Book review, movie criticism

Wednesday, April 29, 2009

Γιώργος Σεφέρης, Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

Ουφ, επί τέλους, ξεμπέρδεψα με τον ΑΣΕΠ, απόψε τέλειωσα το τελευταίο πακέτο. Διόρθωνα την διδακτική των Νέων Ελληνικών. Οι υποψήφιοι κλήθηκαν να παρουσιάσουν τον τρόπο με τον οποίο θα δίδασκαν το ποίημα «Ο Γυρισμός του ξενιτεμένου» του Σεφέρη. Σκέφτηκα να γράψω δυο λόγια και γι αυτό, όπως έκανα και με «Το πρώτο σκαλί» του Καβάφη στον προηγούμενο ΑΣΕΠ (γράφω γι αυτό στην προ-προηγούμενη ανάρτηση), όχι για να δώσω μια διαφορετική ερμηνεία όπως σ’ εκείνο, αλλά για να θίξω κάποια ζητήματα θεωρίας που μου ήλθαν στο μυαλό καθώς διόρθωνα. Ακόμη, για να παρουσιάσω τη μελοποιημένη εκδοχή του Γιάννη Μαρκόπουλου, που οι υποψήφιοι φάνηκε να αγνοούν, τουλάχιστον εκείνοι των οποίων τα γραπτά διόρθωσα, με μόνο δύο εξαιρέσεις σε 500 τόσα γραπτά.
Υποστηρίζεται από πολλούς ότι υψηλή λογοτεχνία είναι εκείνη που μεταφέρει διαχρονικά μηνύματα. Ποιο είναι το διαχρονικό μήνυμα εδώ; Ο ξενιτεμένος, όταν γυρνάει στην πατρίδα του, βρίσκεται συνήθως μπροστά σε αλλαγές που τον απογοητεύουν. Θέλει να βρει την πατρίδα του όπως την άφησε, και αυτή συχνά είναι αγνώριστη.
Όμως ο ποιητής μας αυτό το διαχρονικό μήνυμα θέλει να περάσει; Όχι. Το μήνυμά του έχει σχέση με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά το χρόνο της παραγωγής του ποιήματος. Ο Σεφέρης μόλις έχει επιστρέψει στην Αθήνα από την Κορυτσά, και τοποθετήθηκε ως λογοκριτής του ξένου τύπου από το καθεστώς του Μεταξά. Ως διπλωμάτης μπορούσε επίσης να έχει εικόνα για τη διεθνή κατάσταση, για τα σύννεφα πολέμου που φαίνονταν στον ορίζοντα. Η τελευταία φράση «χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα» αίρουν το διαχρονικό του μηνύματος και το κάνουν επικαιρικό, και προπαντός βέβαια ο χρονολογικός δείκτης γραφής του ποιήματος: «Άνοιξη του 1938». Χωρίς αυτόν τον εξωτερικό δείκτη ένας δομιστής που επικεντρώνεται μόνο στο κείμενο θα ήταν ανίκανος να ερμηνεύσει επαρκώς το ποίημα. Όσο για το Intentional fallacy (το λάθος της πρόθεσης) του W. K. Wimsatt, ούτε λόγος να γίνεται. Ο Σεφέρης είχε πρόθεση γράφοντας το ποίημα, και η πρόθεσή του ήταν να καταγγείλει την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά. Ως λογοκριτής ο ίδιος, περνάει με πολύ πονηρό τρόπο το κατηγορώ του. Ο «ξενιτεμένος» ποιητής Σεφέρης δεν έχει διάθεση να συμβιβαστεί, παρά τις προτροπές του φίλου του, με μια πατρίδα την οποία δεν αναγνωρίζει. Για τον διπλωμάτη όμως Σεφέρη τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως ενυπάρχει στο επικαιρικό μήνυμα ένα άλλο διαχρονικό;
Φυσικά. Η καταγγελία μιας κατάστασης κοινωνικής παρακμής, έκπτωσης των αξιών, ηθικής φθοράς και διαφθοράς. Ένας ξενιτεμένος που θα γύριζε σήμερα στην Ελλάδα, μετά ας πούμε από 25 χρόνια παραμονής στο εξωτερικό, άραγε θα την αναγνώριζε;
Όμως ας απολαύσουμε τη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου.

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο•
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις•
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Monday, April 27, 2009

Έτος Γιάννη Ρίτσου, 100 χρόνια από τη γέννησή του

Θυμάμαι που διάβασα, μαθητής, σε ένα τεύχος της "Επιθεώρησης Τέχνης", το ποίημα "Όστραβα" του Γιάννη Ρίτσου. Με εντυπωσίασε. Ήταν μια ποίηση διαφορετική από αυτήν που είχαν τα κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας στο σχολείο. Την έψαξα στο διαδίκτυο, δεν την βρήκα, μπορώ να παραπέμψω όμως στην ιστοσελίδα του Νίκου Σαραντάκου, ο οποίος, μπράβο του, προσπαθεί να συγκεντρώσει στην ιστοσελίδα του όλα τα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που υπάρχουν ηλεκτρονικά. Τον έχω στα αγαπημένα στο blog μου, όμως να σας δώσω το link ειδικά για τον Ρίτσο.

Sunday, April 19, 2009

Umberto Eco, Ερμηνεία και υπερερμηνεία

Umberto Eco, Ερμηνεία και υπερερμηνεία, Ελληνικά Γράμματα, 1993.

Κατ' αρχήν εύχομαι σε όλους τους επισκέπτες του blog μου ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ

Σε σχόλια στις τελευταίες αναρτήσεις μου για κινηματογραφικά έργα χρησιμοποίησα τον όρο «υπερερμηνεία». Ψάχνοντας λοιπόν το «ράφι των τύψεων» τώρα που κατέβηκα στην Κρήτη, βρήκα και το βιβλίο του Umberto Eco «Ερμηνεία και υπερερμηνεία». Είπα να το διαβάσω.
Θα προσπαθήσω να καταγράψω κάποιες σκέψεις που μου προκάλεσε η ανάγνωση του βιβλίου, το οποίο αποτελείται από μια εισαγωγή του Stefan Kollini, τρεις ομιλίες του Έκο, σχόλια πάνω σ’ αυτές των Richard Rorty, Jonathan Culler και Christine Brooke-Rose, και κλείσιμο με την Απάντηση του Έκο.
Κατ’ αρχήν θα συμφωνήσω με την αντίληψη του Έκο, που αντιτίθεται στην «απεριόριστη σημείωση» και «… διερευνά τρόπους για να περιοριστεί ο αριθμός των αποδεκτών ερμηνειών και να χαρακτηριστεί μια κατηγορία κειμένων ως υπερερμηνεία» (Kollini, σελ. 21).
Δεν μπορούν όλες οι ερμηνείες να θεωρηθούν έγκυρες. Όμως δέχομαι τις υπερερμηνείες σαν παιχνίδι μιας ευφάνταστης ρητορικής, όπως κάνουν οι αποδομιστές, τοποθετώντας τις όμως σε μια κατηγορία ολότελα διακριτή από τις ερμηνείες. Θα απολάμβανα π.χ. μια υπερερμηνεία που θα θεωρούσε τον Γκόργκι ως ένθερμο χριστιανό αν είχε κάποια «οιονεί πειστικά» επιχειρήματα, χωρίς βέβαια να ανατρέπουν την πεποίθησή μου ότι ήταν ένας στρατευμένος λογοτέχνης στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Ο Kollini παραθέτει τον Culler που λέει «όπως όλες οι πρακτικές, έτσι και η ερμηνεία είναι ενδιαφέρουσα μόνο όταν είναι ακραία» (σελ. 35). Ο Έκο δεν διαφωνεί, απλώς τις ακραίες ερμηνείες τις κατατάσσει στις υπερερμηνείες, ή αλλιώς λαθεμένες ερμηνείες. Έτσι κι εμείς, απολαμβάνουμε την υπερερμηνεία αλλά δεν την συγχέουμε με την ερμηνεία.
Διαβάζω στην Απάντηση: «Ο C.S. Peirce… προσπάθησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο παράδειγμα αποδοχής μιας ερμηνείας στο πλαίσιο της ομοφωνίας της κοινότητας (πράγμα που δεν διαφέρει της ιδέας του Gadamer μιας ερμηνευτικής παράδοσης). Τι είδους εχέγγυα μπορεί να δώσει μια κοινότητα; Νομίζω ότι είναι μια πραγματική εγγύηση» (σελ. 189).
Όμως και η εγγύηση αυτή έχει κάποια όρια. Έχω ένα προσωπικό παράδειγμα. Διορθώνω διδακτική Νέων Ελληνικών στον προηγούμενο ΑΣΕΠ. Το κείμενο προς διδασκαλία ήταν το «Πρώτο σκαλί» του Καβάφη. Ο νέος ποιητής παραπονιέται ότι σε ένα χρόνο μέσα έκανε ελάχιστα πράγματα. Ο φτασμένος ποιητής τον παρηγορεί λέγοντάς του ότι και στο πρώτο σκαλί που έφτασε, δεν είναι λίγο, ξεχωρίζει από τον απλό κόσμο, είναι ποιητής. Είχα βαρεθεί να διορθώνω γραφτά στα οποία υποστηριζόταν ότι ο φτασμένος ποιητής ενθάρρυνε τον νέο να προσπαθεί για να ανέβει ψηλότερα. Σίγουρα ήταν η ερμηνευτική προσέγγιση φροντιστηρίων. Εγώ είχα αντίθετη άποψη. Ο ποιητής, αυτό που σκέφτεται και το λέει κομψά στον νέο, είναι ότι «ταλέντο δεν έχεις, για πάντα θα μείνεις στο πρώτο σκαλί, αλλά πρέπει να είσαι ικανοποιημένος γιατί όπως και να έχει το πράγμα, είσαι ποιητής». Μετά από λίγες μέρες (πάλι οι συμπτώσεις), ξεσκονίζοντας τα βιβλία μου, ανοίχτηκε τυχαία ένα βιβλίο του Δημήτρη Κουκουλομάτη (καθηγητή λογοτεχνίας) σε μια σελίδα όπου σχολίαζε το ποίημα αυτό του Καβάφη. Με ικανοποίηση είδα ότι είχε την ίδια ερμηνευτική άποψη για το ποίημα. (Δυστυχώς το σχετικό post το έσβησα πανικόβλητος, μαζί με τα σόκιν ανέκδοτα, μόλις πήρα την ειδοποίηση για την ΕΔΕ που μου έκαναν, και έτσι δεν μπορώ να παραπέμψω σ’ αυτό). Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, άλλη η κοινότητα των διδακτόρων και άλλη η κοινότητα των υποψηφίων. Όμως οι υποψήφιοι επαναλαμβάνουν αυτό που τους λένε στα φροντιστήρια, και στα φροντιστήρια κάνουν μάθημα κατά τεκμήριο διδάκτορες.
Αναφέρεται από τον Έκο συχνά η διάκριση σε «πρόθεση του συγγραφέα», «πρόθεση του έργου» και «πρόθεση του αναγνώστη». Βέβαια αυτές οι διακρίσεις γίνονται σε σημειωτική-γλωσσολογική βάση κυρίως. Για μένα πιο χρηστική είναι η διάκριση ανάμεσα σε συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα και στις ασυνείδητες προθέσεις του, που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με την πρόθεση του έργου, και για τις οποίες μπορεί να μιλήσει καλύτερα η ψυχανάλυση. Τέτοιες ασυνείδητες προθέσεις συγγραφέων προσπάθησα να επισημάνω στο κείμενό μου «Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα».Στην ιστοσελίδα μου βρίσκεται στην κατηγορία "Άρθρα", αριθ. 35. Και σε σε αγγλική μετάφραση στο CLCWeb journal.
Διαβάζω στο κείμενο του Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων. Αυτή φυσικά είναι μια διάκριση την οποία εμείς οι πραγματιστές δεν επιθυμούμε να κάνουμε» (σελ. 126). Ίσως έχει δίκιο ο Rorty, όμως, διαβάζοντας το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» της Αζάρ Ναφισί, για το οποίο έχουμε γράψει στο blog μας, συνειδητοποίησα ότι μάλλον πρέπει να δεχθούμε τη διάκριση που κάνει ο Έκο, βλέποντας τη χρήση (καταγγελία του φαλλοκρατισμού, ιδιαίτερα έντονος σε ένα ισλαμικό θεοκρατικό καθεστώς όπως αυτό του Ιράν), να οδηγεί σε κάτι περισσότερο από παρερμηνεία: σε λαθεμένη ανάγνωση του κειμένου.
Διαβάζω, επίσης στον Rorty: «Ουδείς αναγνώστης, από όσο μπορώ να ξέρω, γοητεύτηκε ή συνταράχτηκε από το Heart of Darkness» (σελ. 143). Παραθέτω το απόσπασμα για να δηλώσω και εγώ ότι είμαι ένας από τους «ουδείς».
Όμως θέλω να τελειώσω με κάποιες δικές μου σκέψεις πάνω στους παραπάνω προβληματισμούς. Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας που οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας παθιάζονται με τη σημασία. Έχουν απαξιώσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις αφηγηματικές στρατηγικές, τα υφολογικά παιχνίδια, αυτά που παλιά χαρακτηρίζαμε ως μαθητές «καλολογικά στοιχεία». Νομίζω ότι στα περισσότερα έργα, αναμφισβήτητα στη στρατευμένη λογοτεχνία, δεν υπάρχει πρόβλημα ερμηνείας, οι προθέσεις είναι διάφανες. Αυτό που κάνει ενδιαφέροντα τα έργα είναι οι αφηγηματικές τους τεχνικές και τα υφολογικά μέσα που χρησιμοποιούν. Σ’ αυτά σήμερα η θεωρία αναφέρεται πολύ λίγο. Η ανακάλυψη των «σημασιολογικών ισοτοπιών» στην οποία αναφέρεται ο Έκο δεν αποκαλύπτει τη σημασία, αλλά το υφολογικό παιχνίδι που υπογραμμίζει περισσότερο τη σημασία.
Ποια είναι η σημασία (καλύτερα το νόημα, το θέμα) του βιβλίου «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» της Μάιρας Παπαθανασοπούλου; Εντελώς διάφανη, η καταγγελία του μοιχού. Και η αρετή του, που εκτίναξε τις πωλήσεις του στα ύψη; Στα υφολογικά του στοιχεία (να μην το επαναλαμβάνουμε κάθε φορά, κατά τη γνώμη μας). Όμως ας παραπέμψουμε καλύτερα στη βιβλιοκριτική που κάναμε για το βιβλίο (είναι στην ιστοσελίδα μας, στην κατηγορία «βιβλιοκριτικά σημειώματα», αριθμός 117).
Αυτά. Και πάλι ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ.

Thursday, April 16, 2009

Οι νέοι σήμερα. Έκθεση μαθητή από την Κρήτη.

Μου το έστειλαν με email. Έκθεση μαθητή από την Κρήτη με θέμα: Oι νέοι σήμερα. Οι νέοι είναι το μέλλον του κράτους, γιατί από ετούτουσας περιμένουνε οι μεγαλύτεροι κάτι τις. Να δούνε μια καλυτεράδα. Να ρθούνε να τσι αντικαταστήσουνε. Μα μπά!!!. Οι σημερινοί νέοι δεν είναι σα κι αυτούς. Αλλάξανε ντίπι. Εδά τσι θωρείς με κάτι πλουμιστά παντελονάκια κι ένα μπαρμπέρισμα απού το κάνουνε επαέ μόνο στσι προβατίνες. Και φορούνε και κάτι σακάκια δίχως μανίκες, για πλάκα λέει, και δε πάνε να βάλουνε κιανένα ρούχο να μη κρυώνουνε μόνο φορούνε ετούτισας τσι λογάρες. Κι ούλα ετούτανά για να εντυπωσιάσουνε τσι κοπελιές. Κι αυτές πάλι μόλις δούνε κιανένα τέτοιο, απούνε ο κόσμος γεμάτος σήμερα, γλακούνε σα τσικουζουλοπροβατίνες στο κριγιό, και κιανείς δε τσι κουλαντρίζει μέχρι το στεφάνι. Από κειά και πέρα που θωρούνε το ζόρε, γλακούνε στη μάνα ντος και στου πατέρα ντος και πλερώνουνε οι γέροι τη νύφη. Να πείς εδά πως έχουνε και κιανένα τρόπο διασκέδασης βολικό, δεν έχουνε, γιατί όλα είναι κουζουλάγρες. Αλλά είναι καλά για κειουνουσάς από τα βουτούνε. Γιατί δουλέβγουνε τα βούγια όλη μέρα στο μεροκάματο και το βράδυ πάνε και πίνουνε ένα νερομπογιά και τα ακουμπούνε. Και να τανε μόνο ετούτονα δεν επείραζε. Πάνε και αγοράζουνε μηχανάκια και παίζουνε κάθε μέρα κριγιαρίδια και ασβολώνουνται και σκοτώνουνται. Και ούλα ετούτανα είναι λέει τρόπος διασκέδασης για να κλουθούνε οι κουζουλοπροβατίνες χωρίς πολλές κουβέντες μέχρι το στεφάνι. Και να κάμει κιανείς πως δε ντος αγοράζει εκειανά που θέλει, λέει πως θα αυτοκτονίσει.. Καινούργια μόδα για να βουτούνε τα λεφτά του γέρου. Λέει πως θα φύγει από το σπίτι. Και πάει καλός και φρόνιμος ο πατέρας και του κάνει το χατίρι, και δε βουτά κιανένα στελιάρι να του κάμει τσι κώλους μαύρους να δεί πως αυτοκτονούνε και φεύγουνε και από το σπίτι. Ορίστε μας δουλειές!!!. Και να πείς πως είχαμε ετούτεσάς τσι συνήθειες επαέ, δεν τσι χαμε. Είναι ξενόφερτες συνήθειες. Ένα καλοκαίρι το λοιπόν ήρθανε κάτι ξαδέρφια μου από την Αθήνα κι επήρανε και μένα να πάμε λέει σε μια ντίσκο. Εγώ δεν έκανα κέφι μα ήντα να κάμω. Ξεκινούμε και όντε φτάνουμε κειά, πορίζω από το αυτοκίνητο κι εγρίκουνα χτύπους και λέω: μα ήντα διάολος είναι;. Μπαίνουμε μέσα και ήντα να δώ. Θωρώ αθρώπους και κουνιούντανε σαν οντε κάτσει κιανείς σε κιανά γάιδαρο και παίζει πήδους. Θωρώ φώτα που γυρίζανε γύρου γύρου και αναβοσβήνανε και εγρύκουνα κάτι χτύπους που εκουζουλάθηκα. Λέω: ήντα διάολο γυρεύγω επαέ. Φράζω τα αυτιά μου, μα πάλι εγρύκουνα. Εκειά μέσα ήτονε σαν το ποροκούρτι. Δεν είχανε από που να βγούνε. Δεν είχανε καθίσματα. Όλοι εστέκανε και χορεύγανε λέει, λές και τος είχες βαρμένο νέφτι. Μια στιγμή λέω και εγώ να δοκιμάσω το πιοτό όπως ούλοι. Βάνω λίγο στο στόμα μου και επεταχτήκανε τα μάθια μου όξο. Και θέτω ένα πήδο και πεθιούμε όξο και πήγα στο σπίτι και εξερνούσα δυό μέρες. Ούλα τουτά χαλούνε την κοινωνία και πάει κατά διαόλου.

Wednesday, April 15, 2009

Alberto Fujimori, καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση

Μόλις τώρα πήρα το email από την Διεθνή Αμνηστία, ότι ο Alberto Fujimori ha sido condenado por las violaciones de los Derechos Humanos que cometio mientras era presidente de Peru (καταδικάστηκε για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενόσο ήταν πρόεδρος του Περού). Περισσότερα για τον Φουτζιμόρι εδώ.
Δεν θα έγραφα την είδηση αν δεν ήθελα να την συνδυάσω με κάτι άλλο: Ο Φουτζιμόρι κέρδισε τις εκλογές το 1990 έχοντας σαν αντίπαλο τον συγγραφέα Μάριο Βάργκας Γιόσα. Μήπως θα πρέπει να αλλάξουμε το πλατωνικό εκείνο "Οι πολιτείες θα σωθούν ή όταν οι κυβερνήτες φιλοσοφήσουν ή όταν οι φιλόσοφοι κυβερνήσουν", με το "Οι πολιτείες θα σωθούν ή όταν οι κυβερνήτες γίνουν λογοτέχνες ή όταν οι λογοτέχνες κυβερνήσουν"; Το βλέπω χλωμό, αλλά το 1990 το Περού είχε μια ευκαιρία.

Tuesday, April 14, 2009

Κάρμεν Μπιν Λάντεν, Στα άδυτα του βασιλείου: η ζωή μου με την οικογένεια Μπιν Λάντεν

Κάρμεν Μπιν Λάντεν, Στα άδυτα του βασιλείου: η ζωή μου με την οικογένεια Μπιν Λάντεν, Μίνωας 2004

Πρόκειται για ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό. Η Κάρμεν, από πατέρα Ελβετό και μητέρα Ιρανή, παντρεύεται έναν από τους αδελφούς του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Θα ζήσει χρόνια στη Σαουδική Αραβία, και στο βιβλίο της «Στα άδυτα του βασιλείου» θα περιγράψει τη ζωή της με την οικογένεια Μπιν Λάντεν.
Για την κοινωνία της Σαουδικής Αραβίας έχει γράψει και η δική μας Αλεξάνδρα Συμεωνίδου, στο «Εφιαλτικές νύχτες στην έρημο της Αραβίας». Αεροσυνοδός, παντρεύτηκε έναν σαουδάραβα πιλότο. Στους εννέα μήνες που έζησε στο πλάι του έζησε ζωή μαρτυρική. Κατάφερε όμως να το σκάσει με το παιδί της.
Η Κάρμεν δεν είχε κακή σχέση με τον άντρα της και δεν χρειάστηκε να το σκάσει. Απλά, όντας σε διακοπές στη Ζυρίχη, μάλλον με πρόφαση μια απιστία του άνδρα της, ζήτησε διαζύγιο και δεν επέστρεψε στην Σαουδική Αραβία. Η ζωή σε ένα καθεστώς που η γυναίκα είναι περίπου σκλάβα, της ήταν αφόρητη. Την ζωή αυτή περιγράφει στο βιβλίο της.
Έχουμε ξαναγράψει για την καταπίεση που υφίσταται η γυναίκα στο Ισλάμ και δεν χρειάζεται να επανέλθουμε. Απλά στο βιβλίο της Κάρμεν μπιν Λάντεν βρήκα ένα στοιχείο που το φέρνω σαν υποστήριξη μιας αντίληψής μου για τα αίτια της ομοφυλοφιλίας στην αρχαία Ελλάδα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η ομοφυλοφιλία απαγορεύεται στη Σαουδική Αραβία και τιμωρείται με δημόσιο μαστίγωμα. Αλλά πολλοί άντρες έχουν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ιδιαίτερα όταν είναι νέοι και ακόμη ανύπαντροι. Κανένας δε σοκάρεται βλέποντας δύο άνδρες να περπατάνε στο δρόμο πιασμένοι χέρι χέρι, μολονότι όλοι θα αισθάνονταν φρίκη εάν έβλεπαν έναν άντρα να κρατάει δημόσια το χέρι της γυναίκας του και η θρησκευτική αστυνομία θα έσπευδε να επιβάλει τα χρηστά ήθη. Η συνήθεια της εφηβικής ομοφυλοφιλίας δεν σταματά πάντα με την ενηλικίωση… Ένας Ευρωπαίος διακοσμητής που γνώρισα κάποτε μου είπε πως πίστευε ότι στη Σαουδική Αραβία υπήρχαν περισσότεροι ομοφυλόφιλοι απ’ ότι στην Ευρώπη» (σελ. 224-5).
Στον έρωτα υπάρχει μια σχέση ισοτιμίας. Όταν όμως η γυναίκα είναι κατώτερη από τον άντρα, όχι μόνο εξαιτίας του νομικού στάτους της αλλά και γιατί της απαγορεύουν τη μόρφωση, τότε δεν είναι τίποτα άλλο παρά σεξουαλικό αντικείμενο και μηχανή παιδοποίησης. Τα ερωτικά αισθήματα θα επενδυθούν σε άτομο του ίδιου φύλου. Στη Σαουδική Αραβία, με απαγορευμένες τις προγαμιαίες σχέσεις, όχι μόνο η ερωτική αλλά και η σεξουαλική διέξοδος θα βρίσκεται σε άτομα του ίδιου φύλου. Όταν υπάρχει κοινωνική ανισότητα ανάμεσα στα δυο φύλα, η ομοφυλοφιλία είναι αναπότρεπτη.
Διαδεδομένη, μας λέει η Κάρμεν, είναι και η γυναικεία ομοφυλοφιλία, η οποία όμως δεν φαίνεται να απασχολεί σοβαρά τους άνδρες. Με τέσσερις γυναίκες που μπορεί να έχει ένας άνδρας δεν είναι δυνατόν να τις ικανοποιεί σεξουαλικά, και ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι γι αυτές μια διέξοδος.
Ένα φαινόμενο μπορεί να έχεις διάφορες αιτίες, όπως και μια αιτία μπορεί να οδηγεί σε διάφορα φαινόμενα. Η ανισότητα των φύλων δεν είναι προφανώς η μόνη αιτία της ομοφυλοφιλίας, αλλιώς θα έπρεπε να μην υπάρχει στην Δύση. Υπάρχουν και άλλες αιτίες, παιδικά τραύματα, κληρονομικοί παράγοντες κ.λπ. Όμως μπορούμε να υποθέσουμε ότι στην Σαουδική Αραβία, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, η βασική αιτία της ομοφυλοφιλίας είναι η ανισότητα των δύο φύλων.
Και ένα ακόμη ενδιαφέρον φαινόμενο για το οποίο όμως δεν μπορώ να δώσω εξήγηση. Διαβάζουμε: «Χρόνια αργότερα, ξαφνιάστηκα όταν διάβασα ότι, ως έφηβος στη Βηρυτό, ο Οσάμα υπήρξε πλεϊμπόι. Νομίζω πως, αν ήταν αλήθεια, θα το είχα ακούσει. Ένας άλλος κουνιάδος μου, ο Μαχρούζ, είχε πράγματι αυτή τη φήμη: Είχε τρέξει πίσω από πολλούς ποδόγυρους όσο σπούδαζε στο Λίβανο, αλλά αργότερα άλλαξε και έγινε βαθιά θρησκευόμενος» (σελ. 92). Σε άλλα σημεία του βιβλίου της η Κάρμεν αναφέρει και άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Ξέρω κι εγώ μια τέτοια περίπτωση, περίπου από πρώτο χέρι. Και μια ταινία που με εντυπωσίασε βαθιά ήταν ο «Πάτερ Σέργιος», από την νουβέλα του Τολστόι. Ένας ρώσος αριστοκράτης γλεντζές γίνεται καλόγερος. Υπάρχει μεγάλη αλήθεια στην παροιμία «όταν γεράσει ο διάβολος καλογερεύει», όμως γιατί άραγε γίνεται αυτή η μεταστροφή; Ένας ψυχολόγος θα μπορούσε να μας πει.
Τέλος στη Σαουδική Αραβία φαίνεται να υπάρχει ένα έντονο οιδιπόδειο που συντηρείται από τη μητέρα. Ο γιος είναι προσκολλημένος στη μητέρα του, αν δεν τον πάρει βέβαια ο πατέρας του αφού χωρίσει τη μητέρα του. Η Συμεωνίδου αναφέρεται συχνά σ’ αυτή τη στενή σχέση του άντρα της με τη μητέρα του. Η Κάρμεν δίνει την ερμηνεία: «…ένας γιος θα γινόταν μια μέρα ο νόμιμος κηδεμόνας σου στη θέση του συζύγου σου. Ένας σύζυγος μπορούσε να παραστρατήσει ή να πεθάνει ή να σε χωρίσει, αλλά ένας αφοσιωμένος γιος θα συμπαραστεκόταν πάντα στη μάνα που τον γέννησε» (σελ. 207). Και η Κάρμεν είχε τρεις κόρες και κανένα γιο, και σε περίπτωση θανάτου του άνδρα της θα βρισκόταν στο έλεος ενός αδελφού του.
Υπάρχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα σ’ αυτό το βιβλίο που δεν μπορούμε δυστυχώς να τα μεταφέρουμε εδώ. Έτσι θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα αναφέροντας μόνο ότι ο πατέρας του Οσάμα, ο Μουχάμαντ, ήταν ένας φτωχός εργάτης που κατόρθωσε να γίνει ένας σαουδάραβας Ονάσης.

Monday, April 13, 2009

Γεραπετρίτικη έκφραση 2009

Γεραπετρίτικη έκφραση 2009, εκδ. Ιεράπετρα 21ος αιών, 2009

Η εφημερίδα της Ιεράπετρας «Ιεράπετρα 21ος αιών» είχε την ιδέα να συγκεντρώσει σε ένα τόμο πονήματα γεραπετριτών. Συγκεντρώθηκαν οι συμμετοχές, κρίθηκαν από επιτροπή, και 33 από αυτές δημοσιεύτηκαν στον τόμο «Γεραπετρίτικη έκφραση 2009». Όλα τα λογοτεχνικά είδη αντιπροσωπεύονται εδώ: ποιήματα, διηγήματα, χρονογραφήματα, παραμύθια, δοκίμια κ.ά. Αρκετά αξιόλογα τα κείμενα που φιλοξενούνται, αποκαλύπτουν το ταλέντο των συγγραφέων τους, το οποίο ενθαρρύνεται με πρωτοβουλίες σαν κι αυτή και που, αν κρίνουμε από τον τίτλο, θα έχει και συνέχεια, όπως είχαν παλιά η «Κρητική Πρωτοχρονιά» και η «Φιλολογική πρωτοχρονιά». Για τους λογοτέχνες της επαρχίας υπάρχει το πρόβλημα του να δημοσιεύουν τα έργα τους, αφού τα έντυπα της επαρχίας είναι λίγα και δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμα να φιλοξενούν λογοτεχνικές σελίδες, αφού η επικαιρότητα, πολιτική και μη, έχει απόλυτη προτεραιότητα. Είναι μακρύς ο κατάλογος όλων εκείνων που συμμετέχουν για να τον παραθέσω όλο, και φοβάμαι να σχολιάσω κάποια κείμενα γιατί αυτόματα θα αδικήσω κάποια άλλα. Απλά θα αναφέρω με υπερηφάνεια ότι το επώνυμο Δερμιτζάκης φιγουράρει τρεις φορές: Εγώ, ο ξάδελφός μου ο Κωστής ο φαρμακοποιός, και ο Βασίλης, που είχε φροντιστήριο αγγλικών. Αν συμμετείχε και ο Νικόλας, που την με ψευδώνυμο δημοσιευμένη ποιητική του συλλογή παρουσιάσαμε στο Λέξημα, ένας πραγματικά ταλαντούχος νέος ποιητής, θα υπήρχαν τέσσερις Δερμιτζάκηδες στον τόμο. Και ο Μιχάλης, ο τέως αντιπρύτανης, θα μπορούσε να γράψει κάτι για παλαιοντολογία, υπήρξαν ευρήματα στην επαρχία που τα ανακάλυψε, δεν ξέρω αν θυμήθηκαν οι υπεύθυνοι να τον καλέσουν να συμμετάσχει, με αυτόν θα γινόμασταν πέντε. Ακόμη θα θέλαμε να βλέπαμε και κάποια άλλα ονόματα, όπως του ποιητή Μανώλη Πρατικάκη και των καθηγητών μου Δημήτρη και Μανόλη Παπαδάκη και Μαρίας Δημητρομανωλάκη. Ελπίζουμε να τους δούμε στον επόμενο τόμο.
Να μην το ξεχάσουμε, τη δική μας συμμετοχή την έχουμε ήδη αναρτήσει στο blog. Έχει τίτλο "Κάποιες σκέψεις για την αναπαράσταση της γυναίκας στις μυθοπλασίες".

Sunday, April 12, 2009

Gaspar Noe, Irreversible (Μη αναστρέψιμος)

Gaspar Noe, Irreversible (Μη αναστρέψιμος)

Δυστυχώς είναι μη αναστρέψιμο το γεγονός ότι είδα αυτή την ταινία. Καθώς δεν είμαι in δεν ήξερα τίποτα γι αυτήν, μόνο αμυδρά θυμόμουνα τον τίτλο. Τελικά σχεδόν όλοι την ήξεραν.
Στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας στην οποία συμμετέχω εδώ και 22 χρόνια, ρώτησα κατ’ αρχήν αν είχαν δει τις δυο ταινίες του Σβιάγκιντσεφ για τις οποίες έχω γράψει ήδη. Άκουσα ενθουσιαστικά σχόλια από τη φίλη την Ελένη. Όταν στη συνέχεια τη ρώτησα αν είχε δει το Irreversible είπε «ώχου θεέ μου, τι ταινία ήταν αυτή». Κατάλαβα ότι με περίμενε έκπληξη, έτσι δεν άντεξα να περιμένω να τη δω στην Κρήτη, από όπου γράφω αυτές τις γραμμές (μπροστά από το παραθύρι του σπιτιού μου όπου έχω το γραφείο μου βλέπω τις ανθισμένες πορτοκαλιές, μια μαγεία σκέτη. Ο ουρανός συννεφιασμένος, αλλά μου αρέσει. Χθες είχε λιακάδα, σήμερα ετοιμαζόμουνα για μπάνιο, αλλά μου τα χάλασε ο καιρός. Δεν με πειράζει όμως, τον βροχερό καιρό εδώ τον ζεις, ακούς τα δένδρα να δροσίζονται από το νερό της βροχής και το χώμα να μυρίζει, όχι όπως στην Αθήνα όπου βλέπεις μόνο μπαλώματα συννεφιασμένου ουρανού και την άσφαλτο να αντιστέκεται στην επαφή με το νερό).
Αφού είδα την ταινία έψαξα και στο google. Έπεσα σε συνέντευξη του σκηνοθέτη, σε ελληνικό περιοδικό. Έτσι έμαθα ότι η ταινία προκάλεσε σοκ για τη σκηνή του βιασμού της Μόνικα Μπελούτσι (είχα ξεχάσει ότι έπαιζε αυτή), που κρατούσε εννιά ολόκληρα λεπτά. Το 10% των θεατών δεν άντεχε και έφευγε. Όμως η ταινία έκανε τη δεύτερη βδομάδα όσα εισιτήρια είχε κάνει και την πρώτη. Και ο σκηνοθέτης έβρισκε τη διάρκεια αυτή ιδανική, ούτε πολύ μικρή ούτε πολύ μεγάλη. Και το κουφό: τον είχε σοκάρει, λέει, τρομερά η σκηνή του βιασμού στα «Αδέσποτα σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα. Την ταινία τη θυμάμαι, έπαιζε ο Ντάστιν Χόφμαν, από τους αγαπημένους μου ηθοποιούς, αλλά το βιασμό ούτε που τον θυμόμουνα καθόλου. Όσο για τον βιασμό αυτής της ταινίας δεν άντεχα να τον βλέπω. Στα δυο λεφτά σηκώθηκα από το κάθισμα και στριφογύριζα στο δωμάτιο. Άκουγα όμως τις φωνές. Δεν έκλεισα τον ήχο γιατί περίμενα να τελειώσει αυτή η σκηνή και να δω την υπόλοιπη ταινία. Ακόμη, όπως μας είπε ο σκηνοθέτης, οι άντρες είναι εκείνοι που σοκάρονται περισσότερο, όχι οι γυναίκες. Ενδιαφέρον, και ακόμη πιο ενδιαφέρουσα θα ήταν η ερμηνεία που θα μπορούσε να μας δώσει κάποιος ψυχολόγος.
Ευφυολόγημα έκανα στην αρχή που είπα ότι δυστυχώς δεν είναι αναστρέψιμο το γεγονός ότι είδα την ταινία. Φυσικά δεν μου άρεσε, αλλά ως αφηγηματολόγος τη βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Υπάρχει η πρωτοτυπία της αντίστροφης κινηματογραφικής αφήγησης. Ο σκηνοθέτης αφηγείται τα επεισόδια σε αντίστροφη σειρά. Έτσι το unhappy end το βλέπουμε στην αρχή, ενώ η ταινία τελειώνει σε happy end, μια ειδυλλιακή σκηνή με τη Μόνικα πάνω στο γρασίδι περιτριγυρισμένη από παιδιά..
Ενώ ο Σβιάγκιντσεφ, ο Ταρκόφσκι, ο Αγγελόπουλος, διακρίνονται για την ποιητικότητα της εικόνας, ο Νοέ θα έλεγα ότι διακρίνεται για την ποιητικότητα των επεισοδίων. Είναι θεατρικός όπως είναι ο Σαίξπηρ: Τα επεισόδια διαρκούν όση ώρα θα διαρκούσαν αν συνέβαιναν πραγματικά. Η ερωτική σκηνή στο τέλος, που όταν ξεκίνησε περίμενα να δω μια σκηνή πορνό, ήταν μια σκηνή με τρυφερό ερωτισμό, ίσως η πιο ωραία που έχω δει σε ταινία, και αυτή σε σχεδόν πραγματική διάρκεια, όπως η σκηνή του βιασμού.
Θεατρικός ο Νοέ, αλλά όχι όπως οι αρχαίοι μας τραγικοί. Εκεί ο φόνος δεν παρουσιαζόταν ποτέ πάνω στη σκηνή, παρόλο που οι υποθέσεις των έργων τους ήταν αιματοβαμμένες. Στην ταινία υπάρχει και μια άλλη σκηνή που δεν μπόρεσα να δω μέχρι το τέλος: η σκηνή της εκδίκησης. Ο φίλος του ήρωα σκοτώνει κτυπώντας στο κεφάλι επανειλημμένα με ένα πυροσβεστήρα τον βιαστή του, και υποθετικά τον βιαστή της Μόνικα. Παρόλο που, από τα κτυπήματα, καταλάβαινα ότι ο πυροσβεστήρας ήταν από πεπιεσμένο χαρτί, και πάλι δεν μπόρεσα να δω μέχρι τέλος τη σκηνή.
Η σκηνή μέσα στο καταγώγι με τους ομοφυλόφιλους ήταν ιδιαίτερα αποκρουστική. Και θυμάμαι μια από τις αισθητικές αρχές του Zeami, του θεωρητικού του θεάτρου Νο, το yugen. Δεν πρέπει να προσβάλλουμε την καλαισθησία του κοινού, υποστηρίζει. Για παράδειγμα, όταν ο σκηνοθέτης πρέπει να παρουσιάσει πάνω στη σκηνή ένα ζητιάνο, πρέπει να τον παρουσιάσει με «ωραία» κουρέλια, όχι ρεαλιστικά.
Τελικά αυτή η ιστορία με το ρεαλισμό σηκώνει μεγάλη κουβέντα. Θα το ξαναγράψω, ο ρεαλισμός, όπως και η δημοκρατία, είναι μια σύντομη παρεμβολή στην παγκόσμια ιστορία. Ο νατουραλισμός, η ακραία έκφραση του ρεαλισμού, υπήρξε ακόμη πιο σύντομη. Αλλά είπαμε, αυτό είναι μεγάλη κουβέντα.
Η ταινία είναι μια ταινία εκδίκησης. Το θέμα αυτό με μάγευε ήδη από παλιά, και έχω πάντα στο νου μου να γράψω μια μελέτη για σχετικές αφηγήσεις. Ορέστεια, Άμλετ, Φουέντε οβεχούνα, Canadehon Chushingura (γιαπωνέζικο αυτό) είναι κάποια από τα έργα στα οποία θα αναφερθώ.
(Μετάνιωσε ο καιρός, ο ήλιος κατατρόπωσε τα μαύρα σύννεφα, οι ακτίνες του λαμπυρίζουν πάνω στους πορτοκαλανθούς). Μπορεί η ταινία αυτή να μην έχει τις φιλοσοφικές προεκτάσεις των ταινιών του Σβιάγκιντσεφ κατά τον Ορίζοντα γεγονότων, εγώ όμως, προκλητικά, θα φιλοσοφήσω.
Η φιλοσοφία ήταν η αγάπη των εφηβικών μου χρόνων και ο Νίτσε ο αγαπημένος μου φιλόσοφος. Το δεύτερο πτυχίο μου με το οποίο διορίστηκα ως φιλόλογος είναι πτυχίο του Φιλοσοφικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Καποδιστριακού κ.λπ.), που τώρα έγινε ΦΠΨ.
Έχω και άλλες αποδείξεις για την αγάπη μου για τη φιλοσοφία.
Στην πρώτη γυμνασίου, στο μάθημα της διόρθωσης των εκθέσεων, ο καθηγητής μου ο… αλλά ας μην αναφέρω το όνομά του, καλή του ώρα εκεί που βρίσκεται, σχολιάζει την έκθεσή μου: «Εσύ Δερμιτζάκη προσπαθείς να φιλοσοφήσεις. Και είσαι σαν τον ποντικό που προσπαθεί να ανεβεί ένα χαράρι άχερα. Ανεβαίνει, ανεβαίνει, και λίγο πριν να φτάσει στην κορφή πέφτουν τα άχερα και τον πλακώνουν».
Τελικά πρέπει να είχε δίκιο, με την φιλοσοφία δεν τα πολυκαταφέρνω, σε εξετάσεις του ΙΚΥ για να κάνω διδακτορικό στη φιλοσοφία απέτυχα. Ευτυχώς έκανα αργότερα διδακτορικό στη λογοτεχνία και στο θέατρο.
Όμως το μεράκι μεράκι, έτσι θα φιλοσοφήσω.
Σε κάποιο σημείο στην ταινία η Μόνικα Μπελούτσι λέει στο φίλο της ότι είδε ένα άσχημο όνειρο, ότι βρισκόταν σε ένα κατακόκκινο τούνελ και ξαφνικά αυτό άνοιξε στα δυο. Σε υπόγεια διάβαση ήταν που την βίασαν. Ήταν λοιπόν ένα όνειρο προφητικό.
Αλλά αν το όνειρο ήταν προφητικό σημαίνει ότι ο βιασμός της ήταν προδιαγεγραμμένος. Άρα πού βρίσκεται η ενοχή του βιαστή;
Και αν δεν ήμαστε παρά στρατιωτάκια στην οθόνη ενός υπολογιστή, που δυο αντίπαλοι παίχτες τα ρίχνουν στη μάχη και κοιτάζουν ποιος θα εξοντώσει περισσότερα του άλλου, πάλι προς τι η ενοχή;
Αλλά ας το κόψουμε καλύτερα εδώ.

Tuesday, April 7, 2009

Γιώργος Φαρσακίδης, Της πρώιμης νιότης

Γιώργος Φαρσακίδης, Της πρώιμης νιότης

Ο Γιώργης Φαρσακίδης, αγωνιστής της εθνικής αντίστασης που εισέπραξε και αυτός την ανταμοιβή του για την αντίστασή του στους κατακτητές με το να περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε φυλακές και εξορίες, καταγράφει στο βιβλίο του «Της πρώιμης νιότης» δεκαέξι προσωπικές ιστορίες, συναρπαστικές, συγκινητικές και εντυπωσιακές, που καθηλώνουν τον αναγνώστη. Το βιβλίο εικονογραφείται με φωτογραφίες και χαρακτικά, γιατί ο Φαρσακίδης δεν διαθέτει μόνο το ταλέντο του λογοτέχνη-αφηγητή αλλά και το ταλέντο του φωτογράφου και του ζωγράφου. Θα σχολιάσουμε κάποια σημεία από το βιβλίο του.
Διαβάζοντας το αφήγημα «Δικτατορία του Μεταξά» είναι να αναρωτιέται κανείς μήπως κατά λάθος είπε το «Όχι» ο Μεταξάς. Και κάνω τη σκέψη: αν το τελεσίγραφο το έδινε ο Χίτλερ και όχι ο Μουσολίνι, τι θα έλεγε άραγε; Στο επόμενο αφήγημα «Ο πόλεμος του 1940» διαβάζουμε: «Όμως τον Παπαθωμά, όταν είχε βρίσει τους φασίστες του Μουσολίνι, τον είχε απειλήσει ο ενωμοτάρχης Κουλούρης να τον ξαναστείλει εξορία. Δεν είναι, του είπε, εχθρός μας ο φασισμός αλλά οι ιταλοί, οι μισητοί μας εχθροί» (σελ. 17).
Στο «Μεγάλο βομβαρδισμό» διαβάζουμε:
«…Στην πλατεία Αγίας Σοφίας ένα άλογο στέκεται όρθιο, ζεμένο στο κάρο του. Το ένα του πόδι κομμένο από ψηλά και το αίμα να τρέχει και να έχει κοκκινίσει το δρόμο. Στέκεται ασάλευτο και με κοιτάει με κείνα τα μάτια του όλο απορία και πόνο. Πιο κάτω, ένα άλλο, με ανοιχτή την κοιλιά, μπερδεμένο στα χάμουρά του, σφαδάζοντας, κλωτσάει τον αέρα» (σελ. 18). Το απόσπασμα αυτό θα πήγαινε μια χαρά σαν λεζάντα στην Γκουέρνικα του Πικάσο.
Από το «Στην κόψη του ξυραφιού»:
«Θυμήθηκα και τη μάνα που έλεγε ότι: Οι πιστοί και βέβαια προσφέρανε τη ζωή τους, αλλά πάντα μ’ αντάλλαγμα. Όμως εσείς που δεν πιστεύετε σε ανταμοιβές μετά θάνατο, τι περιμένετε; Ένα να ξέρεις, όπως πας θα χαθείς και οι ξύπνοι θα ζήσουν…» (σελ. 38). Θυμήθηκα κι εγώ ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο έλεγε ένας ιρακινός της αντίστασης ότι θα πεθάνει μάρτυρας και θα πάει στον παράδεισο όπου τον περιμένουν 50 κοπέλες (ή 70; Δεν είμαι σίγουρος).
Από τους σαββατιάτικους θαμώνες της Άγκυρας ο Γιώργος Φαρσακίδης, μας έδειξε πρόσφατα και άλλα δείγματα της δουλειάς του. Αναμένεται να εκδώσει δυο τόμους με υπέροχα χαρακτικά. Τους Περιμένουμε.

Culture Unplugged Video

Αντρέι Σβιάγκιντσεβ, Η εξορία (2007)

Ψάχνοντας στο google βρίσκω την ταινία με τον ελληνικό τίτλο «Αποξένωση» αλλά και «Εξορία», που είναι ο σωστότερος. Και οι άγγλοι επίσης μεταφράζουν το «Izgnaniye» ως «The banishment».
Θα ξεκινήσω κάνοντας υπερερμηνεία (χρησιμοποίησα τη λέξη κάμποσες φορές συζητώντας την προηγούμενη ταινία του Σβιάγκιντσεβ με τον facebook friend μου, τον «Ορίζοντα γεγονότων»), ή, για να το πω πιο άκομψα, θα πουλήσω εξυπνάδα. Εξορία λοιπόν, από τον Παράδεισο. Έτσι ξεκινάει το πρώτο πλάνο του έργου, με τον Παράδεισο. Μόνο που δεν είναι το τροπικό δάσος με το οποίο παριστάνεται συνήθως από τους αγιογράφους μας (σπάνια πια, αλλά στο χωριό μου, στον Άγιο Χαράλαμπο, υπάρχει μια τέτοια εικόνα, ή μάλλον εικόνισμα), αλλά ένα ειδυλλιακό, αγροτικό τοπίο, με μόνο ένα δένδρο στη μέση: το δένδρο της γνώσης (σκίζω, έ;). Ο Άλεξ, με το αμάξι του, φεύγει από αυτό το τοπίο. Το επόμενο πλάνο μας μεταφέρει στην γκριζάδα της πόλης, με τις λεωφόρους και τις καμινάδες των εργοστασίων. Είναι ο χώρος της έκπτωσης. Το τελευταίο πλάνο της ταινίας μας μεταφέρει πάλι στην Εδέμ. Ο Άλεξ πάλι φεύγει από εκεί με το αυτοκίνητό του. Ενώ χάνεται στον ορίζοντα, εμφανίζονται στο πλάνο γυναίκες που μαζεύουν με τα θρινάκια τους σανό (τι πάθαμε με τα ελληνικά, θρινάκι το λέμε στην Κρήτη, στην απλή δημοτική δεν ξέρω). Τραγουδάνε ένα τραγούδι που μοιάζει με μοιρολόι. «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου να βγάζεις το ψωμί σου».
Το «Αποξένωση» δεν δημιουργεί το διακειμενικό εφέ που δημιουργεί το «Εξορία», αλλά είναι πιο ακριβής τίτλος σε σχέση με το περιεχόμενο της ταινίας. Η αποξένωση του ζευγαριού οδηγεί τη γυναίκα σε μια παράνομη σχέση. Μένει έγκυος με τον θείο Ρόμπερτ, αδελφό του Αλέξη; Πιεσμένη προφανώς από ενοχές το εξομολογείται στον άνδρα της όταν βρίσκονται στο εξοχικό τους, και αυτός την αναγκάζει να κάνει έκτρωση. Κατά την επέμβαση αυτή μάλλον αυτοκτονεί, παίρνοντας περισσότερα παυσίπονα. Ο Αλέξης, μετά το θάνατό της, παίρνει το πιστόλι του και πηγαίνει να βρει τον Ρόμπερτ. Και βρισκόμαστε εδώ στην ανατροπή μιας αφηγηματικής προσδοκίας. Απάνω που ήμουν έτοιμος να θριαμβολογήσω ανακαλύπτοντας την αναλογία Κάιν-Άβελ, τελικά δεν γίνεται κανένας φόνος. Απλά η κάμερα μας γυρνάει πίσω σε flash back, τότε που η Βέρα μιλάει στον Ρόμπερτ για την εγκυμοσύνη της.
Πολύ έξυπνο από τη μεριά του σκηνοθέτη. Η κάμερα, εστιάζοντας μέχρι τότε στον Άλεξ, μας δείχνει τη δική του αλήθεια. Εστιάζοντας στο τέλος στη Βέρα, μας δείχνει και τη δική της αλήθεια. Τελικά δεν υπάρχει ενοχή, υπάρχει μόνο η αποξένωση, που θυματοποιεί εξίσου τον άνδρα και τη γυναίκα.
Ο λόγος στον Σβιάγκιντσεβ είναι περιορισμένος, τα πλάνα μακρόσερτα, ένας συγκρατημένος Αγγελόπουλος, ή μάλλον μια διαδοχή του Ταρκόφσκι. Εικαστικός όσο δεν παίρνει με τα θαυμάσια πλάνα της εξοχής (να θυμίσουμε την «Επιστροφή», την προηγούμενη ταινία του), αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να γυρίσει μια ταινία αποκλειστικά σε αστικά περιβάλλοντα. Υπέροχα συμβολιστικός δείχνοντας τον Άλεξ στο αμάξι του, σταματημένος μπροστά στο σπίτι του Ρόμπερτ ενώ βρέχει καταρρακτωδώς, μας υποβάλλει τα αισθήματα που νιώθει μετά το θάνατο της γυναίκας του. Η μουσική υπόκρουση της ταινίας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Κάτι σαν αγωνιώδες μπάσο κοντίνουο, σαν υπόκωφος θόρυβος σε εργοστάσιο.
Βλέποντας την ταινία μου ήλθε στο νου η διάκριση που κάνει ο Henry James ανάμεσα στις δυο αφηγηματικές τεχνικές, του telling και του showing. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής του κλασικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος, σαν παντογνώστης θεός, μας λέγει (tells) το τι συμβαίνει στα μύχια της ψυχής του κάθε ήρωα. Ο Henry James το θεωρεί αυτό ολότελα αντιρρεαλιστικό, και προτείνει τη δική του αφηγηματική τεχνική του showing, να παρουσιάζει δηλαδή ο συγγραφέας απλώς τη συμπεριφορά των ηρώων του και από αυτήν ο αναγνώστης να συμπεραίνει την ψυχική τους κατάσταση. Αλλά αυτό ακριβώς κάνει και ο κινηματογράφος, στον οποίο κατά τεκμήριο απουσιάζει ο αφηγητής. Εδώ όμως υπάρχει η διαφορά: δεν παρουσιάζεται μόνο η συμπεριφορά (ο Άλεξ μετά την ομολογία της γυναίκας του τρέχει ανάμεσα στα δένδρα, περπατάει άσκοπα στο δρόμο μέχρι που τον περιμαζεύει ένα αμάξι κ.λπ), αλλά προπαντός το πρόσωπο στο οποίο εστιάζει η κάμερα. Η ψυχική διάθεση ενός ανθρώπου, κυρίως όταν συνταράζεται από έντονα συναισθήματα, αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, που στέλνει μη λεκτικά σήματα τα οποία οι άλλοι αποκωδικοποιούν μέσω ενός κώδικα μεταβιβασμένου γενετικά μέσα από τις χιλιετηρίδες της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Αυτό όμως ο λογοτέχνης δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να καταφύγει στο telling. Μιλώντας για κάποιο πρόσωπο θα γράψει για παράδειγμα, «το πρόσωπό του συσπάται από την αγωνία». Αν γράψει απλά «συσπάται» δεν λέει τίποτα, αν συμπληρώσει «από την αγωνία» καταφεύγει στο telling. Αυτό κάνουν όλοι οι λογοτέχνες, το πείραμα του Henry James δεν νομίζω να είχε συνέχεια. Ο κάμεραμαν του Σβιάγκιντσεφ εστιάζει θαυμάσια στα πρόσωπα των ηρώων του, τα εκφραστικότερα που μπορεί να συναντήσει κανείς σε ταινία.
Πάλι πήγε 1.20, και αύριο έχουμε πρωινό ξύπνημα. Καληνύχτα λοιπόν.

Thursday, April 2, 2009

Τζεμίλ Τουράν, Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα

Τζεμίλ Τουράν, Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα, Καστανιώτης 2006, σελ. 261

(Δημοσιεύτηκε στο Λέξημα)

Συνδικαλιστικοί αγώνες, διώξεις και βασανιστήρια, αλλά και ένας μεγάλος έρωτας, είναι τα θέματα που πραγματεύεται ο συγγραφέας στο θαυμάσιο αυτό μυθιστόρημα.

Ο Τζεμίλ Τουράν είναι Κούρδος πολιτικός πρόσφυγας. Το βιβλίο του Η νύχτα που έβλεπε τη μέρα είναι το τρίτο βιβλίο που γράφει στα ελληνικά.
Δεν συναντάμε συχνά βιβλία αυτού του είδους, της στρατευμένης λογοτεχνίας, η οποία έχει λίγο πολύ απαξιωθεί στις μέρες μας. Το θέμα όμως είναι μεγάλο και δεν έχει νόημα να το συζητήσουμε εδώ.
Το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα. Είναι όμως αλήθεια; Και το βιβλίο της Ελένης Στασινού Νύχτες υποταγής που παρουσιάσαμε πρόσφατα χαρακτηρίζεται και αυτό ως μυθιστόρημα, όμως, γνωρίζοντας τη συγγραφέα, μάθαμε ότι τόσο τα πρόσωπα όσο και τα γεγονότα σ’ αυτό το βιβλίο είναι εντελώς πραγματικά. Διαβάζοντας το βιβλίο του Τουράν κατάλαβα ότι το βίτσιο μου να θέλω να μάθω αν αυτά που γράφει ένα βιβλίο είναι πραγματικά γεγονότα ή φανταστικά – έκανα μάλιστα και μια σχετική εισήγηση σε συνέδριο μ’ αυτό το θέμα – δεν έχει κανένα νόημα. Έχει άραγε νόημα αν υπήρξε ένας πραγματικός Κασίμ του οποίου τα βασανιστήρια στις φυλακές της τουρκικής χούντας περιγράφει ο Τουράν, από τη στιγμή που ξέρουμε ότι τα βασανιστήρια αυτά είναι πραγματικά, και τα πέρασαν πολλοί Τούρκοι και Κούρδοι αγωνιστές; Ρεαλιστική πεζογραφία εξάλλου αυτό δεν σημαίνει, ότι το φόντο είναι πραγματικό, και οι ήρωες δεν είναι παρά διπλότυπα (δανείζομαι τον όρο από τη Σημειολογία του Ουμπέρτο Έκο) πραγματικών ανθρώπων;
Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται κυρίως οι συνδικαλιστικοί αγώνες των τούρκων εργατών, η στρατιωτική χούντα και τα βασανιστήρια των αγωνιστών στις τουρκικές φυλακές. Η περιγραφή των βασανιστηρίων αποτελεί την κορύφωση του αφηγηματικού ενδιαφέροντος, καταλαμβάνοντας τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Για την ακρίβεια τις προτελευταίες, αφού η τελευταίες αναφέρονται στον θάνατο του βασανισμένου αγωνιστή.
Έχω γράψει ότι τα ανθρωπολογικά στοιχεία είναι στοιχεία που με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα σε μιαν αφήγηση, είτε μυθιστορηματική είναι αυτή είτε κινηματογραφική. Τα προσλαμβάνω ως ανθρωπολογική γνώση, και υποσυνείδητα ίσως ως γραφικότητα, αλλά με αφήνουν συναισθηματικά σχετικά αδιάφορο. Όχι όμως και αυτά που συνάντησα σε αυτό το μυθιστόρημα. Κι αυτό γιατί συμπλέκονται με τα ιστορικά, και αφορούν μια γείτονα χώρα. Δίπλα στο πώς πίνουν οι Κούρδοι το τσάι μαθαίνουμε και για την ιστορία των Κουρδικών επαναστάσεων τον 20ο αιώνα.
Γράφοντας τις παραπάνω γραμμές έκανε πάλι την εμφάνιση το συγκριτολογικό μου βίτσιο. Θυμήθηκα το Περί έρωτος και σκιάς, το δεύτερο βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλλιέντε, που και αυτό αναφέρεται σε παρόμοιες καταστάσεις, και συγκεκριμένα στη Χούντα του Πινοτσέντ στη Χιλή. Και σ’ αυτό υπάρχει ένας έρωτας, κυρίαρχος ακόμη και στον τίτλο, και στη σκιά του περιγράφεται η κατάσταση στην δικτατοροκρατούμενη Χιλή. Και στο βιβλίο του Τουράν υπάρχει ο έρωτας, ανάμεσα στον Κασίμ και στη Νεσρίμ. Όμως ο έρωτας αυτός βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, πίσω από την απεργία, το στρατιωτικό νόμο και τη δικτατορία που ακολουθούν, και τέλος την παρανομία και τα βασανιστήρια.
Προηγουμένως έγραψα για τη διπλοτυπία των ηρώων. Είναι διπλοτυπία ο Κασίμ; Όχι, δεν είναι ακριβές αντίγραφο. Ο Κασίμ διαφέρει από τους άλλους αγωνιστές σε ένα βασικό χαρακτηριστικό: είναι τυφλός, από τα παιδικά του χρόνια, από μια έκρηξη φιάλης υγραερίου. Γιατί λοιπόν επέλεξε έναν τέτοιο ήρωα ο Τουράν;
Αφήνω κατά μέρος το ενδεχόμενο να είναι πραγματικός (αν συναντήσω τον Τουράν καμιά φορά σίγουρα θα τον ρωτήσω) και εξετάζω πώς ένας τέτοιος ήρωας εξυπηρετεί την οικονομία του έργου και τους στόχους του συγγραφέα.
Ο Τουράν θέλει να προβάλει ανάγλυφα την αγωνιστικότητα, και για να την προβάλλει χρησιμοποιεί ακραίες περιπτώσεις που σπάνια υπάρχουν στην πραγματική ζωή (για παράδειγμα ο Stephen W. Hawking, ακόμη πιο ακραία περίπτωση). Ο Κασίμ δεν αγωνίζεται μόνο ενάντια στη χούντα, ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση (είναι ο αρχηγός των απεργών). Αγωνίζεται επίσης για τη ζωή. Ξεπερνάει γρήγορα την απελπισία του από την τύφλωσή του και αγωνίζεται να κατακτήσει πράγματα που αν είχε το φως του θα του ήταν πιο εύκολο. Για παράδειγμα, μη έχοντας τη δυνατότητα να μάθει γραφή μπράιγ βάζει φίλους να του διαβάζουν βιβλία που τα μαγνητοφωνεί, όπως το Κεφάλαιο του Μαρξ.
Για έναν τέτοιον άνθρωπο ο Τουράν δεν ικανοποιείται να εμπνέει απλώς τον θαυμασμό. Θέλει να προκαλεί και τον έρωτα, γι αυτό βάζει την Νεσρίν να τον ερωτεύεται.
Υπάρχει και ένας άλλος διπλοτυπικός ήρωας σαν τον Κασίμ, ήρωας αληθινός αυτή τη φορά. Είναι ο Ένας πραγματικός άνθρωπος, που την πραγματική ιστορία του αφηγείται ο Μπορίς Πολεβόι στο ομώνυμο μυθιστόρημά του. Πρόκειται για την ιστορία ενός αεροπόρου που με κομμένα τα δυο του πόδια αγωνίζεται για τη ζωή.
Το ύφος του Τουράν είναι απλό και λιτό. Αυτό είναι ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα. Στις αρχικές σελίδες του έργου φαίνεται σαν μειονέκτημα. Μας παρουσιάζει τους ήρωες με τις καθημερινές τους ασχολίες, παράλληλα με την απομάκρυνση του φίλου του αφηγητή από την Νεσρίν για μια άλλη γυναίκα. Εδώ το αφηγηματικό ενδιαφέρον είναι πολύ μικρό, πράγμα που αποθαρρύνει τον αναγνώστη. Τώρα μόλις ήλθε για επίσκεψη ένας φίλος και συζητήσαμε για το βιβλίο. Το είχε αγοράσει, αλλά δεν του άρεσε και το παράτησε μετά από κάμποσες σελίδες. Ίσως να υπάρχουν και άλλοι αναγνώστες σαν κι αυτόν. Όμως ο αφηγηματικός ρυθμός του βιβλίου είναι επιτυχημένος. Αργός στην αρχή, επιταχύνεται στη συνέχεια αυξάνοντας την αφηγηματική αγωνία του αναγνώστη, για να φτάσει στο κρεσέντο του τέλους.
Πιστεύουμε ότι οι αρχικές σελίδες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν. Το επεισόδιο με το χωρισμό της Νεσρίν, εστιασμένο μάλιστα στο πρόσωπο του φίλου που την άφησε, ίσως να ήταν περιττό. Μόνο σαν πραγματικό επεισόδιο μπορούμε να το φανταστούμε, το οποίο ο Τουράν ήθελε να αφηγηθεί χωρίς να κολλάει πολύ με την οικονομία του έργου. Πάντως αυτά είναι μικρολεπτομέρειες που δεν ακυρώνουν την ποιότητα του έργου. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι ο Τουράν γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, το έργο αυτό φαίνεται ακόμη πιο πολύ αξιοθαύμαστο.