Book review, movie criticism

Friday, February 27, 2009

Hollies

Μου τα θύμισε η aura voluptas, είπα να τα αναρτήσω από το youtube αλλά σκέφτηκα ότι μια και είναι από τα αγαπημένα μου θα τα έχω ήδη αναρτήσει. Και πράγματι, τα έχω ήδη αναρτήσει. Για όσους δεν τα είδαν τότε, είναι εδώ.

Wednesday, February 25, 2009

John Schlesinger, The next best thing

Είπα να δω μια ταινία προχθές και διάλεξα μια κωμωδία. Κωμωδία πάντως δεν ήταν, αλλά ήταν καλή ταινία, με έξυπνους διαλόγους. Είχα σημειώσει ότι έπαιζε ο Rupert Everett, που τον είχα δει και τον είχα θαυμάσει στο Όνειρο θερινής νύχτας με την Μισέλ Πφάιφερ και, όπως είδα και στο google, έπαιζε και στον Ερωτευμένο Σαίξπηρ. Είπα να μη γράψω γι αυτήν, αλλά σκέφτομαι ότι η επόμενη βιβλιοπαρουσίαση πάει για το Λέξημα, και στο blog μου θα τη βάλω μόνο όταν αναρτήσω τη μεθεπόμενη στο Λέξημα. Έτσι αποφάσισα να γράψω δυο λογάκια μόνο για την ταινία, που ψάχνοντας στο google για να βρω σκηνοθέτη και άλλους ηθοποιούς είδα ότι έπαιζε και η Μαντόνα. Μαντόνα μία, δεν την αναγνώρισα! Σκηνοθέτης ήταν ο John Schlesinger, που φοιτητής τον είχα δει στις ταινίες Μπίλι ο ψεύτης, Μακριά από το αγριεμένο πλήθος και Ο καουμπόι του μεσονυκτίου. (Τον σκηνοθέτη θυμόμουνα, τις ταινίες τις βρήκα τώρα ψάχνοντας στο google).
Η υπόθεση του έργου είναι η εξής: Η Μαντόνα κάνει έρωτα με τον φίλο της τον Rupert και μένει έγκυος. Κρατάει το παιδί, o Rupert το αναγνωρίζει, και ζουν όλοι μαζί. Αυτός έχει το φίλο του, αυτή στην καλογερική, παρόλο που ο Rupert την ενθαρρύνει να βρει και αυτή ένα φίλο.
Λάθος του μεγάλο! Όταν το παιδί πλησιάζει τα δέκα αυτή βρίσκει τον άντρα της ζωής της, και είναι έτοιμη να πάει μαζί του στην άλλη άκρη, στη Νέα Υόρκη, παίρνοντας βέβαια και το παιδί μαζί. Ο Rupert γίνεται τούρκος, και όταν μαθαίνει ότι το παιδί δεν είναι δικό του αλλά του πρώην φίλου της πηγαίνει και τον βρίσκει και του ζητά να το διεκδικήσει για πάρτη του. Η εκδίκαση της υπόθεσης στο δικαστήριο, μπροστά στο νέο δεδομένο, θα αργήσει 4 μήνες, πράγμα που αναγκάζει το φίλο της Μαντόνα να μη δεχθεί τη θέση στη Νέα Υόρκη και έτσι μένουν όλοι μαζί στην Καλιφόρνια. Το έργο τελειώνει με τον Rupert να παίρνει το γιο του και να πηγαίνουν για φαγητό, όπως κάνουν οι χωρισμένοι πατεράδες.
Στην ταινία αναπτύσσεται το θέμα της πατρικής αγάπης, που δεν είναι υπόθεση κυρίως γονιδίων αλλά φροντίδας και στοργής. Φαίνεται οι αμερικάνοι ταλαιπωρούνται πολύ σε περιπτώσεις διαζυγίων στο να βλέπουν τα παιδιά τους. Θυμάμαι και την άλλη ταινία, Κράμερ εναντίον Κράμερ με τον Ντάστιν Χόφμαν και την Μέριλ Στριπ που είχε το ίδιο θέμα. Μου φαίνεται ότι είναι καιρός να καθιερωθεί και μια μέρα του πατέρα.

Thursday, February 19, 2009

Πλάτων, Συμπόσιο

Πλάτων, Συμπόσιο (ή περί έρωτος)

Έφηβος ήμουν λάτρης της φιλοσοφίας. Αγαπημένος μου φιλόσοφος ήταν ο Νίτσε, από τότε που μαθητής δευτέρας γυμνασίου αγόρασα το Η γέννηση της τραγωδίας. Τελειώνοντας το τμήμα αγγλικών σπουδών της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γράφτηκα στο τρίτο έτος του φιλοσοφικού τμήματος. Είχα διαβάσει πολύ φιλοσοφία μόνος μου, και έλεγα στους φίλους μου ότι γράφτηκα στο τμήμα για κατοχύρωση γνώσεων.
Μέχρι τότε. Γιατί ξαφνικά ένιωσα με τη φιλοσοφία ένα αδιέξοδο. Ζητούσα τη γνώση, και η φιλοσοφία δεν μου την έδινε. Τη βρήκα αρχικά στον μαρξισμό, και στη συνέχεια στην ηθολογία και στην ψυχολογία. Όμως από μια αδρανειακή δύναμη εξακολουθούσα να έχω σε κάποια εκτίμηση τη φιλοσοφία. Δοκίμασα μάλιστα να πάρω υποτροφία του ΙΚΥ για εκπόνηση διδακτορικού στη φιλοσοφία. Κόπηκα πανηγυρικά.
Ευτυχώς. Θα έκανα ένα κακό διδακτορικό, ενώ το διδακτορικό μου πάνω στις αφηγηματικές τεχνικές μου λένε ότι είναι καλό. Στο βιβλιοπωλείο «Πολιτεία» μια φορά άκουσα μια γυναίκα δίπλα μου να ζητάει από ένα πωλητή τις Αφηγηματικές τεχνικές του Μπάμπη Δερμιτζάκη. Ώπα, είπα, αυτός είμαι εγώ. Γιατί το ήθελε το βιβλίο; Η απάντηση που μου έδωσε με γέμισε με μεγάλη ικανοποίηση. «Το διάβασα και μου άρεσε πολύ, και θέλω να το κάνω δώρο σε μια φίλη μου». Άρα λοιπόν τα λόγια των φίλων μου δεν ήταν απλές κολακείες.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στη φιλοσοφία.
Σε ένα συνέδριο της ΠΕΦ, το 1989, μίλησα για τον Πρωταγόρα του Πλάτωνα. Ήταν συνέδριο για τη φιλοσοφία, και ο Πρωταγόρας ήταν κείμενο που διδασκόταν στη Β΄ Λυκείου, αν δεν κάνω λάθος. Τότε πρωτοδιάβασα όλο το κείμενο, και ήταν μια έκπληξη για μένα. Περίμενα έναν Πλάτωνα να μας βομβαρδίζει με θεωρίες, και βρήκα άλλα πράγματα. Και γράφω σ’ αυτή την εισήγηση:
«Η γενική εντύπωση που έχω σχηματίσει για το έργο είναι ότι ο Πλάτωνας εδώ δίνει περίπου ένα μυθιστόρημα, με την έννοια ότι δεν τον ενδιαφέρει τόσο η έκθεση κάποιων φιλοσοφικών ιδεών, όσο η αναπαράσταση της ατμόσφαιρας του όλου σοφιστικού κινήματος. Και μια και για τους σοφιστές δεν τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση, κυρίαρχος τόνος του έργου του είναι η ειρωνεία».
Καθώς η φιλοσοφία δεν με ενδιαφέρει πια, και η φιλοσοφία των προγόνων μας δεν με ενδιέφερε ποτέ ιδιαίτερα επειδή την ένιωθα να αναδίδει μια σχολική μούχλα, δεν ήταν στα άμεσα σχέδιά μου να διαβάσω Πλάτωνα. Όμως αγαπημένο πρόσωπο μου ζήτησε να διαβάσω το Συμπόσιο για να το συζητήσουμε. Νόμισα ότι θα το βαριόμουνα, όμως το απόλαυσα σαν καθαρό λογοτέχνημα.
Το έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν μια εγκυκλοπαίδεια με τις διάφορες αντιλήψεις για τον έρωτα, στην οποία εμφιλοχωρούν και μυθολογικά στοιχεία, όπως ποιοι γέννησαν τον έρωτα, αν είναι θεός ή όχι κ.λπ.
Θα παραθέσω σύντομα τα σημεία που υπογράμμισα ως κεντρικά ή πιο ενδιαφέροντα, τουλάχιστον για μένα.
Υπάρχουν δύο ειδών έρωτες: ο έρωτας της Πανδήμου Αφροδίτης και ο έρωτας της Ουρανίας Αφροδίτης. Ο πρώτος είναι ο κατώτερος, ο έρωτας των φαύλων. Αυτοί ερωτεύονται αδιάκριτα γυναίκες και παιδιά, και μάλιστα όχι για τις ψυχές τους αλλά για τα σώματά τους (183 d). Ο δεύτερος είναι ο ανώτερος, και είναι ομοφυλοφιλικός. Και δεν έχει σχέση με την παιδεραστία, γιατί στο έρωτα αυτόν ο εραστής έχει ως ερωμένο νεαρό μυαλωμένο και όχι παιδί. Και πότε είναι μυαλωμένος ο νέος; Όταν «πλησιάζει τω γενειάσκειν» (181 d), δηλαδή όταν αρχίζει να βγάζει γένια. Ο εραστής εδώ αποβλέπει στη διάρκεια της σχέσης, και όχι αφού αποπλανήσει τον νέο να τον παρατήσει μετά και να τρέξει πίσω από κάποιον άλλο, και ούτω καθεξής.
Το να πηγαίνει ο νέος με έναν εραστή δεν θεωρείται επαίσχυντο στην Ήλιδα, στους Βοιωτούς και στη Σπάρτη, ενώ θεωρείται επαίσχυντο στην Ιωνία και στους βαρβάρους. «Τοις γαρ βαρβάροις δια τας τυραννίδας αισχρόν τούτο γε και η γε φιλοσοφία και η φιλογυμναστία» (182 b). Στους βαρβάρους «αυτό» θεωρείται αισχρό, εξαιτίας των τυραννικών καθεστώτων, όπως και η φιλοσοφία και η αγάπη για τη γυμναστική.
Ο ομοφυλοφιλικός έρωτας κάνει τους ερωτευμένους να αμιλλώνται για την αρετή (185 b) και τους οδηγεί σε σπουδαίες πράξεις. Παράδειγμα ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων που σκότωσαν τον τύραννο.
Υπάρχουν όμως και κανόνες. Είναι επαίσχυντο να ενδίδει ο ερωμένος γρήγορα, όπως και να ενδίδει με το δέλεαρ χρημάτων και από πολιτικό εξαναγκασμό («υπό πολιτικών δυνάμεων», 184 b), από το φόβο δηλαδή μη διωχθεί.
«Και γαρ τελεωθέντες μόνοι αποβαίνουσιν εις τα πολιτικά άνδρες οι τοιούτοι. Επειδάν δε ανδρωθώσι, παιδεραστούσι και προς γάμους και παιδοποιίας ου προσέχουσι τον νουν φύσει, αλλά υπό του νόμου αναγκάζονται» (192 a,b), δηλαδή οι «τοιούτοι» αναδεικνύονται στην πολιτική, και δεν τους ενδιαφέρει ο γάμος και τα παιδιά, αλλά αναγκάζονται από τα έθιμα.
Και η μυθολογία: Παλιά υπήρχαν όντα με δυο κεφάλια, τέσσερα χέρια κ.λπ. Αλλά επειδή το είχαν ρίξει στην ακολασία και δεν έκαναν τίποτα άλλο από σεξ, οι θεοί τα έκοψαν στα δυο. Από τότε κάθε μισό ψάχνει να βρει ένα άλλο μισό, και μάλιστα εκείνο που του μοιάζει περισσότερο. Και πιο όμοιο στο αρσενικό είναι το αρσενικό και όχι το θηλυκό, και γι αυτό προκρίνεται ο έρωτας μεταξύ ανδρών (για τις γυναίκες κουβέντα). Επίσης ο ερωμένος (ο νεαρός παθητικός ομοφυλόφιλος) πρέπει να αγαπάει περισσότερο τον εραστή (τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο), γιατί ο εραστής είναι ανώτερος.
«πας γουν ποιητής γίγνεται, καν άμουσος η το πριν, ου αν έρως άψηται» (196 d). Όταν κάποιον τον αγγίξει ο έρωτας γίνεται ποιητής ακόμη και αν πριν δεν είχε ιδέα από ποίηση. Και φυσικά αν είναι ήδη ποιητής, όντας ερωτευμένος, θα γράψει τα καλύτερα ποιήματά του. Ένα τέτοιο ποίημα διάβασα πρόσφατα, περίπου εν τη γενέσει του.
Για τη Διοτίμα ο έρωτας δεν είναι θεός αλλά δαίμων, βρίσκεται δηλαδή μεταξύ θεών και ανθρώπων, και μεταφέρει στους θεούς τα ανθρώπινα και στους ανθρώπους τα θεϊκά.
Στη συνέχεια έχουμε πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Η Διοτίμα λέει ότι ο έρωτας στην πραγματικότητα είναι έρωτας αθανασίας. Οι απλοί θνητοί την πετυχαίνουν με τους απογόνους. Άλλοι με εκλεκτές πράξεις που δοξάζουν το όνομά τους, όπως η Άλκιστη που πέθανε για να έλθει ο άντρας της στη ζωή. Και τέλος οι εκλεκτοί, όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος, με τα αθάνατα έργα τους. «Και πας αν δέξαιτο εαυτώ τοιούτους παίδας μάλλον γεγονέναι ή τους ανθρωπίνους» (209 c). Η τέτοιου είδους αθανασία είναι που προκρίνεται.
Θυμάμαι το ομότιτλο βιβλίο του Κούντερα, Αθανασία, πάρα πολύ καλό, αλλά δεν θυμάμαι να κάνει αναφορά στο Συμπόσιο. Να το ψάξω όμως.
Η ομορφιά του σώματος δεν είναι τίποτα, η ομορφιά της ψυχής είναι το παν, αυτό αναπτύσσεται στη συνέχεια.
Το παρακάτω μου φαίνεται ωραίο ρητό, που δεν το έχω συναντήσει μέχρι τώρα: «η τοι της διανοίας όψις άρχεται οξύ βλέπειν όταν η των ομμάτων της ακμής λήγειν επιχειρη» (219 a). Τα μάτια της διανοίας αρχίζουν να βλέπουν καλύτερα όταν τα μάτια του σώματος αρχίζουν να χάνουν το φως τους.
Τα παραπάνω ενδιαφέρουν σίγουρα περισσότερο τους φιλοσοφούντες, εμένα όμως μου άρεσε περισσότερο το τέλος του έργου. Εκεί βλέπουμε τον Αλκιβιάδη, ολομέθυστο, να λέει πόσες προσπάθειες έκανε να τα φτιάξει με τον Σωκράτη, αλλά αυτός, βράχος. Ταυτόχρονα βέβαια ψάλει το εγκώμιο του Σωκράτη, αναφέροντας πράγματα που παρατίθενται ακόμη και στο πιο σύντομο βιογραφικό του, για την αντοχή του στις εκστρατείες, την ανδρεία του, το πόσο ξεχνούσε τα γύρω του όταν τον απασχολούσε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, κ.λπ.
Ο Αλκιβιάδης καταλήγει λέγοντας ότι εξαπατήθηκε από τον Σωκράτη, όπως και πολλοί άλλοι, γιατί νόμιζε ότι ήταν εραστής ενώ στην πραγματικότητα ήταν ερωμένος. –Πρόσεχε, προειδοποιεί τον Αγάθωνα, μην την πάθεις κι εσύ.
Και η αφηγηματική ανατροπή:
-Άσε τις μαλαγανιές Αλκιβιάδη. Νομίζεις δεν κατάλαβα το κόλπο σου; Όλοι αυτοί οι έπαινοι για μένα ήταν για να πετάξεις, τάχα αδιάφορα, στο τέλος, ότι είμαι ερωμένος και όχι εραστής, και να με κάνεις έτσι να τσακωθώ με τον Αγάθωνα, για να μη σου τον φάω. Αλλά εμείς δεν μασάμε, ε Αγάθωνα;
Και ο Αλκιβιάδης:
- Σωκράτους παρόντος των καλών μεταλαβείν αδύνατον άλλω. (223 a). Σε νεοελληνική παράφραση: Όταν είναι ο Σωκράτης παρών είναι αδύνατο να ρίξεις γκόμενο, σου τον έχει φάει.
Το έργο τελειώνει με μια παρέα μεθυσμένων να μπαίνει μέσα στο σπίτι γιατί κάποιος βλάκας που έφυγε ξέχασε να κλείσει την πόρτα. Το αποτέλεσμα ήταν να σταματήσει η συζήτηση και να το ρίξουν στο πιοτό. Κάποιοι έφυγαν ενοχλημένοι, ο Αριστόδημος που αφηγείται τα διαδραματισμένα στο συμπόσιο τον πήρε ο ύπνος, και όταν ξύπνησε βρήκε όσους δεν είχαν φύγει να κοιμούνται, και μόνο τον Σωκράτη, τον Αγάθωνα και τον Αριστοφάνη ξύπνιους να συζητούνε. Ο Σωκράτης τους ανάγκασε να συμφωνήσουν ότι ο τραγωδοποιός πρέπει να είναι και κωμωδοποιός, αλλά ο Αριστόδημος δεν θυμόταν λεπτομέρειες από τη συζήτηση γιατί νύσταζε ακόμη. Στη συνέχεια αποκοιμήθηκε ο Αριστοφάνης και μετά ο Αγάθων. Αφού τους κοίμισε και τους δυο αποχώρησε ο Σωκράτης.
Θα παραθέσω, όπως κάνω όταν μου δίνεται η ευκαιρία, ένα ανθρωπολογικό στοιχείο.
«ἔτι δὲ τὸ τοῦ δηχθέντος ὑπὸ τοῦ ἔχεως πάθος κἄμ' ἔχει. φασὶ γάρ πού τινα τοῦτο παθόντα οὐκ ἐθέλειν λέγειν οἷον ἦν πλὴν τοῖς δεδηγμένοις, ὡς μόνοις γνωσομένοις τε καὶ συγγνωσομένοις εἰ πᾶν ἐτόλμα δρᾶν τε καὶ λέγειν ὑπὸ τῆς ὀδύνης». (217 e, 218 a Δεν έχω πολυτονικό, κάνω copy and paste)
Αυτοί λέει που τους δάγκωσε οχιά δεν λένε για την εμπειρία τους παρά μόνο σε εκείνους που τους έχει δαγκώσει επίσης οχιά. Έτσι και ο Αλκιβιάδης, μόνο στους ομοιοπαθείς μπορεί να εκμυστηρευτεί τον πόνο του. Για να χρησιμοποιήσει μια τέτοια παρομοίωση ο Πλάτωνας σημαίνει ότι εκείνη την εποχή το να σε δαγκώσει οχιά δεν ήταν πράγμα σπάνιο. Πώς να είναι άραγε, αφού μόλις πριν λίγα χρόνια μια οχιά δάγκωσε τον φίλο μου τον Στέλιο τον Κοσιδεκάκη στο άλσος Βεΐκου;
Στην Πρωτοπορία που πήγα να αγοράσω το βιβλίο ζήτησα την πιο φτηνή έκδοση. Σαν φιλόλογος, τη μετάφραση την ήθελα μόνο επικουρική, και δεν είχα σκοπό να ενδιατρίψω ιδιαίτερα σε ένα κείμενο με υποσημειώσεις και σχόλια.
Το μετάνιωσα. Όχι μόνο γιατί με διπλάσια λεφτά θα μπορούσα να αγοράσω τη μετάφραση του Συκουτρή (την είδα στο «Βιβλιοχαμό», τετραπλάσια σε όγκο), αλλά γιατί είδα πόσο πρόχειρη ήταν η μετάφραση που αγόρασα (εκδόσεις Κάκτος). Και το πιο τραγικό, δεν είχαν μεταφραστεί κομμάτια από το αρχαίο κείμενο. Κάποια στιγμή είπα να αρχίσω να τσεκάρω σε ποια σημεία. Τρίτη, τέταρτη και πέμπτη γραμμή στο αρχαίο κείμενο στη σελίδα 120 και μιάμιση γραμμή κάπου στη μέση στη σελίδα 138 (πάνυ γε… συμπότης). Αν λείπει και αρχαίο κείμενο δεν το ξέρω.
Ωραίος ο Πλάτων. Κάποια στιγμή πιστεύω να βρω χρόνο να διαβάσω και άλλα έργα του.

Sunday, February 15, 2009

Κι άλλα θεατρικά: Γιάννη Νιωτάκη, Ζορμπάδες και αγωνιστές και Μπέρτολτ Μπρεχτ, Αρχείο Γιόχαν Φάτσερ

Κάποιος με έψαξε με το όνομά μου στο google, και κοιτάζοντας στα link βρήκα κάποιες δημοσιεύσεις μου στο forum του Λέξημα. Ανάμεσα σ' αυτές βρήκα και δυο θεατρικές κριτικές που τις είχα ξεχασμένες. Τώρα που πήραμε φόρα με το "Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος" και το "Slip and Tanga", ας τις αναρτήσουμε και αυτές, έτσι, για να τις έχουμε πιο πρόχειρες.

Ζορμπάδες και αγωνιστές του Γιάννη Νιωτάκη, θεατρική διασκευή από το ομώνυμο βιβλίο του Μ. Μαστορογιαννάκη, από τη θεατρική ομάδα της αδελφότητας Κρητών Ρόδου «Ο ψηλορείτης», Θέατρο Ορφέας, 13-12-04.

Θα προσθέσω στον τίτλο: και καλαμαράδες, γιατί οι δυο καλαμαράδες, ο Γιάννης Νιωτάκης και ο Μανώλης Μαστορογιαννάκης μας έδωσαν ο πρώτος μια σπαρταριστή κρητική ηθογραφία, και ο δεύτερος μια υπέροχη δραματοποίηση, τόσο στη διασκευή του κειμένου όσο και στην παράσταση ως σκηνοθέτης.
Και ως ηθοποιός. Γιατί ο Γιάννης Νιωτάκης κρατούσε έναν από τους κεντρικούς ρόλους της παράστασης.
Να μιλήσουμε όμως πρώτα για το κείμενο. Καμιά νεοηθογραφία νομίζω δεν θα μπορούσε να αντέξει σήμερα χωρίς το χιούμορ. Και το χιούμορ ήταν άφθονο σε όλο το έργο, και όλοι εμείς οι θεατές γελούσαμε με την καρδιά μας. Με επιδέξιο τρόπο ο συγγραφέας και ο διασκευαστής «έδεσαν» σπαρταριστά επεισόδια σε μια χαλαρή αφηγηματική δομή. Φάρσες, κωμικές ιστορίες, επιτυχημένες χιουμοριστικές ατάκες συνέθεταν το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας.
Δεν πιστεύω ότι η κρητική ζωή περιστρέφεται γύρω από ένα καραφάκι ρακί ή μια μποτίλια κρασί, το καφενείο όμως είναι ό,τι η αρχαία αγορά, εδώ βρίσκονται οι άνθρωποι, κουβεντιάζουν, σχολιάζουν, κάνουν τις φάρσες τους και φυσικά πίνουν. Και με βάση τη σκηνική οικονομία, ως δραματικός χώρος πιο κατάλληλος από το καφενείο δεν θα μπορούσε να βρεθεί.
Η δομή του έργου ήταν η δομή ενός κονσέρτου. Γρήγορο και σπαρταριστό στο πρώτο μέρος, γίνεται αργό, στοχαστικό και μελαγχολικό στην αρχή του δεύτερου μέρους, με την αναφορά στους ήρωες μακεδονομάχους από την Κρήτη. Ο Πάρης Κελαϊδής έχει γράψει βιβλίο γι’ αυτούς. Ήταν συγκινητικός ο μακεδονομάχος ήρωας που πουλούσε κουλούρια για να ζήσει. Και θυμήθηκα τον άλλο ήρωα, κρητικομάχο, τον καπετάν Καζάνη, που για να ζήσει δούλευε σκαφτιάς στη Νάξο, για να πεθάνει, στα σαράντα του νομίζω, από την κακοπέραση. Μεγάλο το δίδαγμα: Να μη συγχέουμε την πατρίδα με τις εκάστοτε κυβερνήσεις.
Για να μείνω μέσα στην ατμόσφαιρα του έργου θα σας αναφέρω μια γελοιογραφία που είχα δει μαθητής και μου έμεινε στο μυαλό. Είναι 25 Μαρτίου, και μπροστά σε μια εικόνα του Καραϊσκάκη στέκονται δυο άτομα και ο ένας λέει στον άλλο: Άκουγα μέχρι τώρα Καραϊσκάκη και νόμιζα ότι ήταν κανένα γήπεδο.
Έτσι και εγώ. Άκουγα μέχρι τώρα Κατεχάκη και νόμιζα ότι ήταν ο περιφερειακός. Ε, λοιπόν, να το μάθετε και σεις, ήταν ένας κρητικός μακεδονομάχος, που μαζί με τον Κλαδή, τον Μακρή και τόσους άλλους άφησε τα κόκαλά του στη Μακεδονία, για να μείνει ελληνική.
Μετά από το μελαγχολικό αυτό ιντερμέτζο ξαναγυρίζουμε στον ξέφρενο ρυθμό της πρώτης πράξης, με το γέλιο να ρέει άφθονο σε σκηνή και σε πλατεία.
Δεν είμαι θεατρικός κριτικός, και το να πω ότι οι ηθοποιοί έπαιζαν υπέροχα δε λέει και πολλά. Θα πω μόνο δυο πράγματα: ότι με εντυπωσίασε που ο Γιάννης Νιωτάκης έκανε τόσο επιτυχημένα το γέρο, και ένα σχόλιο που άκουσα από διπλανό κάθισμα: τύφλα να ’χουν οι επαγγελματίες ηθοποιοί.
20-12-2004

Αρχείο Γιόχαν Φάτσερ του Μπέρτολτ Μπρεχτ, Σκηνοθεσία Τάκης Τζαμαριάς, Θίασος «Δυτικά της Πόλης», θέατρο «Επί Κολωνώ».

Τάκη μου, σου γράφω για την παράστασή σου, το «Αρχείο Γιόχαν Φάτσερ» του Μπρεχτ, που σκηνοθέτησες για τον θίασό σου «Δυτικά της Πόλης» και παίζεται στο θέατρο «Επί Κολωνώ». Εγώ δεν θα κρατήσω την ανωνυμία μου, όπως η γνωστή σου εκείνη στο Αθηνόραμα, που μου φαίνεται ότι ακόμα ψάχνεσαι για το ποια είναι. Λοιπόν εγώ είμαι ο Μπάμπης ο Δερμιτζάκης, διδάκτορας του Θόδωρου Γραμματά, καθηγητή θεατρολογίας, και εσύ υποψήφιος διδάκτοράς του. Συνεργαστήκαμε μαζί του στο εγχειρίδιο της Θεατρολογίας που διδάσκεται στην πρώτη Λυκείου.
Και τι δεν μας σούρανε οι ζηλιάρηδες τότε! Θυμάμαι που πανικόβλητος ήλθες διαβάζοντας στην εφημερίδα για ένα δάσκαλο και για ένα καθηγητή αγγλικών. Τελικά ο δάσκαλος δεν ήσουν εσύ, αλλά ένας κριτής του βιβλίου, και ο καθηγητής αγγλικών δεν ήμουν εγώ, αλλά ένας καθηγητής θεατρολογίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, επίσης κριτής.
Αλλά να μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας, που είναι πώς μου φάνηκε η παράστασή σου.
Νιώθω αδυναμία να γράψω για μια θεατρική παράσταση, σαν κριτικός βιβλίου τα καταφέρνω καλύτερα. Για παράδειγμα άκουσα καλά λόγια για τη βιβλιοκριτική μου στο έργο του Ανδρέα του Μήτσου, φίλος κι αυτός, για το «Σκύλο της Μαρί», που δημοσιεύτηκε τώρα στο Αντί.
Είναι η δεύτερη φορά που προσπαθώ να κάνω θεατρική κριτική. Η πρώτη ήταν για ένα έργο του Γιώργου του Γαλάντη, πριν αρκετά χρόνια, που δεν κατάφερα να τη δημοσιεύσω. Ευτυχώς υπάρχει ο ελεύθερος χώρος του internet, όπου μπορούμε να καταθέτουμε τις απόψεις μας και να συνομιλούμε χωρίς τις τυπικότητες των εντύπων.
Λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από το κείμενο.
Το έργο αυτό του Μπρεχτ το αγνοούσα. Δεν ξέρω πού και πότε παίχτηκε εδώ στην Ελλάδα, πάντως δεν είναι από τα γνωστά του. Δεν εκπλήσσομαι βέβαια που το ανέβασες. Για δυο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ψάχνεις προκλητικά έργα, έργα που βρίσκονται λίγο πολύ στην αφάνεια, για να τα αναδείξεις. Η δουλειά που έκανες με το «Ο Οθέλος ξαναγυρίζει» του Καζαντζάκη ήταν καταπληκτική. Ο δεύτερος είναι ότι έχεις καταλάβει κι εσύ ότι ο σκηνοθέτης δεν είναι η φτωχή θεραπαινίδα του θεατρικού συγγραφέα, που καθήκον έχει να αναδείξει το κείμενό του, αλλά ο συντονιστής μιας performance όπου το κείμενο δεν είναι υποχρεωτικό να έχει την πρωτοκαθεδρία, όπως συμβαίνει στο θέατρο της Ασίας.
Τάκη, δεν είναι άραγε καιρός να επιστρέψει πια το θέατρο στις ρίζες του; Έτσι ήταν η αρχαία τραγωδία, όπως το παραδοσιακό ασιατικό θέατρο, ένα Gesamtkunstwerk, όπως οραματίστηκε ο Βάγκνερ τις όπερές του, ένα «συνολικό έργο τέχνης», όπου όλες οι μορφές τέχνης αντιπροσωπεύονται ισομερώς, χωρίς καμιά να διεκδικεί τα πρωτεία. Η απόκλιση βέβαια ξεκίνησε ήδη από την τραγωδία, με το διαγωνιστικό χαρακτήρα που είχε, όπου στους «προκριματικούς» κρινόταν το κείμενο, και με τον Ευριπίδη αργότερα να συρρικνώνει τα χωρικά στο ελάχιστο. Μετά ήλθε ο διωγμός με τον χριστιανισμό, για να αναβιώσει το θέατρο στο Μεσαίωνα με καθαρά διδακτικούς στόχους. Ε, λοιπόν ο Μπρεχτ με την αποστασιοποίησή του αποτελεί ένα οξύμωρο, προσπαθώντας να γεφυρώσει τα αγεφύρωτα. Είναι διδακτικός όπως το θρησκευτικό θέατρο, και χρησιμοποιεί τεχνικές της τραγωδίας για την αποστασιοποίησή του, όπως ο χορός και η μουσική. Γυρνάει στην τραγωδία όταν νομίζει ότι της γυρίζει την πλάτη, ορίζοντας το θέατρό του ως αντι-αριστοτελικό.
Τάκη μου, μπλέχτηκες στο μπρεχτικό οξύμωρο (πρόσεξε την παρήχηση του μπ και του χτ). Ο διδακτικός Μπρεχτ δίνει στον Φάτσερ του «εικόνες από ένα πόλεμο», δώδεκα ήταν τελικά; Δεν θυμάμαι. Η πλοκή είναι προσχηματική, τέσσερις λιποτάκτες που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε συνθήκες εξαθλίωσης, και δίπλα τους άλλες ταλαιπωρημένες ψυχές, και με τους λαθρέμπορους και τους πλούσιους να καλοπερνάνε, σε πολύ χαλαρά συνδεμένα επεισόδια. Ο κηρυγματικός λόγος κυριαρχεί.
Τάκη μου, εσύ μέσα στην παράδοση την μπρεχτική της αποστασιοποίησης, αλλά και με τη σύγχρονη αντίληψη του σκηνοθέτη, παρουσίασες ένα πολυθέαμα. Οι ηθοποιοί σου ορχούνταν συνεχώς, σαν ακροβάτες, μπαλαρίνες κλπ, σε συνθέσεις όμορφες. Εξαίρετοι όλοι, τους παρακολουθώ σε όλες σου τις δουλειές, εδώ και δέκα χρόνια που γνωριζόμαστε. Υπήρχαν άφθονα ταμπλώ βιβάν μιας υπέροχης εικαστικής σύλληψης, ένα στιγμιαίο πάγωμα του χρόνου. Οι κινήσεις κατέληγαν συχνά σε υπέροχα mie, το τέλος μιας κίνησης δυναμικά φορτισμένο, όπως στο Καμπούκι, που αποθανατίζεται λες από φωτογραφικό φακό. Οι ηθοποιοί σου, ρακένδυτοι, ήταν ντυμένοι σε όμορφα κουρέλια, για να μην προσβάλουν το hanna, την αίσθηση της ομορφιάς, όπως την περιγράφει ο Zeami, ο θεωρητικός του Νο (πες στη Γιάννα τη Λεκάκου, που έκανε τη μετάφραση των κειμένων του Zeami, να σου κάνει δώρο ένα αντίτυπο μόλις εκδοθεί). Το βιολεντσέλο με τους βαθείς, μελαγχολικούς ήχους του, μας σπάραζε συνεχώς την καρδιά. Ναι, Τάκη μου, αποτύπωσες υπέροχα τη φρίκη του πολέμου στην performance σου, υπονομεύοντας συνεχώς το κείμενο του Μπρεχτ. Κάπου προς το τέλος, όπου οι ηθοποιοί σου κουράστηκαν και ησύχασαν πια, και κάθισαν φρόνημα στην πρώτη σειρά, και το βιολεντσέλο επίσης σταμάτησε να μας τρυπάει την καρδιά, ακούσαμε επιτέλους καθαρά τι ήθελε να πει ο Μπρεχτ. Και δεν μπορώ ότι μας εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Τη φρίκη του πολέμου δεν τη ζήσαμε, ούτε τη ζούμε, και αυτοί που τη ζούνε αυτή τη στιγμή έχουν ένα χρώμα σαν τους Πακιστανούς που βλέπουμε στα φανάρια να πουλάνε χαρτομάντιλα, δεν είναι σαν κι εμάς, λίγο τους συμπονάμε. Θέλω να σου πω Τάκη μου ότι και η «Μάνα κουράγιο» είναι αντιπολεμικό έργο, αλλά εκεί βλέπουμε το σπαραγμό μιας μάνας που χάνει σιγά σιγά τα παιδιά της, και ο σπαραγμός είναι ατόφιος, ανεξάρτητα αν τα χάνει από τον πόλεμο ή από ένα τροχαίο. Εδώ βλέπουμε ένα θεατρικό δοκίμιο πάνω στην κερδοσκοπία με τον πόλεμο, και άλλα συμπαρομαρτούντα. Και οι λιποτάκτες είναι αρκετά αξιοθρήνητοι με τους δικούς τους καβγάδες για να κερδίσουν τον έλεό μας, τη συμπόνια μας.
Βλέποντας την παράστασή σου μου ήλθε στο νου η φόρμα του Νο, jo-ha-kyu, δηλαδή αργά, πιο γρήγορα, πρέστο. Στο έργο σου είδα να επικρατεί ένας ανάποδος ρυθμός. Δεν θέλω να το βάλω στον προκρούστη του Νο, αλλά αυτός ο ρυθμός κουράζει. Τους γρήγορους ρυθμούς τους θέλεις στο τέλος, για να ξεξυπνήσεις.
Τάκη μου, έδωσες την πιο καλή παράσταση που θα μπορούσε να κάνει κανείς με βάση ένα τέτοιο κείμενο. Εσύ όμως είσαι «δραματουργοκλάστης» (κατά το εικονοκλάστης, θα έλεγα ότι τους δραματουργούς τους έχεις «κλάσει», αν το «χέσει» δεν ήταν πιο δόκιμο), όπως και όλοι οι σύγχρονοι μεγάλοι σκηνοθέτες άλλωστε. Και γι αυτό πιστεύω ότι από τις πιο ωραίες δουλειές που έχεις κάνει είναι οι διακειμενικές συνθέσεις που έχεις παρουσιάσει με τους φοιτητές στο παλιό πανεπιστήμιο. Έχοντας συντρίψει τις «αφηγηματικές προσδοκίες» του κοινού σε σχέση με το συγγραφέα, τον οποίο περιμένουν να υπηρετήσεις, το κάνεις να αφοσιώνεται στη σκηνοθετική σου δουλειά. Εξάλλου και η επιλογή των αποσπασμάτων δική σου δουλειά είναι. Έτσι, για να κλείσουμε μ’ αυτό το έργο, το προσέλαβα όπως μια όπερα. Μια άρια την ακούμε για τη μουσική της και όχι για τα λόγια της. Ελάχιστα με ενδιέφεραν τα λόγια του Μπρεχτ, το σύνολο ήταν αυτό που με εντυπωσίαζε.
5-11-2004

Wednesday, February 11, 2009

Stevi K. Bouziani, Slip and Tanga

Μια και πήραμε το κολάι να γράφουμε και για θεατρικά, ας γράψουμε και για το θεατρικό της φίλης μας της Στέβης Μπουζιάνη Slip and Tanga, που παίζεται στο «Νεοκλασικό του Κόμη» στα Πατήσια, Λασκαράτου 15, (τηλ. 210-2112135), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 10.30, και κρατάει μία ώρα. Η Στέβη υπογράφει και τη σκηνοθεσία.
Μαύρη κωμωδία χαρακτηρίζεται το έργο. Κατάμαυρη θα ’λεγα εγώ, πάντως κωμωδία, γιατί μπορεί να μην ξεκαρδίζεσαι μεν, αλλά χαμογελάς σε αρκετά μέρη του έργου.
Το θέμα είναι καταθλιπτικότατο και μόνο μια κωμική πραγμάτευση θα μπορούσε να γλιτώσει το θεατή από το να φύγει ψυχοπλακωμένος από την παράσταση. Εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία ενός serial killer που σκοτώνει ιερόδουλες ξεπερνάει την περιορισμένη έτσι κι αλλιώς θεματική για να αγγίξει το γενικότερο θέμα της ανθρώπινης μοναξιάς και της δυσκολίας των διαπροσωπικών σχέσεων και ιδιαίτερα με το άλλο φύλο. Ο Δημοσθένης έχει σεξουαλικά προβλήματα και ικανοποιείται με τις κούκλες βιτρίνας που έχει σπίτι του. Πιστές, δεν του φέρνουν αντιρρήσεις. Όμως ζητάει και μια λιγότερο υποκατάστατη ικανοποίηση με πραγματικές γυναίκες, μόνο που στη συνέχεια τις σκοτώνει. Η μητέρα του, παλιά πόρνη, προσπαθεί να τον παντρέψει, αλλά οι υποψήφιες νύφες απορρίπτονται ως ακατάλληλες. Ο εκβιασμός και ο φόβος της αποκάλυψης οδηγούν τελικά στην αυτοκτονία.
Οι ηθοποιοί, πληθωρικοί στο ρόλο τους, καταφέρνουν και σκορπούν ένα γέλιο που έτσι κι αλλιώς υπάρχει άφθονο στο κείμενο. Στέλιος Δαλέζιος, Εύα Δήμου, Θεοδόσης Κώνστας, Μίρνα Μηλιώνη και Πηνέλοπα Κρούζα, ήσαν όλοι τους εξαιρετικοί. Η σκηνοθεσία προσαρμόζεται στη λιτότητα που εκβιάζει ο κλειστός χώρος του μπαρ, αναδεικνύοντας αφαιρετικά τους ήρωες στις τεταμένες σχέσεις τους. Ο φωτισμός του Πάνου Κουκουρουβλή, υποβλητικός, φωτίζει το έσω των ηρώων, ενώ η μουσική επιμέλεια της Τόμη Μπουζιάνη στιγμές στιγμές οδηγεί στην πραγματική πανδαισία μιας disco, ανακουφίζοντας καθαρτικά.

Tuesday, February 10, 2009

27οι

Δεν έχουμε τι άλλο να βάλουμε, γιατί να μη διαφημιστούμε; Αυτό το blog το πλήρωσα ακριβά, με ξήλωσαν από σχολικό σύμβουλο, ενώ είχα την πρώτη θέση, για τα σόκιν ανέκδοτα που είχα αναρτήσει. Λοιπόν, έχουμε την 27η θέση από τα top 50 blogs under criticism στο NetworkedBlogs.com. Σκεφτείτε δηλαδή να μην είχα βγάλει τα σόκιν, θα είχαμε πιάσει πρώτη θέση, χρυσό (άντε, αργυρό).

Thursday, February 5, 2009

Μαντινιάδα

Την άκουσα απόψε στο καφέ Ντιάνα, όπου μαζευόμαστε η παρέα του Λέξημα.

Ο χρόνος που μας πέρασε είχε μεγάλη τρέλα
αφήσαν έξω τον Εφραίμ και πιάσαν τον Καρβέλα.

Sunday, February 1, 2009

Θόδωρος Γραμματάς, «Δρώμενα και λαϊκό θέατρο. Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος»

Θόδωρος Γραμματάς, «Δρώμενα και λαϊκό θέατρο. Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος», Αθήνα 2006.

Ένα ακόμη έργο προστίθεται στη μακρά λίστα της εργογραφίας του Θόδωρου Γραμματά, καθηγητή θεατρολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών, που έχει τίτλο «Δρώμενα και λαϊκό θέατρο. Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος». Προϊόν έρευνας στα πλαίσια του προγράμματος «Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος», χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής.
Τα δρώμενα και το λαϊκό θέατρο είναι ένας κοινός ερευνητικός χώρος για τον λαογράφο και τον θεατρολόγο, αλλά κυρίως είναι πεδίο του θεατρολόγου. Ο Θόδωρος Γραμματάς, διαθέτοντας ένα πλούσιο θεωρητικό εξοπλισμό, μελετάει τα δρώμενα και το λαϊκό θέατρο στις περιοχές της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου τόσο διαχρονικά όσο και συγχρονικά, αλλά επί πλέον και συγκριτολογικά. Συγκρίνει δρώμενα που απαντώνται και στις τρεις περιοχές, όπως π.χ. της Καμήλας, αλλά και τα κοινά χαρακτηριστικά που έχουν τα δρώμενα μεταξύ τους. Ανιχνεύει επίσης τις παράλληλες εξελίξεις και προσαρμογές τους στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες.
Αφού μιλήσει προλογικά για τους στόχους και τη μεθοδολογία της έρευνας, περιγράφει τα έθιμα όπως καταγράφηκαν από τους παλαιότερους και όπως τα αφηγούνται οι νεότεροι (οι συνεντεύξεις τους βρίσκονται στο εκτενές παράρτημα του βιβλίου, όπου παρατίθεται και πλούσιο φωτογραφικό υλικό). Παράλληλα καταθέτει τις απόψεις ειδικών μελετητών αλλά και τις δικές του ως προς τις αρχικές, συχνά αρχαϊκές, ρίζες τους, προβαίνοντας σε μια συγκριτική θεώρηση. Κάποια από αυτά τα έθιμα είναι άγνωστα στο ευρύ κοινό, όπως π.χ. το κυπριακό έθιμο του Σκύλου βρωμίση, ενώ άλλα είναι πιο γνωστά, όπως τα καρναβαλικά δρώμενα, Η μέρα της μαμής και Το κάψιμο του Ιούδα. Η γλαφυρότητα στην περιγραφή είναι από τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου, αφού για τον απλό αναγνώστη το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στη γνωριμία με το έθιμο. Όμως σημαντικότερες είναι οι επισημάνσεις, κυρίως ως προς τις ρίζες και τις λειτουργίες των δρωμένων, αλλά και ως προς τους σημερινούς όρους αναπαραγωγής τους. Γιατί όπως είναι γνωστό από την κοινωνική ανθρωπολογία τα δρώμενα στις πρωτόγονες κοινότητες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν γονιμικό χαρακτήρα, δηλαδή έχουν σαν στόχο να προκαλέσουν τη γονιμότητα της γης. Αρκετά επίσης σχετίζονται με τη λατρεία των προγόνων, λατρεία η οποία επιβιώνει σε χώρες της Ασίας ενώ στις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου αυτό έχει εκλείψει από πολύ νωρίς, με την έλευση των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών. Τον αρχαϊκό αυτό χαρακτήρα ανιχνεύει ο συγγραφέας σε αρκετά από τα δρώμενα που μελετάει. Όμως ο μαγικο-θρησκευτικός χαρακτήρας των δρωμένων υποχωρεί, και όπως συνέβη και στην Ιαπωνία και στην Κίνα, «ο διασκεδαστικός και ψυχαγωγικός χαρακτήρας υπερτερεί του τελετουργικού και το δρώμενο μετατρέπεται σε έθιμο» (σελ. 23).
Από τα πιο ενδιαφέροντα δρώμενα που περιγράφει ο Θ. Γραμματάς είναι αυτό της Μάμπως ή της Μαμής. Έχοντας αρχικά ένα γονιμικό χαρακτήρα, έχει μετεξελιχθεί σε γυναικοκρατία, μια αντιστροφή ρόλων μια μέρα το χρόνο, κατά την οποία οι γυναίκες κυριαρχούν στη ζωή του χωριού ενώ οι άνδρες περιορίζονται στα σπίτια τους, και αν τους συναντήσουν έξω οι γυναίκες τους διαπομπεύουν. Αλλά και τα καρναβαλικά έθιμα έχουν ένα χαρακτήρα οιονεί αντιστροφής, όχι ως προς τα φύλα αλλά ως προς τις κοινωνικές τάξεις. Ο απλός λαός παρωδεί και λοιδορεί, με την προστασία της μεταμφίεσης αλλά και χωρίς αυτή, σημαίνοντα πρόσωπα της τοπικής, αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας, σε μια ατμόσφαιρα κεφιού όπου οι αθυροστομίες και οι βωμολοχίες δίνουν και παίρνουν.
Μια από τις εξελίξεις που επισημαίνει ο Θόδωρος Γραμματάς σε κάποια δρώμενα είναι ότι, ενώ αρχικά δεν υπήρχε διαχωρισμός ανάμεσα σε δρώντες και θεατές, τώρα το δρώμενο είναι ένα θέαμα, στο οποίο οι δρώντες συμμετέχουν (κάποτε ακόμα και επ’ αμοιβή), ενώ τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας περιορίζονται στο ρόλο του θεατή. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, «η εμπορευματοποίηση του θεάματος, που σταδιακά προκλήθηκε, κατάργησε σχεδόν ολοκληρωτικά τον εθελοντισμό και οδήγησε στην ανάγκη εξεύρεσης χορηγών, γεγονός που με τη σειρά του αποτέλεσε ορατό κίνδυνο για αλλοίωση του χαρακτήρα του εθίμου» (σελ. 83).
Δυστυχώς, κάποια από τα δρώμενα τα οποία περιγράφει και σχολιάζει ο Θόδωρος Γραμματάς ανήκουν πια στο παρελθόν. Οι καινούριες συνθήκες οδήγησαν στην εξαφάνισή τους, ενώ και σε εκείνα που διατηρήθηκαν αλλοιώθηκε ο χαρακτήρας τους. «Η επικοινωνία, η πληροφόρηση, τα ΜΜΕ, δημιούργησαν μια μαζική κουλτούρα που επέδρασε καταλυτικά στην παραδοσιακή σημασία του «λαϊκού» πολιτισμού, αποδυνάμωσε τις πρωταρχικές του λειτουργίες, ανέτρεψε την αναφορικότητα και αποσύνδεσε τα δομικά χαρακτηριστικά του, μετατρέποντας το «λαϊκό» σε «φολκλορικό» κι αυτό, με τη σειρά του, σε «μαζικό» τουριστικό θέαμα, με οικονομικούς και κοινωνικούς όρους» (σελ. 25). Αυτή η εξέλιξη κάνει ιδιαίτερα επιτακτική την εκπόνηση ανάλογων μελετών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος. Η ανά χείρας, με την πληρότητα της έρευνας και την οξυδέρκεια των επισημάνσεων που τη διακρίνει, μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για κάθε μελλοντικό ερευνητή.