Wednesday, June 29, 2011

Γιασμίνα Χαντρά, Ο Όλυμπος των αποκλήρων

Γιασμίνα Χαντρά, Ο Όλυμπος των αποκλήρων (μετ. Γιάννης Στρίγγος), Καστανιώτης 2011, σελ. 167

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα ακόμη συναρπαστικό μυθιστόρημα του Αλγερινού συγγραφέα, που έχει σαν θέμα του τη ζωή κάποιων περιθωριακών

Κατ’αρχάς να ξεκινήσουμε με τη διευκρίνιση πώς πίσω από το ψευδώνυμο Γιασμίνα Χαντρά κρύβεται ο Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ (γεν. 1955), αξιωματικός του Αλγερινού στρατού που για λόγους ασφαλείας προτίμησε να υπογράφει τα βιβλία του με γυναικείο ψευδώνυμο. Μόλις το 2001 αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα, όταν εγκατέλειψε το στρατό και κατέφυγε στη Γαλλία εξόριστος. Όπως διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια, «η ανωνυμία ήταν ο μοναδικός τρόπος για να επιβιώσει κατά τη διάρκεια του Αλγερινού Εμφυλίου Πολέμου». Στη συνέχεια έχουμε μια ένσταση ως προς τον τονισμό του ονόματος όπως γράφεται στο βιογραφικό του συγγραφέα στο αυτί του βιβλίου, Χάντρα αντί Χαντρά. Όχι γιατί οι γαλλικές λέξεις τονίζονται στη λήγουσα, αλλά γιατί η λέξη χαντρά στα αραβικά σημαίνει πράσινο. Μου θυμίζει μια συνάδελφο σε ένα συνέδριο από την Τουρκία, που μου είπε «είσαι ο μόνος που τονίζει το όνομά μου σωστά». Την έλεγαν Σεβντά, αγάπη. Όλοι οι άλλοι την φώναζαν Σέβντα.
Γιασμίνα Χαντρά λοιπόν, πράσινο γιασεμί.
Ο Γιασμίνα Χαντρά (βάζουμε το αρσενικό άρθρο όπως το βλέπουμε και στο βιογραφικό του), ενώ στα προηγούμενα έργα του περιφέρει την πλοκή του σύμφωνα με τη θεματική της στους αντίστοιχους γεωγραφικούς χώρους (η πλοκή στο «Τρομοκρατικό κτύπημα» με θέμα την τρομοκρατία τοποθετείται στο Ισραήλ, στα «Χελιδόνια της Καμπούλ» με θέμα την καταπίεση της γυναίκας στο Ισλάμ στο Αφγανιστάν, στις «Σειρήνες της Βαγδάτης» με θέμα την αντίσταση κατά των Αμερικανών στο Ιράκ), εδώ η πλοκή με θέμα τους «απόκληρους» τοποθετείται στις παρυφές μιας ανώνυμης πόλης, που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε αραβική πόλη, αφού κάποια πρόσωπα του μυθιστορήματος έχουν όχι ψευδώνυμα αλλά αραβικά ονόματα. Ακόμα και το ψευδώνυμο του κεντρικού ήρωα, του Ας, σημαίνει στα αραβικά «αυτός που έχει ζήσει».
Έχουμε ξανασυναντήσει ομάδες περιθωριακών στη λογοτεχνία. Πρόχειρα μου έρχεται στο μυαλό η «συμμορία της κόκκινης Λέλας» στο «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα» της Ευγενίας Φακίνου. Θυμάμαι επίσης την θαυμάσια ταινία του Ακίρα Κουροσάβα με τίτλο «Ντοντεσκαντέν», που στα ελληνικά αποδόθηκε ως «Η γειτονιά των καταφρονεμένων», καθώς και την μαροκινή ταινία «Αλί Ζάουα, ο πρίγκιπας των δρόμων» του Nabil Ayouch. Όμως στο έργου του Χαντρά υπάρχει μια πρωτοτυπία: Ενώ οι περιθωριακοί συνήθως εντοπίζονται άστεγοι στους δρόμους ή στις παραγκουπόλεις στις παρυφές τριτοκοσμικών πόλεων, ο Χαντρά τοποθετεί τους δικούς τους περιθωριακούς αρκετά έξω από την πόλη, σε μιαν αλάνα. Οι δικοί του περιθωριακοί δεν ζουν σε παράγκες, αλλά σε εγκαταλειμμένα κοντέινερ ή σε σπηλιές. Κατά τα άλλα κουβαλάνε τις ψυχικές και σωματικές παραμορφώσεις που έχουν συνήθως οι περιθωριακοί. Όμως οι περιθωριακοί του Χαντρά έχουν την πεποίθηση ότι η πόλη είναι ένας πολύ επικίνδυνος τόπος για να ζήσει κανείς. Εδώ είναι χορ, δηλαδή ελεύθεροι.
Ξάφνου εμφανίζεται από το πουθενά ο Μπεν Αντάμ, που σημαίνει «Ο υιός του ανθρώπου». Είναι μια βιβλική φυσιογνωμία, που φαίνεται να ξέρει τα πάντα για όλους τους. Όλοι ακούν μαγεμένοι τα λόγια του. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει αισιοδοξία. Η ζωή που κάνουν είναι μια ζωή παραίτησης. Πρέπει να προσπαθήσουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους.
Κάποια μέρα εξαφανίζεται πίσω από τους λόφους. Όμως τα λόγια του έχουν ριζώσει σε κάποιους. Ένας από αυτούς είναι και ο Τζούνιορ. Ο Ας, ο προστάτης του, θα τον ενθαρρύνει να πάει στην πόλη, μήπως ξαναφτιάξει τη ζωή του. Κάποιοι άλλοι όμως δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία του.
Ο Τζούνιορ κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Είναι κουλός από το ένα χέρι. Στην πόλη τον συνέλαβαν για αλητεία, τον φυλάκισα και τον έστειλαν σε καταναγκαστική εργασία. Εκεί κόντεψε να σκοτωθεί σε ένα ατύχημα που του στοίχισε το χέρι του. Όλοι κατηγορούν τον Ας. Και ο ίδιος νοιώθει ένοχος.
Το μυθιστόρημα είναι εντελώς απαισιόδοξο. Φαίνεται να λέει πώς της γης οι κολασμένοι δεν έχουν σωτηρία. Είναι καταδικασμένοι να επιλέξουν ή τη Σκύλλα της πόλης ή τη Χάρυβδη μιας αλάνας μακριά απ’ αυτή.
Ο Ας στο τέλος θα εγκαταλείψει την αλάνα. Ο Τζούνιορ θα χάσει τον προστάτη του. Ο Χαντρά μας τον παρουσιάζει στο τέλος του έργου να συλλογίζεται τη ζωή στην πόλη και τον εφιάλτη των καταναγκαστικών έργων στα νταμάρια. Και ο συγγραφέας τελειώνει το μυθιστόρημά του μιλώντας γι’ αυτόν: «Κι απ’το μυαλό του Τζούνιορ δεν θα ξαναπεράσει ποτέ η ιδέα να ξαναφτιάξει τη ζωή του».
Όμως υπάρχει και μια ατάκα, αισιόδοξη στην απαισιοδοξία της, λίγο μετά τη μέση του μυθιστορήματος. Την απευθύνει ο Ας στον Τζούνιορ. «Η ζωή αξίζει, παρ’όλα τα βάσανα, Τζούνιορ. Αξίζει να τη ζήσει κανείς» (σελ. 115). Αξίζει να κλείσουμε αυτή την παρουσίαση μ’ αυτά τα λόγια.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Wednesday, June 22, 2011

Gene Wilder, Φίλα με σαν ξένος

Gene Wilder, Φίλα με σαν ξένος (μετ. Θανάσης Χειμωνάς), ΑΛΔΕ 2011, σελ. 333

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Η πρώτη συγγραφική απόπειρα του γνωστού ηθοποιού Τζην Γουάιλντερ, η αυτοβιογραφία του, με την οποία αποκαλύφθηκε το συγγραφικό του ταλέντο

Είναι ένα βιβλίο από το είδος που μου αρέσει: αυτοβιογραφία. Είναι η αυτοβιογραφία ενός ηθοποιού που μου αρέσει: του Gene Wilder. O Gene Wilder, σε αντίθεση με πολλούς επώνυμους, δεν έχει γράψει μόνο την αυτοβιογραφία του: έχει γράψει ακόμη δυο μυθιστορήματα και ένα τόμο διηγήματα. Η αυτοβιογραφία του αποκάλυψε στο αναγνωστικό κοινό ότι έχει ταλέντο όχι μόνο ως ηθοποιός, όχι μόνο ως ζωγράφος, αλλά και ως συγγραφέας.
Αμέσως από τις πρώτες σελίδες καθηλώνει τον αναγνώστη με την αφηγηματική του τεχνική: Αποδέκτης της αφήγησής του είναι η Magie, η ψυχολόγος του. Άρα ξέρουμε ότι θα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, όσο αποκαλυπτικός μπορεί να είναι ένας ψυχαναλυόμενος που έχει καταφέρει να ξεπεράσει τις περισσότερες αντιστάσεις του. Και το αποδεικνύει. Μιλάει χωρίς ενδοιασμούς για μια νεύρωσή του, έναν ιδεοψυχαναγκασμό, τον ιδεοψυχαναγκασμό να προσεύχεται.
Ένας ηθοποιός που έχει διαπρέψει στην κωμωδία θα είναι το ίδιο καλός και ως κωμωδιογράφος. Το απόδειξε γράφοντας το σενάριο μιας από τις πιο ξεκαρδιστικές κωμωδίες που έχω δει, τον Φρανκενστάιν Τζούνιορ. Το αποδεικνύει και στην αυτοβιογραφία του, γράφοντας με έναν απολαυστικό τρόπο για τις πρώτες του σεξουαλικές εμπειρίες.
Εμείς οι απλοί αναγνώστες απολαμβάνουμε μια συναρπαστική αφήγηση. Οι αναγνώστες-ηθοποιοί και σκηνοθέτες αντλούν μαθήματα μέσα από το έργο, μαθήματα που θα τους φανούν χρήσιμα στη δουλειά τους.
Ένα παράδειγμα: Λέει κάπου ότι ο καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσεις τη δουλειά ενός σκηνοθέτη είναι να δεις μια ταινία του χωρίς ήχο, ώστε να μην παρασυρθείς από το σενάριο και τη μουσική. Ακόμη δείχνει τη σημασία του μοντάζ στο τελικό αποτέλεσμα της ταινίας. Λέγει ότι κόβοντας και ράβοντας μια δεκατετράλεπτη «καταστροφή», έφτιαξαν ένα οκτάλεπτο αριστούργημα.
Αλλά δεν είναι μόνο η συναρπαστική αφήγηση. Διαβάζουμε με ενδιαφέρον για τα παρασκήνια ταινιών που εμείς οι παλιοί αγαπήσαμε, και που ασφαλώς θα αγαπούν και θα αγαπήσουν οι νέοι θεατές, μια και οι ταινίες του τώρα είναι προσβάσιμες σε πλατύτερο κοινό μέσω της τηλεόρασης, των video clubs, και των προσφορών εφημερίδων και περιοδικών. Έτσι έμαθα ότι μια από τις καλύτερες κωμωδίες που είδα ποτέ, «Αυτοί οι τρελοί παραγωγοί», δεν έκανε τα εισιτήρια που τις άξιζαν γιατί κάποια ανόητη κινηματογραφική κριτικός έθαψε την ταινία. Ακόμη διαβάζουμε και για άλλα πρόσωπα του κινηματογράφου, όπως π.χ. για τον Μελ Μπρουκς και τον Ρίτσαρντ Πράιορς, με τους οποίους ο Wilder γύρισε μερικές από τις καλύτερες ταινίες του.
Στα κείμενά μου γράφω συχνά για τις συμπτώσεις που μου έχουν τύχει στη ζωή μου. Ο Wilder μιλάει κάμποσες φορές όχι για συμπτώσεις, αλλά για κάποιες ευτυχείς συγκυρίες και πού τον οδήγησαν: Το αφηγηματικό σχήμα είναι «αν»…. «θα», σε υποθετικό λόγο τρίτου είδους όπως τον διδάσκονται οι σπουδαστές των αγγλικών, και με την αρνητική εκδοχή σε ένα ή και στα δυο σκέλη. Αν δεν γινόταν αυτό και αυτό, δεν θα συναντούσε την Madeline Kahn, την παρτενέρ του στον «Φρανγκενστάιν Τζούνιορ» και στον «Μικρότερο αδελφό του Σέρλοκ Χώλμς». «Αν»... «Δεν θα παντρευόμουν στην Τζίλντα», για να αναφέρουμε μόνο δυο παραδείγματα.
Έχουμε την τάση να θεωρούμε τη ζωή των διασημοτήτων ανέφελη και ευτυχισμένη, όμως οι βιογραφίες τους αποκαλύπτουν ότι πολλοί από αυτούς έχουν περάσει αρκετές δύσκολες καταστάσεις στη ζωή τους. Ο Wilder είδε την Τζίλντα του να πεθαίνει από την επάρατο, ενώ και ο ίδιος μόλις κατάφερε να ξεφύγει.
Διαβάζοντας τον επίλογο, αναρωτιόμαστε: Δεν μπόρεσε ο Wilder να εκδώσει νωρίτερα το βιβλίο του, ή δεν θέλησε; Χρονολογία έκδοσης είναι το 2005, ενώ στον επίλογο διαβάζουμε ότι πέρασαν τεσσεράμισι χρόνια από τότε που κατάφερε να αναρρώσει ξεπερνώντας τον κίνδυνο. Η μέρα αυτή, όπως αναφέρει, ήταν η 10η Φεβρουαρίου 2000. Δεν ξέρω τι πράγματα έκανα εγώ εκείνη την ημέρα, αλλά ξέρω ότι το βράδυ διασκέδασα με τους φίλους μου, αυτούς που με επισκέφτηκαν για να με συγχαρούν για την ονομαστική μου εορτή.
Ο Wilder είναι ταλαντούχος συγγραφέας, με λεπτή αίσθηση του χιούμορ, και επινοητικός αφηγηματικά. Έστω και καθυστερημένα δρέπει δάφνες και στη λογοτεχνία, όπως έκανε και στον κινηματογράφο. Να του ευχηθούμε μακροζωία, για να απολαύσουμε και άλλα έργα του.


Και η συνέντευξη που του πήραμε, στην Ελευθεροτυπία.

Sunday, June 19, 2011

Χρυσούλα Δημητρακάκη, Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια

Χρυσούλα Δημητρακάκη, Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια, Ιωλκός 2011, σελ. 136

Παρουσίαση του βιβλίου την Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011 στο δημαρχείο Αμαρουσίου.
Η παρουσίαση δημοσιεύτηκε και στα Κρητικά Επίκαιρα, Μάρτης 2011

Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας
Θα ήθελα καταρχάς να ευχαριστήσω τη Χρυσούλα που μου έκανε την τιμή να με καλέσει να παρουσιάσω την τελευταία της ποιητική συλλογή, και έπειτα όλους εσάς που παρευρίσκεστε σ’ αυτή την εκδήλωση.
Έχω ήδη παρουσιάσει από τις στήλες της εφημερίδας Κρητικά Επίκαιρα την ποιητική συλλογή της με τίτλο «Τριλογία: Ύπαρξη-Ζωή-Άνθρωπος» που εκδόθηκε επίσης από τις εκδόσεις Ιωλκός πριν τέσσερα χρόνια. Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτή την παρουσίαση κοίταξα να δω τι είχα γράψει για αυτή τη συλλογή. Βλέπω λοιπόν ότι έγραψα τότε για τη Δημητρακάκη ότι «Η ποίησή της είναι δοκιμιακή, φιλοσοφική, διδακτική. Καβαφικά πεζολογική και διαυγέστατη, μας μεταδίδει την εικόνα της για τη ζωή, τον άνθρωπο, και γενικά για την ύπαρξη».
Όλοι οι ποιητές έχουν ένα κεντρικό άξονα στην ποίησή τους, και γύρω από αυτόν περιστρέφονται. Ελληνοκεντρικός ο Σεφέρης, λυρικός ο Ελύτης, φιλοσοφικός ο Καβάφης. Ο άξονας της Δημητρακάκη δηλώνεται απερίφραστα στον τίτλο αυτής της συλλογής: Ύπαρξη-ζωή-άνθρωπος. Στον ίδιο άξονα κινείται και μ’ αυτή την τελευταία της ποιητική συλλογή που έχει τον τίτλο «Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια», τίτλος που δίνει και το κρητικό στίγμα της ποιήτριας: τα μανουσάκια, αυτά τα πανέμορφα λουλουδάκια, για τα οποία γράφει η Δημητρακάκη σε μια εσωτερική σελίδα: Μανουσάκια: Μικρά ευωδιαστά λευκά αγριολούλουδα που
ξεμυτίζουν σε όλη την Κρητική γη όταν πιάσουν γερά τα κρύα.
Η φιλοσοφική διάθεση της Δημητρακάκη εκφράστηκε αμεσότερα στο προηγούμενο βιβλίο της που έχει τον τίτλο «Το θρόισμα του μεγάλου δρυγιά». Στο έργο αυτό, μικρά δοκίμια εναλλάσσονται με ποιήματα. Παρεμπιπτόντως και εδώ δίνει το κρητικό της στίγμα η Δημητρακάκη, με τη λέξη δρυγιάς που δεν είναι παρά ο δρυς, η βελανιδιά. Ως γνωστόν η κρητική διάλεκτος βρίσκεται πιο κοντά στην αρχαία μας γλώσσα από ότι η κοινή νεοελληνική. Να αναφέρω μόνο ότι διατηρούμε τα γένη σε λέξεις που δηλώνουν μέρη του σώματος που στην κοινή νεοελληνική έχουν ουδετεροποιηθεί, όπως ο πόδας (ο αρχαίος πους) αντί το πόδι, η χέρα (στα αρχαία η χειρ), αντί το χέρι, ενώ η κεφαλή μένει ατόφια, αντί το κεφάλι.
Αφού δώσαμε το ποιητικό στίγμα της Δημητρακάκη, θα αναφερθούμε σε ξεχωριστά ποιήματα. Δεν θα πω τα καλύτερα, γιατί κάποιοι άλλοι θα έκαναν ίσως μια διαφορετική επιλογή, αλλά αυτά που με άγγιξαν περισσότερο με τις ιδέες τους ή με εντυπωσίασαν με την ποιητικότητα της έκφρασης.
Το ποίημα «Συμπληγάδες» εκφράζει μια απαισιοδοξία και μια βαθύτερη αλήθεια.
«Συμπληγάδες οι σκέψεις.
Περνά ο χρόνος ίσα που προλαβαίνει
και σαν αστραπή κλείνουν,
για να χαθείς μέσα τους.

Ποιον να προλάβεις να πείσεις;
Μονάχα εκείνον,
που από μόνος του έχει πεισθεί».
Το σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» αναδιατυπώνεται στους δυο πρώτους στίχους της «Περιπλάνησης» εκφράζοντας το δύσκολο του εγχειρήματος.
«Ένα ταξίδι χρειάζεται
μέχρι την αυτογνωσία».
Απαισιόδοξοι και οι δυο τελευταίοι στίχοι από το ποίημα «Περιορισμοί»
«Ενώ εμείς θα ονειρευόμαστε
θα νομίζουμε ότι ζούμε»
«Το χρυσάφι» έχει ένα οικολογικό μήνυμα, ή καλύτερα μια οικολογική προειδοποίηση:
«Αν το χώμα γίνει χρυσάφι,
δε θα μας ωφελήσει,
αν σε λίγο καιρό,
λιώσουν τα παγόβουνα
και η θάλασσα σκεπάσει τη στεριά».
Ο Καζαντζάκης ρώτησε κάποτε έναν γέρο: -πώς σου φάνηκε η ζωή παππού; -Σαν ένα ποτήρι δροσερό νερό, απαντά αυτός. -Και διψάς ακόμα; Τον ξαναρωτά ο Καζαντζάκης. -Ανάθεμά τον που ξεδίψασε, απαντάει πάλι ο γέρος.
Διάβασα σε ένα βιβλίο ψυχολογίας ότι τα περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γέροι οφείλονται στο ότι δεν πέτυχαν κάποια πράγματα που είχαν θέσει σαν στόχους στη ζωή τους, δεν πρόλαβαν να κάνουν τα ταξίδια που ονειρεύτηκαν, να πραγματοποιήσουν όλα τους τα όνειρα. Και η Χρυσούλα γράφει:
«Αυτό που θυμάσαι,
δε θα αφορά ποτέ
αυτά που έζησες,
παρά μονάχα
αυτά, που θα ήθελες να ζήσεις».
Οι εκπρόσωποι της αντιψυχιατρικής σχολής, όπως ο Ronald David Laing, ο Thomas Szasz και ο Franco Basaglia αντιτίθενται στην κλασική ψυχανάλυση που περίπου υποστηρίζει τον συμβιβασμό με τη λεγόμενη «αρχή της πραγματικότητας» για τη θεραπεία των νευρώσεων. Η Χρυσούλα Δημητρακάκη γράφει στο «Συμβιβασμό».
«Αυτό που ίσως χρειάζεται είναι
η αναχαίτιση όλων εκείνων
που όσο μεγαλώνεις σε αμβλύνουν

για να συμβιβάζεσαι
και να ονομάζεις τον συμβιβασμό «σοφία».
Στο «Στιγμές αιωρούμενες» με το εφέ της επαναφοράς σε κάθε στροφή (επαναφορά είναι η επανάληψη λέξεων. Εδώ επαναλαμβάνεται η λέξη «στιγμές»), η ποιήτρια υπογραμμίζει την υποκειμενικότητα της εμπειρίας.
«Στιγμές,
νοητικής διασπάθισης
που βλέπεις αυτά που δεν έβλεπες μέχρι τώρα.

Στιγμές που νομίζεις ότι άλλαξε ο κόσμος
ενώ άλλαξες εσύ».
Γνωσιολογικό είναι και το ποίημα «Η πλάνη και η αλήθεια».
«Δύσκολα ξεχωρίζεις
την αλήθεια.
Ο ευεργετικός λόγος
καλύπτει τις ανάγκες σου
και ο εχθρικός,
δε σε αφήνει να τη δεις».
Το να διαβάσεις την ποίηση είναι άλλο πράγμα, και άλλο να την ακούς. Γι αυτό και διοργανώνονται τόσο συχνά βραδιές ποίησης, ενώ σπάνια διοργανώνονται βραδιές πεζογραφίας. Κυρίως είναι ο κατάλληλος επιτονισμός των λέξεων, η «ρητορική» άρθρωση, τα παραγλωσσικά και τα εξωγλωσσικά μηνύματα που εκπέμπει ο απαγγέλλων. Στο ποίημα «Συναίνεση» έχουμε μια άλλη περίπτωση. Όποιος διαβάσει τους δυο τελευταίους στίχους από τους τέσσερις συνολικά του ποιήματος, δύσκολα θα υποπτευθεί αυτό που είναι ολοκάθαρο σ’ αυτόν που θα τους ακούσει, ότι μαζί απαρτίζουν έναν ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.
«Η Άνοιξη δεν έρχεται,
αν πρόσφορο το έδαφος δε βρει,
χωρίς ο νους να τη δεχθεί,
ο νους, να συναινέσει».
Το έχω γράψει πάρα πολλές φορές, ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει αβίαστα μέσα στο αίμα μας, λες και βρίσκεται μέσα στα γονίδιά μας, και εμφανίζεται, είμαι σχεδόν σίγουρος αυθόρμητα, χωρίς να το συνειδητοποιεί δηλαδή ο δημιουργός, όχι μόνο στα σύγχρονα ποιήματα με τον ελεύθερο στίχο, αλλά ακόμη και σε πεζογραφήματα. Το αμέσως επόμενο ποίημα, το «Ασήμαντη αφορμή», αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα.
«Kάποτ’ ανθίζει στέρφα γη,
καρπίζουν δυο κουβέντες,
με της βροχής σταλαγματιές
κι ασήμαντη
αφορμή».
Πιο κάτω συναντάμε ένα ακόμη ανάλογο ποίημα, το «Γιατί;»
«Το Μέγα Κόσμο,
κύματα,
αλμύρας
τον σαρώνουν,
γιατί,
στα μισοπέλαγα,
πεθαίνοντας,
διψάς;»
Ο «Αύγουστος» είναι ένα ποίημα που ξεκινάει σαν λυρικό για να καταλήξει σε ένα μεταφυσικό ρεμβασμό:
«Αύγουστος.
Η αθέατη πλευρά της ψυχής.

Πιο δυνατά από τα Πέλαγα της γης,
είναι τα πέλαγα,
που μέσα μας απλώνουν».
Η «σύζευξη» είναι ένα φιλοσοφικό ποίημα.
«Στα σύνορα δύο κόσμων,
κάνεις τη σύζευξη
και ζεις.
Μετά από κάθε συνένωση,
σημασία έχει
να χωρά μέσα σου ο άνεμος
του ενθουσιαστικού ανορθολογισμού.
Σημασία έχει
να μη βγεις πεθαμένος,
από την προσπάθειά σου να ζήσεις.
Σημασία έχει
να μη μείνεις,
θλιβερός ζωντανός».
Στη «Σύζευξη» βλέπουμε τη σύζευξη δυο λέξεων σε ένα πρωτότυπο σύμπλοκο πλούσιο σε νοήματα: ενθουσιαστικός ανορθολογισμός.
Σε ποιήματα με φιλοσοφική διάθεση, είναι αναπόφευκτο να υπάρχει και ο αφοριστικός λόγος. Στο ποίημα «Το στερεότυπο» διαβάζουμε.
«Τα καλύτερα
έρχονται όταν ξεχνάς τα δεδομένα.
Γιατί η ζωή
δεν είναι στερεότυπο».
Και ένα ακόμη φιλοσοφικό ποίημα, που έχει τον τίτλο «Εκείνο που πέρασε».
Αν τίποτε δεν τελείωνε
κι αν τίποτε δεν ήταν περαστικό παρόν,
δε θα υπήρχε
εκείνο,
που δεν έχει έλθει ακόμη.
Ο χρόνος
θα ήταν βασανιστική αιωνιότητα,
που δε θα χωρούσε μέσα στο σώμα μας».
Ένα υφολογικό στοιχείο της Δημητρακάκη είναι το ότι τελειώνει πολλά ποιήματά της με ερωτηματικό, ενώ συχνά υπάρχει ερωτηματικό και σε ενδιάμεσους στίχους. Τέτοια ποιήματα είναι για παράδειγμα «Η δέσμη των δεδομένων», η «Υπόσταση», «Τα ερείπια», «Η λεπτομέρεια», «Η εγκυρότητα του θαύματος» με το εφέ της επαναφοράς (επανάληψη του στίχου «γιατί να προσπαθήσω να σε μεταπείσω;» με εφέ τέλους την παράλειψη του «να προσπαθήσω»), κ.ά.
Το «Είμαστε και αυτό» μου θύμισε την κεντρική ιδέα στο «Είναι και το μηδέν» του Σαρτρ.
Παραθέτω την πρώτη στροφή:
«Δεν είμαστε αυτό που νομίζουμε εμείς.
Είμαστε και αυτό,
που νομίζουν οι άλλοι».
Αυτό που νομίζουμε εμείς είναι περίπου το pour soi του Σαρτρ, που το βλέμμα των άλλων το παγώνει σε en soi.
Ένα διδαχτικό-παραινετικό ποίημα είναι η «Πραγματικότητα».
«Μην καθησυχάζεις τους άλλους
με παραπλανητικές παρηγοριές.
Καθησύχασέ τους,
με την πραγματική
πραγματικότητα».
Ο προτρεπτικός διδακτισμός της Δημητρακάκη συχνά γίνεται με έμμεσο τρόπο. Στα «Όρια» διαβάζουμε:
«Τα όρια των άλλων
ποτέ δε μας εμποδίζουν.
Αν αποφασίσουμε να ρισκάρουμε,
η θέα από την άλλη πλευρά
είναι καταπληκτική».
Στο «Δεν αντέχω» γράφει η Χρυσούλα:
«Δεν αντέχω εκείνους
που κατόρθωσαν να πείσουν,
γνωρίζοντας
ότι δε θα χρειασθεί να αποδείξουν,
τίποτα
και ποτέ».
Να είχε άραγε υπόψη της τους πολιτικούς όταν το έγραφε;
Το τελευταίο ποίημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή είναι γραμμένο στο σχήμα του «Αν» του Κίπλινγκ, μόνο που εδώ η επαναφορά δεν γίνεται με το «αν» αλλά, πιο αισιόδοξα, με το «όταν». Παραθέτουμε τις δυο τελευταίες στροφές.
«όταν δεν ονομάσεις τη ράθυμη βολή σου, ωριμότητα
και τη μέτρια ζωή σου, μεγαλούργημα,
όταν περπατήσεις κάτω από τη βροχή, χωρίς να σκεφθείς
ότι χάλασε η εικόνα σου,
και όταν σηκωθείς, να χορέψεις, χωρίς να σκεφθείς αν θα
αρέσεις στους άλλους

έχεις φτάσει στη γη που ανθίζουν τα μανουσάκια
όχι για να ζήσεις τη μέτρια ζωή,
αλλά για να πλημμυρίσει η ψυχή σου ευωδιά
και να μπορείς να κάνεις τα μεγάλα σου άλματα».

Η γης που ανθίζουν τα μανουσάκια, φιλοσοφικά παραπέμπει σε μια ουτοπική χώρα που όμως δεν είναι και τόσο ουτοπική αφού μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτή όσο δύσκολο και αν είναι, και ποιητικά παραπέμπει, όπως είπαμε, στην Κρήτη.
Ήταν μια απόλαυση για μένα η περιδιάβαση στα ποιήματα της Χρυσούλας Δημητρακάκη, και σας καλώ να κάνετε κι εσείς την ίδια περιδιάβαση.
Ευχαριστώ.

Sunday, June 12, 2011

Ελένη Κεκροπούλου, Αγγέλικα η μαντενούτα

Ελένη Κεκροπούλου, Αγγέλικα η μαντενούτα, Ωκεανός 2011, σελ. 567

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια συναρπαστική μυθιστορηματική βιογραφία της μητέρας του Σολωμού

Ο τίτλος του βιβλίου μπορεί να μη λέει πολλά, λέει όμως ο υπότιτλος: «Το μυθιστόρημα για την πραγματική ζωή της μητέρας του Διονυσίου Σολωμού».
Έχω διαβάσει κάμποσες μυθιστορηματικές βιογραφίες (μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό η μυθιστορηματική βιογραφία του Ίρβιν Στόουν για τον Βαν Γκονγκ, της Λιλίκας Νάκου για τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε και του Σώμερσετ Μωμ για τον Πωλ Γκωγκέν, που έχει τον τίτλο «Το φεγγάρι και έξι πένες»), αλλά μυθιστορηματική βιογραφία ενός προσώπου που βρίσκεται στη σκιά μιας προσωπικότητας δεν έχω άλλη υπόψη μου. Οι βιογραφίες των διασημοτήτων είναι λίγο πολύ γνωστές στους αναγνώστες των μυθιστορηματικών βιογραφιών τους, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση βρισκόμαστε σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι. Τα μόνα πράγματα που ξέρουμε για την Αγγελική Νίκλη είναι ότι ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του κόντε Σολωμού με τον οποίο έκανε δυο γιους, τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, και ότι λίγο πριν πεθάνει ο Σολωμός νομιμοποίησε τη σχέση τους και την παντρεύτηκε. Και βέβαια το πιο σημαντικό, τη δικαστική διαμάχη που είχε ο Σολωμός με τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη για την πατρική κληρονομιά, ο οποίος υποστήριζε ότι ήταν γιος του κόντε Σολωμού παρόλο που γεννήθηκε μετά το γάμο της μητέρας του με τον Μανώλη Λεονταράκη, και ότι στη διαμάχη αυτή η μητέρα του πήρε το μέρος του αδελφού του.
Θα αδικούσαμε το βιβλίο αν περιορίζαμε το ενδιαφέρον του μόνο στα βιογραφικά στοιχεία της μητέρας του Σολωμού. Πρόκειται για ένα πολύ καλό μυθιστόρημα, το οποίο θα ήταν εξίσου συναρπαστικό και σαν καθαρή μυθοπλασία. Βέβαια γίνεται ακόμη πιο συναρπαστικό λόγω του βιογραφικού ενδιαφέροντος για κάθε τι που περιβάλλει τον Σολωμό. Η Ελένη Κεκροπούλου, πριν καταπιαστεί με το γράψιμο του μυθιστορήματος έκανε διεξοδική έρευνα, και τα στοιχεία που μας παρουσιάζει, έστω και με μυθιστορηματικό τρόπο, είναι πράγματι εντυπωσιακά.
Σε μια μελέτη μου για το Σολωμό γράφω τα εξής:
«Το 1833 μια οικογενειακή κρίση έρχεται να ταράξει τη γαλήνη του Σολωμού. Ο ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης ξεκινά μια δίκη, υποστηρίζοντας ότι είναι γιος του κόμη Σολωμού και επομένως νόμιμος κληρονόμος του. Η μητέρα του πήρε το μέρος του, πράγμα που πίκρανε βαθύτατα τον Σολωμό και τον έκανε να τη μισήσει. Η υπόθεση κράτησε έξι χρόνια, ο Σολωμός κέρδισε τελικά, αλλά βγήκε ψυχικά τραυματισμένος απ' αυτή την υπόθεση. Ο μισογυνισμός του θα ενισχυθεί απ' αυτή την ιστορία, που θα βρει την αντίρροπη τάση του στην αγάπη για μια γυναίκα ιδανική, μακρινή και απρόσιτη, τυλιγμένη στην αχλή του ονείρου και συνδεμένη με το θάνατο. Την ιδανική αυτή γυναίκα υμνεί στο πρόσωπο της "Φεγγαροντυμένης" στον "Κρητικό", έργο που άρχισε να γράφει το 1833, τη χρονιά της δίκης».
Είχα την εντύπωση ότι ο ετεροθαλής αυτός αδελφός του Σολωμού θέλησε να σφετεριστεί μέρος της περιουσίας του Σολωμού. Στην πραγματικότητα, όπως μαθαίνω από το μυθιστόρημα αυτό της Κεκροπούλου, είχε απόλυτα δίκιο. Ήταν πράγματι γιος του κόντε Σολωμού. Τα δικαστήρια δεν τον δικαίωσαν. Ο αδελφός του ήταν διάσημος και με καλές διασυνδέσεις για να χάσει τη δίκη.
Δεν θα μείνω στην πίκρα μιας μητέρας που την απαρνήθηκε ο γιος της, που τη θεωρώ δεδομένη. Ούτε γενικότερα στην τραγικότητα της ζωής της, που αναγκάστηκε, δεκατριάχρονο κοριτσάκι, να γίνει ερωμένη ενός εξηντάρη κόντε, τραγικότητα που η Κεκροπούλου δεν χάνει ευκαιρία να υπογραμμίζει. Απλά θέλω να κάνω ένα σχόλιο πάνω στην «ευτυχία» των μεγάλων ανδρών. Ο Σολωμός πέθανε δυστυχισμένος και αλκοολικός. Η νεανική του δόξα, ως δημιουργού του «Ύμνου στην ελευθερία» και τόσον άλλων ποιημάτων που τραγουδήθηκαν από τον ζακυνθινό λαό, δεν φαίνεται να άμβλυνε την μοναξιά και την κατάθλιψή του. Το ότι έπαψε να εκδίδει είναι μάλλον ένα από τα συμπτώματα αυτής του της ψυχολογικής κατάστασης. Τα «Άπαντα τα ευρισκόμενα» ίσως να μην είναι μόνο, ή καλύτερα τόσο, αποτέλεσμα της τελειομανίας του όσο της αδιαφορίας του για την προβολή του ως λογοτέχνη. Απεναντίας ο αδελφός του, αυτός που έχασε τη δίκη, έκανε μια επιτυχημένη καριέρα στην Αγγλία όπου κατέφυγε, απογοητευμένος προφανώς από την έκβασή της, και έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι έζησε ευτυχισμένος. Αλλά, θα πει κανείς, πόσοι από τους μεγάλους λογοτέχνες έζησαν ευτυχισμένοι; Το υψηλό ποσοστό αυτόχειρων γιαπωνέζων λογοτεχνών είναι ίσως η πιο τρανταχτή απόδειξη.
Στο παραπάνω απόσπασμα γράφω προσεκτικά: «Ο μισογυνισμός του θα ενισχυθεί απ' αυτή την ιστορία», την ιστορία της δίκης. Δεν γράφω ότι προήλθε απ’ αυτόν. Όμως μπορούμε άραγε να έχουμε ιστορικά στοιχεία από πού μπορεί να προήλθε αυτός ο μισογυνισμός; Είναι σίγουρο ότι η βιογραφία φωτίζει το έργο, όμως δεν έχουμε πάντα πρόσβαση σε βιογραφικές λεπτομέρειες. Βέβαια η Κεκροπούλου μπορεί να καταθέτει «μυθιστορηματικά» τις υποθέσεις της.
«Λάτρευε το ποτό και το ταμπάκο που μούδιαζαν τις αισθήσεις, λάτρευε την αισθαντική χαλάρωση που του προσέφεραν, αφού το σώμα του δεν αναζητούσε το ηδύ γυναικείο κορμί, αρνιόταν την επαφή με τη γυναίκα… Μέσα του είχε ασυνείδητα απορρίψει τη γυναίκα, γιατί την ταύτιζε με το μικρό εκείνο κορίτσι που το άκουγε να βογγά και να υποφέρει κάθε φορά που ο κόντες ακινητοποιούσε το κορμί του, έκλαιγε σιωπηλά για τη μητέρα του που υπέφερε…» (σελ. 386-387).
Είπαμε ότι το μυθιστόρημα είναι από μόνο του ενδιαφέρον λόγω της γλαφυρότητας του ύφους της Κεκροπούλου, και φυσικά ότι είναι ενδιαφέρον σαν βιογραφία της μητέρας του εθνικού μας ποιητή. Κλείνοντας πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι είναι ενδιαφέρον και για έναν ακόμη λόγο: παρουσιάζει ανάγλυφα το φόντο των βιογραφικών γεγονότων, τα Επτάνησα στην πιο ταραχώδη περίοδο της ιστορίας τους, όταν περνούσαν από τον ένα «προστάτη» στον άλλο. Να λοιπόν τρεις σημαντικοί λόγοι που συνηγορούν στο να διαβαστεί πλατιά αυτό το έργο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Wednesday, June 8, 2011

Μίλοραντ Πάβιτς, Καπέλο από δέρμα ψαριού

Μίλοραντ Πάβιτς, Καπέλο από δέρμα ψαριού (μετ. Ζώγια Μαυροειδή) Καστανιώτης 1999, σελ. 70)

Μου το έδωσε μια φίλη να το διαβάσω και να της πω τη γνώμη μου. Προφανώς της είχε προκαλέσει αμηχανία και ήθελε μια δεύτερη γνώμη. Της την είπα.
Το «μυθιστόρημα», όπως χαρακτηρίζεται το βιβλίο παρά τις 70 σελίδες του στις οποίες παρεμβάλλονται και αρκετές εικόνες, δεν μου άρεσε. Μπορεί να μη μου άρεσε ειδολογικά. Όπως δεν μου αρέσουν οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας, έτσι δεν μου άρεσε και ένα μυθιστόρημα που έχει την οργιώδη φαντασία ενός παραμυθιού για παιδιά. Πιθανότατα να αρέσει σε άλλους, μάλλον σίγουρα αρέσει σε άλλους για να μεταφραστεί και στα ελληνικά. Έκανα τη σκέψη μήπως πρόκειται για μια αλληγορία. Δεν είδα τίποτα που να συνηγορεί γι’ αυτό. Μπορεί όμως εγώ να μην την αντιλήφθηκα, και πιθανόν άλλοι πιο επαρκείς από μένα αναγνώστες να την αντιλήφθηκαν.
Η πλοκή του έργου βρίσκεται θολή μέσα στο μυαλό μου. Μιλάει για δυο ήρωες, έναν άντρα και μια γυναίκα, που ζουν στα χρόνια της ρωμαιοκρατίας στην περιοχή της σημερινής Σερβίας. Πολλές φορές επίσης γίνεται λόγος για κάτι κλειδιά, μάλιστα το ένα είναι ξύλινο. Ψάχνω τις υπογραμμίσεις μου. Είναι όλες και όλες τρεις. Τις δυο πρώτες τις έκανα για να έχω δείγματα του σουρεαλισμού του έργου.
«Αμέσως πρόσεξε ότι τα στήθη της είχαν τεράστιες ρώγες στις οποίες, σαν να ήταν δάχτυλα, φορούσε δαχτυλίδια. Απ’ αυτά τα δαχτυλίδια έτρεχε γάλα σε μορφή γαλάζιων δακρύων. Η κοπέλα (η Μικαΐνα) χαμογέλασε στον Αρκάδιο…» (σελ. 50, για να δώσουμε και τα ονόματα των ηρώων).
Η επόμενη υπογράμμιση βρίσκεται στην επόμενη σελίδα.
«Όταν κατέβηκαν, η συνταξιδιώτισσα έδειξε στον Αρκάδιο ένα μικρό λόφο κάτω από τον οποίο μπορούσε κανείς να κοιμηθεί στον ύπνο του».
Και η τελευταία.
«Ένα βράδυ, μια κοπέλα, περνώντας βιαστική από δίπλα του σ’ ένα στενό πέρασμα, του κούνησε την ουρά της κι αυτός της έδωσε μια τσιμπιά στον πισινό α λα ελληνικά» (σελ. 46-47).
Αυτά για τον Πάβιτς. Πάντως είμαι περίεργος να δω αν τα άλλα του έργα είναι στο ίδιο στυλ.

Sunday, June 5, 2011

Ανιέζα Ντιέλλη, Το δέντρο στο κρεβάτι μου

Ανιέζα Ντιέλλη, Το δέντρο στο κρεβάτι μου, ΑΛΔΕ 2011 (σειρά: metroαναγνώσματα), σελ.77

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα

Μια ιστορία αγάπης πολύ συναρπαστική μας αφηγείται η Ντιέλλη στο πρώτο της πεζογράφημα

Έχουμε αναφερθεί σε συγγραφείς που έχουν γράψει σε γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους όπως ο Ναμπόκοφ και ο Κόνραντ . Και στην Ελλάδα υπάρχουν τέτοιοι συγγραφείς. Έχουμε παρουσιάσει από το Λέξημα την Σύλβια Οκαλιόβα, από την Σλοβακία, και τον Τζεμίλ Τουράν, Κούρδο από την Τουρκία. Σήμερα θα παρουσιάσουμε την Ανιέζα Ντιέλλη, από την Αλβανία.
Η Ανιέζα Ντιέλλη, όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό της, γεννήθηκε στην Κοριτσά το 1983 και από το 1998 ζει στην Ελλάδα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Από τις εκδόσεις ΑΛΔΕ εκδόθηκε το 2007 η ποιητική της συλλογή «Οδοιπόροι μιας ξεχασμένης ώρας». Πριν εκδώσει και δεύτερη ποιητική συλλογή περνάει στην πεζογραφία, όπως έχουν κάνει τόσοι και τόσοι ποιητές, με τη νουβέλα «Το δέντρο στο κρεβάτι μου».
Το θέμα της νουβέλας, όπως και σε τόσα άλλα πεζογραφήματα, είναι ο έρωτας. Όμως, ενώ τα περισσότερα τελειώνουν με την κορύφωση μιας ευτυχούς ένωσης ή με την υπερνίκηση κάποιων δυσκολιών που είχαν χωρίσει το ζευγάρι, η Ανιέζα ακολουθεί τους ήρωές της μέχρι το θάνατό τους. Πολύ έξυπνο από μέρους της, μια και, όπως δείχνει η εμπειρία, οι έρωτες κρατάνε λίγο, «ένα χρόνο το περισσότερο» λέει ο Καρβέλας, τρία χρόνια υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι. Η Ανιέζα μας λέει ότι το ζευγάρι αυτό έμεινε αγαπημένο μέχρι τέλους της ζωής τους. Όταν πέθανε η Μιρτίνα ο Άλφρεντ έμεινε με την ακριβή της ανάμνηση, μέχρι που πέθανε κι αυτός.
Όμως η Ανιέζα δεν μας παρουσιάζει μόνο τη διάρκεια, αλλά και την ένταση. Και η ένταση οικοδομείται πάνω στη μεγάλη διάρκεια της προσμονής.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, και την κάνουν εναλλάξ οι τρεις αφηγητές∙ γιατί εκτός από το ζευγάρι υπάρχει και τρίτος αφηγητής, ένας φίλος, που όμως στο μεγαλύτερο μέρος είναι αυτοδιηγητικός, καθώς διηγείται τη δική του ιστορία: τα παιδικά του χρόνια, το πώς έγινε ταχυδρόμος, το γάμο του, το θάνατο της γυναίκας του και τη μοναξιά του μέχρι που ήλθε το καινούριο ζευγάρι και εγκαταστάθηκε στη γειτονική φάρμα. Από το σημείο εκείνο και μετά γίνεται ετεροδιηγητικός, αφηγητής-μάρτυρας: «Είδα από κοντά την έρωτά τους, την τρυφερότητα, τη βαθιά κατανόηση και αναρωτιόμουνα αν θα είχα ποτέ και εγώ την δυνατότητα να το ζήσω» (σελ. 64-65). Θα ερωτευθεί τη Μιρτίνα αλλά ο έρωτάς του δεν θα εκδηλωθεί ποτέ καθώς εκείνη έχει δώσει την αγάπη της στο σύζυγό της. Θα παρακολουθήσει τη ζωή τους, θα γίνει νονός της κόρης τους, η οποία θα σκοτωθεί στα δεκαεννιά της χρόνια σε τροχαίο με το μηχανάκι της. Νιώθοντάς τη σαν κόρη του, θα μαραζώσει και θα πεθάνει. Η μητέρα της θα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να υπερνικήσει τον πόνο της, θα προσπαθήσει να κρατηθεί στη ζωή για να τραφεί στο εξής με την ανάμνησή της. Μέχρι που κάποια στιγμή θα έλθει και ο δικός της θάνατος.
Το μότο του βιβλίου προέρχεται από την Έμιλι Ντίκινσον: «Η ψυχή πρέπει να μένει πάντα μισάνοιχτη, έτοιμη να καλωσορίσει την εκστατική εμπειρία».
Η ηρωίδα της νουβέλας, η Μιρτίνα, είναι σαν την Έμιλι Ντίκινσον. Ζει μοναξιασμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Οι γείτονες την θεωρούν περίεργη, σχεδόν τρελή. Προβάλει μόνο πότε πότε στο παράθυρο. Εκεί θα την εντοπίσει ο Άλφρεντ και θα την αγαπήσει. Θα περνάει στο εξής κάθε μέρα κάτω από το παράθυρό της. Αυτή θα αναρωτηθεί γιατί δεν της μιλάει. Όμως αυτός δεν μπορεί να της μιλήσει γιατί έχει χάσει τη φωνή του μετά από το τραυματικό σοκ που του προκάλεσε ένας άγριος καυγάς των γονιών του.
Αφού περάσουν μήνες θα βρει το κουράγιο να της γράψει ένα γράμμα το οποίο ρίχνει κάτω από την πόρτα της. Θα επικοινωνούν στο εξής με γράμματα, μέχρι που κάποια στιγμή, σαν από θαύμα, θα ξαναβρεί την ομιλία του.
Στα τρία πρώτα μέρη της νουβέλας μιλάνε η Μιρτίνα, ο Άλφρεντ και ο φίλος τους ο ταχυδρόμος. Στο τέταρτο μέρος μιλάει ο Άλφρεντ, ο μόνος που έχει μείνει ζωντανός. Κάθε ένας αφηγείται την προσωπική του ιστορία και την κοινή τους ιστορία. Ο διάλογος απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά. Ο γυναικείος λόγος της Μιρτίνα αποδίδεται από την Ντιέλλη με έναν έξοχο λυρισμό. Διαβάζουμε για παράδειγμα: «Όλα έτοιμα για νυχτερινό ταξίδι, για αποδράσεις μυστικές σε μέρη μακρινά, εκεί που η ανυπαρξία έχει το σχήμα των βράχων και ο ορίζοντας είναι ένα φύλλο πράσινο που δονείται στα νερά μιας λίμνης» (σελ. 9) και «Θα άκουγα συνέχεια την ανάσα του δέντρου, θα γνώριζα από κοντά πώς ζει ένα αληθινό δέντρο και θα μέτραγα συνέχεια τους σφυγμούς του και το τρεχούμενο πράσινο αίμα στα φύλλα του» (σελ. 10). Η αφήγηση του Άλφρεντ και του ταχυδρόμου έχει την λιτότητα που διακρίνει τον αντρικό λόγο.
Έχουμε την εντύπωση ότι η Ντιέλλη δεν τόλμησε να επεκτείνει την ιστορία της σε μυθιστόρημα. Θα μπορούσε, μια και ο χρόνος της ιστορίας καλύπτει τόσο μεγάλη έκταση. Ίσως είναι φυσικό, μια και πρόκειται για την πρώτη πεζογραφική της απόπειρα. Υποπτευόμαστε όμως ότι το επόμενο έργο της θα είναι μυθιστόρημα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, June 4, 2011

Ντανιέλ Τσαβαρία, Το κόκκινο φτερό του παπαγάλου

Ντανιέλ Τσαβαρία, Το κόκκινο φτερό του παπαγάλου (μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος), Όπερα 2002, σελ. 405

Υπάρχει ένα θέμα που είναι κυρίαρχο σε ορισμένα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά και σε πολλά άλλα: το θέμα της εκδίκησης. Θα αναφέρουμε χαρακτηριστικά την Ορέστεια και τον Άμλετ από τη δική μας κουλτούρα (ως κρητικός δεν μπορώ να μην αναφέρω και την Ερωφίλη), και το Chushingura Canadehon από την Ιαπωνική. Το «Κόκκινο φτερό του παπαγάλου» του Ντανιέλ Τσαβαρία είναι ένα ακόμη έργο που εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία.
Το μυθιστόρημα δομείται σαν μια αστυνομική ιστορία. Με αφηγηματικά ζιγκ ζαγκ ο Τσαβαρία εστιάζει στα διάφορα πρόσωπα, αποκαλύπτοντας σταδιακά πληροφορίες για την ταυτότητά τους. Από ένα σημείο και μετά η αφήγηση εστιάζει εναλλάξ στα δυο κύρια πρόσωπα, τον Τρεσό, τον θύτη, και τον Άλντο, το θύμα, ο οποίος θα σχεδιάσει μεθοδικά την εκδίκησή του.
Στην αρχή ο αναγνώστης βρίσκεται σε απόλυτο σκοτάδι. Καθώς τα πρόσωπα μπαίνουν διαδοχικά στη σκηνή, και χωρίς να φαίνεται να τα συνδέει κάποια σχέση, ένοιωσα μια αδημονία να δω πώς θα εξελισσόταν η ιστορία, μέχρι που έπεσα σε ένα μικρό απόσπασμα που μου έδωσε το θεματικό κλειδί της ιστορίας, που θα δημιουργούσε και τις αντίστοιχες αφηγηματικές αναμονές: «Είχε πια βεβαιωθεί και δεν του έμενε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό που υποψιαζόταν. Ο Τρεσό και ο Αλμπέρτο Ρίος ήταν το ίδιο πρόσωπο. Και τη στιγμή εκείνη ο Άλντο τελειοποιούσε την εκδίκησή του. Πάρα πολλά χρόνια περίμενε αυτή την ευκαιρία» (σελ. 38).
Να επρόκειτο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών; Μου πέρασε φευγαλέα η σκέψη μήπως ο Άλντο ήταν ένα από τα θύματα κάποιας δικτατορίας της Λατινικής Αμερικής που ανακάλυψε τον βασανιστή του. Όμως δεν υπήρχε μέχρι τότε καμιά ένδειξη. Αργότερα θα μάθω ότι αυτή ήταν πράγματι η περίπτωση.
Ο Άλντο τον ανακάλυψε τυχαία, και πάνω σε ένα τυχαίο γεγονός οργάνωσε την εκδίκησή του. Ο Τρεσό, μετά από δυο απόπειρες εναντίον του, αφού η δημοκρατία είχε αποκατασταθεί αλλά οι βασανιστές είχαν αμνηστευθεί, κατέφυγε με ψεύτικο διαβατήριο στην Κούβα, αποφασισμένος να περάσει ασφαλής πια το υπόλοιπο της ζωής του. Όμως στη ζωή υπάρχουν και οι διαβολικές συμπτώσεις.
Ο Τρεσό θα βρεθεί στη φυλακή για φόνο εξ αμελείας. Δεν τον διέπραξε αυτός αλλά ο Άλντο, που με πολύ έξυπνο τρόπο τον ενοχοποίησε. Καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση. Όμως στη φυλακή θα περάσει την ίδια αγωνία που πέρασαν και οι κρατούμενοί του. Ο Άλντο φρόντισε να μάθει ότι αυτός που του έστησε την παγίδα και τον έχωσε μέσα ξέρει την πραγματική του ταυτότητα.
Ο Άλντο δεν θέλησε να τον σκοτώσει. Θέλησε να τον βασανίσει με ανάλογο τρόπο. Η αμνήστευση δικτατόρων και βασανιστών, όπως υποστήριξε ένας Ισπανός εισαγγελέας, ήταν παράνομη σύμφωνα με το παγκόσμιο δίκαιο. Θα διώξει τους αμνηστευμένους εγκληματίες. Ένας από αυτούς είναι και ο Πινοσέτ της Χιλής. Είχα δει ένα ντοκιμαντέρ πάνω στο θέμα. Θα καθίσει για κάμποσους μήνες σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Αγγλία. Η Θάτσερ θα τον σώσει, δεν θυμάμαι πώς.
Ο Άλντο θα ξεμπροστιάσει τον Τρεσό, η υπόθεσή του θα πάρει δημοσιότητα. Οι προοπτικές είναι, αφού εκτίσει την ποινή του στην Κούβα, με τις νέες ποινές που θα του επιβληθούν για παράνομη είσοδο, απόπειρα απόδρασης κ.λπ., να εκδοθεί και να δικαστεί για τα εγκλήματα που διέπραξε ως βασανιστής. Μπροστά σ’ αυτή τη ζοφερή προοπτική θα αυτοκτονήσει.
Υπήρξε μαθητής του Μιτριόνε, ενός αμερικανού συμβούλου που εκπαίδευε τους βασανιστές στην Ουρουγουάη. Ο Μιτριόνε υπήρξε πραγματικό πρόσωπο. Θυμάμαι στην Γρανάδα, ένα εστιατόριο όπου δούλεψα τρία καλοκαίρια, είχαμε δώσει αυτό το παρατσούκλι σε έναν αποκρουστικό πελάτη. Ο Τσαβαρία δεν μας λέει τι έγινε μ’ αυτόν. Έχει μάλλον στο μυαλό του τον αναγνώστη εκείνο που ξέρει πάρα πολλά πράγματα για την πολιτική κατάσταση στη Λατινική Αμερική, εκείνα τα χρόνια που η δικτατορία ήταν το πολιτικό καθεστώς στα περισσότερα κράτη της. Θα το πούμε για τον αναγνώστη αυτής της βιβλιοκριτικής που θα θελήσει να αγοράσει το βιβλίο: Εκτελέστηκε από τους Τουπαμάρος, την επαναστατική οργάνωση που έδρασε στην Ουρουγουάη εκείνη την εποχή (δεκαετία του ’70), όταν οι δικτάτορες αρνήθηκαν να τον ανταλλάξουν με φυλακισμένους συντρόφους τους. Όλη αυτή την ιστορία την πραγματεύεται ο Κώστας Γαβράς στο έργο του «Κατάσταση πολιορκίας».
Και οι ενστάσεις μας.
Η προσωπικότητα του Τρεσό σκιαγραφείται με έναν τρόπο όχι και τόσο πειστικό. Δεν μπορεί να φαίνεται από τη μια αξιαγάπητο πρόσωπο (ένας από αυτούς που τον συμπαθούν είναι και ο Μαριάνο, ο υπεύθυνος της πτέρυγας των φυλακών όπου κρατείται) και από την άλλη ένας μισητός εργοδότης. Δεν μπορεί ένας βασανιστής με δείκτη νοημοσύνης ανώτερο από τον μέσο όρο, σε αντίθεση με τους άλλους βασανιστές, να είναι τόσο σαδιστής. Και οι Γερμανοί ήταν βασανιστές, αλλά βασάνιζαν μεθοδικά, όχι σαδιστικά. Και φαίνεται τουλάχιστον περίεργο να έχει επιστημονικά ενδιαφέροντα (γράφει ένα βιβλίο).
Μπορεί και να κάνω λάθος. Μπορεί τα υποκείμενα αυτά να έχουν τέτοιες υποκριτικές ικανότητες ώστε να παρουσιάζονται με μια εντελώς διαφορετική περσόνα. Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, το μυθιστόρημα αυτό είναι ιδιαίτερα συναρπαστικό.

Thursday, June 2, 2011

Luis Sepúlveda , Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης

Luis Sepúlveda, Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης (μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης), Όπερα 2010, σελ. 135

Στην προχθεσινή ανάρτηση στο blog μας γράφαμε ότι ένα από τα συστατικά της συνταγής του επιτυχημένου μυθιστορήματος-που χρησιμοποιείται εξάλλου και σχεδόν σε όλα τα αποτυχημένα- είναι και ο έρωτας. Εδώ όμως βλέπουμε τον Λουίς Σεπούλβεδα να τον αγνοεί. Μάλιστα ίσως υπάρχει και ένας ελαφρός σαρκασμός για τις «ιστορίες αγάπης» που διάβαζε ο ήρωάς του. Όμως υπάρχει το πιο βασικό συστατικό: η συναρπαστική πλοκή. Και επί πλέον, όπως στο βιβλίο του Χοσέ Μανουέλ Φαχάρδο («Γράμμα από την άκρη του κόσμου), ο εξωτισμός. Μόνο που ο εξωτισμός αυτός δεν τοποθετείται στο απώτερο παρελθόν, αλλά στο παρόν, και συγκεκριμένα στην Αμαζονία. Με απλή και λιτή γλώσσα αφηγείται ο Σεπούλβεδα την περιπέτεια του ήρωά του, που, όπως και στο «Μόμπι Ντικ», όπως και στο «Ο γέρος και η θάλασσα», είναι το κυνήγι. Στα δυο αυτά έργα είναι το κυνήγι ενός κήτους, εδώ το κυνήγι ενός φονικού ζώου, ενός οσελότου, μιας τεράστιας «γάτας» που ξεπερνούσε τα δυο μέτρα.
Υπάρχουν και άλλες διαφορές. Στο «Μόμπι Ντικ» κίνητρο είναι η εκδίκηση, στο «Ο γέρος και η θάλασσα» είναι το πιάσιμο ενός «μεγάλου ψαριού». Εδώ είναι ο φόνος ενός φονιά. Ενός φονιά που δεν ευθύνεται ο ίδιος που έγινε φονιάς, αλλά ένας ανόητος γκρίνγκο που του σκότωσε τα μικρά και τραυμάτισε θανάσιμα τη θηλυκιά του. Και ενώ το κυνήγι στα δυο πρώτα έργα γίνεται περίπου εκ του ασφαλούς, εδώ ο κυνηγός ρισκάρει άμεσα την ίδια του τη ζωή. Δεν πρόκειται απλά για μια καταδίωξη αλλά για μια μονομαχία. Ο οσελότος καραδοκεί, πολιορκεί, και όταν είναι σίγουρος για την επιτυχία του επιτίθεται. Άραγε συνειδητοποιεί ότι το κοντάρι που έχει στραμμένο πάνω του ο γέρος είναι μια καραμπίνα, που θα του διαλύσει το στήθος ενώ βρίσκεται στον αέρα;
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον φίλο του συγγραφέα, αγωνιστή της φυλής των Σουάρ του Σούμπι, στον Άνω Νανγαρίτσα και μέγα υπέρμαχο της Αμαζονίας, που οι διηγήσεις του χρησίμεψαν στο πλάσιμο αυτής της ιστορίας. Οι Σουάρ είναι ο συλλογικός πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, δίπλα στον γέρο, τον Αντόνιο Χοσέ Μπολίβαρ Προάνιο. Παρόλο που ο Σεπούλβεδα δεν θεματοποιεί άμεσα το διωγμό των Σουάρ και όλων των φυλών της Αμαζονίας στο όνομα μιας αμφιλεγόμενης ανάπτυξης, υπάρχει σαν απόηχος σ’ αυτή την ιστορία, που δυστυχώς τοποθετείται στο προσκήνιο με το προλογικό σημείωμα του συγγραφέα. Τότε που διαβαζόταν το βιβλίο από μια κριτική επιτροπή που του απένειμε το βραβείο Tigre Juan, μας λέει, πληρωμένοι δολοφόνοι δολοφονούσαν τον Τσίκο Μέντες, έναν από τους υπερασπιστές της Αμαζονίας.
Και δεν είναι ο μόνος που δολοφονήθηκε. Έχουν δολοφονηθεί και άλλοι στο παρελθόν, που αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα των αυτόχθονων.
Μου έχει μείνει στο μυαλό ένα ντοκιμαντέρ που είδα πριν δεκαετίες. Παρακολουθούσε τη ζωή τριών μελών μιας φυλής της Αμαζονίας, που ήσαν οι τελευταίοι εναπομείναντες, και οι τελευταίοι που μιλούσαν τη γλώσσα της. Είναι πιθανόν τα τρία αυτά άτομα να μη ζουν πια, και μια ακόμη γλώσσα να έχει χαθεί.
Στην προ-προηγούμενη ανάρτησή μας για το βιβλίο του Γιώργου Βέη «Μανχάταν-Μπανγκόκ» παραθέσαμε το απόσπασμα που μιλάει για το βουνό όπου παρατούσαν τους γέρους για να πεθάνουν. Αναφέραμε την ταινία «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» που βασίζεται σ’ αυτή την αποτρόπαια πρακτική. Αναφερθήκαμε και σε μια άλλη ταινία, με Εσκιμώους, όπου είδαμε μια παρόμοια πρακτική. Μίλησα και για τον πατέρα μου που έλεγε συχνά, σε βαθιά γεράματα, πάσχοντας από την κατάθλιψη των γηρατειών, «καλύτερα ήταν τότε που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Και βλέπω εδώ μια ανάλογη πρακτική στους Σουάρ. Μια πρακτική που, όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, υπαγορεύεται από τη σπάνι των διατροφικών πόρων. Στους Σουάρ όμως δεν γίνεται με εξαναγκασμό όπως στους γιαπωνέζους (όταν φτάσουν τα εξήντα λέει η ταινία. Αν ήμουν γιαπωνέζος και ζούσα εκείνα τα χρόνια θα είχα ανέβει κι εγώ πέρυσι το βουνό), αλλά με ελεύθερη προαίρεση. Αντιγράφω τη σχετική παράγραφο.
«Μοιράστηκε το πλουσιοπάροχο γεύμα που προσέφεραν όσοι γέροντες είχαν αποφασίσει ότι είχε έρθει η ώρα να «αποχωρήσουν», κι όταν αυτοί αποκοιμήθηκαν κάτω απ’ την επίδραση του τσίτσα και του νατέμα, μέσα στην ευτυχία των παραισθητικών οραμάτων που τους άνοιγαν τις πόρτες μιας προκαθορισμένης μελλοντικής ζωής, βοήθησε να τους μεταφέρουν σε μια απομακρυσμένη καλύβα και ν’ αλείψουν τα σώματά τους με το γλυκύτατο μέλι της φοινικιάς» (σελ. 49).
Και ένα ακόμη ανθρωπολογικό στοιχείο:
Το φιλί είναι άγνωστο στους Σουάρ, και μάλιστα το αντιμετωπίζουν με αποτροπιασμό. Μια γυναίκα χιβάρο (ινδιάνοι που ζουν με τους λευκούς) την οποία δοκίμασε ένας άντρας να φιλήσει ενώ έκαναν έρωτα «πέταξε από πάνω της τον άντρα, του ’ριξε στα μάτια μια χούφτα άμμο και πήγε παράμερα να ξεράσει απ’ τη σιχασιά» (σελ. 81).
Πρόκειται για ένα πραγματικά θαυμάσιο βιβλίο. Το διάβασα στη δέκατη τρίτη έκδοση. Είναι φανερό από αυτό ότι άρεσε και σε πάρα πολλούς αναγνώστες.