη θεματική της οποίας αποτελεί υποκατηγορία, όχι μόνο αυτών των διηγημάτων, αλλά και του συνολικού έργου του Κάφκα: τη θεματική της ματαίωσης, της αποτυχίας, είτε αυτή αναφέρεται στον έρωτα, όπως στο συντομότατο (μιας σελίδας) διήγημα «Στη γαλαρία», είτε γενικά στη ζωή, όπως στο «Ένας αγροτικός γιατρός». Τα έργα του Κάφκα, κινούμενα στα όρια του φανταστικού, αποτελούν μια αλληγορία του πραγματικού.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 7-10-2007
Φράντς Κάφκα (1883-1924), Η μεταμόρφωση.
Τη «Δίκη» και το «Κάστρο» τα διάβασα πριν πάρα πολλά χρόνια. Στη βιογραφία του Κάφκα με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι σώθηκαν σαν από θαύμα. Ετοιμοθάνατος ο Κάφκα, είχε παρακαλέσει το φίλο του και μετέπειτα βιογράφο του Max Brod να καταστρέψει τα χειρόγραφα. Αυτός πήγε στην κόλαση γιατί αγνόησε την επιθυμία του φίλου του, αλλά ο Δάντης μεσολάβησε και μεταφέρθηκε στον παράδεισο, γιατί πρόσφερε στην ανθρωπότητα δυο από τα μεγαλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: Τη «Δίκη», η οποία εκδόθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα, και τον «Πύργο», που εκδόθηκε μετά από δυο χρόνια.
Η «Μεταμόρφωση» βρισκόταν επί χρόνια στο ράφι των τύψεων, μέχρι που πρόσφατα αποφάσισα να τη διαβάσω, πριν ένα μήνα περίπου. Αυτό που γράφει η Wikipedia, ότι οι πρώτες γραμμές της έχουν γίνει διάσημες και παρατίθενται συχνά, είναι κάτι που το έχω επιβεβαιώσει εδώ και πολλά χρόνια:
As Gregor Samsa awoke one morning from uneasy dreams he found himself transformed in his bed into a gigantic insect. The original German is this:
Als Gregor Samsa eines Morgens aus unruhigen Träumen erwachte, fand er sich in seinem Bett zu einem ungeheueren Ungeziefer verwandelt.
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις γραμμές είπα να ρίξω μια ματιά στην Encyclopaedia Britannica, στη βιογραφία του συγγραφέα. Από εκεί επιλέγω δυο φράσεις που φωτίζουν ένα από τα βασικά θέματα του έργου: την απελπισία του Κάφκα που δεν γνώρισε την αποδοχή και την αγάπη του πατέρα του. Η απελπισία αυτή εκδραματίζεται σε τρία από τα διηγήματα της συλλογής. Οι φράσεις αυτές είναι: (για τον πατέρα του) belonged to a race of giants and was an awesome, admirable, but repulsive tyrant. Και: may be sought after and begged in vain for approval. Αναζητάει την επιδοκιμασία του, γράφει η Encyclopaedia Britannica, ενώ πιο σωστό νομίζω είναι ότι αναζητάει την αγάπη του.
Η αναζήτηση της πατρικής αγάπης και επιδοκιμασίας μοιάζει με μια απωθημένη επιθυμία, που εμφανίζεται μεταφιεσμένη, σαν νευρωσικό σύμπτωμα, στο φανταστικό των διηγημάτων του. Αλλά, τώρα που το σκέφτομαι, μήπως η λογοτεχνία ολόκληρη δεν είναι παρά μια μεταμόρφωση απωθημένων λίγο πολύ επιθυμιών, οι οποίες όμως, όπως κάθε απώθηση, πασχίζουν ταυτόχρονα να αποκαλυφτούν αλλά και να κρυφτούν, σαν νευρωσικό σύμπτωμα;
Τρία από τα διηγήματα αποκαλύπτουν, υπό το φως της βιογραφίας, τη θεματική αυτή. Είναι χαρακτηριστικό το τέλος του διηγήματος που δίνει τον τίτλο στη συλλογή. Παρουσιάζεται η οικογένεια του μεταμορφωμένου σε έντομο ήρωα να νοιώθει ανακουφισμένη μετά το θάνατό του. Στην «Κρίση» ο ήρωας σιγοφωνάζει πέφτοντας από τη γέφυρα για να αυτοκτονήσει: « ‘Αγαπημένοι μου γονείς, κι όμως πάντοτε σας αγαπούσα’. Εκείνη τη στιγμή η κυκλοφορία πάνω στη γέφυρα ήταν αφάνταστα μεγάλη». Έτσι τελειώνει το διήγημα.
Όμως το φαινόμενο της μεταμφίεση της απωθημένης επιθυμίας που αγωνίζεται να βγει στο φως δεν εκφράζεται πουθενά πιο χαρακτηριστικά από ότι στο διήγημα «Οι έντεκα γιοι».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο διήγημα. Έχουμε έναν πατέρα να παρουσιάζει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση τα πορτρέτα των έντεκα γιων του, ενώ απουσιάζει παντελώς η πλοκή. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν διδακτικό υλικό στη διδασκαλία της προσωπογραφίας. Ο Κάφκα στον ενδέκατο γιο δίνει το δικό του πορτρέτο, την αυτοπροσωπογραφία του. «Μερικές φορές με κοιτάζει σα να θέλει να μου πει: θα σε πάρω μαζί μου πατέρα. Κι εγώ σκέφτομαι: Είσαι ο τελευταίος που θα εμπιστευόμουν». Υπάρχει καλύτερη έκφραση της αγάπης του γιου, αλλά και της απόρριψής του από τον πατέρα; Τα υπόλοιπα δέκα πορτρέτα λες και φτιάχτηκαν για να μπερδέψουν τον αναγνώστη ως προς τη σημασία του τελευταίου.
Η θεματική αυτή εντάσσεται στη γενικότερη θεματική της οποίας αποτελεί υποκατηγορία, όχι μόνο αυτών των διηγημάτων, αλλά και του συνολικού έργου του Κάφκα: τη θεματική της ματαίωσης, της αποτυχίας, είτε αυτή αναφέρεται στον έρωτα, όπως στο συντομότατο (μιας σελίδας) διήγημα «Στη γαλαρία», είτε γενικά στη ζωή, όπως στο «Ένας αγροτικός γιατρός». Τα έργα του Κάφκα, κινούμενα στα όρια του φανταστικού, αποτελούν μια αλληγορία του πραγματικού.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 7-10-2007
Saturday, October 6, 2007
Ντέηβιντ Λοτζ, Σκέψεις, σκέψεις...
Σταματάω τη σιωπή. Έγραψα εκτενές σχετικό κείμενο, που με κάποιους αδέξιους χειρισμούς δεν μπορώ να ανοίξω για να το αναρτήσω. Βαριέμαι να το ψάξω μόνος μου, περιμένω τη βοήθεια του καθηγητή πληροφορικής του Βαρβακείου. Προς το παρόν άνακοινώνω ότι γράφω σύντομα σημειώματα για βιβλία που διάβασα και αναρτώ στο blog του Λέξημα. Εδώ θα παραπέμπω μόνο τον τίτλο του βιβλίου και το link.
Ξεκινάμε λοιπόν, David Lodge, Σκέψεις, σκέψεις.
David Lodge, Σκέψεις, σκέψεις…
Στο Λέξημα γράφω βιβλιοκριτικές. Αυτές πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάποια στάνταρντ. Ένα από αυτά είναι η έκταση. Συχνά όμως διαβάζω βιβλία για τα οποία θα ήθελα να γράψω δυο λογάκια, όχι όμως στην έκταση μιας βιβλιοκριτικής, και με το φροντισμένο ύφος της. Ακόμη, οι βιβλιοκριτικές μου πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους. Έτσι, σχολιάζοντας το θέμα στη συντακτική ομάδα πρότεινα να γράφω δυο πραγματάκια στο blog του Λέξημα για τα βιβλία που διάβασα πρόσφατα και για τα οποία δεν σκοπεύω, ή καλύτερα δεν έχω διάθεση, να γράψω βιβλιοκριτική. Η πρόταση έγινε αποδεκτή, και ξεκινάω. Έχω να γράψω για κάμποσα βιβλία, τα περισσότερα από τη βιβλιοθήκη του «Βήματος» (χαρτόδετα, μόνο με πέντε ευρώ, από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας). Θα αρχίσω από το πιο πρόσφατο, που το τέλειωσα μόλις χθες. Είναι το «Σκέψεις, σκέψεις…» (αγγλικός τίτλος Thinks) του David Lodge, όχι από τη βιβλιοθήκη του Βήματος αλλά από τη σειρά «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Bell, 2001. (Ναι, το αγόρασα πριν κάποια χρόνια, και τώρα αξιώθηκα να το διαβάσω).
O David Logde γεννήθηκε το 1935, και τώρα είναι επίτιμος καθηγητής (δηλαδή συνταξιούχος). Δίδαξε επί χρόνια Λογοτεχνία. Έχει γράψει πολλά έργα θεωρίας της Λογοτεχνίας. Τρία από αυτά το χρησιμοποίησα στο διδακτορικό μου. (The art of Fiction, London 1992, Penguin. The modes of modern writing, London 1977, Edward Arnold. The language of Fiction, London 1966, Routledge and Kegan. Κάνω copy and paste από τη βιβλιογραφία του διδακτορικού μου).
Επίσης έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα μέχρι το «Thinks». Το πρώτο που διάβασα ήταν το «Small world», («Μικρός είναι ο κόσμος» στα ελληνικά), και με ενθουσίασε τόσο που έγραψα μια βιβλιοκριτική που δημοσιεύτηκε στο «Διαβάζω». Ο έξυπνος τρόπος γραφής και το χιούμορ είναι αρετές που πάντα μου άρεσαν σε ένα βιβλίο. Έτσι διάβασα και όλα όσα έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα στα ελληνικά.
Τα μυθιστορήματά του κατατάσσονται στο είδος «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα». Κι αυτό γιατί οι ήρωές του, οι περισσότεροι τουλάχιστον, είναι πανεπιστημιακοί, και σ’ αυτά περιγράφεται η ζωή και η ατμόσφαιρα στα πανεπιστήμια. Τα περιστατικά που αναφέρει, κάποιος άλλος θα τα είχε πραγματευθεί με σαρκασμό, αυτός όμως τα πραγματεύεται με καλοπροαίρετο χιούμορ. Τα ξενοπηδήματα, οι επαγγελματικές αντιζηλίες και οι διάφορες ίντριγκες συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής.
Να γράψουμε λοιπόν δυο λογάκια για το «Σκέψεις, σκέψεις…»
Η πλοκή αναφέρεται στις εξωσυζυγικές σχέσεις του Μέσσεντζερ και της γυναίκας του, της Κάρι. Οι δυο κύριοι ήρωες οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης είναι ο Μέσσεντζερ και η Έλεν, μια συγγραφέας που πρόσφατα σκοτώθηκε ο άντρας της και διδάσκει ως επισκέπτρια καθηγήτρια δημιουργική γραφή. Και τι σύμπτωση!!! Διαβάζοντας το μυθιστόρημα μιας από τις μαθήτριές της ανακαλύπτει ότι η μαθήτρια αυτή είχε πηδηχτεί με τον άντρα της. Στην αρχή εξοργίζεται, μετά όμως συμβιβάζεται με τη σκέψη.
Ο Μέσσεντζερ κάποια στιγμή μαθαίνει ότι πιθανόν να έχει καρκίνο στο συκώτι. Η λίμπιντό του καταρρέει. Μετά από κάποιες μέρες αγωνίας μαθαίνει ότι ευτυχώς επρόκειτο για μια απλή κύστη.
Δεν τελειώνουν όμως όλα με happy end. Ένα από τα πρόσωπα του έργου που θεωρείται ύποπτο για διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, μπροστά στο σκάνδαλο και τον ατιμασμό προτιμά να αυτοκτονήσει. Τελικά αποδεικνύεται υπερβολική η ευαισθησία του, αφού το πορνογραφικό υλικό που βρίσκεται στο κομπιούτερ του δεν είναι παρά φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, όχι όμως σε σεξουαλική πράξη.
Πάνω σε τέτοιου είδους επεισόδια περιστρέφεται η πλοκή, που με το σασπένς που ενυπάρχει σε κάθε πλοκή κρατάει την προσοχή του αναγνώστη, ώστε να μη βαρεθεί τα δοκιμιακά κομμάτια του έργου, συζητήσεις κυρίως των ηρώων του, πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη. Αποτελούσε το θεωρητικό ενδιαφέρον του Lodge εκείνη την εποχή, και διάβασε ένα σωρό σχετικά βιβλία, τα οποία παραθέτει επιλογικά στις «Ευχαριστίες».
Το πιο ενδιαφέρον για μένα στο μυθιστόρημα αυτό είναι η αφηγηματική του τεχνική. Ενώ το κλασικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα επιλέγει συνήθως μια αφήγηση, είτε την πρωτοπρόσωπη είτε την τριτοπρόσωπη, τα σύγχρονα μυθιστορήματα καταφεύγουν σε πιο σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές, με πολλούς αφηγητές, πολλά είδη γραφής, με κάθε είδος να διαθέτει τις στυλιστικές του ιδιαιτερότητες. Αυτή την τεχνική, σε τόσο ευρεία έκταση, την συνάντησα για πρώτη φορά στον John dos Passos (1996-1970). Ανάλογο στην ποίηση, και στα καθ’ ημάς, είναι το «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Έτσι λοιπόν, στο έργο αυτό του Lodge συναντάμε την «ροή συνείδησης» (stream of consciousness), αλλά με ένα ρεαλιστικά πρωτότυπο τρόπο ελεύθερου συνειρμού. Ο Μέσσεντζερ, για να μελετήσει τη συνείδηση, καταγράφει αυθόρμητα τις σκέψεις που του έρχονται σε ένα μαγνητοφωνάκι, με σκοπό να τις απομαγνητοφωνήσει και να τις μελετήσει αργότερα. Βέβαια ο χαρακτήρας αυτός του ελεύθερου συνειρμού χάνεται στα τελευταία αποσπάσματα, όπου οι σκέψεις του ήρωα έχουν μεγαλύτερη συνοχή και σχετίζονται πιο άμεσα με την πλοκή. Όμως στην αρχή αυτοί οι συνειρμοί είναι αρκετά ελεύθεροι ώστε να αναφέρεται και στα ξενοπηδήματά του.
Η Έλεν αντίθετα χρησιμοποιεί ημερολόγιο. Ο Μέσσεντζερ δεν θα τολμούσε ποτέ να είναι τόσο αποκαλυπτικός σε ημερολόγιο. Το ημερολόγιο διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να διαβαστεί από κάποιον που δεν πρέπει. Και ο Lodge αξιοποιεί το ενδεχόμενο αυτό για να προωθήσει την πλοκή: Ο Μέσσεντζερ, περιμένοντας την Έλεν, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και του ρίχνει μια ματιά (βρίσκεται σε αρχεία του υπολογιστή της). Έτσι θα μάθει ότι η γυναίκα του τον απατά. Σοκάρεται, αλλά μετά σκέπτεται ότι τελικά η περίπτωση είναι «μια σου και μια μου», και το αντιμετωπίζει πιο στωικά. Δεν θα χωρίσει. Και ο Λοτζ, επειδή δεν θέλει να αφήσει ούτε την Έλεν μόνη, στο «Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» μας λέει, στην τελευταία παράγραφο, ότι και η Έλεν βρήκε το σύντροφό της, ένα συγγραφέα λογοτεχνικών βιογραφιών.
Με τις φωνές των δύο ηρώων εναλλάσσεται και η κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν οι ήρωες. Υπάρχει ακόμη και η ομιλία της Έλεν για το πώς βλέπει την τεχνητή νοημοσύνη μια μυθιστοριογράφος, καταληκτήρια στο σχετικό συνέδριο. Όμως η πιο μεγάλη υφολογική πρωτοτυπία είναι η παράθεση, σε δυο σημεία του βιβλίου, ανταλλαγής email, με τον χαρακτηριστικό λογότυπο, τον αφρόντιστο τρόπο γραφής και τα ορθογραφικά λάθη που χαρακτηρίζουν τα email.
Είπα πολλά, γιατί το βιβλίο το διάβασα πρόσφατα. Για τα υπόλοιπα βιβλία, που τα διάβασα το καλοκαίρι εν είδει βιβλιοθεραπείας, θα γράψω λιγότερα. Όμως για να μη φορτώσω αυτό το κείμενο τα αφήνω για άλλη φορά.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Αθήνα 6-10-07,
Ξεκινάμε λοιπόν, David Lodge, Σκέψεις, σκέψεις.
David Lodge, Σκέψεις, σκέψεις…
Στο Λέξημα γράφω βιβλιοκριτικές. Αυτές πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάποια στάνταρντ. Ένα από αυτά είναι η έκταση. Συχνά όμως διαβάζω βιβλία για τα οποία θα ήθελα να γράψω δυο λογάκια, όχι όμως στην έκταση μιας βιβλιοκριτικής, και με το φροντισμένο ύφος της. Ακόμη, οι βιβλιοκριτικές μου πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους. Έτσι, σχολιάζοντας το θέμα στη συντακτική ομάδα πρότεινα να γράφω δυο πραγματάκια στο blog του Λέξημα για τα βιβλία που διάβασα πρόσφατα και για τα οποία δεν σκοπεύω, ή καλύτερα δεν έχω διάθεση, να γράψω βιβλιοκριτική. Η πρόταση έγινε αποδεκτή, και ξεκινάω. Έχω να γράψω για κάμποσα βιβλία, τα περισσότερα από τη βιβλιοθήκη του «Βήματος» (χαρτόδετα, μόνο με πέντε ευρώ, από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας). Θα αρχίσω από το πιο πρόσφατο, που το τέλειωσα μόλις χθες. Είναι το «Σκέψεις, σκέψεις…» (αγγλικός τίτλος Thinks) του David Lodge, όχι από τη βιβλιοθήκη του Βήματος αλλά από τη σειρά «Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη» των εκδόσεων Bell, 2001. (Ναι, το αγόρασα πριν κάποια χρόνια, και τώρα αξιώθηκα να το διαβάσω).
O David Logde γεννήθηκε το 1935, και τώρα είναι επίτιμος καθηγητής (δηλαδή συνταξιούχος). Δίδαξε επί χρόνια Λογοτεχνία. Έχει γράψει πολλά έργα θεωρίας της Λογοτεχνίας. Τρία από αυτά το χρησιμοποίησα στο διδακτορικό μου. (The art of Fiction, London 1992, Penguin. The modes of modern writing, London 1977, Edward Arnold. The language of Fiction, London 1966, Routledge and Kegan. Κάνω copy and paste από τη βιβλιογραφία του διδακτορικού μου).
Επίσης έχει γράψει έντεκα μυθιστορήματα μέχρι το «Thinks». Το πρώτο που διάβασα ήταν το «Small world», («Μικρός είναι ο κόσμος» στα ελληνικά), και με ενθουσίασε τόσο που έγραψα μια βιβλιοκριτική που δημοσιεύτηκε στο «Διαβάζω». Ο έξυπνος τρόπος γραφής και το χιούμορ είναι αρετές που πάντα μου άρεσαν σε ένα βιβλίο. Έτσι διάβασα και όλα όσα έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα στα ελληνικά.
Τα μυθιστορήματά του κατατάσσονται στο είδος «πανεπιστημιακό μυθιστόρημα». Κι αυτό γιατί οι ήρωές του, οι περισσότεροι τουλάχιστον, είναι πανεπιστημιακοί, και σ’ αυτά περιγράφεται η ζωή και η ατμόσφαιρα στα πανεπιστήμια. Τα περιστατικά που αναφέρει, κάποιος άλλος θα τα είχε πραγματευθεί με σαρκασμό, αυτός όμως τα πραγματεύεται με καλοπροαίρετο χιούμορ. Τα ξενοπηδήματα, οι επαγγελματικές αντιζηλίες και οι διάφορες ίντριγκες συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής.
Να γράψουμε λοιπόν δυο λογάκια για το «Σκέψεις, σκέψεις…»
Η πλοκή αναφέρεται στις εξωσυζυγικές σχέσεις του Μέσσεντζερ και της γυναίκας του, της Κάρι. Οι δυο κύριοι ήρωες οι οποίοι σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης είναι ο Μέσσεντζερ και η Έλεν, μια συγγραφέας που πρόσφατα σκοτώθηκε ο άντρας της και διδάσκει ως επισκέπτρια καθηγήτρια δημιουργική γραφή. Και τι σύμπτωση!!! Διαβάζοντας το μυθιστόρημα μιας από τις μαθήτριές της ανακαλύπτει ότι η μαθήτρια αυτή είχε πηδηχτεί με τον άντρα της. Στην αρχή εξοργίζεται, μετά όμως συμβιβάζεται με τη σκέψη.
Ο Μέσσεντζερ κάποια στιγμή μαθαίνει ότι πιθανόν να έχει καρκίνο στο συκώτι. Η λίμπιντό του καταρρέει. Μετά από κάποιες μέρες αγωνίας μαθαίνει ότι ευτυχώς επρόκειτο για μια απλή κύστη.
Δεν τελειώνουν όμως όλα με happy end. Ένα από τα πρόσωπα του έργου που θεωρείται ύποπτο για διακίνηση παιδικής πορνογραφίας, μπροστά στο σκάνδαλο και τον ατιμασμό προτιμά να αυτοκτονήσει. Τελικά αποδεικνύεται υπερβολική η ευαισθησία του, αφού το πορνογραφικό υλικό που βρίσκεται στο κομπιούτερ του δεν είναι παρά φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, όχι όμως σε σεξουαλική πράξη.
Πάνω σε τέτοιου είδους επεισόδια περιστρέφεται η πλοκή, που με το σασπένς που ενυπάρχει σε κάθε πλοκή κρατάει την προσοχή του αναγνώστη, ώστε να μη βαρεθεί τα δοκιμιακά κομμάτια του έργου, συζητήσεις κυρίως των ηρώων του, πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη. Αποτελούσε το θεωρητικό ενδιαφέρον του Lodge εκείνη την εποχή, και διάβασε ένα σωρό σχετικά βιβλία, τα οποία παραθέτει επιλογικά στις «Ευχαριστίες».
Το πιο ενδιαφέρον για μένα στο μυθιστόρημα αυτό είναι η αφηγηματική του τεχνική. Ενώ το κλασικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα επιλέγει συνήθως μια αφήγηση, είτε την πρωτοπρόσωπη είτε την τριτοπρόσωπη, τα σύγχρονα μυθιστορήματα καταφεύγουν σε πιο σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές, με πολλούς αφηγητές, πολλά είδη γραφής, με κάθε είδος να διαθέτει τις στυλιστικές του ιδιαιτερότητες. Αυτή την τεχνική, σε τόσο ευρεία έκταση, την συνάντησα για πρώτη φορά στον John dos Passos (1996-1970). Ανάλογο στην ποίηση, και στα καθ’ ημάς, είναι το «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Έτσι λοιπόν, στο έργο αυτό του Lodge συναντάμε την «ροή συνείδησης» (stream of consciousness), αλλά με ένα ρεαλιστικά πρωτότυπο τρόπο ελεύθερου συνειρμού. Ο Μέσσεντζερ, για να μελετήσει τη συνείδηση, καταγράφει αυθόρμητα τις σκέψεις που του έρχονται σε ένα μαγνητοφωνάκι, με σκοπό να τις απομαγνητοφωνήσει και να τις μελετήσει αργότερα. Βέβαια ο χαρακτήρας αυτός του ελεύθερου συνειρμού χάνεται στα τελευταία αποσπάσματα, όπου οι σκέψεις του ήρωα έχουν μεγαλύτερη συνοχή και σχετίζονται πιο άμεσα με την πλοκή. Όμως στην αρχή αυτοί οι συνειρμοί είναι αρκετά ελεύθεροι ώστε να αναφέρεται και στα ξενοπηδήματά του.
Η Έλεν αντίθετα χρησιμοποιεί ημερολόγιο. Ο Μέσσεντζερ δεν θα τολμούσε ποτέ να είναι τόσο αποκαλυπτικός σε ημερολόγιο. Το ημερολόγιο διατρέχει πάντοτε τον κίνδυνο να διαβαστεί από κάποιον που δεν πρέπει. Και ο Lodge αξιοποιεί το ενδεχόμενο αυτό για να προωθήσει την πλοκή: Ο Μέσσεντζερ, περιμένοντας την Έλεν, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και του ρίχνει μια ματιά (βρίσκεται σε αρχεία του υπολογιστή της). Έτσι θα μάθει ότι η γυναίκα του τον απατά. Σοκάρεται, αλλά μετά σκέπτεται ότι τελικά η περίπτωση είναι «μια σου και μια μου», και το αντιμετωπίζει πιο στωικά. Δεν θα χωρίσει. Και ο Λοτζ, επειδή δεν θέλει να αφήσει ούτε την Έλεν μόνη, στο «Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» μας λέει, στην τελευταία παράγραφο, ότι και η Έλεν βρήκε το σύντροφό της, ένα συγγραφέα λογοτεχνικών βιογραφιών.
Με τις φωνές των δύο ηρώων εναλλάσσεται και η κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο συγγραφέας μας δίνει πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν ίσως να μας δώσουν οι ήρωες. Υπάρχει ακόμη και η ομιλία της Έλεν για το πώς βλέπει την τεχνητή νοημοσύνη μια μυθιστοριογράφος, καταληκτήρια στο σχετικό συνέδριο. Όμως η πιο μεγάλη υφολογική πρωτοτυπία είναι η παράθεση, σε δυο σημεία του βιβλίου, ανταλλαγής email, με τον χαρακτηριστικό λογότυπο, τον αφρόντιστο τρόπο γραφής και τα ορθογραφικά λάθη που χαρακτηρίζουν τα email.
Είπα πολλά, γιατί το βιβλίο το διάβασα πρόσφατα. Για τα υπόλοιπα βιβλία, που τα διάβασα το καλοκαίρι εν είδει βιβλιοθεραπείας, θα γράψω λιγότερα. Όμως για να μη φορτώσω αυτό το κείμενο τα αφήνω για άλλη φορά.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Αθήνα 6-10-07,