Book review, movie criticism

Wednesday, February 27, 2008

Απίστευτο!!!!!!!!!!!!

Έχω ξαναγράψει γι αυτό. Με πρόσχημα κάποια σόκιν ανέκδοτα στο blog μου μού έγινε ΕΔΕ, με «εντολή άνωθεν», όπως πληροφορήθηκα. Η ΕΔΕ έγινε για να εκπαραθυρωθώ ως σχολικός σύμβουλος, στόχος που τελικά επετεύχθη. Έγραψα ένα χιουμοριστικό post ότι με καταδιώκει ο σατανάς. Τελικά τα πράγματα είναι πιο σοβαρά από ότι νόμισα. Άκουσα δυο λασπολογίες σε βάρος μου. Η πρώτη ότι είμαι τεμπέλης. Η δεύτερη ότι δεν ήξερα να απαντήσω σε ερώτηση συναδέλφου. Για την πρώτη απαντώ ότι το έργο μου και η γλωσσομάθειά μου είναι αδιάψευστο τεκμήριο για την… τεμπελιά μου. Όσο για το δεύτερο, δεν είμαστε και παντογνώστες, τι πιο ειλικρινές να απαντήσω σε μια συγκεκριμένη ερώτηση ότι δεν ξέρω την απάντηση.
Τελικά τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, και το διαπιστώνω τώρα μόλις. Ακούω για την περίπτωση της δίωξης του press-gr, το ακούω και από το Αλ Τσαντίρι, και τέλος διαβάζω και στο newsletter που παίρνω από το Έθνος για το press-gr.blogspot.com Μπαίνω μέσα και διαβάζω την τελευταία ανάρτηση με τίτλο «Επιστολή-παράπονο» (26-2-2008). Πηγαίνω στα σχόλια από περιέργεια. Τα περισσότερα ανώνυμα, και κάποια επώνυμα. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν βλέπω ένα comment με την υπογραφή μου: babis, με τα παρακάτω σχόλια.

μου φίλοι,
Καταδικάζω κι εγώ τις ενέργειες των ΜΜΕ να φιμώσουν την επκοινωνία με τους εκατοντάδες νταβραντισμένους οπαδούς μου!
Ζήτω η αδέσμευτη εργατιά και τα τιμημένα νιάτα που παλεύουν μέσα στην ανεργία και την αδικία.
Περάστε από το blog μου για να σας δώσω κι ένα δώρο.
Με εκτίμηση,
babis

Πατάω στο babis και με βγάζει σε μια πορνοσελίδα, στη διεύθυνση: http://www.thewillpower.org/

Γράφω αυτό το post και επιστρέφω στο press.gr. Πηγαίνω σε επόμενο σχόλιο του babis, και εκεί ο babis παρουσιάζεται σαν στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ξαναπατάω το babis, και αυτή τη φορά δεν βγάζει στην πορνοσελίδα, αλλά σε αυτή τη διεύθυνση: http://www.blogger.com/profile/02713372149402491383 Ανωνυμία πλήρης. Μ’ ένα σπάρο δυο τρυγόνια, συκοφάντηση του babis και ταυτόχρονα συκοφάντηση του ΠΑΣΟΚ.

Το κείμενο που διαβάζω είναι το παρακάτω:

Αγαπητοί και εξαιρετικοί μου φίλοι
Σημαντικά νέα και διαπιστώσεις πάντα.
Ερωτηματικά και απορίες προκαλεί όχι μόνο στους απέναντι αλλά και μέσα στο κόμμα μου , η εμμονή του αποτυχημένου προέδρου κ. Παπανδρέου, να επιτίθεται εναντίον του κ. Βενιζέλου, σε μια προσπάθεια ανέγερσης διαχωριστικού και αδιαπέραστου τείχους ανάμεσα στα δύο κόμματα , χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί από πλευράς του οι συμμαχίες που θα οδηγήσουν το ΠΑΣΟΚ στα έδρανα της εξουσίας.
Ας μην αντιλεχθεί ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν έχει αντικειμενικό σκοπό να διαχειριστεί ή να συνδιαχειριστεί εξουσία» διότι τάχατες «η εξουσία δεν αποτελεί αυτοσκοπό για το κόμμα» διότι αν πάρουν είδηση οι ψηφοφόροι ότι ο αρχηγός σκέφτεται έτσι τότε, ενδεχομένως γρήγορα, θα επαληθευτεί η κ. Παπαρήγα ότι… αλλού τις πορτοκαλιές τις καλλιεργούν για να κάνουν πορτοκάλια και όχι… κουραμπιέδες..!
Τα κόμματα δεν είναι μη κυβερνητικές οργανώσεις που να αντικρούουν κυβερνητικές προοπτικές, αλλά υπάρχουν μόνο και μόνο για να διεκδικούν την κυβέρνηση, αυτοδύναμα ή σε συνεργασία μ’ άλλα κόμματα. Πού πήγε η διεκδικητική κουλτούρα της Αριστεράς για την Απλή Αναλογική η οποία όπως έλεγαν θα εξαναγκάσει σε κυβερνητικές συνεργασίες..; Μήπως τώρα, εκτιμούν ότι δεν χρειάζονται συνεργασίες επειδή στο παιχνίδι του δικομματισμού ενδέχεται να μπει και τρίτος παίχτης..;
Ο κ. Παπανδρέου ασφαλώς θα συνειδητοποιήσει γρήγορα ότι, στον τόπο υπάρχουν και άλλοι Αριστεροί Δημοκράτες, με αγώνες και προσφορά που δεν έχουν χρεία πιστοποιητικών «εθνικοφροσύνης» από τη μια και «αριστεροφροσύνης» από την άλλη πλευρά. Ούτε βεβαίως όσοι μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ εξέφρασαν την Αριστερά σε δύσκολους καιρούς, περιμένουν σήμερα την απονομή μεταπτυχιακών τίτλων «αριστεροσύνης».
Δηλώσεις όπως αυτές οι πρόσφατες του κ. Παπανδρέου με έντονο απαξιωτικό ύφος για τον κ. Βενιζέλο, των οποίων η αναπόδεικτη αυτάρκεια μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από βλακώδη έπαρση λόγω της εκλογής στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας, είναι ατυχείς στιγμές και το περιεχόμενό τους πρέπει να αποκηρυχθεί γρήγορα. Η αλαζονεία (έστω και κατά λάθος) δεν ταιριάζει στην Αριστερά, απλα δημιουργεί αποστροφή και φέρνει νερό στο μύλο της αντίδρασης.
Πιο απλά διαιωνίζει την ανικανότητα και τη βλακεία του.
Μήπως αυτό είναι το ζητούμενο?
Πάντα με εκτίμηση
babis
Η διεύθυνση: http://www.blogger.com/profile/02713372149402491383


Και ένα μεταγενέστερο comment, όπου εδώ ο babis φαίνεται υποστηριχτής του Γεώργιου Παπανδρέου!!!!

Εκλεκτοί και αγαπητοί μου φίλοι
Αν και δεν γνωρίζω τα γεγονότα λεπτομερώς , το μέγεθος της παρεμβάσεις των αρχών και τα αποτελέσματα της , λογω της απουσίας μου και της έντονης δραστηριότητας μου το διήμερο που πέρασε με την εμπλοκή μου στις προσυνεδριακές εκλογές για την ανάδειξη των συνέδρων για το 8 ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ που θα γίνει τον άλλο μήνα , θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω τους φίλους που με την δημιουργία του χώρου αυτού με έκαναν να αισθάνομαι υπεύθυνος και δυνατός πολίτης.
Είμαι από αυτούς που δέχτηκα συστηματικά και οργανωμένα την μεγαλύτερη επίθεση παραπληροφόρησης και συκοφάντησης σε αυτό το χώρο με την συνεχή παραποίηση και διαστρέβλωση την γραφομένων μου η οποία συνεχίζεται απτόητη και σήμερα μετά την ολιγοήμερη διακοπή της . Το γεγονός αυτό το δεθχηκα σαν αναγκαίο κακό, επακόλουθο της ανωνυμίας που επικρατούσε στον χώρο. Δεν ξέρω μέχρι πότε θα εξαντληθεί η υπομονή μου.
Δεν μπορείς να τα θέλεις όλα δικά σου.
Είναι γνωστό ότι από τη πρώτη στιγμή με την παρουσία μου εδώ δήλωσα ποιος είμαι και ποιος είναι ο σκοπός μου. Έτσι, πιστεύω ακράδαντα και κάθε μέρα πιο πολύ , ότι ο Γιώργος Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ γενικότερα είναι η καλύτερη λύση και η καλύτερη προποτπιτικη για το λαό και την πατρίδα.
Η χειρότερη κυβερνητική περίοδος του ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ καλύτερη από ότι γίνεται σήμερα στο δημόσιο βίο γενικά.
Για άλλη μια φορά ευχαριστώ τους ανθρώπους του blog και ελπίζω να συνεχιστεί η ύπαρξη και η λειτουργία αυτού του χώρου.
Πάντα με εκτίμηση
babis

Το ότι όλο αυτό είναι προβοκατόρικο φαίνεται από την παραπομπή στην πορνοσελίδα στο πρώτο σχόλιο, στο δεύτερο σχόλιο που σπιλώνει ευθέως τον Γεώργιο Παπανδρέου και στο τρίτο που τον εκθειάζει. Βλέπω και τέταρτο, που τον εκθειάζει επίσης. Η διεύθυνσή του: http://www.blogger.com/profile/02713372149402491383
Πορνοσελίδα, επίθεση, υπεράσπιση, αυτά μόνο έργο προβοκάτορα μπορεί να είναι. Παραθέτω τις διευθύνσεις, για να φανεί ότι και τα τρία επόμενα σχόλια, όπου το πρώτο βρίσκεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο των άλλων δύο, έχουν την ίδια διεύθυνση.
Τα σχόλια είναι πάνω από τετρακόσια, συνεχίζω και ξαναβρίσκω το πρώτο σχόλιο ξανά αναρτημένο.
Ξανά άλλο σχόλιο, όπου παρουσιάζεται ομοφυλόφιλος και καταφέρεται εναντίον του Παπανδρέου.
Δεν ξέρω ποιοι έχουν αναλάβει τη σπίλωση του ονόματός μου. Αυτοί που την έχουν αναλάβει, πριν συνεχίσουν ας διαβάσουν την παρακάτω ανάρτηση στο blog μου. http://hdermi.blogspot.com/2008/01/blog-post_20.html
Εσείς οι φίλοι και επισκέπτες του blog μου που με ξέρετε, αν βλέπετε κάπου ένα σχόλιο με την υπογραφή babis ας κάνετε κλικ πάνω, για να δείτε αν είμαι όντως εγώ ή είναι ο άλλος, ο πούστης.

Άκουσα συμβουλή φίλης: στο εξής θα υπογράφω στα σχόλια και με το επώνυμό μου.

Sunday, February 24, 2008

Μίλαν Κούντερα, Ο πέπλος

Μίλαν Κούντερα, Ο πέπλος, ανάρτηση στο blog του Λέξημα (lexima.blogspot.com)

Μίλαν Κούντερα, Ο πέπλος, Εστία 2005.

Ο Κούντερα, μαζί με τον Μάρκες, είναι οι δυο πιο αγαπημένοι μου συγγραφείς εν ζωή. Έτσι, αφού διάβασα τον «Πέπλο», σκέφτηκα να γράψω δυο λογάκια για τον αγαπημένο μου συγγραφέα.
Αυτό που μου αρέσει στον Κούντερα είναι η ανατρεπτική τόλμη του. Σε ένα από τα μυθιστορήματά του (δεν θυμάμαι ποιο) ξεκινάει αναρωτώμενος γιατί ο κόσμος να δοξάζει τους 300 του Λεωνίδα (ας θυμηθούμε το πρόσφατο χολιγουντιανό φιλμ) και όχι τους 700 Θεσπιείς, οι οποίοι έμειναν οικιοθελώς, ενώ οι Σπαρτιάτες δεν είχαν άλλη επιλογή. Επίσης σε άλλο του μυθιστόρημα αναρωτιέται γιατί ο Οιδίπους να νιώθει ένοχος αφού έκανε τα πάντα για να αποτρέψει το κακό;
Το ίδιο πράγμα διαπίστωσα και στον «Πέπλο», πρωτοτυπία και τόλμη στον τρόπο που σχολιάζει θέματα λογοτεχνίας και λογοτεχνικά έργα. Δεν μπόρεσα να μην κάνω την σύγκριση με τον Auerbach, για τον οποίο μιλάω στο blog μου. Ο Auerbach αναλύει διεξοδικά, σαν φιλόλογος, παραθέτοντας αποσπάσματα για να εξακτινωθεί στη συνέχεια στο υπόλοιπο έργο, στο συγγραφέα και στην εποχή. Ο Κούντερα σχολιάζει επικεντρωνόμενος στο σημαντικό, στο ουσιώδες, αλλά κυρίως σε κάτι για το οποίο ο ίδιος έχει μια προσωπική άποψη.
Ξεφυλλίζω το βιβλίο, για να σχολιάσω κάποια σημεία. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
«Άραγε εννοώ ότι για να κρίνουμε ένα μυθιστόρημα μπορούμε να παραβλέψουμε τη γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου; Και βέβαια, αυτό ακριβώς εννοώ! Ο Ζιντ δεν ήξερε ρωσικά, ο Μπέρναρντ Σω δεν ήξερε νορβηγικά, ο Σαρτρ δεν διάβαζε Ντος Πάσος στο πρωτότυπο. Αν τα βιβλία του Γκομπρόβιτς και του Ντανίλο Κις εξαρτώνταν αποκλειστικά από την κρίση αυτών που ξέρουν πωλωνικά και σερβοκροατικά, ο ριζοσπαστικός αισθητικός νεωτερισμός τους δεν θα είχε ανακαλυφθεί ποτέ» (σελ. 51).
Και πιο κάτω:
«Οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι που επικαλούνταν τον Ραμπελαί τον είχαν διαβάσει σχεδόν όλοι από μετάφραση» (σελ. 78)
Εδώ θα μπορούσα να αναφέρω τους θαυμάσιους ελληνιστές Πιερ Βιντάλ Νακέ και Ζαν Πιερ Βερνάν, που, όπως διάβασα κάπου, δεν ήξεραν ελληνικά.
Και θέλω να συγκρίνω με τον Auerbach. Δεν ξέρω αν ήταν ελληνομαθής, πάντως λατινομαθής ήταν, και γαλλομαθής και αγγλομαθής και ισπανομαθής και ιταλομαθής, κρίνοντας από τα αποσπάσματα που παραθέτει. Πάντως όχι ρωσομαθής, και γι αυτό δεν σχολιάζει τους Ρώσους κλασικούς, όπως λέει.
Νομίζω ότι ο Κούντερα έχει δίκιο. Μπορεί η μετάφραση να χάνει από το πρωτότυπο, αλλά και η ανάγνωση από το πρωτότυπο χάνει, εκτός πια και αν ο αναγνώστης κατέχει τη γλώσσα σε βαθμό τελειότητας. Όσες φορές διάβασα βιβλία στο πρωτότυπο, δεν το έκανα για να τα απολαύσω περισσότερο, αλλά για να μάθω καλύτερα τη γλώσσα, σαν ένα κίνητρο να πλουτίσω το λεξιλόγιό μου και να εμπεδώσω το ήδη υπάρχον. Και άτομα σαν τον Auerbach είναι λίγα. Φανταστείτε να γινόταν το ίδιο στο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας, να διαβάζαμε δηλαδή και να σχολιάζαμε μόνο τους θεωρητικούς που ξέρουμε τη γλώσσα τους. Αν γνωρίζουμε σήμερα τον Μπαχτίν και τον Προπ, τους ξέρουμε από τις μεταφράσεις. Όμως αν κάποιοι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ήξεραν ρώσικα και ενδιαφερόντουσαν πιο πριν για αυτούς τους δυο, δεν θα μαθαίναμε για το έργο τους με τριάντα χρόνια καθυστέρηση.
Όπως ο Auerbach μιλάει για υψηλό ύφος και χαμηλό ύφος, έτσι και ο Κούντερα μιλάει για την «τρομοκρατία του μικρού πλαισίου» που λίγο ενδιαφέρεται για την αισθητική, και για το μεγάλο πλαίσιο της Weltliteratur (παγκόσμιας λογοτεχνίας) όπου αυτό που μετράει κατ’ εξοχήν είναι το αισθητικό κριτήριο. Οι Γάλλοι, σε σχετικό γκάλοπ βάζουν πρώτο τον Ουγκώ, ο οποίος στο πλαίσιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας τίθεται πιο κάτω από τους Σταντάλ, Μπαλζάκ και Φλωμπέρ.
Γιατί αυτό το σχόλιο.
Διότι βάζουμε συχνά τη δική μας λογοτεχνική παραγωγή στον προκρούστη της Ελληνικότητας, το δικό μας «μικρό πλαίσιο».
Ο Κούντερα, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το «Αβαδδών ο εξολοθρευτής» (1974), υπερασπίζεται, ασυνείδητα νομίζω, την δική του ποιητική:
«Στον σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία και τον έχουν κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το μυθιστόρημα σαν έσχατο παρατηρητήριο απ’ όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο» (σελ. 102).
Το δοκιμιακό μέρος σε ένα μυθιστόρημα μου αρέσει πάντα, και τα δοκιμιακά τμήματα στα μυθιστορήματα του Κούντερα είναι ανυπέρβλητα.
«Η μετάβαση από την ανωριμότητα στην ωριμότητα είναι η υπέρβαση της λυρικής στάσης… ο μυθιστοριογράφος γεννιέται από τα ερείπια του λυρικού του κόσμου» (σελ. 109).
Ένας ποιητής (και η ποίηση είναι σε μεγάλο βαθμό λυρική), αν θέλει να ωριμάσει πρέπει να περάσει στο μυθιστόρημα. Ή μάλλον, για να αποδείξει την ωριμότητά του πρέπει να περάσει στο μυθιστόρημα. Ο Νίτσε βέβαια θα είχε αντιρρήσεις, βλέπει με καχυποψία την ωριμότητα, οι Έλληνες ήταν μεγάλα παιδιά, η παρακμή τους άρχισε όταν ωρίμασαν, με τον Σωκράτη κ.λπ. κ.λπ, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Και κάτι που με συντάραξε, γιατί είναι η τωρινή υπαρξιακή μου εμπειρία:
«Λέω: πρέπει να διαβάσετε τον Φερντυντούρκε! Ή την Πορνογραφία!
Με κοιτάζει μελαγχολικά. «Φίλε μου, η ζωή μπροστά μου λιγοστεύει. Η δόση του χρόνου που εξοικονόμησα για τον συγγραφέα σας εξαντλήθηκε» (σελ. 119).
Βρίσκομαι στην ηλικία που συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν μπορεί να διαβάσει όλα τα βιβλία που θα ήθελε να διαβάσει, και αναγκαστικά κάνει επιλογές. Εγώ έχω κάνει την πρώτη μου επιλογή: Τους κλασικούς. Τη δεύτερη: Βιβλία φίλων. Και την τρίτη: Ένα (Τουλάχιστον; Το πολύ; Εξαρτάται) από τους καλούς σύγχρονους.
Οι αγέλαστοι: τίτλος κεφαλαίου. Χωρίς σχόλια.
Και ένα απόσπασμα που παραθέτει ο Κούντερα από ένα βιβλίο του μεσοπολέμου, και που το παραθέτω με τη σειρά μου για τους φίλους μου (quartier libre κ. ά.) που δεν εννοούν να καταλάβουν τη μανία μου με τη σιέστα:
«Ο ύπνος είναι η πιο θεμελιώδης ανθρώπινη επιθυμία» (σελ. 145).
Αν παραθέσω όλα τα αξιοθαύμαστα που βρήκα σ’ αυτό το βιβλίο δεν θα έχω σταματημό. Γι αυτό προτιμώ να σταματήσω εδώ.


19-2-2008

Monday, February 18, 2008

Χιόνια


Δεν ήθελα να κοιμηθώ τη σιέστα μου, ήθελα να κάθομαι να βλέπω το χιόνι. Πόσες φορές θα δω ακόμη χιόνι στην πόρτα του σπιτιού μου; Στην Αθήνα χιονίζει κάθε δυο χρόνια, και το στρώνει το πολύ για δυο μέρες. Ακόμη και κορακοζώητος να ζήσω σαν τον πατέρα μου που πέθανε στα 94 του, πόσες μέρες ακόμη θα δω χιόνι; Εβδομήντα; Έβγαλα φωτογραφίες με την ψηφιακή, τράβηξα και ένα μίνι βίντεο. Είπαμε, να μην ποστάρουμε μόνο βιβλιοπαρουσιάσεις.

Τελικά, μόλις έκανα την ανάρτηση, μπήκα στο Λέξημα και είδα πάλι δημοσιεύσεις. Να μην κάνω άλλο post, τις ανακοινώνω εδώ.

Friday, February 15, 2008

Friday on my mind

Το θυμήθηκα ξαφνικά, από τα αγαπημένα μου τραγούδια, late sixties.

Thursday, February 7, 2008

Τι είναι ευτυχία.

Απαντώντας στην πρόσκληση της Εύας Στάμου

Ευτυχία είναι να μην είσαι δυστυχισμένος.

Καλώ τη Σταυρούλα Σκαλίδη, τη Μαρία Ιριμπάρνε, την Ιουστίνη Φραγκούλη, τον Λευτέρη Μπαρδάκο, την abbtha, την Quartier libre, την ange-ta, την Regina B., τον Δημήτρη Βαρβαρήγο και τη Σύλβια.

Monday, February 4, 2008

Γιασμίνα Χαντρά, "Τρομοκρατικό κτύπημα" κ. ά.

Και μια ακόμη δημοσίευση: Γιασμίνα Χαντρά, "Τρομοκρατικό κτύπημα".
Όχι μόνο. Με ενθουσίασε τόσο αυτό το βιβλίο, που πήρα και τα υπόλοιπα του ίδιου συγγραφέα που κυκλοφορούν στα ελληνικά, και τα παρουσιάζω κι αυτά, πολλές φορές συγκρίνοντας το ένα με το άλλο.

Γιασμίνα Χαντρά, η ελπίδα.

Πώς ανακάλυψα τη Γιασμίνα Χαντρά.
Το να συνοδεύεις μια γυναίκα για ψώνια δεν είναι ό, τι πιο ευχάριστο για έναν άντρα. Ακόμη και όταν πρόκειται για το Mall, όπου όλα τα μαγαζιά βρίσκονται δίπλα δίπλα. Σε μια ώρα τα είχα φτύσει, μέχρι που φτάσαμε στο Fnac. Πήγαμε στο τμήμα με τα γαλλικά βιβλία, και το μάτι μου έπεσε στο L’ attentat, της Γιασμίνα Χαντρά. –Πάρε το, μου είπε η φίλη μου, η συγγραφέας είναι πολύ καλή. Το πήρα όχι γιατί ήταν πολύ καλή, αλλά γιατί βρήκα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αφήσω τη φίλη μου να συνεχίσει μόνη της τα ψώνια και εγώ να την αράξω κάπου να διαβάσω. Την άραξα σε ένα παγκάκι, και αφοσιώθηκα στο διάβασμα. Και κατενθουσιάστηκα με το βιβλίο.
Έτσι ανακάλυψα τη Γιασμίνα Χαντρά.
Που ήδη από το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου ήξερα ότι ήταν άνδρας, στρατιωτικός, που όταν παραιτήθηκε από το στρατό αποκάλυψε το πραγματικό του όνομα: Μωχάμεντ Μουλεσεχούλ.
Στη συνέχεια αγόρασα όλα τα βιβλία του που ήταν μεταφρασμένα στα ελληνικά.
Στο αυτί του «Τι ονειρεύονται οι λύκοι» γράφει: «Είμαι υπερήφανος που υπογράφω με γυναικείο όνομα, γιατί σέβομαι εξαιρετικά τις γυναίκες». Είμαι αντιισλαμιστής από μια φεμινιστική σκοπιά, θεωρώντας ότι οι γυναίκες υφίστανται μια φοβερή καταπίεση στις ισλαμικές χώρες, ιδιαίτερα στην μαύρη Αφρική και εκεί που επικρατούν θεοκρατικά καθεστώτα – ευτυχώς με τους Ταλιμπάν να έχουν ανατραπεί στο Αφγανιστάν έχουμε ένα λιγότερο - και το να διαβάσω μια τέτοια δήλωση από έναν άντρα συγγραφέα δεν μπορούσε παρά να με ενθουσιάσει.
Δεν σκοπεύω να κάνω μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των έργων της Γιασμίνα Χαντρά (ας αφήσουμε τον συγγραφέα με το ψευδώνυμό του, που είναι και πιο εύηχο. Άραγε ξέρουν οι συμπατριώτες μου από το Χαντρά της Σητείας ότι χαντρά σημαίνει πράσινο;). Θα γράψω μόνο για τα βιβλία που έχω διαβάσει, και για ότι με εντυπωσίασε σ’ αυτά.
Το «Μοριτούρι» (1997) είναι το πρώτο έργο που θα τον κάνει διάσημο. Αστυνομικό μυθιστόρημα, θα το ακολουθήσουν άλλα δύο.
Σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα σημασία έχει η υπόθεση και όχι το φόντο, στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα. Εδώ σημαντικό, περισσότερο ίσως για τον δυτικό αναγνώστη, είναι το φόντο. Αλγερία, σπαραζόμενη από έναν εμφύλιο. Από τη μια το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο που χάρισε στην Αλγερία της ανεξαρτησία της διώχνοντας τους Γάλλους, και από την άλλη οι φανατικοί ισλαμιστές να σκοτώνουν τους «δικτάτορες», δηλαδή κάθε δημόσιο υπάλληλο, που κατά τη γνώμη τους βρίσκεται στην υπηρεσία ενός διεφθαρμένου καθεστώτος. Ο αστυνομικός Λομπ αναλαμβάνει την υπόθεση μιας εξαφάνισης, της κόρης ενός μεγιστάνα. Στην πορεία της αναζήτησης σκιαγραφείται γλαφυρά η σύγκρουση αυτή. Ο αστυνόμος Λομπ, porte-parole των αντιλήψεων του συγγραφέα, εκφράζει την αντίθεσή του, την οργή του και την αηδία του με τους ισλαμιστές.
Διαβάζοντας το «Μοριτούρι» και έχοντας ήδη διαβάσει το L’ attentat, μου ήλθε στο μυαλό ένας δικός μας συγγραφέας, για ορισμένα κοινά στοιχεία που έχουν, ακόμη και στην πορεία τους: Ο Γιάννης Ξανθούλης. Το «Μοριτούρι» διαθέτει δυο στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα δυο πρώτα έργα του Ξανθούλη, το «Ο μεγάλος θανατικός» και «Οικογένεια Μπες Βγες». Τα στοιχεία αυτά είναι το ξέφρενο χιούμορ και η ευφάνταστη μεταφρορά. Κατά τα άλλα το θανατικό που υπάρχει στα δυο αυτά έργα του Ξανθούλη τοποθετείται σε ένα περίπου σουρεαλιστικό πλαίσιο, ενώ το θανατικό στο έργο της Χαντρά είναι ένα πραγματικό θανατικό, που το έχουμε ακούσει και το ακούμε κατά καιρούς στα δελτία ειδήσεων.
Μια και είμαι fan των ανεκδότων, των αστείων και κάθε τι που σε κάνει να γελάς και να ξεχνάς το ζόφο που σε περιβάλει, μάρτυράς μου το blog μου, θα αντιγράψω κάθε χιουμοριστική ατάκα που βρήκα στο βιβλίο και την υπογράμμισα. Πολλές από τις χιουμοριστικές ατάκες δεν είναι παρά ευφάνταστες μεταφορές. Όταν βαρεθείτε πηδήξτε τις γραμμές.
«Δεν γυρίζει πια στο σπίτι του στο Μπαμπ ελ Ουέντ από τότε που τρεις πανομοιότυποι γενειοφόροι πήγαν να του πάρουν μέτρα για την καρωτίδα ώστε να διαλέξουν το κατάλληλο μαχαίρι» (σελ. 14).
«Κοιτάζω τον γκουρού στη φωτογραφία: είκοσι οχτώ χρόνων. Ποτέ δεν πήγε σχολείο. Ποτέ δεν έπιασε δουλειά. Προσκυνήματα μεσσιανικά στην Ασία, κηρύγματα που στάζουν δηλητήριο κι αδυσώπητο μίσος εναντίον όλου του κόσμου. Και να τον που αυτοανακηρύσσεται τιμωρός: τριάντα τέσσερις δολοφονίες, δύο τόμοι δογματικών θέσεων, ένα χαρέμι σε κάθε γιάφκα κι ένα ιερατικό δαχτυλίδι σε κάθε δάκτυλο» (σελ. 15).
«Αναγνώρισα έναν μικροέμπορο ναρκωτικών. Έναν εντελώς αηδιαστικό κοπρίτη, άνετο μες στη θανάσιμη αμαρτία όσο μια μουνόψειρα στο βρακί ενός χίπη. Σήμερα έχει ένα δίκαννο με πριονισμένη κάννη, ένα στίχο από το κοράνι στην άκρη των χειλιών κι εκδικείται με χαρά τα πρώην αφεντικά του» (σελ. 15).
«Ο Χατζ Γκαρν είναι ένας από τους πιο επικίνδυνους πειρατές των ταραγμένων υδάτων της επικράτειας. Πασίγνωστος σοδομίτης, θα έβαζε ιδέες με το νου του, βλέποντας ακόμα και την τρύπα μιας εξάτμισης. Ο θρύλος λέει γι’ αυτόν τον διακεκριμένο επί των πρωκτικών επιστημών ότι το κάνει με ότι κινείται, εκτός από τους δείκτες του ρολογιού, με ό, τι στέκεται όρθιο εκτός από τα οδόσημα, και με ό, τι ψηλαφιέται, εκτός από τις δικογραφίες» (σελ. 21).
«-Χαλαρά Λομπ, οι προσκεκλημένοι μου έχουν μακρύ χέρι.
-Το έλεγα εγώ ότι έχουν κοινά σημεία με τους χιμπαντζήδες» (σελ. 24).
«-Είναι σαν να γυρεύεις ένα έντιμο χασάπη το μήνα του ραμαζανιού» (σελ. 35). Αυτή την ατάκα θα μπορούσαμε να την τροποποιήσουμε στα καθ’ ημάς, την παραμονή των Χριστουγέννων με τις γαλοπούλες και την παραμονή του Πάσχα με τα αρνιά.
«Ο καφετζής είναι ένας στραβοχυμένος ανθρωπάκος. Χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να εξυπηρετήσει τον πελάτη απ’ ό, τι ένας τελωνειακός για να αφήσει τον ταξιδιώτη να περάσει. Θα μπορούσε να δείχνει καλοκάγαθος, αν δεν είχε κολλημένο στο μούτρο του έναν αηδιαστικό σκαντζόχοιρο, μια ανατρεπτική γενειάδα που κάνει την παρέα του επικίνδυνη» (σελ. 47).
«Στον ουρανό …οι γλάροι απλώνονται σαν λευκά συνθήματα» (σελ. 58).
«Έχει τόσο ταλέντο όσο τακούνι έχει μια παντόφλα» (σελ. 76).
Κι ένα σωρό άλλα, που τα περισσότερα χρειάζονται το context τους, και δεν θέλω να παραφορτώσω το κείμενό μου.
Θα τελειώσω αναφέροντας ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους.
Οι ωραιότερες σελίδες που διάβασα στη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, είναι αυτές όπου ο ήρωας σκοτώνει τον αποπλανητή της Λολίτας. Εκτείνονται σε πάνω από τρεις σελίδες. Και φαίνεται δεν είμαι ο μόνος που έχω αυτή την αντίληψη, γιατί στο ίντερνετ βρήκα αρχείο ήχου με τον Jeremy Irons να διαβάζει τις σελίδες αυτές.
Η Χαντρά είναι πιο σύντομη. Ο Λομπ σκοτώνει τον εγκέφαλο των δολοφονιών.
«Υπάρχουν τρεις αρχές αρμόδιες να δικάζουν τους ανθρώπους κύριε Γκουλ. Η συνείδηση, η δικαιοσύνη και ο θεός. Οι δυο πρώτες συμβαίνει να αποτυχαίνουν, όχι όμως η Τρίτη. Και σας περιμένει ακλόνητη.
Τα χαρακτηριστικά του τον προδίδουν μεμιάς. Γίνεται ωχρός. Τα χείλη του ξεραίνονται.
-Δεν είστε σοβαρός, αστυνόμε. Είστε μπάτσος. Δεν έχετε το δικαίωμα…
-Πολύ φοβάμαι ότι είναι το μόνο δικαίωμα που μου έχει μείνει.
Όταν συνήλθα, έπιασα τον εαυτό μου να πατάει σαν τρελός τη σκανδάλη, ενώ η κάννη του όπλου μου είχε εδώ και πολύ ώρα παγώσει».
Είναι υπέροχο αυτό το εφέ τέλους, με το αφηγηματικό κενό.
Η Γιασμίνα Χαντρά φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία ανάλογη με του Ξανθούλη. Στη συνέχεια γίνεται τραγικά αγέλαστος. Δεν καταφέρνω να σημειώσω καμιά χιουμοριστική ατάκα.

Στο L’ attentat, (δεν ξέρω με ποιο τίτλο εκδόθηκε στα ελληνικά, εκδόσεις Καστανιώτη), ως αφηγηματολόγο με εντυπωσίασε η αφηγηματική του τεχνική.
Η αφηγηματική τεχνική να ξεκινάς από το τέλος της ιστορίας, και η κυρίως ιστορία να φαίνεται ως αναδρομή, είναι κάτι όχι και τόσο σπάνιο στην αφήγηση, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στον κινηματογράφο. Με αυτή την τεχνική το «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, αντικαθίσταται με το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος. Το τέλος είναι συνήθως τραγικό, ένας θάνατος, και με αυτή την τεχνική υπάρχει η ειρωνεία της τραγωδίας και το αίσθημα το ελέου. Ο αναγνώστης ξέρει τι θα γίνει στο τέλος με τον ήρωα, συνήθως ότι θα πεθάνει, και όλα τα γεγονότα που διαβάζει στη συνέχεια, σαν αναδρομή, τα διαβάζει υπό το φως αυτής της γνώσης. Δεν αναρωτιέται τι θα γίνει στο τέλος με τον ήρωα, ξέρει ότι θα πεθάνει, και τον λυπάται προκαταβολικά. Αλλά γι’ αυτά έχω γράψει πιο αναλυτικά στο διδακτορικό μου.
Έτσι και σ’ αυτό το έργο της Γιασμίνα Χαντρά. Το έργο ξεκινάει με την ανατίναξη του αμαξιού ενός ιμάμη, που παρασέρνει στο θάνατο, μαζί με αρκετούς άλλους, τον Αμίν, τον ήρωα του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα τελειώνει με την ίδια σκηνή.
Μέχρις εδώ δεν έχουμε τίποτα πρωτότυπο. Η πρωτοτυπία είναι ότι η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Παραβιάζοντας κάθε ρεαλιστική σύμβαση, η Χαντρά βάζει τον ήρωά της να αφηγείται το γεγονός, ενώ από ένα σημείο και ύστερα είναι πια νεκρός. «Ένας άντρας πιάνει τον καρπό μου, και λέει, πριν τον αφήσει να πέσει: - αυτός ο άνθρωπος είναι τελειωμένος. Τίποτα δεν γίνεται μ’ αυτόν… χέρια με σέρνουν στο εσωτερικό της καμπίνας, με ρίχνουν στο σωρό με τα άλλα πτώματα. Σε ένα τελευταίο τίναγμα, μ’ ακούω να κλαίω με λυγμούς… ‘Θεέ μου, αν είναι ένας φοβερός εφιάλτης, κάνε να ξυπνήσω γρήγορα…’».
Στο L’ attentat βρίσκουμε τον «ήρωα της μέσης του δρόμου» (middle of the road hero) των ιστορικών μυθιστορημάτων του sir Walter Scott, για τον οποίο μιλάει ο Georg Lukacz στο «Ιστορικό μυθιστόρημα» (η μετάφραση που έκανα για το έργο πριν 30 χρόνια ατύχησε με έναν τυπογράφο που είχε εκδοτικές φιλοδοξίες, και έτσι δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το έργο, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά). Ο ήρωας της μέσης του δρόμου είναι ο ήρωας που συνδέεται με δυο αντιτιθέμενες παρατάξεις, και δέχεται τους κραδασμούς από τις πιέσεις και των δυο. Ο Αμίν είναι γιατρός χειρούργος. Παλαιστινιακής καταγωγής, έχει ισραηλινή υπηκοότητα. Η γυναίκα του είναι Παλαιστίνια. Κάποια στιγμή μπαίνει στον αγώνα, εν αγνοία του συζύγου της φυσικά. Ζώνεται με εκρηκτικά, μπαίνει σε ένα εστιατόριο και σκορπάει το θάνατο. Ο Αμίν ξυλοκοπείται από αγανακτισμένους Ισραηλινούς. Προσπαθεί να έλθει σε επαφή με την Παλαιστίνια αντίσταση, να μάθει πως έγινε η γυναίκα του καμικάζι. Προπηλακίζεται, συλλαμβάνεται και υφίσταται δυο εικονικές εκτελέσεις. Σε ένα τζαμί, όπου ψάχνει να βρει την ανιψιά του για να ζητήσει πληροφορίες, σκοτώνεται στην δολοφονική απόπειρα κατά του ιμάμη από ισραηλινούς.
Ο Αμίν κάπου λέει «είμαι χειρούργος, σώζω ζωές, δεν παίρνω ζωές». Ο Χαντρά νιώθει σαν τον ήρωά του. Καταλαβαίνει το δικαίωμα των Παλαιστινίων για μια πατρίδα, όμως δεν φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις τυφλές επιθέσεις των καμικάζι εναντίον αμάχων. Τα αντίποινα οδηγούν σε άλλα αντίποινα, σε ένα ασταμάτητο λουτρό αίματος που τα θύματα είναι κυρίως οι άμαχοι. Το αγέλαστο, απαισιόδοξο αυτό βιβλίο, επικυρώνει την βαθειά απαισιοδοξία του με το θάνατο του ήρωα, με αυτό τον πρωτότυπο αφηγηματικό τρόπο που περιέγραψα.

Saturday, February 2, 2008

Erich Auerbach, Μίμησις, ΜΙΕΤ 2005.

Δεν τολμάς να σχολιάσεις ένα αριστούργημα, όταν ξέρεις ότι άλλοι το έχουν κάνει πιο διεξοδικά και με μεγαλύτερη επάρκεια. Θα γράψω δυο λόγια μόνο, παραπέμποντας αυτούς που θα ήθελαν περισσότερα στη wikipedia
Στο έργο αυτό του Auerbach παρελαύνει η ιστορία της Δυτικής λογοτεχνίας, από τη Βίβλο και τον Όμηρο μέχρι τον Τζέημς Τζόυς και τη Βιρτζίνια Γούλφ. Με καθοδηγητικό άξονα τη μίμηση, την αναπαράσταση, ο Auerbach σχολιάζει αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας βλέποντάς τα από την άποψη του υψηλού ύφους και του χαμηλού ύφους. Η τραγωδία για παράδειγμα έχει υψηλό ύφος, σε αντίθεση με την κωμωδία που έχει χαμηλό ύφος. Σε κάποιες περιόδους και σε κάποια έργα έχουμε ανάμειξη την υφολογικών επιπέδων, όπως π.χ. στη Βίβλο.
Δεν θα σχολιάσω περισσότερο, ήθελα μόνο να κάνω μια παρατήρηση για κάτι που με εξέπληξε.
Μιλώντας για τον Ραμπελέ στο οικείο κεφάλαιο, ο Auerbach αναφέρεται στον «πολυφωνικό πλούτο» του Γαργαντούα, ενώ πιο κάτω γράφει: «Ότι ο Ραμπελέ, κοντά στα άλλα, ήταν λυρικός ποιητής, ένας πολυφωνικός ποιητής των πραγματικών καταστάσεων της ζωής, έχει παρατηρηθεί συχνά και έχει τεκμηριωθεί με την παράθεση πολλών χωρίων…» (σελ. 367).
Υπογραμμίζω τα: «πολυφωνικός» και το «έχει παρατηρηθεί συχνά», σημειώνοντας ταυτόχρονα ότι το βιβλίο εκδόθηκε το 1945.
Έχει παρατηρηθεί συχνά, αλλά σε πόση έκταση έχει σχολιασθεί;
Φαίνεται ότι ο Μιχαήλ Μπαχτίν έλαβε υπόψη του αυτές τις παρατηρήσεις, μια και ο ίδιος ήταν μελετητής το Ραμπελέ. Εντυπωσιασμένος από την ιδέα της πολυφωνικότητας στο έργο του Ραμπελέ την ανέπτυξε περισσότερο με αναφορά στο έργο του Ντοστογιέφσκι.
Ο Μπαχτίν γράφει στα ρώσικα, γλώσσα που οι περισσότεροι δυτικοί φιλόλογοι αγνοούν. Τον ανακαλύπτουν και τον μεταφράζουν αν θυμάμαι καλά το 1965, και από τότε έγινε είδωλο, όπως και ο Βλαντιμίρ Προπ. Ο Φώτης ο Τερζάκης και ο Βασίλης ο Αλεξίου, δυο καλοί φίλοι, είναι λάτρεις του Μπαχτίν. Ο Βασίλης μάλιστα μου ζήτησε να αντιπαραβάλω με το ρώσικο πρωτότυπο τη μετάφραση ενός κειμένου του Μπαχτίν που είχε κάνει από τα ισπανικά, και δημοσιεύτηκε στην Ουτοπία. Νόμιζα, και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, ότι ο Μπαχτίν πρότεινε την ιδέα της πολυφωνικότητας. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο του Auerbach διαπίστωσα ότι ο Μπαχτίν απλώς την ανέπτυξε.
Οι εκδόσεις του ΜΙΕΤ είναι οι καλύτερες που υπάρχουν, με φροντισμένη μετάφραση και επιμέλεια. Το μόνο ατόπημα που συνάντησα βρίσκεται στη σελίδα 401, στη φράση: «Το σώμα ας ξυπνάει και ας ζωογονεί τη βαρύτητα του σώματος, και το σώμα ας ελέγχει και ας σταθεροποιεί την ελαφρότητα του πνεύματος». Προφανώς αντί για «σώμα» στην αρχή της περιόδου έπρεπε να μπει η λέξη «πνεύμα». Το μεταφραστικό ατόπημα είναι του μεταφραστή των δοκιμίων του Μονταίνιου από τα οποία παρατίθεται το απόσπασμα, εδώ απλώς έχουμε ατόπημα επιμέλειας.
Στη σελίδα 463 διαβάζουμε σε απόσπασμα από τον Δον Κιχώτη: del mucho de leer se le seco el celebro de manera qua vino a perder el juicio. Μάλλον το qua είναι que.
Και ένα τρίτο.
Αλλά πιο πρώτα θα πω κάτι άλλο.
Μαθητής μου σε έκθεσή του γράφει «η νόθη». Το διορθώνω σε «η νόθα». Κάτι όμως δεν μου κάθεται καλά, αντιβαίνει τον γραμματικό κανόνα, και το ψάχνω στο λεξικό, και βλέπω ότι ο μαθητής μου είχε δίκιο. Τι ήταν όμως αυτό που με έκανε να διορθώσω σε «νόθα»; Γιατί δεν μου πήγαινε;
Δεν ξέρω γιατί. Πάντως και στον μεταφραστή της Μίμησης, τον Λευτέρη Αναγνώστου, δεν πήγαινε το «νόθη» και γράφει για «μια νόθα κόρη» (σελ. 553).
Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο του βιβλίου, διαβάζοντας περί της ανάμειξης των υφολογικών επιπέδων, θυμήθηκα μια ιστορία από τα μαθητικά μου χρόνια, πραγματικός διάλογος μεταξύ καθηγητών μου κατά τις πρόβες των γυμναστικών επιδείξεων, στο παραλιακό γυμναστήριο του 1ου Λυκείου της Ιεράπετρας (τα ανέκδοτα τα κόψαμε, το είπαμε, αλλά εδώ πρόκειται για πραγματική ιστορία).
- Ιδού κύριε Α (τα αρχικά φανταστικά) αι τρυφεραί νεάνιδες ενδεδυμέναι εν λευκώ.
- Ανάθεμά σε ωρέ Β α δεν είσαι μ…ας.
Γιατί την έγραψα αυτή την ιστορία.
Σαν ένα παράδειγμα μείξης υφολογικών επιπέδων, τόσο στο "ανέκδοτο", όσο και στην παρούσα βιβλιοκριτική. Το συνηθίζω στις βιβλιοκριτικές μου, μόνο που δεν ήξερα πώς το λέγανε. Σαν τον αρχοντοχωριάτη κι εγώ. Όταν ο φίλτατος ο Μάκης μού δημοσίευσε τη βιβλιοκριτική μου για την «Καλοσύνη των ξένων» του Τατσόπουλου στην "Ομπρέλα", είπα ότι μου την κουτσούρεψε. Τώρα ξέρω. Έκανε διαχωρισμό των υφολογικών επιπέδων, και το χαμηλό υφολογικό επίπεδο το πέταξε στα σκουπίδια.
Την τελευταία μου βιβλιοκριτική για το «Αόρατο πλήθος» του Μανώλη Πρατικάκη την τελειώνω με χαμηλό υφολογικό επίπεδο (τελευταία παράγραφος) για την τοπική εφημερίδα «Ιεράπετρα 21», ενώ έχω άλλο τέλος, υψηλού υφολογικού επιπέδου, που προορίζεται για ένα άλλο περιοδικό. Σας τις παραθέτω και τις δυο.