Ο Καπετάν Καζάνης και
η Κριτσωτοπούλα: τα δυο τελευταία κρητικά έπη.
Ίαμβος, τ. 15-16, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2007
Το κείμενο, σε αγγλική μετάφραση δική μου, αποτέλεσε
εισήγηση σε συμπόσιο με θέμα «The romantic epic poem», Λιουμπλιάνα, 4-6
Δεκεμβρίου 2000. Τίτλος της εισήγησης: «Captain Cazanis and Critsotopoula: the last
Cretan epics»). Το αγγλικό κείμενο ακολουθεί.
Ο «Καπετάν Καζάνης» και η «Κριτσωτοπούλα», τα
τελευταία κρητικά έπη, γράφηκαν από τον κρητικό λόγιο Μιχάλη
Διαλλινά (1853-1927) και δημοσιεύθηκαν το 1909 και 1912 αντίστοιχα. Είναι
γραμμένα στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία της
κρητικής ποιητικής παράδοσης, το στίχο στον οποίο γράφονται ακόμη και σήμερα τα
γνωστά κρητικά δίστιχα που έχουν το όνομα μαντινάδες, κυρίως ερωτικού
περιεχομένου. Στο στίχο αυτό γράφηκαν τα κορυφαία έργα της κρητικής
αναγέννησης, γύρω στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν η Κρήτη ήταν
κατακτημένη από τους Ενετούς. Τα έργα αυτά είναι οκτώ θεατρικά έργα και το
εκτενές έπος «Ερωτόκριτος», που σύμφωνα με τον νομπελίστα ποιητή μας Γιώργο
Σεφέρη, αποτελεί το κορυφαίο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο αυτό
άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη μεταγενέστερη ποιητική δημιουργία της
Ελλάδας.
Τον «Ερωτόκριτο»
υπάρχει ακόμα αρκετός κόσμος στην Κρήτη που τον ξέρει απέξω. Είναι ένα έργο
ευτυχούς συνάντησης ανάμεσα στον εμπνευσμένο ποιητή και το λαό, ο οποίος
παίρνει το δημιούργημα από το στόμα του και το κάνει δικό του. Αυτό είναι
εξάλλου και το κριτήριο της επικής λειτουργίας, να μαθαίνει ο λαός απέξω και να
απαγγέλλει το έργο του επικού ποιητή. Τον χαρακτήρα αυτό που έχει ο «Ερωτόκριτος»
τον έχουν και τα δυο μικρά έπη που συζητάμε τώρα: στην Κρήτη αρκετός κόσμος τα
είχε μάθει απέξω. Τον χαρακτήρα αυτό δεν διαθέτει αντίθετα η «Οδύσσεια» του
Νίκου Καζαντζάκη, το κολοσσιαίο αυτό έργο των 33.333 στίχων, και ας βαφτίστηκε
«έπος» από το δημιουργό του. Δεν αποτέλεσε ποτέ λαϊκό ανάγνωσμα. Δεν είναι μόνο
η διαφορετική στιχουργική του, ο ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος. Το έργο αυτό δεν
αγγίζει τις ευαισθησίες του απλού λαού, (σελ. 78) παρά μόνο μιας μειοψηφίας
διανοουμένων. Δεν θα ντραπώ να πω από αυτή τη θέση ότι δεν την έχω διαβάσει,
ενώ τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη τα έχω διαβάσει δυο και τρεις φορές.
Τον Αλέξη Ζορμπά μάλιστα πέντε φορές, και μια φορά στα αγγλικά.
Η κατάκτηση της
Κρήτης από τους τούρκους έβαλε τέρμα σ’ αυτή την πολιτιστική άνθιση του νησιού.
Οι εμπνευσμένοι ποιητές θα εκλείψουν. Ο ανώνυμος λαός στο εξής θα συνθέτει
σύντομα στιχουργήματα που θα αναφέρονται κυρίως στην αντίσταση στον τουρκικό
ζυγό. Ο «Μιχάλης Βλάχος» (1705) είναι το πρώτο πολύστιχο ιστορικό αφήγημα
που εμφανίστηκε μετά την κατάκτηση της
Κρήτης, ενώ το 1786 ο αγράμματος μπάρμπα Μπατζελιός θα υπαγορεύσει στον
αναγνώστη του παπά Σήφη του Σκορδύλη ένα άλλο μακροσκελές ποίημα, το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», του αρχηγού
μιας αποτυχημένης εξέγερσης το 1770, τον οποίο οι τούρκοι έγδαραν ζωντανό.1
Αυτό που ξεχωρίζει
τα δυο αυτά έργα από τον Καπετάν Καζάνη και την Κριτσωτοπούλα είναι ότι αυτοί
που τα συνέθεσαν ήταν σύγχρονοι των ηρώων τους οποίους τραγουδούν, ενώ ο
Διαλλινομιχάλης γράφει για δυο ήρωες της επανάστασης του 1821 σχεδόν έναν αιώνα
μετά, σε μια αποφασιστική καμπή της νεότερης ιστορίας μας.
Η Κρήτη μόλις πριν
λίγα χρόνια (1898) είχε αποκτήσει την αυτονομία της, ελευθερωνόμενη από τον
τουρκικό ζυγό. Στην Ελλάδα, οι αστικές δυνάμεις αναπτύσσονται ραγδαία,
καταφέρνοντας ένα αποφασιστικό κτύπημα στις παλαιοκομματικές συντηρητικές
δυνάμεις του φεουδαρχισμού με το κίνημα στο Γουδί το 1909, τη χρονιά που
δημοσιεύεται ο «Καπετάν Καζάνης». Στο γλωσσικό ζήτημα, υποστηρίζουν τη
δημοτική, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς που υποστηρίζουν την καθαρεύουσα,
μια γλώσσα τεχνητή που λίγο διαφέρει από τη γλώσσα των ευαγγελίων. Κατακτούν
σταδιακές νίκες.
Μετά την κατάληψη
της πολιτικής εξουσίας από τις αστικές δυνάμεις, τίθεται το οξύ πρόβλημα της
απελευθέρωσης ελληνικών εδαφών που ήταν ακόμη υπόδουλα στους τούρκους. Οι
κρητικοί, εμπειροπόλεμοι από τις δικές τους αλλεπάλληλες εξεγέρσεις, έσπευσαν
εθελοντές, ενώ επικεφαλής των ελληνικών αστικών πολιτικών δυνάμεων τέθηκε ένας
κρητικός επαναστάτης πολιτικός, ο μεγαλύτερος πολιτικός στην ιστορία της
νεότερης Ελλάδας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Μέσα σε αυτό το
κλίμα του εθνικοαπελευθερωτικού ενθουσιασμού ο Διαλλινομιχάλης γράφει τα δυο
επικά του ποιήματα, που αναφέρονται σε δυο ήρωες της επανάστασης του 1821, για
να συνεπάρει και να τονώσει το εθνικό φρόνημα, θέτοντάς τους ως υποδείγματα
ανδρείας: τον καπετάν
Καζάνη και την Κριτσωτοπούλα.
Ο «Καπετάν Καζάνης»
είναι ένα σύντομο αφήγημα 364 στίχων, γεμάτο δραματική ένταση, με κυρίαρχο το
μοτίβο της εκδίκησης. Αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από την παιδική ηλικία του
Εμμανουήλ Ροβίθη που πήρε το παρατσούκλι «Καζάνης», γιατί όταν (σελ. 79) ήταν
να τον βαφτίσουν, πλάκωσαν οι τούρκοι στην εκκλησία, έσπασαν την κολυμπήθρα,
και για να μη μείνει αβάφτιστο το παιδί το βάφτισαν μέσα σε ένα καζάνι.
Ο γεροδεμένος έφηβος
προκλήθηκε από ένα τούρκο, τον Αληδάκο, φίλο του πατέρα του, να παλέψουν, να
δουν ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Νίκησε ο Μανωλιός, και κατά προτροπή των
παρισταμένων το έβαλε στα πόδια για να αποφύγει την οργή του τούρκου. Ο τούρκος
εκδικήθηκε τον Μανωλιό στο πρόσωπο του πατέρα του. Όταν κάποτε ο πατέρας του
Μανώλη πήγε στο Χουμεριάκο, το χωριό του Αληδάκου, με ένα μουλάρι φορτωμένο
«απιδομηλοκύδωνα» για να τα πουλήσει, αυτός έβαλε τα τουρκάκια και τον έδειραν,
σκόρπισαν τα φρούτα και έκοψαν τα αυτιά και την ουρά του μουλαριού.
Ο Μανώλης το έφερε
βαρέως, και μια νύχτα πήγε στο χωριό του, και τον παραμόνεψε στο σπίτι του να
γυρίσει από το καφενείο. Όταν έφτασε ο Αληδάκος, με την απειλή του όπλου του
τον οδηγεί στο Μαρμακέτο, στο σπίτι του. Εκεί προστάζει τον πατέρα του να τον
δείρει. Ο πατέρας του αρνείται, όμως ο νέος οργισμένος του λέει ότι
Αν δεν του δώσεις τις ραβδιές που σου ’δωσε οπίσω
ήμαρτον θε μου ήμαρτον, εσένα θα ραβδίσω
κι αφού το έργον μου αυτό θε ν’ αποτελιώσω
και τον Αγά το φίλο σου μπροστά σου θα σκοτώσω.
Ο Αληδάκος,
βλέποντας ότι κινδυνεύει η ζωή του, παρακαλεί τον πατέρα του Μανωλιού να τον
δείρει, φοβούμενος μήπως ο νέος έχει κάνει κάποιο όρκο και πραγματοποιήσει την
απειλή του. Έτσι κι έγινε, ο πατέρας του Μανωλιού έδειρε τον Αληδάκο, ο οποίος
επέστρεψε σε κακά χάλια στο χωριό του. Από τότε, αναφέρει το ποίημα, δεν
τόλμησε να ξαναπειράξει χριστιανό.
Η Κριτσωτοπούλα
είναι έργο εκτενέστερο, αποτελούμενο από 1367 στίχους. Ηρωίδα του έργου είναι η
Ροδάνθη, η κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς. Ένας τούρκος την ερωτεύτηκε, και την
απήγαγε αφού σκότωσε τους γονείς της για να την παντρευτεί. Όμως τη βραδιά του
γάμου η Κριτσωτοπούλα, ξεγελώντας τον, τον μαχαι (σελ. 80) ρώνει και το σκάει
στο βουνό, στο λημέρι του καπετάν Καζάνη, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το όνομα
Μανώλης. Επειδή δεν είχε γένια, και μην ξέροντας τα παλικάρια του Καζάνη ότι
είναι γυναίκα, της έβγαλαν το παρατσούκλι «Σπανομανώλης». Στη συνέχεια
περιγράφονται κάποια κατορθώματά της, και το έργο τελειώνει με τον ηρωικό
θάνατό της στη μάχη της Κριτσάς το 1823.
Μόλις τρία χρόνια
χωρίζουν το ένα έργο από το άλλο, και τα σημεία της παρακμής του είδους
γίνονται ιδιαίτερα ορατά. Ο Καπετάν Καζάνης είναι έργο σφιχτοδεμένο, με ενιαία
πλοκή, αδιάπτωτα αφηγηματικό, με «πυρηνικά» επεισόδια, κατά την ορολογία του
Ρολάν Μπαρτ, με το ένα να πυροδοτεί το άλλο. Στην Κριτσωτοπούλα, μετά την
κορύφωση της εκδίκησης με το φόνο του τούρκου, το αφηγηματικό ενδιαφέρον
πέφτει, ο μύθος γίνεται, κατά την αριστοτελική ορολογία, επεισοδιώδης, με
γεγονότα λίγο πολύ ασύνδετα μεταξύ τους.
Όμως υπάρχουν και
άλλες αδυναμίες, στις οποίες θα αναφερθούμε αμέσως μετά.
Τα δυο αυτά επικά
ποιήματα μου τα αφηγείτο συχνά η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός, ιδιαίτερα κάποια
κρύα χειμωνιάτικα βράδια, καθισμένοι με τον πατέρα μου κοντά στο τζάκι. Τα
ήξερε απέξω, και με διαβεβαίωνε ότι τα είχε διαβάσει μόνο μια φορά. Δεν ξέρω αν
αληθεύει ο ισχυρισμός της, όμως η ευκολία με την οποία τα απομνημόνευσε είναι
δείκτης της αφηγηματικής φυσικότητάς τους. Είχα μάθει κι εγώ αρκετούς στίχους.
Η μητέρα μου δεν
ήταν η μόνη που είχε μάθει απέξω τα ποιήματα αυτά. Όπως διάβασα χρόνια αργότερα
σε άρθρο του καθηγητή μου Δημήτρη Παπαδάκη, πολλές γυναίκες ήξεραν τα ποιήματα
αυτά απέξω.
Η μητέρα μου πέθανε
τον Δεκέμβρη του 1979, σε ηλικία 71 ετών. Ένα χρόνο ακριβώς πριν, γυρνώντας στη
χωριό μου από της Αθήνα για της διακοπές των Χριστουγέννων, λες και
προαισθανόμουν ότι το τέλος της θα ήταν κοντά, την έβαλα και μου απάγγειλε αυτά
τα δυο ποιήματα και την ηχογράφησα σε ένα κασετόφωνο, μαζί με άλλα δημοτικά
τραγούδια όπως του νεκρού αδελφού, μαντινάδες, παραμύθια, κ. ά.
Τρία χρόνια αργότερα
έψαξα και βρήκα τα κείμενα. Ο «Καπετάν Καζάνης» βρισκόταν στον πρώτο τόμο των
Απάντων του Διαλλινομιχάλη, που είχε επανεκδοθεί το 1977, πιστή αντιγραφή της
πρώτης έκδοσης του 1927, στον οποίο εμπεριέχονταν και τα Ποιήματα, ανάμεσα στα
οποία ήταν και ο «Καπετάν Καζάνης», και την «Κριτσωτοπούλα» σε μια πολυγραφημένη
έκδοση, σε βιβλιοπωλείο της Νεάπολης, της γενέτειρας του ποιητή (Αργότερα την
ανάρτησε στην ιστοσελίδα του που έχει τίτλο «Περί-γραφής» ο φίλος μου
ο Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου, από φωτοτυπία αυτής της πολυγραφημένης έκδοσης που
του έδωσα). Αντίγραφο της έκδοσης του 1912 δεν μπόρεσα να βρω.
Αντιπαραβάλλοντας το γραπτό κείμενο με την προφορική αφήγηση της μητέρας μου
μπόρεσα να κάνω αρκετές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
Κατ’ αρχήν, από τον
αδιάπτωτα αφηγηματικό Καπετάν Καζάνη η μητέρα μου θυμόταν σχεδόν όλους τους
στίχους, με εξαίρεση ένα ηθικοδιδακτικό απόσπασμα μόλις 32 στίχων, από όπου
(σελ. 81) θυμάται μόνο τους δύο πρώτους στίχους:
Αχ, οι παλιοί πεθάναν, κι ετάφησαν ομάδι
τ’ άφταστα μεγαλεία, κι ανδραγαθήματά των...
Οι στίχοι αυτοί εισάγουν μια κοινή θεματική
και για τα δύο έργα: τη θλίψη για την παρέλευση της παλιάς ηρωικής εποχής των
αγωνιστών για την ελευθερία, και για την έκπτωση της σημερινής κοινωνίας. Το
απόσπασμα κλίνει με τους χαρακτηριστικούς στίχους:
Αχ! Σήμερον η ύλη, το άτιμο το χρήμα,
κάθε σωστή ιδέα εύκολα μεταβάλλει
και ζωντανό πολλάκις θάπτει μέσα στο μνήμα
αυτό που προσπαθούνε ν’ αναστηλώσουν άλλοι.
Έφυγα από το θέμα χωρίς να το ’ννοήσω.
Με την πολυλογία θε να με βαρεθήτε.
Αχ! Τα παλιά τα χρόνια με κάνουν να δακρύσω,
λοιπόν γυρνώ στο θέμα και να με συγχωρείτε...
Η θεματική αυτή
είναι συχνή. Εντοπίζεται κατ’ αρχήν στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, όπου ο μεγάλος
δραματουργός αντιπαραβάλλει τον κόσμο της Αντιγόνης με τις αξίες των κοινοτικών
δεσμών αίματος και της θεοσέβειας με τον κόσμο του Κρέοντα, όπου επικρατεί ο
νόμος πάνω από τα έθιμα, και το χρήμα παίζει καταλυτικό ρόλο στην ανθρώπινη
στάση και συμπεριφορά. Στο κινηματογραφικό έργο «Ο Σαμουράι» του Μασάκι Κομπαγιάσι,
βλέπομε επίσης τη θλίψη για τον αμετάκλητο χαμό της ηρωικής εποχής των Σαμουράι
με τον αυστηρό κώδικα τιμής και την υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, σε σχέση με
τον καινούριο κόσμο που φέρνουν τα πυροβόλα όπλα, όπου ο πρώτος αχρείος μπορεί
να σκοτώσει τον ευγενικό και γενναίο σαμουράι. Η θεματική αυτή είναι επίσης
κυρίαρχη σε ένα κορυφαίο έργο της νεοελληνικής δραματουργίας, «Το μυστικό της
κοντέσας Βαλέραινας», έργο στο οποίο δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
Στην Κριτσωτοπούλα
τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ οι μη αφηγηματικές, ηθικοδιδακτικές και
λυρικές παρεμβολές, είναι πολύ περισσότερες, και φυσικά η μητέρα μου
δυσκολεύεται να τις απομνημονεύσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσευχή
της Κριτσωτοπούλας, αφού σκότωσε τον τούρκο και βρίσκεται στο δρόμο προς το
βουνό. Όταν η αφήγηση φτάνει στο σημείο της προσευχής, η μέχρι θρησκοληψίας
θρήσκα μάνα μου σταματάει. «Δεν την κατέχω την προσευχή», λέει. Όμως το
εκπληκτικό είναι ότι ενώ συνεχίζει την αφήγηση, ξαφνικά πιο κάτω θυμάται
κάποιους στίχους από την προσευχή τους οποίους απαγγέλλει. Θεωρούσε δηλαδή
ολότελα φυσικό να μη θυμάται την προσευχή, νιώθοντας ότι προσθέτει ελάχιστα στο
ενδιαφέρον του έργου, και γι’ αυτό δεν κάνει καμιά προσπάθεια να θυμηθεί τους
λίγους στίχους που της έρχονται λίγο πιο ύστερα στο μυαλό.
Το θέμα της
σύγκρισης του παλιού καλού καιρού με τη σημερινή εποχή επανέρχεται διαρκώς
διακόπτοντας την αφηγηματική ροή της ιστορίας. (σελ. 82).
Αχ! Τότε τα παράσημα τα παίρνανε στη μάχη,
τώρα αυτός όπου καλά με την Αυλή θα τα ’χει.
Τότε διασκεδάζανε στους καθαρούς αέρες
και πίναν άδολα πιοτά σπανίως δε καφέδες,
και τώρα στο καφέ σαντάν με κάτι μπιραριέρες,
πίνομεν σπίρτα της Φραγκιάς, ψευτιές και μπουρδελέδες.
Η κάθε νια ’χε φυσικά τα χείλη σαν κεράσιο
και δεν εβάφετο ποτέ κάθε καλό κοράσιο...
που βάνετε γιαλιστερά κολάρα και γιακάδες,
κι αντί τραγούδια ελληνικά μας ψάλλετε καντάδες.
Τα λαϊκά έπη
αναπτύσσονται σε λίγο πολύ ομοιογενείς κοινωνίες, όπου οι αποκλίσεις είναι
ελάχιστες. Τέτοια ήταν η κρητική κοινωνία μέχρι και ένα μεγάλο μέρος του 19ου
αιώνα. Η ρήξη δημιουργείται με τις ξενικές επιδράσεις που εισβάλλουν στον
κρητικό χώρο, μέσω της ελεύθερης Ελλάδας, και με τη δημιουργία μιας ντόπιας
αστικής τάξης, που προσβλέπει με ελπίδα στην Ευρώπη τόσο για τη δική της
ανάπτυξη, όσο και για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών. Οι γόνοι των
αστών αυτών μορφώνονται σε σχολεία στα οποία κυριαρχεί η καθαρεύουσα, η οποία
θα κυριαρχήσει μέχρι τη δεκαετία του ’70, όταν μετά την πτώση της χούντας και
τη μεταπολίτευση η δημοτική, που είχε αλώσει πριν επτά δεκαετίες τη λογοτεχνία,
καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, θέτοντας έτσι
τέρμα τη διγλωσσία που ταλάνιζε την Ελλάδα για ενάμιση αιώνα.
Ο Διαλλινομιχάλης
είναι τυπική περίπτωση κρητικού αστού της εποχής. Μεγαλώνει στο λαϊκό πολιτιστικό
περιβάλλον της Κρήτης, με την παράδοση του «Ερωτόκριτου» και της κριτικής
μαντινάδας. Στη συνέχεια θα σπουδάσει στην Αθήνα δικηγόρος, και μαζί με το
πτυχίο του θα κουβαλήσει στη μεγαλόνησο και τις λόγιες πνευματικές και
γλωσσικές του αποσκευές. Είναι και ο ίδιος θύμα του πολιτισμικού διχασμού για
τον οποίο θρηνεί, κουβαλώντας την τραγική αντίθεση του παλιού με το καινούριο
μέσα στο έργο του.
Οι ηθικοδιδακτικές
παρεκβάσεις του με τις οποίες εκφράζει αυτή την αντίθεση είναι οι ίδιες δείγμα,
σε μορφολογικό επίπεδο, αυτής της ίδιας αντίθεσης. Ο αδιάπτωτα επικός κόσμος
του «Ερωτόκριτου» εισβάλλεται από στοιχεία λογιοτατισμού και διδακτισμού. Η
αβίαστη επική φόρμα της αφήγησης διασπάται, και η διάσπαση αυτή αφήνει τα ίχνη
της στην απομνημόνευση της μητέρας μου: το αφηγηματικό στοιχείο απομνημονεύεται
ενώ το μη αφηγηματικό απορρίπτεται. Ο μακρόσερτος, μελοδραματικός θάνατος της
ηρωίδας, από τα καλύτερα σημεία του έργου, εξίσου αντιαφηγηματικός,
αντιστέκεται στην απομνημόνευση.
Η μορφική ρήξη
φαίνεται ακόμη στην παραβίαση της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας σε ορισμένα μέρη
για χάρη μιας χιαστής ομοιοκαταληξίας (σελ. 83) που έρχεται από τον ελλαδικό
χώρο. Τέτοιοι στίχοι δυσκολεύουν την μητέρα μου στην απομνημόνευση. Μάλιστα
στην αρχή του Καπετάν Καζάνη στους στίχους
Στα χίλια επτακόσια εννενήντα εξ εγεννήθη
θα ήτο καθώς λέγουν Φλεβάρης ή και Μάρτης
στο Μαρμακέτο (είναι χωρίο στο Λασίθι)...
παραλείπει το δεύτερο στίχο για να ομοιοκαταληκτήσουν ο πρώτος
με τον τρίτο σε ρίμα. Όμως καθώς υπάρχει διασκελισμός, η μητέρα μου εξομαλύνει
το στίχο μετατρέποντας το «στο» σε «το», πράγμα που αποκόπτει νοηματικά τους
δυο στίχους.
Υπάρχει τέλος μια
λεκτική ρήξη, με τη χρήση λόγιων τύπων, όπως η μετοχή «συγκεκινημένη» αντί
συγκινημένη, η αιτιατική «ανοησίας άλλας» αντί «ανοησίες άλλες», κ.λπ. Η χρήση
αυτή γίνεται χωρίς δισταγμό προκειμένου να διευκολυνθεί ο ποιητής στο μέτρο (με
την προσθήκη της μιας συλλαβής με το «συγκεκινημένη») ή η ρίμα (με το «ας» της
καθαρευουσιάνικης αιτιατικής).
Υπάρχει μια ακόμη
παραβίαση, η οποία όμως είναι αναδρομή στα ακριτικά έπη. Στο τέλος της Κριτσωτοπούλας,
όταν η ηρωίδα βρίσκεται ετοιμοθάνατη, υπάρχουν μερικοί στίχοι όπου παραλείπεται
το πρώτο ημιστίχιο του δεύτερου στίχου της ρίμας, φορτίζοντας το τμήμα αυτό με
δραματική ένταση. Για τη λειτουργία της απάλειψης αυτής έχει μιλήσει ο Gareth
Morgan2, και δεν είναι του θέματος να επεκταθούμε. Απλώς εγώ ήθελα
να προσθέσω εδώ ένα αξιοπερίεργο γεγονός. Τους παραπάνω στίχους η μητέρα μου
δεν τους θυμόταν, όπως και ένα σωρό άλλους από το τέλος της Κριτσωτοπούλας.
Όμως σε άλλα τμήματα η μητέρα μου παραλείπει το πρώτο ημιστίχιο από μόνη της,
δημιουργώντας αυτό το εφέ, πράγμα που δείχνει ότι τα ημιστίχια αυτά που
βρίσκονται στην παλιότερη παράδοση των ακριτικών επών είναι σύμφωνα με το λαϊκό
αφηγηματικό αίσθημα.
Συνοψίζοντας, τα δύο
αυτά έπη, όντας τα τελευταία, μαρτυρούν την ρήξη στην πολιτιστική ομοιογένεια
της κρητικής κοινωνίας με την εισαγωγή δυτικών επιδράσεων μέσω της Ελλάδας (Η
Κρήτη ήταν αυτόνομη από το 1998 με αρμοστή τον έλληνα διάδοχο του θρόνου) σε ζητήματα
ενδυμασίας, ψυχαγωγίας, διατροφής, μουσικών ακουσμάτων, κ.λπ. η οποία
επισημαίνεται τόσο με τις άμεσες αναφορές στις ηθικοδιδακτικές παρεκβάσεις του
ποιητή όσο και στη ρήξη της αφηγηματικής φόρμας και την λόγια διαστροφή του
λόγου. Ο Διαλλινομιχάλης έχει πέσει και ο ίδιος θύμα των αλλαγών τις οποίες
διεκτραγωδεί. (σελ. 84).
Σημειώσεις
1. Cyril Mango, «Quelques remarques sur la
Chançon de Daskaloyannis», in Kritika Chronika (Cretan Annals), VIII, Iraklion, 1954, p.44-54.
2. Morgan
Gareth, «Cretan poetry: Sources and inspiration», στο Κρητικά Χρονικά, ΙΔ, 7-68, σελ.
203-270, 379-334.
Babis
Dermitzakis
Atene
UDK821.14'06.09-131
CAPTAIN
KAZANIS AND KRITSOTOPOULA, THE LAST CRETAN
EPICS
Εισήγηση σε Συμπόσιο με θέμα «The romantic epic poem»,
Λιουμπλιάνα, 4-6 Δεκεμβρίου 2000.
Ruzprava proucuje
znacilnosti nazadovanja ljudske epike na Kreti. Avtor podpira svoje dokaze s primerjavo med
posnetkom recitacije svoje matere in zapisanimi besedili. Za nazadovanje so
znacilne nepripovedne zastranitve, uceno besedisce, ucene jezikovne oblike in
odmik od tradi-cionalne rime, vse to pa je otezevalo pomnjenje besedil.
The paper traces the characteristics of the
decline of the folk epic in Crete. The author supports his arguments by
comparing a recorded recitation of his mother with the written texts.
Non-narrative digressions, scholarly words, scholarly linguistic forms and
divergence from traditional rhyming, which made memorization difficult, are the
features of this decline.
Captain Kazanis (Kapetan Kazanis) and
Kritsotopoula, the last Cretan epics, were written by a Cretan scholar, Michael
Diallinas (1853-1927) and they were published in 1909 and 1912, respectively.
They were written in iambic 15-syllable rhyming verse in pairs (with the
exception of some 14-syllable lines), which is the standard verse of the Cretan
poetic tradition, in which the Cretan rhyming erotic couplets known as
mantinades are still written.
The outstanding works of the Cretan
renaissance were written in this verse around the beginning of the 16lh
century, when Crete was still occupied by the Venetians. These works are eight
dramas and Erotocritos by Vicenzo Cornaro, an extensive epic of romantic love
and bravery, entitled after the main male character. This latter work is considered
- among others also by the Greek Nobel-prize-winning poet George Seferis - the
top-ranking work of new Greek literature, which has greatly influenced our
poetic production.
In Crete there are still people who know
extensive pieces of this work by heart. In the past there were people who could
recite the entire work by heart. This epic is an exemplary manifestation of
contact of an inspired poet with his people, who take his work and make it
their own.
Like Erotocritos, Captain Kazanis and
Kritsotopoula were also memorized and recited, mainly by women. This is not the
case, however, with Odyssey, the lengthy
OBDOBJA19 p. 601
work of
Nikos Kazantzakis, consisting of 33333 lines, though he considered it an epic.
It is not only the different verse - iambic 17-syllable - that made
memorization difficult. This work is quite alien to folk sensibilities, as it
appeals mainly to intellectuals.
The Cretan renaissance came to an end with
the occupation of the island by the Turks. After this juncture there are to be
no more inspired poets. Short poems will appear, referring to the Cretan
resistance to the foreign conqueror. Among them there is the lengthy Song of
Daskaloyannis (1034 lines). This poem was composed by an illiterate man, pere
Batzelios, who dictated it to a church reader. It refers to the failed Cretan
revolt of 1770 and to the cruel execution of its leader, Daskaloyannis (John
the Teacher), by the Turks, who skinned him alive. This poem gave rise to
shorter folk songs with the same theme. Some scholars have contended that the
longer Song of Daskaloyannis is a compilation of these short poems,1 but more
probably it is the other way around.
What distinguishes Song of Daskaloyannis from
Captain Kazanis and Kritsotopoula is that pere Batzelios was a contemporary of
the hero, while Michael Diallinas writes about two heroes of the Greek
Independence War of 1821, roughly a century later, during a decisive period of
recent Greek history.
Crete, after liberating itself from the
Turks, had just obtained the status of an independent state (1898).2 In Greece,
the bourgeois forces were rapidly developing, defeating the old conservative
political forces after a victorious revolt of some units of the Greek arm
forces in Goudi,3 in 1909, the very same year of the publication of Captain
Kazanis. They supported the use of dimotiki, folk language against
katharevoussa, an artificial language modeled after ancient Greek, which was
the official language of the State.
After that victory, the Greek bourgeoisie undertook
the liberation of Greek territories, still enslaved to the Turks. The Cretans,
who were experts in warfare after their successive revolts against the Turks,
volunteered for the new war, which, though officially started in 1912, in fact
had started at least a decade earlier. The then Prime minister of Greece was a
Cretan revolutionary, the most eminent politician of modern Greece, Elefterios
Venizelos.
In this atmosphere of enthusiasm for national
liberation Michael Diallinas writes and publishes his two epics, which refer to
two heroes of the Greek Revolution of 1821, in order to arouse the national
feeling, by proposing as examples of bravery Captain Kazanis and Kritsotopoula.
Captain
Kazanis is a brief epic of 364 lines, full of dramatic tension. The motif of
revenge is prevalent in it. It deals with an incident from the youth of Captain
Kazanis.
1 Cyril
MANGO, Quelques remarques sur la Chanson de Daskaloyannis, Kritika Khronika
(Cretan Annales) VIII, Iraklion. 1954, 44-54.
2 It was
actually united with Greece in 1913.
3 A
neighborhood of Athens.
(OBDOBJA19
p. 602
The real name of Captain Kazanis was Emmanuel
Rovithis. When he was a baby and about to be baptized in a monastery, a group
of Turks broke in, smashing everything. Among the things destroyed was the
baptismal font. The priest, not wanting to leave the child unbaptized, baptized
it in a caldron, which in Greek is called kazani. Thus later in life the boy
was given the nickname "Kazanis."
The robust youth was once challenged by a Turk
named Alidakos, a friend of his father, to a wrestling match, to see who would
manage to throw the other down to the ground. Alidakos tries first,
unsuccessfully. But when Manolios' turn comes, he instantly throws the Turk
down. While he was still on the ground in a daze, Manolios was urged by the
Greeks watching the wrestling match to run away, or else he would be killed by
the Turk. So the young man runs away, saving his life. Alidakos was furious,
but it was too late. The youth was already running away to the mountains. The
Turks, it should be noted, were renowned for their fury, so that in Greece the
proverbial phrase persists: "He became a Turk because of his fury."
Alidakos did not forget the incident. Since
he was unable to avenge Manolios, he took revenge on his father. When Manolios'
father went to Houmeriako, Alidakos' village, to sell fruits - pears, apples
and quinces - loaded on his mule, Alidakos thrashed him and urged the Turkish
children who were playing nearby to scatter his merchandise. Thus they did and
they even cut off the ears and the tail of the mule. Manolios became very angry
with this and carefully prepared his revenge. One cold night he went to
Alidakos1 village. He hid himself nearby, waiting for him to come home from the
coffee house. Alidakos returned at about midnight. Threatening him with his
gun, Manolios brought him to Marmaketo, to their home. His father was greatly
surprised to see Alidakos, wearied, and even more surprised to hear Manolios'
order to thrash him back. He refused, but Manolios, furious, tells him:
If you don't give him back the thrash he gave
you,
God forgive me, I will thrash you instead,
and when I have finished thrashing you,
I will kill Alidakos, your friend, before
your eyes.4
Alidakos, seeing that his life is in danger,
urges Manolios' father to give him "a light thrashing in his back, lest
the youth has taken an oath and realizes his threat." So it is done.
Alidakos took his lesson and, the poem concludes, he never dared even tease
Christians.
Kritsotopoula is a much lengthier work,
consisting of 1367 lines. The heroine of the epic is Rothanthi (Rosebud), the
daughter of the arch-priest of Kritsa, a village near Agios Nikolaos, nowadays
a famous tourist resort. A Turk, passing by her house and hearing her singing,
fell in love with her. One day, when most of the men of the village were away
in Ierapetra to attend the burial of a young man, he went to her house with his
friends, killed her mother and took her away. He had already
4 Michael
DIALLINAS, Apanta (Collected works,), volume A, Neapolis, 1977, 36. Translation by B. Dermitzakis.
OBDOBJA19 p. 603
made the
preparations to marry her that very evening. Kritsotopoula however, deceiving
him, managed to stab him with his own knife. Then she ran away disguised as a
man to the mountains, to the protection of captain Kazanis. She presented
herself with the name "Manolis", and, since she had no hair in her
cheeks, he was given the nickname "Spanomanolis", meaning
"beardless Manolis." Thereafter some of her heroic deeds are
narrated, and the epic concludes with her heroic death in the battle of Kritsa,
which took place in 1823.5
Less than five years seem to separate one work
from the other, and the signs of decadence of the genre are evident. Captain
Kazanis has a tight plot throughout the narrative, with only minor digressions,
full of "nuclear" incidents, according to Roland Barthes'
terminology,6 incidents triggering each other. In Kritsotopoula, after the
climax of revenge with the slaughter of the Turk, the narrative interest fades
away and the story, according to Aristotelian terminology, becomes episodiodis
(επεισοδιώδης),7 with
incidents loosely connected with each other.
My mother used to recite these two epics to
me, especially on colds nights sitting by the fire. She knew them by heart, and
she had assured me that she had read them only once. However exaggerated this
claim may be, it is indicative of the fact that she had no great pains in
memorizing them. I myself had memorized quite a few lines.
At that
time I thought that it was only my mother who had learned these epics by heart.
Later, however, I read an article of one of my high school teachers, declaring
that quite a few women knew these poems by heart.
My mother died in 1979 at the age of 71. One
year before, coming back home from Athens for the Christmas holidays, sensing
that her death was imminent, I recorded her reciting these two epics and some
other folk material. I was just in time.
Three years
afterwards I searched for the texts. I found them, Captain Kazanis in the first
volume of the Collected works, and Kritsotopoula in a hectograph edition, in a
bookstore in Neapoli, the poet's native town. I have not been able to find the
original edition of 1912. Comparing the written text with my mother's
recitation, I made some interesting observations.
First of all, from the incessantly narrative
Captain Kazanis she remembered nearly all the lines, with the exception of a
didactic passage, of only 32 lines, of which she remembered only the first two:
"Alas! The old people are dead. / Their glory, their exploits."8
5 For a
detailed summary of both stories see Babis DERMITZAKIS, Ι laikotita tis kritikis logotekhnias
(The Folk Character of Cretan Literature), Athens, 1990, 119-139.
6 Roland
BARTHES, Introduction a l’analyse structurale des récits, in Barthes et al.
Poétique du récit, Paris, 1977,21-25.
7
ARISTOTLE’S, Poetics, 1451b 10.
8 M.
DIALLINAS, Collected works, 28. Translation by B. Dermitzakis.
OBDOBJA19
p. 604
These lines introduce a prevailing theme in
both works: the poet's lamentation for the passage of the heroic times of the
pure and brave fighters for motherland's freedom, and the decadence of morals
in this "brave new world," where money is the prevailing value.
The concluding lines of this passage are the
following:
Alas! Today the matter, the dishonest money
changes every right idea,
and buries deeper into the grave
what the others are trying to put upright.
But I have digressed from my subject-matter
without noticing it.
I am afraid I have bored you with all this
digression.
Alas! The old times bring tears to my eyes,
So I come back to my subject-matter,
apologizing for the digression.
The theme
of lamenting the passing of old times recurs in literature, and every art of
storytelling. Antigone is an outstanding example. Sophocles, the great Greek
dramatist, compares the noble world of Antigone, where communal blood ties and
reverence to God is prevalent, to the new world of "nomos," law,
where the main motive of man's actions is money. Masaki Kubayasi in his film
Samurai laments the passing of the noble era of the Samurai with an austere
sense of honor, and the coming of a new era of fire guns, where a depraved
scoundrel can kill with his pistol the noble samurai. This is also the main
theme in an outstanding modern Greek drama, Gregory Xenopoulos' Countess
Valerena's secret. But we need not comment any further on this theme.
In Kritsotopoula the digressions and the
non-narrative material are abundant. The respective passages were difficult for
my mother to memorize. A characteristic example is the prayer Kritsotopoula
says before an icon in a chapel, on her way to the mountains. When my mother, a
deeply religious woman, reached this point, she simply stopped and said "I
don't remember the prayer." What is surprising, however, is that a few
lines later she remembers some lines of the prayer and recites them. She
considered it quite natural not to remember the lines of the prayer, sensing
that they do not add to the narrative interest of the epic, so she doesn't make
any effort to remember the few lines she had actually memorized.
The theme
of comparing the old good times with the new era is constantly recurring,
interrupting the flow of the narration.
Alas! Those times the medals were won in
battle,
Nowadays they are received by those having
good relations with the Palace.
Those times the people amused themselves in
the open air,
drinking pure drinks, rarely coffee,
while now people drink western spirits,
bordello drinks
9
op.cit.,29.
OBDOBJA
19 p. 605
like beer, in cafe chantants.
Young girls had natural cherry lips,
and there was no need to paint them...
you, young men, who wear glistening collars,
and instead of Greek songs you sing
serenades.
Folk epic flourishes in more or less
homogenous communities, where cultural divergence is very little. Crete was
such an example until nearly the end of the 19th century. However ruptures
happen, due to western influences coming to Crete through Greece, and the
development of a local bourgeoisie, educated in Athens, where
"katharevoussa" is the language of the educated. Only after the fall
of junta as late as 1974, "dimotiki," the folk language, will be
institutionalized as the official language of the state and the educational
institutions.
Michael Diallinas is a formal case of a
Cretan bourgeois of that time. He grows up in Crete, listening to recitations
of Erotocritos and mantinades, the local love rhyming couplets with the
accompaniment of the lira, the local stringed instrument, and lute, sung in the
fairs of the villages. Later he goes to Athens, where he studies law and
becomes a lawyer. This same course was taken by the great Greek politician,
Elefterios Venizelos, and the renowned Greek writer, Nikos Kazantzakis. It is
quite curious that so many young Cretans chose law as the object of their
academic studies. Actually this specialty proved more resistant to dimotiki,
and even today there are attorneys using katharevoussa while pleading in court.
Michael Diallinas is himself a victim of this
same cultural rupture he laments, bearing the tragic opposition of the old with
the new in his own work. His moral-didactic digressions with which he expresses
this opposition are themselves an expression, on the formal level, of this very
opposition. The fluent epic form of the narration is disrupted, and this
disruption leaves its traces in my mother's memorization. The narrative
elements are memorized, the non narrative elements are rejected from her memory.
The protracted, melodramatic death of the heroine, one of the best parts of the
work, equally non-narrative, resists memorization.
The rupture in form is also evident in the
easy violation of the pairing rhyming in many parts of the epic, in favor of a
crosswise rhyming, a line with the c line and b line with d line, prevalent at
that time in mainland Greece. My mother had difficulties in memorizing such
lines. In the beginning of Captain Kazanis, for example, she omits the b line,
in order to bring into rhyme a and c. Since however there is an enjambment,10
she distorts slightly the c line to make it autonomous in meaning, totally
disconnecting it from a, but nonetheless making them both easy to memorize. It
is notable that Vicenzo Cornaro in his Erotocritos never uses enjambment,
sensing that this impedes memorization. This is not the case with
10 In
Encyclopedia Britannica, in the entry "couplet," we find the
definition of enjambment: "A couplet may be formal (or closed), in which
case each of the two lines is end-stopped, or it may be run-on, with the
meaning of the first line continuing to the second (this is called
enjambment)."
p. 606
Michael
Diallinas, who makes a frequent use of it in an attempt to show adroitness. It
is no wonder that my mother could not remember the relevant lines.
There is
finally a lexical rupture, with the use of scholarly types of katharevoussa,
like the participle sinkekinimeni, instead of sinkinimeni (moved), to gain a
syllable for the meter, the accusative anoisias alias instead anoisies alles
(other nonsense), to make a rhyme, ancient Greek words like frono (φρονώ) instead of nomizo (I think), only
for metrical reasons, etc.
There is still another rupture, which is
however a retrogression to the akritic epics. The akritic epics, composed at
the turn of the first millennium, praised the heroic deeds of the brave
soldiers who guarded the frontiers (akra) of the Byzantine Εmpire. They were composed in the
15-syllable iambic non-rhyming verse. In some of them the first half of a line
is omitted, creating thus a dramatic effect, especially at the end." The
same half lines are to be seen at the end of Kritsotopoula, when Rothanthi is
dying a long, melodramatic death, like an opera heroine. My mother could not
memorize those verses. What is however curious, is that she herself created
half lines, omitting the first part, which shows that the half lines were not
alien to her poetic sense.
To summarize, these two epics, being the last
ones, testify to a rupture in the cultural homogeneity of the Cretan society at
the turn of the 19'" century, with the introduction of western influences
on matters such as recreation, clothing, musical entertainment, etc., bringing
with it decadence in morals, a fact which heavily grieves the poet. This
rupture is criticized in the moral-didactic digressions of the poet, which
themselves are nevertheless a manifestation of this rupture, violating the
traditional epic in form as well as in language. Michael Diallinas is
unconsciously himself a victim of the changes he denounces.
Works cited
Roland
BARTHES, 1977: Introduction a l’ analyse structurale des recits. In Barthes et
al.: Poetique du recit. Paris.
Babis
DERMITZAKIS, 1990: I laikotita tis
kritikis logotekhnias (The folk character of Cretan Literature). Athens.
Michael
DIALLINAS, 1977: Collected works, volume A. Neapolis.
Morgan
GARETH, 1960: Cretan poetry: Sources and inspiration. Kritika Chronika (Cretan
Annals) XIV. Iraklion. 7-68, 203-270, 379-334.
Cyril
MANGO, 1954: Quelques remarques sur la
Chanson de Daskaloyannis. Kritika
Khronika
(Cretan Annals) VIII. Iraklion. 44-54.
11Gareth
Morgan has extensively commented on the subject. See Gareth MORGAN, Cretan
poetry: Sources and inspiration, Kritika Khronika (Cretan Annals) XIV, Iraklion,
1960, 44-68.
OBDOBJA
19 p.607
POVELJNIK
KAZANIS IN KRITSOTOPOULA - ZADNJA KRETSKA EPA
POVZETEK
Poveljnik
Kazanis in Kritsotopoula sta dva kratka epa, ki ju je v 15-zloznemjambskem
rimanem verzu. znacilnem za kretsko ljudskopesnistvo, spesnil kretski ucenjak
Michael Diallinas in ju objavil leta 1909 oziroma 1912. Ukvarjata se z glavnimi
osebami grskega odporniskega gibanja in osvo-bodilne vqjne proti turski
okupaciji na zacetku 19. stoletja. Njun namen je bil prebujanje rodoljubnih
custev v prizadevanjih za osvoboditev mnogih se vedno podjarmljenih podrocij;
to je bilo delno uspesno v desetletju med 1912 in 1922.
Kratka epa
sta imela izrazito ljudske poteze in ljudje so se ju zlahka naucili na pamet.
To je se posebno veljalo za zenske, ki so ju potem recitirale ob razlicnih
priloznostih s stevilnim poslusal-stvom. Moja mati, rojena leta 1908, je bila
ena tistih, ki so se epa naucili na pamet, in ju je potem recitirala meni, ko
sem bil se otrok.
Eno leto
pred njeno smrtjo leta 1979 sem njeno recitiranje posnel na magnetofonski trak.
Tri leta kasneje sem nasel tiskani besedili, karmi jeomogocilo primerjavo med
materino recitacijo in tiskano verzijo. Ko sem ugotovil mesta, ki se jih je
mati s tezavo spomnila, sem izpeljal nekatere zakljucke o znacilnostih upada
umetnosti ljudskega pripovedovanja. Zdi se, da so prodor nepripovednih,
vecinoma poucnih delov, bolj ucena raba rime ter raba ucenih besed in
jezikovnih oblik vidni vzroki tega upada, ki pa je bil pogojen tudi s
porajanjem mescanske druzbe na otoku.
p. 608 OBDOBJA19