Sunday, January 31, 2010

Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσωτοπούλα: Τα δυο τελευταία κρητικά έπη


Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσωτοπούλα: τα δυο τελευταία κρητικά έπη.

Ίαμβος, τ. 15-16, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2007

Το κείμενο, σε αγγλική μετάφραση δική μου, αποτέλεσε εισήγηση σε συμπόσιο με θέμα «The romantic epic poem», Λιουμπλιάνα, 4-6 Δεκεμβρίου 2000. Τίτλος της εισήγησης: «Captain Cazanis and Critsotopoula: the last Cretan epics»). Το αγγλικό κείμενο ακολουθεί.

  Ο «Καπετάν Καζάνης» και η «Κριτσωτοπούλα», τα τελευταία κρητικά έπη, γράφηκαν από τον κρητικό λόγιο Μιχάλη Διαλλινά (1853-1927) και δημοσιεύθηκαν το 1909 και 1912 αντίστοιχα. Είναι γραμμένα στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία της κρητικής ποιητικής παράδοσης, το στίχο στον οποίο γράφονται ακόμη και σήμερα τα γνωστά κρητικά δίστιχα που έχουν το όνομα μαντινάδες, κυρίως ερωτικού περιεχομένου. Στο στίχο αυτό γράφηκαν τα κορυφαία έργα της κρητικής αναγέννησης, γύρω στις αρχές του 16ου αιώνα, όταν η Κρήτη ήταν κατακτημένη από τους Ενετούς. Τα έργα αυτά είναι οκτώ θεατρικά έργα και το εκτενές έπος «Ερωτόκριτος», που σύμφωνα με τον νομπελίστα ποιητή μας Γιώργο Σεφέρη, αποτελεί το κορυφαίο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο αυτό άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στη μεταγενέστερη ποιητική δημιουργία της Ελλάδας.
  Τον «Ερωτόκριτο» υπάρχει ακόμα αρκετός κόσμος στην Κρήτη που τον ξέρει απέξω. Είναι ένα έργο ευτυχούς συνάντησης ανάμεσα στον εμπνευσμένο ποιητή και το λαό, ο οποίος παίρνει το δημιούργημα από το στόμα του και το κάνει δικό του. Αυτό είναι εξάλλου και το κριτήριο της επικής λειτουργίας, να μαθαίνει ο λαός απέξω και να απαγγέλλει το έργο του επικού ποιητή. Τον χαρακτήρα αυτό που έχει ο «Ερωτόκριτος» τον έχουν και τα δυο μικρά έπη που συζητάμε τώρα: στην Κρήτη αρκετός κόσμος τα είχε μάθει απέξω. Τον χαρακτήρα αυτό δεν διαθέτει αντίθετα η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη, το κολοσσιαίο αυτό έργο των 33.333 στίχων, και ας βαφτίστηκε «έπος» από το δημιουργό του. Δεν αποτέλεσε ποτέ λαϊκό ανάγνωσμα. Δεν είναι μόνο η διαφορετική στιχουργική του, ο ιαμβικός δεκαεπτασύλλαβος. Το έργο αυτό δεν αγγίζει τις ευαισθησίες του απλού λαού, (σελ. 78) παρά μόνο μιας μειοψηφίας διανοουμένων. Δεν θα ντραπώ να πω από αυτή τη θέση ότι δεν την έχω διαβάσει, ενώ τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη τα έχω διαβάσει δυο και τρεις φορές. Τον Αλέξη Ζορμπά μάλιστα πέντε φορές, και μια φορά στα αγγλικά.
  Η κατάκτηση της Κρήτης από τους τούρκους έβαλε τέρμα σ’ αυτή την πολιτιστική άνθιση του νησιού. Οι εμπνευσμένοι ποιητές θα εκλείψουν. Ο ανώνυμος λαός στο εξής θα συνθέτει σύντομα στιχουργήματα που θα αναφέρονται κυρίως στην αντίσταση στον τουρκικό ζυγό. Ο «Μιχάλης Βλάχος» (1705) είναι το πρώτο πολύστιχο ιστορικό αφήγημα που  εμφανίστηκε μετά την κατάκτηση της Κρήτης, ενώ το 1786 ο αγράμματος μπάρμπα Μπατζελιός θα υπαγορεύσει στον αναγνώστη του παπά Σήφη του Σκορδύλη ένα άλλο μακροσκελές ποίημα, το  «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», του αρχηγού μιας αποτυχημένης εξέγερσης το 1770, τον οποίο οι τούρκοι έγδαραν ζωντανό.1
  Αυτό που ξεχωρίζει τα δυο αυτά έργα από τον Καπετάν Καζάνη και την Κριτσωτοπούλα είναι ότι αυτοί που τα συνέθεσαν ήταν σύγχρονοι των ηρώων τους οποίους τραγουδούν, ενώ ο Διαλλινομιχάλης γράφει για δυο ήρωες της επανάστασης του 1821 σχεδόν έναν αιώνα μετά, σε μια αποφασιστική καμπή της νεότερης ιστορίας μας.
  Η Κρήτη μόλις πριν λίγα χρόνια (1898) είχε αποκτήσει την αυτονομία της, ελευθερωνόμενη από τον τουρκικό ζυγό. Στην Ελλάδα, οι αστικές δυνάμεις αναπτύσσονται ραγδαία, καταφέρνοντας ένα αποφασιστικό κτύπημα στις παλαιοκομματικές συντηρητικές δυνάμεις του φεουδαρχισμού με το κίνημα στο Γουδί το 1909, τη χρονιά που δημοσιεύεται ο «Καπετάν Καζάνης». Στο γλωσσικό ζήτημα, υποστηρίζουν τη δημοτική, σε αντίθεση με τους συντηρητικούς που υποστηρίζουν την καθαρεύουσα, μια γλώσσα τεχνητή που λίγο διαφέρει από τη γλώσσα των ευαγγελίων. Κατακτούν σταδιακές νίκες.
  Μετά την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας από τις αστικές δυνάμεις, τίθεται το οξύ πρόβλημα της απελευθέρωσης ελληνικών εδαφών που ήταν ακόμη υπόδουλα στους τούρκους. Οι κρητικοί, εμπειροπόλεμοι από τις δικές τους αλλεπάλληλες εξεγέρσεις, έσπευσαν εθελοντές, ενώ επικεφαλής των ελληνικών αστικών πολιτικών δυνάμεων τέθηκε ένας κρητικός επαναστάτης πολιτικός, ο μεγαλύτερος πολιτικός στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
  Μέσα σε αυτό το κλίμα του εθνικοαπελευθερωτικού ενθουσιασμού ο Διαλλινομιχάλης γράφει τα δυο επικά του ποιήματα, που αναφέρονται σε δυο ήρωες της επανάστασης του 1821, για να συνεπάρει και να τονώσει το εθνικό φρόνημα, θέτοντάς τους ως υποδείγματα ανδρείας: τον καπετάν Καζάνη και την Κριτσωτοπούλα.
  Ο «Καπετάν Καζάνης» είναι ένα σύντομο αφήγημα 364 στίχων, γεμάτο δραματική ένταση, με κυρίαρχο το μοτίβο της εκδίκησης. Αναφέρεται σε ένα επεισόδιο από την παιδική ηλικία του Εμμανουήλ Ροβίθη που πήρε το παρατσούκλι «Καζάνης», γιατί όταν (σελ. 79) ήταν να τον βαφτίσουν, πλάκωσαν οι τούρκοι στην εκκλησία, έσπασαν την κολυμπήθρα, και για να μη μείνει αβάφτιστο το παιδί το βάφτισαν μέσα σε ένα καζάνι.
  Ο γεροδεμένος έφηβος προκλήθηκε από ένα τούρκο, τον Αληδάκο, φίλο του πατέρα του, να παλέψουν, να δουν ποιος θα βάλει τον άλλο κάτω. Νίκησε ο Μανωλιός, και κατά προτροπή των παρισταμένων το έβαλε στα πόδια για να αποφύγει την οργή του τούρκου. Ο τούρκος εκδικήθηκε τον Μανωλιό στο πρόσωπο του πατέρα του. Όταν κάποτε ο πατέρας του Μανώλη πήγε στο Χουμεριάκο, το χωριό του Αληδάκου, με ένα μουλάρι φορτωμένο «απιδομηλοκύδωνα» για να τα πουλήσει, αυτός έβαλε τα τουρκάκια και τον έδειραν, σκόρπισαν τα φρούτα και έκοψαν τα αυτιά και την ουρά του μουλαριού.
  Ο Μανώλης το έφερε βαρέως, και μια νύχτα πήγε στο χωριό του, και τον παραμόνεψε στο σπίτι του να γυρίσει από το καφενείο. Όταν έφτασε ο Αληδάκος, με την απειλή του όπλου του τον οδηγεί στο Μαρμακέτο, στο σπίτι του. Εκεί προστάζει τον πατέρα του να τον δείρει. Ο πατέρας του αρνείται, όμως ο νέος οργισμένος του λέει ότι

Αν δεν του δώσεις τις ραβδιές που σου ’δωσε οπίσω
ήμαρτον θε μου ήμαρτον, εσένα θα ραβδίσω
κι αφού το έργον μου αυτό θε ν’ αποτελιώσω
και τον Αγά το φίλο σου μπροστά σου θα σκοτώσω.

  Ο Αληδάκος, βλέποντας ότι κινδυνεύει η ζωή του, παρακαλεί τον πατέρα του Μανωλιού να τον δείρει, φοβούμενος μήπως ο νέος έχει κάνει κάποιο όρκο και πραγματοποιήσει την απειλή του. Έτσι κι έγινε, ο πατέρας του Μανωλιού έδειρε τον Αληδάκο, ο οποίος επέστρεψε σε κακά χάλια στο χωριό του. Από τότε, αναφέρει το ποίημα, δεν τόλμησε να ξαναπειράξει χριστιανό.
  Η Κριτσωτοπούλα είναι έργο εκτενέστερο, αποτελούμενο από 1367 στίχους. Ηρωίδα του έργου είναι η Ροδάνθη, η κόρη του πρωτόπαπα της Κριτσάς. Ένας τούρκος την ερωτεύτηκε, και την απήγαγε αφού σκότωσε τους γονείς της για να την παντρευτεί. Όμως τη βραδιά του γάμου η Κριτσωτοπούλα, ξεγελώντας τον, τον μαχαι (σελ. 80) ρώνει και το σκάει στο βουνό, στο λημέρι του καπετάν Καζάνη, μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το όνομα Μανώλης. Επειδή δεν είχε γένια, και μην ξέροντας τα παλικάρια του Καζάνη ότι είναι γυναίκα, της έβγαλαν το παρατσούκλι «Σπανομανώλης». Στη συνέχεια περιγράφονται κάποια κατορθώματά της, και το έργο τελειώνει με τον ηρωικό θάνατό της στη μάχη της Κριτσάς το 1823.
  Μόλις τρία χρόνια χωρίζουν το ένα έργο από το άλλο, και τα σημεία της παρακμής του είδους γίνονται ιδιαίτερα ορατά. Ο Καπετάν Καζάνης είναι έργο σφιχτοδεμένο, με ενιαία πλοκή, αδιάπτωτα αφηγηματικό, με «πυρηνικά» επεισόδια, κατά την ορολογία του Ρολάν Μπαρτ, με το ένα να πυροδοτεί το άλλο. Στην Κριτσωτοπούλα, μετά την κορύφωση της εκδίκησης με το φόνο του τούρκου, το αφηγηματικό ενδιαφέρον πέφτει, ο μύθος γίνεται, κατά την αριστοτελική ορολογία, επεισοδιώδης, με γεγονότα λίγο πολύ ασύνδετα μεταξύ τους.
  Όμως υπάρχουν και άλλες αδυναμίες, στις οποίες θα αναφερθούμε αμέσως μετά.
  Τα δυο αυτά επικά ποιήματα μου τα αφηγείτο συχνά η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός, ιδιαίτερα κάποια κρύα χειμωνιάτικα βράδια, καθισμένοι με τον πατέρα μου κοντά στο τζάκι. Τα ήξερε απέξω, και με διαβεβαίωνε ότι τα είχε διαβάσει μόνο μια φορά. Δεν ξέρω αν αληθεύει ο ισχυρισμός της, όμως η ευκολία με την οποία τα απομνημόνευσε είναι δείκτης της αφηγηματικής φυσικότητάς τους. Είχα μάθει κι εγώ αρκετούς στίχους.
  Η μητέρα μου δεν ήταν η μόνη που είχε μάθει απέξω τα ποιήματα αυτά. Όπως διάβασα χρόνια αργότερα σε άρθρο του καθηγητή μου Δημήτρη Παπαδάκη, πολλές γυναίκες ήξεραν τα ποιήματα αυτά απέξω.
  Η μητέρα μου πέθανε τον Δεκέμβρη του 1979, σε ηλικία 71 ετών. Ένα χρόνο ακριβώς πριν, γυρνώντας στη χωριό μου από της Αθήνα για της διακοπές των Χριστουγέννων, λες και προαισθανόμουν ότι το τέλος της θα ήταν κοντά, την έβαλα και μου απάγγειλε αυτά τα δυο ποιήματα και την ηχογράφησα σε ένα κασετόφωνο, μαζί με άλλα δημοτικά τραγούδια όπως του νεκρού αδελφού, μαντινάδες, παραμύθια, κ. ά.
  Τρία χρόνια αργότερα έψαξα και βρήκα τα κείμενα. Ο «Καπετάν Καζάνης» βρισκόταν στον πρώτο τόμο των Απάντων του Διαλλινομιχάλη, που είχε επανεκδοθεί το 1977, πιστή αντιγραφή της πρώτης έκδοσης του 1927, στον οποίο εμπεριέχονταν και τα Ποιήματα, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο «Καπετάν Καζάνης», και την «Κριτσωτοπούλα» σε μια πολυγραφημένη έκδοση, σε βιβλιοπωλείο της Νεάπολης, της γενέτειρας του ποιητή (Αργότερα την ανάρτησε στην ιστοσελίδα του που έχει τίτλο «Περί-γραφής» ο φίλος μου ο Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου, από φωτοτυπία αυτής της πολυγραφημένης έκδοσης που του έδωσα). Αντίγραφο της έκδοσης του 1912 δεν μπόρεσα να βρω. Αντιπαραβάλλοντας το γραπτό κείμενο με την προφορική αφήγηση της μητέρας μου μπόρεσα να κάνω αρκετές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις.
  Κατ’ αρχήν, από τον αδιάπτωτα αφηγηματικό Καπετάν Καζάνη η μητέρα μου θυμόταν σχεδόν όλους τους στίχους, με εξαίρεση ένα ηθικοδιδακτικό απόσπασμα μόλις 32 στίχων, από όπου (σελ. 81) θυμάται μόνο τους δύο πρώτους στίχους:

Αχ, οι παλιοί πεθάναν, κι ετάφησαν ομάδι
τ’ άφταστα μεγαλεία, κι ανδραγαθήματά των...

  Οι στίχοι αυτοί εισάγουν μια κοινή θεματική και για τα δύο έργα: τη θλίψη για την παρέλευση της παλιάς ηρωικής εποχής των αγωνιστών για την ελευθερία, και για την έκπτωση της σημερινής κοινωνίας. Το απόσπασμα κλίνει με τους χαρακτηριστικούς στίχους:

Αχ! Σήμερον η ύλη, το άτιμο το χρήμα,
κάθε σωστή ιδέα εύκολα μεταβάλλει
και ζωντανό πολλάκις θάπτει μέσα στο μνήμα
αυτό που προσπαθούνε ν’ αναστηλώσουν άλλοι.
Έφυγα από το θέμα χωρίς να το ’ννοήσω.
Με την πολυλογία θε να με βαρεθήτε.
Αχ! Τα παλιά τα χρόνια με κάνουν να δακρύσω,
λοιπόν γυρνώ στο θέμα και να με συγχωρείτε...

  Η θεματική αυτή είναι συχνή. Εντοπίζεται κατ’ αρχήν στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, όπου ο μεγάλος δραματουργός αντιπαραβάλλει τον κόσμο της Αντιγόνης με τις αξίες των κοινοτικών δεσμών αίματος και της θεοσέβειας με τον κόσμο του Κρέοντα, όπου επικρατεί ο νόμος πάνω από τα έθιμα, και το χρήμα παίζει καταλυτικό ρόλο στην ανθρώπινη στάση και συμπεριφορά. Στο κινηματογραφικό έργο «Ο Σαμουράι» του Μασάκι Κομπαγιάσι, βλέπομε επίσης τη θλίψη για τον αμετάκλητο χαμό της ηρωικής εποχής των Σαμουράι με τον αυστηρό κώδικα τιμής και την υψηλή αίσθηση του καθήκοντος, σε σχέση με τον καινούριο κόσμο που φέρνουν τα πυροβόλα όπλα, όπου ο πρώτος αχρείος μπορεί να σκοτώσει τον ευγενικό και γενναίο σαμουράι. Η θεματική αυτή είναι επίσης κυρίαρχη σε ένα κορυφαίο έργο της νεοελληνικής δραματουργίας, «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας», έργο στο οποίο δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.
  Στην Κριτσωτοπούλα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ οι μη αφηγηματικές, ηθικοδιδακτικές και λυρικές παρεμβολές, είναι πολύ περισσότερες, και φυσικά η μητέρα μου δυσκολεύεται να τις απομνημονεύσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσευχή της Κριτσωτοπούλας, αφού σκότωσε τον τούρκο και βρίσκεται στο δρόμο προς το βουνό. Όταν η αφήγηση φτάνει στο σημείο της προσευχής, η μέχρι θρησκοληψίας θρήσκα μάνα μου σταματάει. «Δεν την κατέχω την προσευχή», λέει. Όμως το εκπληκτικό είναι ότι ενώ συνεχίζει την αφήγηση, ξαφνικά πιο κάτω θυμάται κάποιους στίχους από την προσευχή τους οποίους απαγγέλλει. Θεωρούσε δηλαδή ολότελα φυσικό να μη θυμάται την προσευχή, νιώθοντας ότι προσθέτει ελάχιστα στο ενδιαφέρον του έργου, και γι’ αυτό δεν κάνει καμιά προσπάθεια να θυμηθεί τους λίγους στίχους που της έρχονται λίγο πιο ύστερα στο μυαλό.
  Το θέμα της σύγκρισης του παλιού καλού καιρού με τη σημερινή εποχή επανέρχεται διαρκώς διακόπτοντας την αφηγηματική ροή της ιστορίας. (σελ. 82).

Αχ! Τότε τα παράσημα τα παίρνανε στη μάχη,
τώρα αυτός όπου καλά με την Αυλή θα τα ’χει.
Τότε διασκεδάζανε στους καθαρούς αέρες
και πίναν άδολα πιοτά σπανίως δε καφέδες,
και τώρα στο καφέ σαντάν με κάτι μπιραριέρες,
πίνομεν σπίρτα της Φραγκιάς, ψευτιές και μπουρδελέδες.
Η κάθε νια ’χε φυσικά τα χείλη σαν κεράσιο
και δεν εβάφετο ποτέ κάθε καλό κοράσιο...

που βάνετε γιαλιστερά κολάρα και γιακάδες,
κι αντί τραγούδια ελληνικά μας ψάλλετε καντάδες.

  Τα λαϊκά έπη αναπτύσσονται σε λίγο πολύ ομοιογενείς κοινωνίες, όπου οι αποκλίσεις είναι ελάχιστες. Τέτοια ήταν η κρητική κοινωνία μέχρι και ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα. Η ρήξη δημιουργείται με τις ξενικές επιδράσεις που εισβάλλουν στον κρητικό χώρο, μέσω της ελεύθερης Ελλάδας, και με τη δημιουργία μιας ντόπιας αστικής τάξης, που προσβλέπει με ελπίδα στην Ευρώπη τόσο για τη δική της ανάπτυξη, όσο και για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών. Οι γόνοι των αστών αυτών μορφώνονται σε σχολεία στα οποία κυριαρχεί η καθαρεύουσα, η οποία θα κυριαρχήσει μέχρι τη δεκαετία του ’70, όταν μετά την πτώση της χούντας και τη μεταπολίτευση η δημοτική, που είχε αλώσει πριν επτά δεκαετίες τη λογοτεχνία, καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης, θέτοντας έτσι τέρμα τη διγλωσσία που ταλάνιζε την Ελλάδα για ενάμιση αιώνα.
  Ο Διαλλινομιχάλης είναι τυπική περίπτωση κρητικού αστού της εποχής. Μεγαλώνει στο λαϊκό πολιτιστικό περιβάλλον της Κρήτης, με την παράδοση του «Ερωτόκριτου» και της κριτικής μαντινάδας. Στη συνέχεια θα σπουδάσει στην Αθήνα δικηγόρος, και μαζί με το πτυχίο του θα κουβαλήσει στη μεγαλόνησο και τις λόγιες πνευματικές και γλωσσικές του αποσκευές. Είναι και ο ίδιος θύμα του πολιτισμικού διχασμού για τον οποίο θρηνεί, κουβαλώντας την τραγική αντίθεση του παλιού με το καινούριο μέσα στο έργο του.
  Οι ηθικοδιδακτικές παρεκβάσεις του με τις οποίες εκφράζει αυτή την αντίθεση είναι οι ίδιες δείγμα, σε μορφολογικό επίπεδο, αυτής της ίδιας αντίθεσης. Ο αδιάπτωτα επικός κόσμος του «Ερωτόκριτου» εισβάλλεται από στοιχεία λογιοτατισμού και διδακτισμού. Η αβίαστη επική φόρμα της αφήγησης διασπάται, και η διάσπαση αυτή αφήνει τα ίχνη της στην απομνημόνευση της μητέρας μου: το αφηγηματικό στοιχείο απομνημονεύεται ενώ το μη αφηγηματικό απορρίπτεται. Ο μακρόσερτος, μελοδραματικός θάνατος της ηρωίδας, από τα καλύτερα σημεία του έργου, εξίσου αντιαφηγηματικός, αντιστέκεται στην απομνημόνευση.
  Η μορφική ρήξη φαίνεται ακόμη στην παραβίαση της ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας σε ορισμένα μέρη για χάρη μιας χιαστής ομοιοκαταληξίας (σελ. 83) που έρχεται από τον ελλαδικό χώρο. Τέτοιοι στίχοι δυσκολεύουν την μητέρα μου στην απομνημόνευση. Μάλιστα στην αρχή του Καπετάν Καζάνη στους στίχους

Στα χίλια επτακόσια εννενήντα εξ εγεννήθη
θα ήτο καθώς λέγουν Φλεβάρης ή και Μάρτης
στο Μαρμακέτο (είναι χωρίο στο Λασίθι)...

παραλείπει το δεύτερο στίχο για να ομοιοκαταληκτήσουν ο πρώτος με τον τρίτο σε ρίμα. Όμως καθώς υπάρχει διασκελισμός, η μητέρα μου εξομαλύνει το στίχο μετατρέποντας το «στο» σε «το», πράγμα που αποκόπτει νοηματικά τους δυο στίχους.
    Υπάρχει τέλος μια λεκτική ρήξη, με τη χρήση λόγιων τύπων, όπως η μετοχή «συγκεκινημένη» αντί συγκινημένη, η αιτιατική «ανοησίας άλλας» αντί «ανοησίες άλλες», κ.λπ. Η χρήση αυτή γίνεται χωρίς δισταγμό προκειμένου να διευκολυνθεί ο ποιητής στο μέτρο (με την προσθήκη της μιας συλλαβής με το «συγκεκινημένη») ή η ρίμα (με το «ας» της καθαρευουσιάνικης αιτιατικής).
  Υπάρχει μια ακόμη παραβίαση, η οποία όμως είναι αναδρομή στα ακριτικά έπη. Στο τέλος της Κριτσωτοπούλας, όταν η ηρωίδα βρίσκεται ετοιμοθάνατη, υπάρχουν μερικοί στίχοι όπου παραλείπεται το πρώτο ημιστίχιο του δεύτερου στίχου της ρίμας, φορτίζοντας το τμήμα αυτό με δραματική ένταση. Για τη λειτουργία της απάλειψης αυτής έχει μιλήσει ο Gareth Morgan2, και δεν είναι του θέματος να επεκταθούμε. Απλώς εγώ ήθελα να προσθέσω εδώ ένα αξιοπερίεργο γεγονός. Τους παραπάνω στίχους η μητέρα μου δεν τους θυμόταν, όπως και ένα σωρό άλλους από το τέλος της Κριτσωτοπούλας. Όμως σε άλλα τμήματα η μητέρα μου παραλείπει το πρώτο ημιστίχιο από μόνη της, δημιουργώντας αυτό το εφέ, πράγμα που δείχνει ότι τα ημιστίχια αυτά που βρίσκονται στην παλιότερη παράδοση των ακριτικών επών είναι σύμφωνα με το λαϊκό αφηγηματικό αίσθημα.
  Συνοψίζοντας, τα δύο αυτά έπη, όντας τα τελευταία, μαρτυρούν την ρήξη στην πολιτιστική ομοιογένεια της κρητικής κοινωνίας με την εισαγωγή δυτικών επιδράσεων μέσω της Ελλάδας (Η Κρήτη ήταν αυτόνομη από το 1998 με αρμοστή τον έλληνα διάδοχο του θρόνου) σε ζητήματα ενδυμασίας, ψυχαγωγίας, διατροφής, μουσικών ακουσμάτων, κ.λπ. η οποία επισημαίνεται τόσο με τις άμεσες αναφορές στις ηθικοδιδακτικές παρεκβάσεις του ποιητή όσο και στη ρήξη της αφηγηματικής φόρμας και την λόγια διαστροφή του λόγου. Ο Διαλλινομιχάλης έχει πέσει και ο ίδιος θύμα των αλλαγών τις οποίες διεκτραγωδεί. (σελ. 84).

Σημειώσεις

 1. Cyril Mango, «Quelques remarques sur la Chançon de Daskaloyannis», in Kritika Chronika (Cretan Annals),  VIII, Iraklion, 1954, p.44-54.
2. Morgan Gareth, «Cretan poetry: Sources and inspiration», στο  Κρητικά Χρονικά, ΙΔ, 7-68, σελ. 203-270, 379-334.

Babis Dermitzakis
Atene

UDK821.14'06.09-131

CAPTAIN KAZANIS AND KRITSOTOPOULA, THE LAST CRETAN
EPICS
Εισήγηση σε Συμπόσιο με θέμα «The romantic epic poem», Λιουμπλιάνα, 4-6 Δεκεμβρίου 2000.

  Ruzprava proucuje znacilnosti nazadovanja ljudske epike na Kreti. Avtor podpira svoje dokaze s primerjavo med posnetkom recitacije svoje matere in zapisanimi besedili. Za nazadovanje so znacilne nepripovedne zastranitve, uceno besedisce, ucene jezikovne oblike in odmik od tradi-cionalne rime, vse to pa je otezevalo pomnjenje besedil.

  The paper traces the characteristics of the decline of the folk epic in Crete. The author supports his arguments by comparing a recorded recitation of his mother with the written texts. Non-narrative digressions, scholarly words, scholarly linguistic forms and divergence from traditional rhyming, which made memorization difficult, are the features of this decline.
 
  Captain Kazanis (Kapetan Kazanis) and Kritsotopoula, the last Cretan epics, were written by a Cretan scholar, Michael Diallinas (1853-1927) and they were published in 1909 and 1912, respectively. They were written in iambic 15-syllable rhyming verse in pairs (with the exception of some 14-syllable lines), which is the standard verse of the Cretan poetic tradition, in which the Cretan rhyming erotic couplets known as mantinades are still written.
  The outstanding works of the Cretan renaissance were written in this verse around the beginning of the 16lh century, when Crete was still occupied by the Venetians. These works are eight dramas and Erotocritos by Vicenzo Cornaro, an extensive epic of romantic love and bravery, entitled after the main male character. This latter work is considered - among others also by the Greek Nobel-prize-winning poet George Seferis - the top-ranking work of new Greek literature, which has greatly influenced our poetic production.
  In Crete there are still people who know extensive pieces of this work by heart. In the past there were people who could recite the entire work by heart. This epic is an exemplary manifestation of contact of an inspired poet with his people, who take his work and make it their own.
  Like Erotocritos, Captain Kazanis and Kritsotopoula were also memorized and recited, mainly by women. This is not the case, however, with Odyssey, the lengthy
OBDOBJA19    p. 601
work of Nikos Kazantzakis, consisting of 33333 lines, though he considered it an epic. It is not only the different verse - iambic 17-syllable - that made memorization difficult. This work is quite alien to folk sensibilities, as it appeals mainly to intellectuals.
  The Cretan renaissance came to an end with the occupation of the island by the Turks. After this juncture there are to be no more inspired poets. Short poems will appear, referring to the Cretan resistance to the foreign conqueror. Among them there is the lengthy Song of Daskaloyannis (1034 lines). This poem was composed by an illiterate man, pere Batzelios, who dictated it to a church reader. It refers to the failed Cretan revolt of 1770 and to the cruel execution of its leader, Daskaloyannis (John the Teacher), by the Turks, who skinned him alive. This poem gave rise to shorter folk songs with the same theme. Some scholars have contended that the longer Song of Daskaloyannis is a compilation of these short poems,1 but more probably it is the other way around.
  What distinguishes Song of Daskaloyannis from Captain Kazanis and Kritsotopoula is that pere Batzelios was a contemporary of the hero, while Michael Diallinas writes about two heroes of the Greek Independence War of 1821, roughly a century later, during a decisive period of recent Greek history.
  Crete, after liberating itself from the Turks, had just obtained the status of an independent state (1898).2 In Greece, the bourgeois forces were rapidly developing, defeating the old conservative political forces after a victorious revolt of some units of the Greek arm forces in Goudi,3 in 1909, the very same year of the publication of Captain Kazanis. They supported the use of dimotiki, folk language against katharevoussa, an artificial language modeled after ancient Greek, which was the official language of the State.
  After that victory, the Greek bourgeoisie undertook the liberation of Greek territories, still enslaved to the Turks. The Cretans, who were experts in warfare after their successive revolts against the Turks, volunteered for the new war, which, though officially started in 1912, in fact had started at least a decade earlier. The then Prime minister of Greece was a Cretan revolutionary, the most eminent politician of modern Greece, Elefterios Venizelos.
  In this atmosphere of enthusiasm for national liberation Michael Diallinas writes and publishes his two epics, which refer to two heroes of the Greek Revolution of 1821, in order to arouse the national feeling, by proposing as examples of bravery Captain Kazanis and Kritsotopoula.
Captain Kazanis is a brief epic of 364 lines, full of dramatic tension. The motif of revenge is prevalent in it. It deals with an incident from the youth of Captain Kazanis.
1 Cyril MANGO, Quelques remarques sur la Chanson de Daskaloyannis, Kritika Khronika (Cretan Annales) VIII, Iraklion. 1954, 44-54.
2 It was actually united with Greece in 1913.
3 A neighborhood of Athens.
(OBDOBJA19 p. 602   
  The real name of Captain Kazanis was Emmanuel Rovithis. When he was a baby and about to be baptized in a monastery, a group of Turks broke in, smashing everything. Among the things destroyed was the baptismal font. The priest, not wanting to leave the child unbaptized, baptized it in a caldron, which in Greek is called kazani. Thus later in life the boy was given the nickname "Kazanis."
  The robust youth was once challenged by a Turk named Alidakos, a friend of his father, to a wrestling match, to see who would manage to throw the other down to the ground. Alidakos tries first, unsuccessfully. But when Manolios' turn comes, he instantly throws the Turk down. While he was still on the ground in a daze, Manolios was urged by the Greeks watching the wrestling match to run away, or else he would be killed by the Turk. So the young man runs away, saving his life. Alidakos was furious, but it was too late. The youth was already running away to the mountains. The Turks, it should be noted, were renowned for their fury, so that in Greece the proverbial phrase persists: "He became a Turk because of his fury."
  Alidakos did not forget the incident. Since he was unable to avenge Manolios, he took revenge on his father. When Manolios' father went to Houmeriako, Alidakos' village, to sell fruits - pears, apples and quinces - loaded on his mule, Alidakos thrashed him and urged the Turkish children who were playing nearby to scatter his merchandise. Thus they did and they even cut off the ears and the tail of the mule. Manolios became very angry with this and carefully prepared his revenge. One cold night he went to Alidakos1 village. He hid himself nearby, waiting for him to come home from the coffee house. Alidakos returned at about midnight. Threatening him with his gun, Manolios brought him to Marmaketo, to their home. His father was greatly surprised to see Alidakos, wearied, and even more surprised to hear Manolios' order to thrash him back. He refused, but Manolios, furious, tells him:
  If you don't give him back the thrash he gave you,
  God forgive me, I will thrash you instead,
  and when I have finished thrashing you,
  I will kill Alidakos, your friend, before your eyes.4
  Alidakos, seeing that his life is in danger, urges Manolios' father to give him "a light thrashing in his back, lest the youth has taken an oath and realizes his threat." So it is done. Alidakos took his lesson and, the poem concludes, he never dared even tease Christians.
  Kritsotopoula is a much lengthier work, consisting of 1367 lines. The heroine of the epic is Rothanthi (Rosebud), the daughter of the arch-priest of Kritsa, a village near Agios Nikolaos, nowadays a famous tourist resort. A Turk, passing by her house and hearing her singing, fell in love with her. One day, when most of the men of the village were away in Ierapetra to attend the burial of a young man, he went to her house with his friends, killed her mother and took her away. He had already
4 Michael DIALLINAS, Apanta (Collected works,), volume A, Neapolis,  1977, 36. Translation by B. Dermitzakis.
OBDOBJA19     p. 603
made the preparations to marry her that very evening. Kritsotopoula however, deceiving him, managed to stab him with his own knife. Then she ran away disguised as a man to the mountains, to the protection of captain Kazanis. She presented herself with the name "Manolis", and, since she had no hair in her cheeks, he was given the nickname "Spanomanolis", meaning "beardless Manolis." Thereafter some of her heroic deeds are narrated, and the epic concludes with her heroic death in the battle of Kritsa, which took place in 1823.5
  Less than five years seem to separate one work from the other, and the signs of decadence of the genre are evident. Captain Kazanis has a tight plot throughout the narrative, with only minor digressions, full of "nuclear" incidents, according to Roland Barthes' terminology,6 incidents triggering each other. In Kritsotopoula, after the climax of revenge with the slaughter of the Turk, the narrative interest fades away and the story, according to Aristotelian terminology, becomes episodiodis (επεισοδιώδης),7 with incidents loosely connected with each other.
  My mother used to recite these two epics to me, especially on colds nights sitting by the fire. She knew them by heart, and she had assured me that she had read them only once. However exaggerated this claim may be, it is indicative of the fact that she had no great pains in memorizing them. I myself had memorized quite a few lines.
At that time I thought that it was only my mother who had learned these epics by heart. Later, however, I read an article of one of my high school teachers, declaring that quite a few women knew these poems by heart.
  My mother died in 1979 at the age of 71. One year before, coming back home from Athens for the Christmas holidays, sensing that her death was imminent, I recorded her reciting these two epics and some other folk material. I was just in time.
Three years afterwards I searched for the texts. I found them, Captain Kazanis in the first volume of the Collected works, and Kritsotopoula in a hectograph edition, in a bookstore in Neapoli, the poet's native town. I have not been able to find the original edition of 1912. Comparing the written text with my mother's recitation, I made some interesting observations.
  First of all, from the incessantly narrative Captain Kazanis she remembered nearly all the lines, with the exception of a didactic passage, of only 32 lines, of which she remembered only the first two: "Alas! The old people are dead. / Their glory, their exploits."8
5 For a detailed summary of both stories see Babis DERMITZAKIS, Ι laikotita tis kritikis logotekhnias (The Folk Character of Cretan Literature), Athens, 1990, 119-139.
6 Roland BARTHES, Introduction a l’analyse structurale des récits, in Barthes et al. Poétique du récit, Paris, 1977,21-25.
7 ARISTOTLE’S, Poetics, 1451b 10.
8 M. DIALLINAS, Collected works, 28. Translation by B. Dermitzakis.
OBDOBJA19 p. 604
  These lines introduce a prevailing theme in both works: the poet's lamentation for the passage of the heroic times of the pure and brave fighters for motherland's freedom, and the decadence of morals in this "brave new world," where money is the prevailing value.
  The concluding lines of this passage are the following:
  Alas! Today the matter, the dishonest money
  changes every right idea,
  and buries deeper into the grave
  what the others are trying to put upright.
  But I have digressed from my subject-matter without noticing it.
  I am afraid I have bored you with all this digression.
  Alas! The old times bring tears to my eyes,
  So I come back to my subject-matter, apologizing for the digression.
The theme of lamenting the passing of old times recurs in literature, and every art of storytelling. Antigone is an outstanding example. Sophocles, the great Greek dramatist, compares the noble world of Antigone, where communal blood ties and reverence to God is prevalent, to the new world of "nomos," law, where the main motive of man's actions is money. Masaki Kubayasi in his film Samurai laments the passing of the noble era of the Samurai with an austere sense of honor, and the coming of a new era of fire guns, where a depraved scoundrel can kill with his pistol the noble samurai. This is also the main theme in an outstanding modern Greek drama, Gregory Xenopoulos' Countess Valerena's secret. But we need not comment any further on this theme.
  In Kritsotopoula the digressions and the non-narrative material are abundant. The respective passages were difficult for my mother to memorize. A characteristic example is the prayer Kritsotopoula says before an icon in a chapel, on her way to the mountains. When my mother, a deeply religious woman, reached this point, she simply stopped and said "I don't remember the prayer." What is surprising, however, is that a few lines later she remembers some lines of the prayer and recites them. She considered it quite natural not to remember the lines of the prayer, sensing that they do not add to the narrative interest of the epic, so she doesn't make any effort to remember the few lines she had actually memorized.
The theme of comparing the old good times with the new era is constantly recurring, interrupting the flow of the narration.
  Alas! Those times the medals were won in battle,
  Nowadays they are received by those having good relations with the Palace.
  Those times the people amused themselves in the open air,
  drinking pure drinks, rarely coffee,
  while now people drink western spirits, bordello drinks
9 op.cit.,29.
OBDOBJA 19    p. 605
  like beer, in cafe chantants.
  Young girls had natural cherry lips,
  and there was no need to paint them...
  you, young men, who wear glistening collars,
  and instead of Greek songs you sing serenades.
  Folk epic flourishes in more or less homogenous communities, where cultural divergence is very little. Crete was such an example until nearly the end of the 19th century. However ruptures happen, due to western influences coming to Crete through Greece, and the development of a local bourgeoisie, educated in Athens, where "katharevoussa" is the language of the educated. Only after the fall of junta as late as 1974, "dimotiki," the folk language, will be institutionalized as the official language of the state and the educational institutions.
  Michael Diallinas is a formal case of a Cretan bourgeois of that time. He grows up in Crete, listening to recitations of Erotocritos and mantinades, the local love rhyming couplets with the accompaniment of the lira, the local stringed instrument, and lute, sung in the fairs of the villages. Later he goes to Athens, where he studies law and becomes a lawyer. This same course was taken by the great Greek politician, Elefterios Venizelos, and the renowned Greek writer, Nikos Kazantzakis. It is quite curious that so many young Cretans chose law as the object of their academic studies. Actually this specialty proved more resistant to dimotiki, and even today there are attorneys using katharevoussa while pleading in court.
  Michael Diallinas is himself a victim of this same cultural rupture he laments, bearing the tragic opposition of the old with the new in his own work. His moral-didactic digressions with which he expresses this opposition are themselves an expression, on the formal level, of this very opposition. The fluent epic form of the narration is disrupted, and this disruption leaves its traces in my mother's memorization. The narrative elements are memorized, the non narrative elements are rejected from her memory. The protracted, melodramatic death of the heroine, one of the best parts of the work, equally non-narrative, resists memorization.
  The rupture in form is also evident in the easy violation of the pairing rhyming in many parts of the epic, in favor of a crosswise rhyming, a line with the c line and b line with d line, prevalent at that time in mainland Greece. My mother had difficulties in memorizing such lines. In the beginning of Captain Kazanis, for example, she omits the b line, in order to bring into rhyme a and c. Since however there is an enjambment,10 she distorts slightly the c line to make it autonomous in meaning, totally disconnecting it from a, but nonetheless making them both easy to memorize. It is notable that Vicenzo Cornaro in his Erotocritos never uses enjambment, sensing that this impedes memorization. This is not the case with
10 In Encyclopedia Britannica, in the entry "couplet," we find the definition of enjambment: "A couplet may be formal (or closed), in which case each of the two lines is end-stopped, or it may be run-on, with the meaning of the first line continuing to the second (this is called enjambment)."
p. 606
Michael Diallinas, who makes a frequent use of it in an attempt to show adroitness. It is no wonder that my mother could not remember the relevant lines.
There is finally a lexical rupture, with the use of scholarly types of katharevoussa, like the participle sinkekinimeni, instead of sinkinimeni (moved), to gain a syllable for the meter, the accusative anoisias alias instead anoisies alles (other nonsense), to make a rhyme, ancient Greek words like frono (φρονώ) instead of nomizo (I think), only for metrical reasons, etc.
  There is still another rupture, which is however a retrogression to the akritic epics. The akritic epics, composed at the turn of the first millennium, praised the heroic deeds of the brave soldiers who guarded the frontiers (akra) of the Byzantine Εmpire. They were composed in the 15-syllable iambic non-rhyming verse. In some of them the first half of a line is omitted, creating thus a dramatic effect, especially at the end." The same half lines are to be seen at the end of Kritsotopoula, when Rothanthi is dying a long, melodramatic death, like an opera heroine. My mother could not memorize those verses. What is however curious, is that she herself created half lines, omitting the first part, which shows that the half lines were not alien to her poetic sense.
  To summarize, these two epics, being the last ones, testify to a rupture in the cultural homogeneity of the Cretan society at the turn of the 19'" century, with the introduction of western influences on matters such as recreation, clothing, musical entertainment, etc., bringing with it decadence in morals, a fact which heavily grieves the poet. This rupture is criticized in the moral-didactic digressions of the poet, which themselves are nevertheless a manifestation of this rupture, violating the traditional epic in form as well as in language. Michael Diallinas is unconsciously himself a victim of the changes he denounces.
Works cited
Roland BARTHES, 1977: Introduction a l’ analyse structurale des recits. In Barthes et al.: Poetique du recit. Paris.
Babis DERMITZAKIS, 1990: I  laikotita tis kritikis logotekhnias (The folk character of Cretan Literature). Athens.
Michael DIALLINAS, 1977: Collected works, volume A. Neapolis.
Morgan GARETH, 1960: Cretan poetry: Sources and inspiration. Kritika Chronika (Cretan Annals) XIV. Iraklion. 7-68, 203-270, 379-334.
Cyril MANGO,  1954: Quelques remarques sur la Chanson de Daskaloyannis. Kritika
Khronika (Cretan Annals) VIII. Iraklion. 44-54.

11Gareth Morgan has extensively commented on the subject. See Gareth MORGAN, Cretan poetry: Sources and inspiration, Kritika Khronika (Cretan Annals) XIV, Iraklion, 1960, 44-68.
OBDOBJA 19     p.607

POVELJNIK KAZANIS IN KRITSOTOPOULA - ZADNJA KRETSKA EPA
POVZETEK
Poveljnik Kazanis in Kritsotopoula sta dva kratka epa, ki ju je v 15-zloznemjambskem rimanem verzu. znacilnem za kretsko ljudskopesnistvo, spesnil kretski ucenjak Michael Diallinas in ju objavil leta 1909 oziroma 1912. Ukvarjata se z glavnimi osebami grskega odporniskega gibanja in osvo-bodilne vqjne proti turski okupaciji na zacetku 19. stoletja. Njun namen je bil prebujanje rodoljubnih custev v prizadevanjih za osvoboditev mnogih se vedno podjarmljenih podrocij; to je bilo delno uspesno v desetletju med 1912 in 1922.
Kratka epa sta imela izrazito ljudske poteze in ljudje so se ju zlahka naucili na pamet. To je se posebno veljalo za zenske, ki so ju potem recitirale ob razlicnih priloznostih s stevilnim poslusal-stvom. Moja mati, rojena leta 1908, je bila ena tistih, ki so se epa naucili na pamet, in ju je potem recitirala meni, ko sem bil se otrok.
Eno leto pred njeno smrtjo leta 1979 sem njeno recitiranje posnel na magnetofonski trak. Tri leta kasneje sem nasel tiskani besedili, karmi jeomogocilo primerjavo med materino recitacijo in tiskano verzijo. Ko sem ugotovil mesta, ki se jih je mati s tezavo spomnila, sem izpeljal nekatere zakljucke o znacilnostih upada umetnosti ljudskega pripovedovanja. Zdi se, da so prodor nepripovednih, vecinoma poucnih delov, bolj ucena raba rime ter raba ucenih besed in jezikovnih oblik vidni vzroki tega upada, ki pa je bil pogojen tudi s porajanjem mescanske druzbe na otoku.
p. 608    OBDOBJA19

Saturday, January 30, 2010

Από το αφηγηματικό στο δραματικό κείμενο: συμβολή στη διδακτική της δραματοποίησης

Από το αφηγηματικό στο δραματικό κείμενο: συμβολή στη διδακτική της δραματοποίησης

Διαδρομές, τ. 48, Χειμώνας 1997, σελ. 256-260

   Η θεατρική παιδεία που πρόκειται να εισαχθεί σύντομα στη Δημοτική και στη Μέση Εκπαίδευση δεν αφορά μόνο την ανάλυση θεατρικών κειμένων ή τη σκηνική διδασκαλία τους. Το θεατρικό παιχνίδι και η δραματοποίηση ανήκουν επίσης στο δικό της χώρο, αφού η θεατρική παιδεία δεν (αυτο)περιορίζεται αποκλειστικά σε ένα ιδιαίτερο μάθημα με το κλασικό εγχειρίδιο, αλλά εξακτινώνεται και σε άλλα μαθήματα, όπως η ιστορία, η φυσική, τα μαθηματικά, κ.λπ., και φυσικό βέβαια στον αδελφό κλάδο, τη λογοτεχνία. Και ο συνδετικός τους κρίκος είναι κυρίως η δραματοποίηση.
   Την δραματοποίηση των λογοτεχνικών κειμένων την αναλαμβάνει ο εκπαιδευτικός ή οι μαθητές. Όμως η ανάθεση της δραματοποίησης στους μαθητές αποτελεί διδακτική μέθοδο, αφού κατά τη διαδικασία της είναι υποχρεωμένοι να εμβαθύνουν με ένα ενεργητικό τρόπο στο κείμενο, αφομοιώνοντάς το έτσι καλύτερα, απ’ ότι θα το έκαναν με την κλασικού τύπου κειμενική ανάλυση.
  Η δραματοποίηση βέβαια δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για να είναι το τελικό αποτέλεσμα όσο το δυνατόν καλύτερο αισθητικά, θα πρέπει οι μαθητές ή οι εκπαιδευτικοί που θα την αναλάβουν να διαθέτουν ορισμένες γνώσεις όσον αφορά τις ιδιομορφίες του λογοτεχνικού και του δραματικού κειμένου, τις ομοιότητες αλλά προ παντός τις διαφορές τους. Χωρίς να φιλοδοξούμε να εξαντλήσουμε το θέμα στο παρόν μας κείμενο, θα επισημάνουμε τις πιο σημαντικές παραμέτρους της δραματοποίησης.
   Το κύριο στοιχείο του δραματικού κειμένου είναι ο διάλογος. Ο διάλογος όμως υπάρχει και στην αφηγηματική πεζογραφία. Έτσι, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι η εύκολη λύση είναι η μεταφορά του διαλόγου από το αφηγηματικό στο δραματικό κείμενο. Αυτό όντως θα γίνει σε κάποιο βαθμό, όμως το ζήτημα είναι ότι δεν πρέπει και, συχνά λόγω έκτασης, δεν είναι δυνατόν να μεταφερθούν όλοι οι διάλογοι, αλλά απεναντίας χρειάζεται να γίνει μια επιλογή. Οι διάλογοι αυτοί επίσης συνήθως χρειάζονται ορισμένες τροποποιήσεις. Επί πλέον, ακόμα σημαντικότερο, είναι ανάγκη να προστεθούν διάλογοι. Ποια επεισόδια θα καλύπτουν αυτοί οι διάλογοι και τι είδους τροποποιήσεις ενδεχόμενα θα χρειαστεί να γίνουν, είναι κάτι που θα το συζητήσουμε παρακάτω.
  Στη δραματοποίηση διηγημάτων τα πράγματα είναι πιο εύκολα, αφού υπάρχει ένας ισομορφισμός ανάμεσα στο διήγημα και το μονόπρακτο, το τελικό αποτέλεσμα της δραματοποίησής του. Και τα δυο επικεντρώνονται συνήθως σε ένα κεντρικό επεισόδιο, υπάρχουν λίγα πρόσωπα και η έκτασή τους είναι εξίσου μικρή.
   Αυτό όμως δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα, που η έκτασή του συχνά είναι πολλαπλάσια από αυτή ενός δραματικού κειμένου. Γι’ αυτό θα μας απασχολήσει κυρίως η δραματοποίηση μυθιστορημάτων, αφού πολλά από όσα θα λεχθούν ισχύουν και για τη δραματοποίηση διηγημάτων.
  Μια βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα θεατρικό έργο και σε ένα μυθιστόρημα είναι ότι το μυθιστόρημα προσφέρει ένα πανόραμα ζωής, με άφθονα στοιχεία περισσότητας (redundancy). Το δράμα αντίθετα επικεντρώνεται στις κρίσιμες κορυφώσεις, τις γεμάτες σασπένς.1 Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Ρ. Μπάρτ,2 το δράμα απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά από πυρηνικά γεγονότα/επεισόδια, που σε μια αιτιακή αλυσίδα πυροδοτούν το ένα το άλλο διαδοχικά. Το μυθιστόρημα όμως διαθέτει και άφθονα καταλυτικά γεγονότα, γεγονότα δηλαδή που συνήθως, χωρίς να προσθέτουν στη δράση, λειτουργούν ως δείκτες, οδηγώντας σε μια πληρέστερη διαγραφή των χαρακτήρων ή/και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούνται. Πολλά από τα γεγονότα αυτά, επαναλαμβανόμενα, δίνονται συμπεριληπτικά (iterations).
   Είναι προφανές ότι στη δραματοποίηση θα επιλεγούν κυρίως πυρηνικά γεγονότα. Όμως ο αριθμός τους μπορεί να είναι υπερβολικά μεγάλος, ώστε να μην είναι δυνατόν να χωρέσουν όλα στη δραματοποίηση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο διασκευαστής θα πρέπει να κάνει τις επιλογές του.
  Υπάρχει ακόμη η περίπτωση σε ένα μυθιστόρημα να υπάρχουν παράλληλες πλοκές. Πρέπει να επιλεχθεί πάντα η ισχυρότερη, αυτή που προσφέρει περισσότερο τα στοιχεία της σύγκρουσης και του σασπένς. Στην «Άννα Καρένινα» του Τολστόι, για παράδειγμα, η δεύτερη πλοκή με την ιστορία του Λέβιν (παρόλο που, κατά τη γνώμη μου, περιέχει τις ωραιότερες λογοτεχνικά σελίδες του έργου) σε όλες τις δραματοποιήσεις και τις κινηματογραφικές μεταφορές παραλείπεται.
  Μια άστοχη επιλογή είδαμε σε μια δραματοποίηση του τύπου «θεατρικό αναλόγιο»3 του «Ερωτόκριτου» που παρουσιάστηκε στη Μονή Καισαριανής. Η κορυφαία σκηνή της αναγνώρισης ούτε λίγο ούτε πολύ παραλείφθηκε, ενώ άλλα μη κορυφαία σημεία της δράσης δόθηκαν αναλυτικά.
  Με τη σημείωση αυτή θίγουμε μια άλλη διάσταση των γεγονότων, τον τυχόν ιδιαίτερο χαρακτήρα τους ως μοτίβων. Η αναγνώριση, που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αναπτύσσεται κατά τη δραματοποίηση όταν υπάρχει στη μυθοπλασία, γιατί συνιστά κορυφαίο σημείο της, με το χαρακτηριστικό ειρωνικό εφέ που περιέχει. Το ίδιο σημαντικά μπορεί να είναι και άλλα μοτίβα.
   Ένα στοιχείο δραματικής έντασης είναι οι στιγμές σύγκρουσης των προσώπων. Οι στιγμές αυτές θα πρέπει να δραματοποιούνται, γιατί συνήθως οι συγκρουσιακές στιγμές έχουν ταυτόχρονα πυρηνικό και δεικτικό χαρακτήρα, όντας αποκαλυπτικές του ιδιαίτερου ήθους των προσώπων, και συχνά οδηγούν στην περιπέτεια, την μεταστροφή της τύχης του ήρωα, συστατικό και αυτό στοιχείο της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη.
  Λιγότερο πυρηνικά ή δεικτικά γεγονότα που «ξεχειλίζουν» από ένα αποδεκτό χρονικό όριο παράστασης ενός δραματοποιημένου κειμένου μπορούν να δοθούν αφηγηματικά, από τα πρόσωπα όμως του έργου, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο. Ο εξωτερικός αφηγητής πρέπει να αποφεύγεται, παρόλο που αποτελεί μια εύκολη λύση στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις. Και αυτό γιατί, μια από τις μαγείες του θεάτρου είναι η ψευδαίσθηση της συγχρονικότητας, η αίσθηση ότι τα γεγονότα συμβαίνουν ζωντανά μπροστά μας, στο «τώρα» της πρόσληψής τους. Όταν υπάρχει αφηγητής, η ψευδαίσθηση αυτή υπονομεύεται, καθώς ο χρόνος δράσης μετατίθεται στο παρελθόν. Οι κατά καιρούς διασκευαστές του «Ερωτόκριτου» δεν μπόρεσαν να τον αποφύγουν, γιατί για να αποδώσουν το πλήρες πλαίσιο της δράσης χωρίς την παρουσία του θα έπρεπε να φτιάξουν κορνάριους στίχους και να τους βάλουν στα χείλη των ηρώων, πράγμα λιγάκι δύσκολο. Έτσι περιορίζονται απλά στην επιλογή από το μακροσκελές αυτό επικολυρικό έπος, και όχι στην ανάπλαση ή την προσθήκη.
  Από τα πρόσωπα του έργου μπορούν να δοθούν αφηγηματικά και συμπεριληπτικά γεγονότα, γεγονότα δηλαδή που επαναλαμβάνονται. Συχνά όμως τα γεγονότα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά, και η μεν αφήγηση αναγκάζεται να τα δώσει ψευδοσυμπεριληπτικά, δηλαδή με τόσες λεπτομέρειες σαν να επρόκειτο για μοναδικό γεγονός, το δε δράμα ως μοναδικά γεγονότα, των οποίων ο συμπεριληπτικός χαρακτήρας αποκαλύπτεται από τα σχόλια των ηρώων.4
  Προσοχή επίσης χρειάζεται στους αναχρονισμούς. Οι αναχρονισμοί δεν πρέπει να δίνονται σκηνικά, γιατί έτσι καταστρατηγείται η ψευδαίσθηση ότι τα γεγονότα συμβαίνουν στο παρόν της πρόσληψης, αλλά μέσω της αφήγησης των προσώπων. Καλό είναι γενικά να αποφεύγονται, και να διατηρούνται μόνο όσοι είναι απαραίτητοι, συνήθως το παρελθόν των ηρώων που κείται εκτός των χρονικών πλαισίων της δραματοποιημένης ιστορίας, και το οποίο φωτίζει την προσωπικότητά τους ή/και επιδρά αιτιακά στα μεταγενέστερα γεγονότα. Όσο για τις προσημάνσεις, ιδιαίτερα την προσήμανση του τέλους, επίσης πρέπει να αποφεύγονται. Αυτή μπορεί να δημιουργήσει εφέ τραγικής ειρωνείας, σασπένς του πώς, αισθήματα «φόβου και ελέου» για τον ήρωα ή τους ήρωες, όμως το έργο χρειάζεται μετά μια άλλου είδους αντιμετώπιση, κάτω από το φως των νέων εφέ και των νέων αισθημάτων για τους ήρωες, που απουσιάζουν όταν αυτή οδεύει σε ευθύγραμμη κίνηση. Η αντιμετώπιση αυτή απαιτεί μια ιδιαίτερη ικανότητα, την οποία δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από τον εκπαιδευτικό, και πολύ περισσότερο από τους μαθητές.5
  Η φωνή του αφηγητή στο πεζογράφημα, με τη μορφή είτε των σχολίων είτε του «αφηγημένου λόγου» των ηρώων, μέσω της οποίας περνάει η δική του προοπτική στάση απέναντί τους ή/και απέναντι στα γεγονότα, η οποία καθορίζει εν πολλοίς και την «προτιθέμενη προοπτική πρόσληψης», αναγκαστικά θα πρέπει να περάσει μέσα από τον διάλογο των προσώπων. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου από τον αφηγητή αναγκαστικά θα υποκατασταθεί από τον αυτοχαρακτηρισμό, από τον χαρακτηρισμό των άλλων και από τον έμμεσο χαρακτηρισμό μέσω της πράξης. Όταν αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν υπάρχουν στο αφήγημα ή δεν επαρκούν, αναγκαστικά θα πρέπει ο διασκευαστής να προσθέσει διαλογικά τμήματα ώστε να καλυφθεί η ανάγκη χαρακτηρισμού του προσώπου.
  Δράμα σημαίνει δράση. Έτσι τα στατικά σημεία της αφήγησης, όπως τα σχόλια και η περιγραφή, δεν έχουν μεγάλη θέση στη δραματοποίηση. Τα μεν σχόλια διαχέονται μέσα στη δράση και το λόγο των προσώπων, με τον τρόπο που είπαμε παραπάνω, ενώ η περιγραφή καθίσταται περιττή, μια και τα αντικείμενα της περιγραφής, τα πρόσωπα και οι χώροι, παρουσιάζονται εικονιστικά κατά τη δραματοποίηση από τον ενδυματολόγο, τον σκηνογράφο, κ.λπ. Έτσι δεν απασχολούν ιδιαίτερα τον διασκευαστή παρά σε κάποια ενδεικτικά παρακείμενα.
  Όσον αφορά την οικονομία των προσώπων, μάλλον δεν τίθεται ζήτημα για τις μαθητικές δραματοποιήσεις, αφού το ζητούμενο είναι η ενεργός συμμετοχή όσο γίνεται περισσότερων μαθητών. Σε επαγγελματικές βέβαια δραματοποιήσεις η οικονομία των προσώπων είναι αναγκαία, αφενός για να μη διαχυθεί η δράση και αφετέρου για λόγους καθαρά οικονομικούς.
  Ήδη θίξαμε έναν εξωτερικό περιορισμό, που δεν αφορά όμως τη δραματοποίηση στα πλαίσια του σχολείου. Υπάρχουν και άλλοι τέτοιοι.
   Η αφήγηση διαθέτει απεριόριστους χώρους και χρόνους δράσης, μια και αποδίδονται λεκτικά. Στο θέατρο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο αριθμός των σκηνών δεν μπορεί να είναι άπειρος. Το οικονομικό κόστος περιορίζοντας τον αριθμό των σκηνικών, άρα και των χώρων της δράσης (για λόγους οικονομικούς, αλλά και μεγέθους σκηνής, οι εσωτερικοί χώροι συνήθως προτιμούνται), θέτει τα δικά του όρια και τις δικές του αρχές επιλογής ως προς τα γεγονότα που θα προτιμηθούν για δραματοποίηση.
  Η αφήγηση των μη δυνάμενων να παρασταθούν σκηνικά γεγονότων (κατά προτίμηση, όπως είπαμε, από τα χείλη των δρώντων προσώπων και όχι εξωτερικών αφηγητών, πράγμα που εν πολλοίς υπονομεύει την αποφυγή των αναδρομών), η οποία λόγω της φύσης της δραματοποίησης έχει την τάση να γίνεται υπερβολική σε σχέση με ένα καθαρά δραματικό κείμενο, θα πρέπει να περιορίζεται συνειδητά. Όμως συχνά υπάρχει και άλλη λύση. Ορισμένα γεγονότα, για τα οποία υπάρχουν σκηνικοί περιορισμοί, θα μπορούσαν να δοθούν off-stage, ηχητικά, ή «τοιχοσκοπικά», με κάποιο από τα επί σκηνής πρόσωπα να τα αφηγείται «συγχρονικά», βλέποντας π.χ. από ένα παράθυρο.
   Η μεταμοντέρνα τάση της δραματοποίησης αποτελεί μια πρόκληση για τους εκπαιδευτικούς και ένα άριστο μαθησιακό εργαλείο για τους μαθητές. Μια απάντηση σ’ αυτή την πρόκληση αποτελεί και το παρόν μας κείμενο, με την ελπίδα ότι θα αποτελέσει ένα ελάχιστο βοήθημα για τους εκπαιδευτικούς εκείνους για τους οποίους το θέατρο δεν αποτελεί μια κυριακάτικη αναψυχή αλλά ένα μέσο πνευματικής και ψυχικής διαπαιδαγώγησης που, παραμερίζοντας την από καθέδρας διδασκαλία και προϋποθέτοντας την ενεργό συμμετοχή των μαθητών, αποτελεί ένα πρωτοποριακό όργανο εκπαίδευσης το οποίο θα τύχη της ευρείας αποδοχής τους.

Σημειώσεις

1. Georg Lucacs, The historical novel, New York 1972, Penguin.
2. R. Barthes, W. Kayser, W.C. Booth, Ph. Hamon, Poétique du récit, Paris, 1977, ed. Seuil. col. Points, σελ. 25
3. Οι ηθοποιοί απλώς μιλάνε, χωρίς να παίζουν.
4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το έργο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπη. Στο τέλος μαθαίνουμε ότι οι σκηνές που προηγήθηκαν δεν αποτελούσαν παρά επανάληψη παρόμοιων σκηνών, με άλλους καλεσμένους. Μόνο οι τελευταίες σκηνές της εγκατάλειψης της αυταπάτης των δύο ηρώων ότι τάχα έχουν ένα γιο δεν αποτελούν συμπερίληψη αλλά μοναδικά γεγονότα.
5. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε υπόψη μας στην κινηματογραφική μεταφορά του «Λάθους» του Αντώνη Σαμαράκη. Το τέλος του ήρωα, στην κινηματογραφική εκδοχή, δίνεται στην αρχή. Έτσι το σπασπένς του τι θα γίνει με τον ήρωα, θα τη γλιτώσει, κ.λπ. μετατρέπεται σε σπασπένς του πώς έγινε και σκοτώθηκε.