Book review, movie criticism

Monday, May 30, 2011

José Manuel Fajardo, Γράμμα από την άκρη του κόσμου

José Manuel Fajardo, Γράμμα από την άκρη του κόσμου (μετ. Χαράλαμπος Δήμου), Όπερα 1997, σελ. 206

Στη χθεσινή μας ανάρτηση για τον Γκάτσμπυ γράφαμε ότι το μυστικό της επιτυχίας για ένα μυθιστόρημα είναι ένα τραβηχτικό στόρι. Όμως τι είναι αυτό που κάνει ένα στόρι τραβηχτικό;
Εδώ και χρόνια γράφω ότι ένας όρος εκ των ων ουκ άνευ για να είναι διαβαστερό ένα μυθιστόρημα είναι να υπάρχει σασπένς, αγωνία για την έκβαση. Γράψαμε χθες ότι ένας φίλος υποστηρίζει πως το ιστορικό μυθιστόρημα είναι πιασάρικο σήμερα. Διάβασα καπάκι τα δυο από τα τρία βιβλία που μου χάρισε ο εκδότης μου (Αλέξανδρος Δεσύλλας, εκδόσεις ΑΛΔΕ), και διαπιστώνω ότι εκτός από το ιστορικό μυθιστόρημα επίσης τραβηχτικό μπορεί να είναι και το εξωτικό μυθιστόρημα, το μυθιστόρημα δηλαδή που η πλοκή του τοποθετείται σε εξωτικά μέρη. Και θυμήθηκα μια ένσταση για τη μεγαλοσύνη του Καζαντζάκη, ότι τα βιβλία του είναι τραβηχτικά – ο Ζορμπάς κυρίως- λόγω του εξωτισμού τους. Η Ελλάδα του ’60, τότε που γυρίστηκε ταινία «Ζορμπάς ο Έλληνας», και προ παντός η Κρήτη, ήταν εξωτική.
Η πλοκή και στα δυο αυτά βιβλία τοποθετείται σε τόπους εξωτικούς. Σε εκείνο για το οποίο γράφουμε σήμερα η δράση τοποθετείται στην Εσπανιόλα, ένα νησί που, όπως μας πληροφορεί ο μεταφραστής σε ένα κατατοπιστικό επίλογο, σήμερα το μοιράζεται η Αϊτή και η Δομινικανική Δημοκρατία (παρεμπιπτόντως, το ίδιο μπορεί να γίνει-το απευχόμαστε-και με την Κύπρο, η λεγόμενη διπλή ένωση).
Όμως βέβαια αυτό δεν είναι αρκετό. Με τη περίπου διεκπεραιωτική γλώσσα που το διακρίνει (ο συγγραφέας ευχαριστεί τον πατέρα Gimferrer «για τις υποδείξεις του όσον αφορά στον περιορισμό του βερμπαλισμού του βιβλίου») θα έπρεπε να έχει μια «θέση», για να μην είναι μια απλή περιπέτεια όπως «Οι πειρατές της Καραϊβικής» (πρόσφατα είδα το 4ο). Και η θέση αυτή ποια είναι;
Η εκ των υστέρων καταδίκη από τα δισέγγονα των προπαππούδων τους που κατέσφαξαν τους ινδιάνους στη μανιασμένη αναζήτησή τους για χρυσό (Από πόσα δισέγγονα; Δεν είναι καιρός να ψηφίσουνε τα κοινοβούλια της Ασίας για την γενοκτονία των ινδιάνων; Τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια αποκλείεται, αφού οι ευρωπαίοι ακολούθησαν κατά στίφη τις καραβέλες του Κολόμβου. Όλοι έχουν μερίδιο σε αυτή τη γενοκτονία, με πρώτους και καλύτερους τους Ισπανούς βέβαια, για να ακολουθήσουν οι Πορτογάλοι – γι’ αυτούς θα μιλήσουμε αύριο- και οι Άγγλοι).
Βέβαια στη συγκεκριμένη ιστορία οι Ισπανοί αυτοί βρίσκουν το μάστορά τους, όπως και ο στρατηγός Κάστερ στο «Μεγάλο ανθρωπάκι» με τον Ντάστιν Χόφμαν. Ο αφηγητής που αφηγείται την ιστορία ημερολογιακά, εν είδει επιστολής προς τον αδελφό του, την οποία δεν θα μπορέσει ποτέ να στείλει, θα σκοτωθεί όπως και οι εναπομείναντες σύντροφοί του στο χωριό από τους εκδικητικούς ινδιάνους. Η επιστολή αυτή θα βρεθεί αργότερα, ανάμεσα στα αποκαΐδια του χωριού, από τους Ισπανούς. Ο ντον Νικόλας ντε Οβάντο την επιμελήθηκε και την παρέδωσε στον Ντιέγκο Κολόν, τον γιο του Κολόμβου, αντιβασιλέα των Δυτικών Ινδιών, που με τη σειρά του την έστειλε στον Ντον Χουάν Ροδρίγκεθ ντε Φονσέκα, επίσκοπο του Μπούργος, που, όπως διαβάζουμε στο επίμετρο όπου ο συγγραφέας αναφέρει ποια από τα πρόσωπα του έργου του είναι φανταστικά και ποια πραγματικά, ήταν «ορκισμένος εχθρός του μοναχού Βαρθολομαίου ντε λας Κάσας κι όλων εκείνων που προσπάθησαν να θέσουν σε ισχύ τα δικαιώματα των ίντιος απέναντι στους Ισπανούς». Και το έργο τελειώνει με ένα σύντομο έγγραφο του επισκόπου, το οποίο καταλήγει: «Για τη διασφάλιση της δόξας της καθολικής Μεγαλειότητός του, του Ντον Φερνάντο, Βασιλέως της Καστίλης, και για τη διαφύλαξη της ασφαλείας του Βασιλείου διατάσσω να αρχειοθετηθεί μυστικά η παρούσα επιστολή και να σκεπαστεί από τη λήθη. Γενηθήτω». Η επιστολή αυτή περιέγραφε τις φρικαλεότητες των Ισπανών.
Υπάρχει ένα ακόμη συστατικό στη συνταγή ενός καλού μυθιστορήματος, που το χρησιμοποιούν όλοι απαρέγκλιτα: ο έρωτας. Ο αφηγητής ερωτεύεται μια νεαρή ινδιάνα, που τον ερωτεύεται και αυτή. Μάλιστα μετά τον Ντέηβιντ Χέρμπερτ Λώρενς και τον «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» χωράει και λίγο σεξ.
Ως ερασιτέχνη κοινωνικό ανθρωπολόγο με ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα ανθρωπολογικά στοιχεία. Θα παραθέσω το πιο χαρακτηριστικό: «Είναι συνήθειο ανάμεσα στους ίντιος να πλαγιάζουνε μαζί οι νέοι προτού παντρευτούν. Εκείνα τα κορίτσια που δεν έχουν αποκτήσει τη γνώση της σάρκας πριν το γάμο έχουνε τόσο πολύ κακή εκτίμηση από τους συγγενείς, όση έχουνε και στην πατρίδα μας εκείνες οι γυναίκες που προσφέρουνε τα κάλη τους έξω από το γάμο» (σελ. 163).
Η μετάφραση μας άρεσε ιδιαίτερα. Ο μεταφραστής χρησιμοποιώντας λέξεις από διάφορα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα, για παράδειγμα κουζουλάδα και καρντάσης, δίνει πιο ανάγλυφη την εικόνα ενός απλοϊκού βαρελά όπως είναι ο αφηγητής του Fajardo.
Αύριο (ελπίζω) η συνέχεια με Sepúldeva.

Sunday, May 29, 2011

F.Scott Fitzgerald, Γκάτσμπυ

F.Scott Fitzgerald, Γκάτσμπυ (μετ. Δ.Π.Κωστελένος), Αθήνα χχ, Γκοβόστης, σελ. 188

Θυμάμαι την ταινία όταν παίχτηκε το 1973, με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και την Μία Φάροου. Το ίδιο και το βιβλίο, όταν κυκλοφόρησε σε Βίπερ. Το βιβλίο δεν το διάβασα, και νομίζω δεν είδα ούτε την ταινία.
Την ταινία την είδα τώρα, αφού διάβασα το βιβλίο. Καλογυρισμένη, το ακολουθεί σχεδόν κατά πόδας. Το βιβλίο είχα αποφασίσει να το διαβάσω για να διαβάσω στη συνέχεια το δεύτερο μέρος από το βιβλίο της Αζάρ Ναφισί «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» (το τέλειωσα χθες και συμπλήρωσα την ανάρτηση που είχα κάνει πριν τριάμισι χρόνια) που έχει ακριβώς αυτό τον τίτλο: Γκάτσμπυ.
Πριν καταπιαστώ με το βιβλίο θέλω πρώτα να πω δυο πραγματάκια. Με μια αγαπητή φίλη εκφράσαμε ζήλεια που κάποιοι συγγραφείς πουλούν πάρα πολύ, και έχουν κάνει περιουσία από τα βιβλία τους. Με άλλη αγαπητή φίλη μιλάγαμε για τη συμβουλή που της έδωσε κοινός μας φίλος: να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, είναι πιασάρικο. Και σκέφτηκα εγώ: Γιατί η Λολίτα του Ναμπόκοφ είχε τέτοια τεράστια κυκλοφορία; Μήπως επειδή το θέμα της είναι πιασάρικο;
Για να καταλήξω στο συμπέρασμα: Το ύφος στην πεζογραφία καταποντίζεται μπροστά στο στόρι, την πλοκή. Εκείνοι οι συγγραφείς που θέσανε σε πρώτο πλάνο το ύφος, οι μοντερνιστές, εκτιμώνται αφάνταστα από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας, είναι στον κανόνα, όμως πόσοι τους διαβάζουν; Και προ παντός, πόσοι τους μιμούνται σήμερα; Είναι πολλαπλάσιοι εκείνοι που έχουν τον Οδυσσέα του Τζόυς στη βιβλιοθήκη τους χωρίς να τον έχουν ανοίξει σε σχέση με αυτούς που τον έχουν διαβάσει (εγώ βρίσκομαι ενδιάμεσα. Διάβασα το μισό πριν πολλά χρόνια για να διαβάσω τον υπόλοιπο στην ωριμότητα. Νομίζω είναι τώρα καιρός. Όμως έχω διαβάσει Προυστ και Βιρτζίνια Γουλφ). Τα γράφω όλα αυτά γιατί τώρα που θα γίνω συνταξιούχος έχω την ευγενή φιλοδοξία να γράψω μυθιστόρημα. Με το διήγημα από ό,τι φάνηκε τα κουτσοκαταφέραμε. Και αντιμετωπίζω το μεγάλο πρόβλημα: να επινοήσω ένα τραβηχτικό στόρι. Σαν εκείνο στο μυθιστόρημα που έγραψα πριν είκοσι χρόνια, αλλά που προς το παρόν είναι ανέκδοτο.
Το στόρι του Γκάτσμπυ πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα τραβηχτικό. Ένας μεγαλοαστός με αψεγάδιαστο παρελθόν (ήρωας πολέμου) αλλά με ύποπτο παρόν (μάλλον ασχολείται με ναρκωτικά, έχει σχέσεις με τον υπόκοσμο) κάνει τα αδύνατα δυνατά να τα ξαναφτιάξει με μια παλιά του αγάπη, με την οποία είχε χωρίσει πριν πέντε χρόνια. Αλλά τη συνέχεια θα τη μάθετε καθώς θα σχολιάζουμε το έργο.
Ο Νικ ο αφηγητής είναι ετεροδιηγητικός, αφηγείται την ιστορία του Γκάτσμπυ, αλλά δεν είναι απλώς αφηγητής-μάρτυρας, αφού εμπλέκεται και ο ίδιος στην ιστορία (η μεγάλη αγάπη του Γκάτσμπυ, η Νταίζη, είναι εξαδέλφη του, και με τη βοήθειά του ο Γκάτσμπυ επανασυνδέεται μαζί της). Απομονώνω φράσεις που έχει πει ο Νικ που δίνουν τα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση –μήπως είναι καλύτερα να πω την ερμηνεία; - του έργου.
«Τριάντα χρονών (είναι ο αφηγητής), η υπόσχεση για μια δεκαετία μοναξιάς. Ένας κατάλογος από εργένηδες που ήξερα, να λιγοστεύει, ένα απόθεμα ενθουσιασμού ν’ αδυνατίζει, μαλλιά να αραιώνουν. Αλλά ήταν η Τζόρνταν (φίλη της Νταίζη και φίλη του Νικ) πλάι μου που αντίθετα απ’ τη Νταίζη, ήταν πολύ συνετή για να κουβαλά μαζί της κι από εποχή σε εποχή καλοξεχασμένα όνειρα (καλοδιατηρημένα θα έλεγα εγώ)» (σελ. 143). Όμως αυτός που κουβαλάει τα όνειρα αυτά σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό είναι ο Γκάτσμπυ. Η Νταίζη δεν κουβαλάει καθόλου όνειρα, όταν ξανασυναντάει τον Γκάτσμπυ είναι που ζωντανεύουν οι αναμνήσεις της, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να αποφασίσει να παρατήσει τον άντρα της και να πάει με τον Γκάτσμπυ (παρόλο που μας την παρουσιάζει ο Φίτζεραλντ σαν κοκέτα με ένα σωρό «μνηστήρες» όταν γνώρισε τον Γκάτσμπυ, κάνοντάς μας να σκεφτούμε «μα πού πήγε ο φουκαράς κι έμπλεξε», δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη ότι αποφάσισε να πάει μαζί του για τα λεφτά του).
Στο παραπάνω απόσπασμα υπάρχουν οι δυο λέξεις-κλειδιά: μοναξιά και όνειρα. Τα bold είναι δικά μου.
Όμως δεν είναι όνειρα που αναφέρονται στο μέλλον, όπως να κερδίσω το λαχείο, να γίνω μεγάλος συγγραφέας, να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη, όχι, αναφέρονται στο παρελθόν, στην επανάκτηση μιας χαμένης αγάπης.
Αυτός ο φετιχισμός με το παρελθόν νομίζω ότι έχει τη βάση του σε μια αρχή της οικονομίας που εκφράζεται και στην ψυχολογία του κάθε ανθρώπου. Όσο πιο σπάνιο είναι ένα προϊόν τόσο μεγαλύτερη είναι η ανταλλακτική του αξία (δεν σπούδασα οικονομία, είναι κατάλοιπα από τα μαρξιστικά διαβάσματα της εφηβείας μου). Και το παρελθόν έχει απόλυτη αξία, γιατί απλούστατα είναι παρελθόν, έχει φύγει, δεν το έχουμε πια, όπως ένα πολύτιμο κόσμημα που μας το έκλεψαν και δεν πουλιέται πουθενά για να το αγοράσουμε.
Αυτό είναι το ένα. Το άλλο είναι μια ψυχολογική στάση με μεγάλη αξία επιβίωσης (αυτός ο όρος είναι από τα διαβάσματά μου της βιολογίας). Η στάση αυτή είναι να σκεφτόμαστε τα καλά του παρελθόντος ξεχνώντας τις ζοφερές του πλευρές, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με το παρόν, που μόνο τα κακά του σκεφτόμαστε, όχι τα καλά του. Η αξία επιβίωσης έγκειται στο ότι έτσι θα αγωνιστούμε να ξεπεράσουμε τα κακά (να διώξουμε το ΔΝΤ κ.λπ) αντί να επιχαιρόμαστε με τα καλά που έχουμε (και που τα εξέθεσε σε ένα κείμενό του ο Γιάννης Ξανθούλης που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο, όπως έναν πιο ανθρώπινο και υγιεινό τρόπο ζωής, και άλλα που δεν τα θυμάμαι). Το να αναπολούμε τα καλά του παρελθόντος –για τα κακά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα- λειτουργεί σαν το καλό κρασί, σαν το καλής ποιότητας χασίσι κ.λπ, δηλαδή ασκεί μια παρηγορητική επίδραση πάνω μας, που είναι ακόμη πιο παρηγορητική όταν συνοδεύεται με την ελπίδα ότι αυτό το παρελθόν θα το συναντήσουμε σε έναν απωλεσθέντα παράδεισο μετά θάνατο.
Έκανα όλη αυτή τη δοκιμιακή παρέκβαση για να γίνει πιο κατανοητή η τελευταία παράγραφος του έργου: «Έτσι πάντα αγωνιζόμαστε κόντρα στο ρεύμα, που μας ρίχνει αδιάκοπα πίσω, στο παρελθόν». Το ρεύμα είναι οι καθέξεις μας στο παρελθόν που θα θέλαμε να ξεπεράσουμε. Ο Γκάτσμπι όμως δεν αγωνίστηκε, αφέθηκε να τον παρασύρει το ρεύμα.
Αποτελεί εξαίρεση. Ο κανόνας ποιος είναι; Ένας άνθρωπος του είδους του δεν θα κόλλαγε σε μια παλιά του αγάπη. Αντίθετα, η παλιά του αγάπη θα κόλλαγε σ’ αυτόν. Με τα λεφτά που έχει θα άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα. Αλλά ο Φίτζεραλντ δεν θέλει να μας παρουσιάσει έναν τυπικό ήρωα αλλά έναν αποκλίνοντα, ακριβώς για να τονίσει το κύριο θέμα που τον απασχολεί, που είναι η μοναξιά.
Όχι τόσο η ψυχολογική όσο η μεταφυσική. Σε κανένα σημείο του έργου δεν μας λέει ο Φίτζεραλντ πώς νοιώθει ο ήρωάς του, απλά υποπτευόμαστε πώς νοιώθει με το να μας τον παρουσιάζει να παρακολουθεί από μακριά τα πλούσια πάρτι του – ένας σωρός κόσμος πηγαίνει απρόσκλητος σ’ αυτά- χωρίς ο ίδιος να συμμετέχει. Με αυτά τα πάρτι προφανώς προσπαθούσε να καταπολεμήσει τη μοναξιά του.
Και η μεταφυσική μοναξιά;
Ο άντρας της ερωμένης του άντρα της Νταίζη τον σκοτώνει πυροβολώντας τον, νομίζοντας ότι αυτός παρέσυρε με το αμάξι του τη γυναίκα του και τη σκότωσε, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η Νταίζη που οδηγούσε. Ο Νικ τηλεφωνεί σε ένα σωρό κόσμο για την κηδεία, και φυσικά στη Νταίζη. Είναι και εκείνη η ανθρωπομάζα που συμμετείχε στα πάρτι του.
(Στην κηδεία του) «Ο παπάς κοίταξε πολλές φορές το ρολόι του, γι' αυτό τον πήρα κατά μέρος και του ζήτησα να περιμένει μισή ώρα. Μα κι αυτό ήταν ανώφελο. Κανένας δεν ήρθε» (σελ. 181, πάλι τα bold δικά μου).
Έτσι ερμηνεύεται η λίστα (δεν θυμάμαι να την ανέφερε το Ουμπέρτο Έκο στο βιβλίο του «Η ομορφιά της λίστας» που παρουσιάσαμε πρόσφατα), η λίστα των ανθρώπων αυτών που μαζεύονταν στα πάρτι του, τρεις ολόκληρες σελίδες που απαρτίζουν το τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο τελειώνει: «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν στο σπίτι του Γκάτσμπυ εκείνο το καλοκαίρι» (σελ. 68). Από όλο αυτό τον κόσμο κανείς δεν ήλθε στην κηδεία.
Έχω ξανακούσει τη φράση, την ψάχνω στο διαδίκτυο και τη βρίσκω ενσωματωμένη σε ένα ποίημα της Εύας Ομηρόλη. Κάνω αντιγραφή και επικόλληση το σχετικό απόσπασμα.
Μόνοι γεννιόμαστε, μονοι πεθαίνουμε
και τίποτα δεν μας μένει πέρα απο τις στιγμές που ζήσαμε.
Τις όμορφες .
Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη, όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας.
(Παρεμπιπτόντως: εσείς που γράφετε στο διαδίκτυο, βάζετε και κανένα τόνο). [τους πρόσθεσα τώρα, για την ανάρτηση στην Υψηλή Λογοτεχνία].
Πάλι περάσαμε τις δυο σελίδες, ελπίζω να επανέλθω κάποια στιγμή στον Φίτζεραλντ με το «Τρυφερή είναι η νύχτα». Το έχω στην Κρήτη.

Friday, May 27, 2011

Γιώργος Βέης, Μανχάταν-Μπανγκόκ

Γιώργος Βέης, Μανχάταν-Μπανγκόκ, Κέδρος 2011, σελ. 220

(Εις μνήμην Γιάννη Βαρβέρη)

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα ακόμη βιβλίο με ταξιδιωτικές εντυπώσεις και μαρτυρίες του βραβευμένου συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Βέη

Το βιβλίο ακολουθεί την αντίστροφη πορεία: Μπανγκόκ-Μανχάταν. Πρώτα η εξωτική Ανατολή, μετά η οικεία Δύση. Αν και, υποθέτω, μάλλον ο τίτλος τέθηκε αντίστροφα από τη διάταξη των κειμένων, ως πιο εύηχος.
Είναι το τέταρτο βιβλίο του Γιώργου Βέη που παρουσιάζω, και κάθε φορά που ξαναγράφω για τον ίδιο συγγραφέα έχω το άγχος ότι θα επαναλάβω πράγματα που έχω ήδη πει. Ξαναδιαβάζοντας τις τρεις προηγούμενες βιβλιοκριτικές μου το διαπίστωσα. Βέβαια, θα μου πει κανείς, ακόμη και αν κάποιος τις έχει διαβάσει και τις τρεις, δεν μπορεί να θυμάται. Όμως αυτό δεν είναι επιχείρημα. Έτσι, ξαναδιαβάζοντάς τις τώρα, θα προσπαθήσω να μην επαναλάβω τα ίδια πράγματα.
Στην ίδια έκταση. Γιατί, όπως οι συγγραφείς υφολογικά επαναλαμβάνονται, έτσι και ο βιβλιοκριτικός δεν μπορεί να μην επαναλάβει πράγματα που είπε πιο πριν. Έτσι θα πούμε ακόμη μια φορά ότι αυτό που χαρακτηρίζει την γραφή του Γιώργου Βέη είναι η ποιητικότητά της, πράγμα που αποτελεί το κατεξοχήν υφολογικό χαρακτηριστικό που τον ξεχωρίζει από τους άλλους συγγραφείς ταξιδιωτικών έργων.
Τα δυο πρώτα κείμενα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς την ποιητικότητα του ύφους. Το πρώτο αναφέρεται σε μια «μετάβαση», μια μετάβαση στην Μπανγκόκ.
«Η πόλη χύνεται ως αργά το βράδυ στα πεζοδρόμια, τριγυρνάει αδιάκοπα έξω από τις βιτρίνες μιας απέραντης ποικιλίας ειδών χειροτεχνίας και…» (σελ. 18). Είναι μια άλλη πόλη, διαφορετική, από την «Ανυπόταχτη πολιτεία» του Γιάννη Ρίτσου: «Η πολιτεία περνάει μές΄ απ΄τα φώτα της./ Η πολιτεία ανάβει τις φουφούδες της μεσοκαλόκαιρα στις γωνιές των δρόμων./ Η πολιτεία μοσχοβολάει ψημένο καλαμπόκι…». Η πολιτεία των παιδικών μου χρόνων, των χρόνων που έγραφε το ποίημά του ο Ρίτσος, έγινε στη συνέχεια πόλη. Διολίσθηση του σημαινόμενου στο κατ΄εξοχήν σημαίνον του.
Το δεύτερο είναι μια «μαρτυρία» από την ίδια πόλη. Είναι η μαρτυρία μιας κηδείας, που δεν την κάνει μόνο ενδιαφέρουσα η ποιητικότητα της γλώσσας του Βέη αλλά και τα ανθρωπολογικά της στοιχεία, όπως η πίστη ότι ο νεκρός εξακολουθεί να ακούει επί πέντε μέρες μετά τον θάνατό του, και συγγενείς και φίλοι του ψιθυρίζουν στο αυτί.
«Ο νεκρός ανταποκρίνεται αργά ή γρήγορα με τον τρόπο των βουδικών νεκρών. Συντονισμένος για την ώρα με τον κόσμο των ζωντανών, επεξεργάζεται με άνεση τις αποκαλύψεις και τα μυστικά όσων τον θυμήθηκαν, λίγο προτού απομακρυνθεί οριστικά από τα γήινα πράγματα. Ανταποδίδει με την ίδια ευκολία τα αναγκαία για τη συγκυρία σημεία» (σελ. 30).
Και οι επόμενες μαρτυρίες:
«Οι τυφλές μασέζ». Καμία σχέση με τις δικές μας μασέζ των ροζ αγγελιών.
«Στο μουσείο εξόντωσης». Μνημείο για τα θύματα του Πολ Ποτ και των ερυθρών Χμερ, με χιλιάδες νεκροκεφαλές. Ο θεός να μας φυλάει από τους φανατικούς μιας πίστης, ακόμη και από τους φανατικούς της πίστης σ΄αυτόν (μόλις τέλειωσα το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» της Αζάρ Ναφισί, αυτοβιογραφική μαρτυρία για τα εγκλήματα των ιρανών φανατικών ισλαμιστών).
«Διατηρητέα κρανία, άθαφτα κόκαλα. Διατηρητέος πανικός» (σελ. 50). Το πιο μικρό κείμενο από τα κείμενα φωτογραφικών εντυπώσεων και σχολίων που απαρτίζουν τα περισσότερα κεφάλαια του βιβλίου, και χωρίζονται μεταξύ τους με κάτι σαν ρόδακα. Σπάνια ξεπερνούν τις δυο σελίδες.
Το κεφάλαιο «Tetrameles nudiflora» αναφέρεται στα εντυπωσιακά μνημεία ενός αρχαίου πολιτισμού που έχει καταπιεί η βλάστηση της ζούγκλας και κυρίως το φυτό tetrameles nudiflora, και ανακαλύφθηκαν πριν λίγες δεκαετίες. Πριν χρόνια είχα δει ένα εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ γι αυτά.
Το επόμενο κεφάλαιο έχει τίτλο «Οι ευγενείς άνδρες λατρεύουν τα βουνά», και όπως μας πληροφορεί ήδη από την πρώτη γραμμή ο συγγραφέας, «Ο τίτλος του παρόντος κεφαλαίου ανήκει στον Κομφούκιο». Ο Βέης, μαζί με τις προσωπικές του εντυπώσεις για τη μεγαλοπρέπεια των βουνών παραθέτει εντυπώσεις και αποσπάσματα από έργα άλλων «ευγενών ανδρών», ποιητών κυρίως.
Ο Βέης μιλάει γενικά για τα βουνά, αλλά και για συγκεκριμένα βουνά. Το παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από έργο του Γιασούσι Ινόουε: «Ήταν η μητέρα μου αυτή που αργότερα στάθηκε η αιτία ν΄αναβιώσει μέσα μου η παράδοση του Ομπάσουτε, του βουνού όπου πήγαιναν και εγκατέλειπαν αυτούς που είχαν γεράσει» (σελ. 80). Είδα το φοβερό έργο που αναφέρεται σ΄αυτή την παράδοση, την «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) του Σοχέι Ιμαμούρα. Είχα δει πιο πριν ένα άλλο ανάλογο έργο, με Εσκιμώους, του οποίου έχω ξεχάσει τον τίτλο. Ακόμη θυμάμαι την εικόνα της γριάς Εσκιμώας πάνω στους πάγους. Έπρεπε να τη φάει η αρκούδα, για να μην πεθάνει από την πείνα, για να μπορεί στη συνέχεια να τη σκοτώσει γιος της, να τραφεί με το κρέας της και να ντυθεί με το δέρμα της.
Ο πατέρας μου, μισότυφλος στα γεράματά του (πέθανε 94 χρονών), μονολογούσε συχνά «Καλύτερα ήταν τα παλιά χρόνια που τους γέρους τους γκρεμίζανε». Τους σκότωναν ρίχνοντάς τους από έναν γκρεμό. Δεν υπήρχε περίσσευμα τροφής για να θρέψουν μη παραγωγικά χέρια. Ελπίζω το ΔΝΤ να μην επιβάλλει κανένα παρόμοιο μέτρο, για να εξοικονομηθούν χρήματα από τις συντάξεις.
Στο επόμενο κεφάλαιο, «Η παρένθεση του Μέγγιου», ο Βέης αναφέρεται στη ζωή του μεγάλου σοφού και νομοθέτη, που υπήρξε ο πιο διακεκριμένος μαθητής του Κομφούκιου.
Γιώργο, δεν μπορώ, μου έχει γίνει βίτσιο να κάνω επίδειξη της γλωσσομάθειάς μου. Θα μου επιτρέψεις λοιπόν να διορθώσω:
Αναφέρεις συνετά τις διάφορες αποδώσεις του ονόματός του. Η σωστή είναι: Μενγκ Τζι. (孟子; pinyin: Mèng Zǐ). Οι δυτικοί απέδωσαν με διάφορους τρόπους το όνομα. Το Mencius είναι η λατινοποίηση του ονόματος. Το ίδιο έκαναν και με τον Κομφούκιο (Confucius), που το πραγματικό του όνομα είναι Κόνγκ Τζι (孔子; pinyin: Kǒng Zǐ). Και επειδή και άλλα ονόματα, κυρίως σύγχρονων πολιτικών έχουν αποδοθεί λάθος, αφού κάποια γράμματα pinyin δεν προφέρονται όπως στα αγγλικά, καλό είναι να διατηρείται η γραφή pinyin όπως γίνεται στις γλώσσες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Παρεμπιπτόντως ο συγγραφέας Λου Σιν είναι Λου Σουν (Για την ακρίβεια Shoon. 鲁迅, στα pinyin Lǔ Xùn και Lu Hsün σε ένα άλλο σύστημα φωνητικής απόδοσης των κινέζικων ονομάτων). Και τέλος μια διόρθωση στα γερμανικά: Η ρήση του Άλμπερτ Σβάιτσερ Ehrfurcht für dem Leben (σεβασμός στη ζωή) είναι Ehrfurcht vor dem Leben.
Το επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «Με τους γίββωνες της Ιάβας» μου άρεσε ιδιαίτερα, αφού είμαι οικολόγος με οικολογικές περγαμηνές (τρία βιβλία με οικολογικό περιεχόμενο). Αναφέρεται στην απειλή εξαφάνισης αυτού του πρωτεύοντος. Μαθαίνω με έκπληξη ότι είναι μονογαμικό ζώο.
Και από την Ανατολή πάμε στη Δύση. Το δεύτερο αυτό μέρος τιτλοφορείται «Το τοπίο ως παιδαγωγός, το ταξίδι ως αισθητική». Τα δυο πρώτα κεφάλαια παίρνουν ένα ξεχωριστό τίτλο: «Μανχάταν: η ποιητική του χρόνου».
Το πρώτο κεφάλαιο είναι μακάβριο: η «Εισαγωγή στο τοπίο» στην πραγματικότητα είναι μια αφήγηση, αφήγηση της ζωής ενός περιθωριακού νεαρού που η τραυματική του παιδική ηλικία θα τον οδηγήσει στην παραβατικότητα και στη συνέχεια τον θάνατο. Η λιτότητα της γλώσσας υπογραμμίζει με ένα νατουραλιστικό τρόπο το μακάβριο του θέματος. Για το ίδιο το Μανχάταν ο συγγραφέας μιλάει στο επόμενο κεφάλαιο, «Αποσπάσματα από το ημερολόγιο της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ». Ο Βέης έμεινε στο Μανχάταν μια εξαετία, από τον Ιούνιο του 1983 έως τον Ιούνιο του 1989. Αντλεί δηλαδή από τις αναμνήσεις του.
Όχι μόνο. Παραθέτει και αποσπάσματα από την πέμπτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Παράφραση της νύχτας» που έγραψε εκείνη την περίοδο. Στη μέση του κεφαλαίου παρεμβάλλεται ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό, όπως εξάλλου και στα προηγούμενα βιβλία του.
Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου είναι μαρτυρίες συναντήσεων (Νικόλας Κάλας, Χόρχε Λουί Μπόρχες) και γεγονότων (η τριπλή κηδεία του Πόε, μια συναυλία με τον Ντύλαν, μια θεατρική παράσταση του Άμλετ, μια μουσική συναυλία), και σύντομες παρουσιάσεις προσώπων (Γουόρχολ, Φρανκ Στέλα και Τάκερ). Έχουμε περάσει ήδη τις δυο σελίδες, δεν μπορούμε να αναφερθούμε διεξοδικά σ΄αυτές. Θα κλείσουμε την παρουσίαση αυτή υπογραμμίζοντας το ταλέντο του Γιώργου Βέη και ως προσωπογράφου. Γιώργο, καλοτάξιδο κι αυτό το βιβλίο, και καλότυχο. Γιατί όχι ένα ακόμη βραβείο;

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, May 21, 2011

Ελένη Στασινού, Η γυναίκα των Δελφών

Ελένη Στασινού, Η γυναίκα των Δελφών, Ωκεανίδα 2011, σελ. 487

H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα βιβλίο με ιστορίες παθιασμένης αγάπης αλλά και έντονου μίσους, με φόντο τις http://www.blogger.com/img/blank.gifανασκαφές των Δελφών και τους ληστές που λυμαίνονταν τα γειτονικά όρη.

Η Ελένη Στασινού, μετά το μυθιστόρημά της «Νύχτες υποταγής» στο οποίο η υπόθεση διαδραματίζεται στο παρόν, καταφεύγει στο παρελθόν με το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η γυναίκα των Δελφών». Βρισκόμαστε στους Δελφούς, ή καλύτερα στο Καστρί, το 1870, την εποχή που οι ανασκαφές θα ξεθάψουν τους Δελφούς και το ίδιο το Καστρί θα μετατοπιστεί πιο πάνω στο βουνό, αφήνοντας ελεύθερο το χώρο για να βγουν στην επιφάνεια οι θησαυροί-όσοι σώθηκαν τέλος πάντων-του περίφημου μαντείου. Και ο πιο εξαιρετικός, ο «Ηνίοχος των Δελφών», η πιο τέλεια έκφραση της απωλλώνειας γαλήνης και αυτοκυριαρχίας (η αναφορά σαν φόρος τιμής στον πρώτο εκδότη μου, τον εκδότη των περισσότερων βιβλίων μου, τον Θάνο Γραμμένο, που μου μιλούσε κάποτε επί ώρα με το μεγαλύτερο θαυμασμό γι αυτό το άγαλμα).
Δίπλα στο Καστρί βρίσκονται οι ληστές, που κάποιοι από αυτούς θα μεταμορφωθούν, όπως και οι κλέφτες του ’21, σε αγωνιστές για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων εδαφών. Σε δέκα χρόνια θα έλθει η απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Άρτας.
Με φόντο λοιπόν τις ανασκαφές και τους ληστές διαδραματίζεται η ερωτική ιστορία που πραγματεύεται η συγγραφέας. Ή μάλλον οι ερωτικές ιστορίες, στις οποίες η πρωταγωνίστρια είναι μια, η Πηγή, ενώ οι πρωταγωνιστές είναι τέσσερις. «Φυτώριο σπόρων νεκρών ανδρών» αυτοχαρακτηρίζεται η Πηγή, αφού οι τρεις πρώτοι θα καταλήξουν στο θάνατο. Τον πρώτο νεκρό θα τον σκοτώσει ο τρίτος, ο υιοθετημένος αδελφός, για να βρει κι αυτός με τη σειρά του το θάνατο.
Το πάθος του έρωτα εκφράζεται στο έργο αυτό μονόπλευρα. Οι άνδρες είναι αυτοί που αγαπάνε, και αγαπάνε με πάθος. Η γυναίκα θα ενδίδει στον έρωτα, περίπου αναγκασμένη από τις περιστάσεις.
Με εξαίρεση τον πρώτο, τον Δανιήλ. Η Πηγή θα τον ερωτευθεί μικρό κορίτσι, αλλά πριν προλάβει να δοκιμαστεί ο έρωτάς τους, τον Δανιήλ θα τον σκοτώσει ο αδελφός του ο Μιχαήλ, γιατί αγαπάει με πάθος την Πηγή και τη θέλει δική του. Μετά το έγκλημα βέβαια είναι αναγκασμένος να καταφύγει στο βουνό για να γλιτώσει.
Κάποτε η Πηγή θα πέσει στα χέρια του. Θα την χαρεί για μια βδομάδα. Στη συνέχεια θα την πάει σε μια εκκλησιά, όπου θα τελέσει έναν πρωτότυπο και προσωπικό γάμο, υποσχόμενος τη λαμπρή γαμήλια τελετή όταν θα φτιάξουν τα πράγματα. Όταν κάποτε της στέλνει μήνυμα ότι επί τέλους έφτασε ο καιρός, τώρα είναι νόμιμος και υπηρετεί στον ελληνικό στρατό, αυτή τον έχει μισοξεχάσει, και ας έχει γεννήσει το παιδί του, που μεγαλώνει δίπλα στο παιδί του Δανιήλ και στο παιδί του Ιορδάνη.
Τον Ιορδάνη θα τον παντρευτεί επειδή βρίσκεται σε αδιέξοδο, ανύπαντρη μητέρα. Σίγουρα όμως και διότι συγκινήθηκε από τον παθιασμένο έρωτά του. Γιατί ο Ιορδάνης δεν είχε πρόσωπο που να το ερωτευτεί κανείς. Νεαρός είχε πέσει στις φλόγες να σώσει τέσσερα παιδιά μέσα από ένα σπίτι που καιγόταν. Έκαψε το πρόσωπό του και έχασε το ένα μάτι. Η Πηγή δεν παντρεύτηκε τον όμορφο, παντρεύτηκε τον ήρωα∙ που θα την εγκαταλείψει ήδη από την πρώτη βραδιά του γάμου, καθώς τον πρόδωσε η αδύναμη καρδιά του. Πέθανε μην μπορώντας να αντέξει μια ευτυχία τόσο απρόσμενη και τόσο μεγάλη.
Το έργο τελειώνει με την Πηγή να περπατάει αγκαζέ με τον νεαρό αρχαιολόγο. Το happy end ενός γάμου βρίσκεται εκτός πλαισίου της ιστορίας και προσημαίνεται μ’ αυτό τον τρόπο.
Όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημα της Στασινού, τα πάθη είναι βίαια, οι αντιδράσεις άγριες. Η πιο άγρια βέβαια είναι η αντίδραση του παπά Νεόφυτου, που βάζει να δολοφονήσουν τον-έστω και υιοθετημένο- γιο του Μιχαήλ.
Διαβάζοντας το έργο με μια φεμινιστική ματιά, βλέπουμε τη γυναίκα για άλλη μια φορά να είναι αντικείμενο των ορέξεων των ανδρών. Ο Μιχαήλ την αγαπάει, και αγαπώντας την δεν διστάζει να δολοφονήσει τον αδελφό του. Αδιαφορεί για τα αισθήματα της Πηγής. Θέλει να την αρπάξει όπως οι Ρωμαίοι τις Σαβίνες, με τον τρόπο της «κλεψάς», που παλιά δεν γινόταν κοινή συναινέσει, αλλά ό άντρας έκλεβε τη γυναίκα, τη βίαζε, ώστε μετά, με δεδομένο τον κώδικα τιμής και ντροπής (στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας κάναμε μια ημερίδα γι αυτόν) αυτή να μην έχει άλλη επιλογή από το να τον παντρευτεί. Ο άνδρας δηλαδή έβλεπε τη γυναίκα περίπου σαν ένα όμορφο αυτοκίνητο που έπρεπε πάση θυσία να αποχτήσει. Λαχταρούσε το σώμα της και όχι την ψυχή της. Το τι αισθήματα μπορεί η ίδια να ένοιωθε γι αυτόν τον άφηνε αδιάφορο.
Ο Ιορδάνης ο καημένος όμως θέλει τη συναίνεσή της και αρνείται την προτροπή του παπά Νεοφώτιστου να την κλέψει, παρόλο που ξέρει ότι έχει πενιχρές ελπίδες να τον ερωτευτεί∙ το περισσότερο που μπορεί να ελπίζει είναι να τον αποδεχθεί. Και η Πηγή τον αποδέχεται.
Ο παπάς Νεοφώτιστος αποτελεί είπαμε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σκληρότητας, μιας σκληρότητας που εισέπραξε και ο ίδιος. Παιδί νόθο, με την μητέρα του πεθαμένη, τον περιμάζεψε και τον ανάθρεψε το χωριό. Η ψυχή του, αν και δοσμένη στο θεό, είναι άγρια, χωρίς συγνώμη. Έρχεται σε συχνές προστριβές με τον προύχοντα νονό του. Καμία σχέση με τον ήρωα της ταινίας του Huang Hong «Ένας πατέρας με 25 παιδιά», που κι αυτόν τον μεγάλωσε το χωριό, όμως ξεχείλιζε τόσο πολύ από καλοσύνη ώστε ανέλαβε να περιθάλψει, μεγάλος πια και με μια επιτυχημένη επιχείρηση ορνιθοτροφείου, 25 παιδιά.
Το ύφος της Στασινού επανέρχεται στην ποιητικότητα που διαπιστώσαμε στο πρώτο της βιβλίο, το «Η κουμπάρα η Μαργαρίτα» που διαβάσαμε και παρουσιάσαμε πρόσφατα, σε μια αφήγηση όμως που εδώ προχωράει ευθύγραμμα, δημιουργώντας τα ανάλογα σασπένς, και αφήνοντας επίσης αρκετό χώρο στο διάλογο. Έχει κάτι από τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» της Ρέας Γαλανάκη, κάτι από την «Ιστορία» του Γιώργου Γιατρομανωλάκη, κάτι από τον κόσμο των παραμυθιών, κάτι από το ληστρικό μυθιστόρημα, πάνω στο οποίο, παρεμπιπτόντως, έκανε τη διατριβή του ο Χρήστος Δεμερτζόπουλος, παλιός φίλος από την ομάδα της κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο μιας εξαιρετικής συγγραφέως. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα.

Thursday, May 19, 2011

Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή

Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή (μετ. Παναγιώτη Μουλλά), Οδυσσέας 1981, σελ. 470

Κάθε φορά που ξεκινούσα να διαβάζω ένα βιβλίο, εδώ και χρόνια, με έπιανε τύψη να διαβάζω αυτό το βιβλίο χωρίς να έχω διαβάσει την «Αισθηματική αγωγή». Αυτό μέχρι το Πάσχα που μας πέρασε, γιατί τότε αποφάσισα επί τέλους να διαβάσω το μυθιστόρημα αυτό του Φλωμπέρ. Το ξεκίνησα στην Κρήτη, το τέλειωσα εδώ.
Το ότι έχουν γραφεί αριστουργηματικές σελίδες γι' αυτό δεν με αποθαρρύνει. Εγώ εδώ απλά θα καταγράψω τις εντυπώσεις μου, που μπορεί κάποιες να ταυτίζονται με εντυπώσεις πιο ικανών μελετητών που όμως τις αγνοώ.
Ο Παναγιώτης Μουλλάς έχει γράψει μια εκτενή κατατοπιστική εισαγωγή όπου διαβάζουμε πολλά ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα διαβάζουμε ένα παράθεμα από τον Gerard Genette: «Ο ίδιος (ο Φλωμπέρ) έβρισκε την Αισθηματική Αγωγή αισθητικά αποτυχημένη από έλλειψη δράσης, προοπτικής, σύνθεσης. Δεν έβλεπε πως το βιβλίο αυτό ήταν το πρώτο που πραγματοποιούσε την αποδραματοποίηση, θα μπορούσαμε να πούμε την απομυθιστοριοποίηση του μυθιστορήματος απ’ όπου έμελλε να ξεκινήσει όλη η σύγχρονη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια, θεωρούσε ως ελάττωμα ό, τι για μας είναι το μεγαλύτερο προτέρημα» (σελ. 36).
Να ξεκαθαρίσουμε: Αν βάλουμε στην άκρη το οξύμωρο ότι η απομυθιστοριοποίηση του μυθιστορήματος είναι για μας το μεγαλύτερο προτέρημα (τότε δεν μιλάμε για μυθιστόρημα, αλλά για άλλο είδος), δεν έχουμε εδώ να κάνουμε παρά με μια διαφορά στην πρόσληψη. Το κοινό της εποχής που πρωτοεκδόθηκε το βιβλίο δεν το καλοδέχτηκε, ούτε και η κριτική, με πρώτο και καλύτερο τον Σαιντ Μπεβ. Να υποθέσουμε ότι ενστάλαξαν τόσο έντονα την κριτική τους στάση στον Φλωμπέρ ώστε να τον κάνουν να νοιώσει ο ίδιος άβολα με το ίδιο του το μυθιστόρημα, να θεωρήσει την «Αισθηματική αγωγή» αισθητικά αποτυχημένη; Όπως και να έχει, δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι μπορεί να υπάρχουν καλά και κακά μυθιστορήματα, αλλά υπάρχει και το ζήτημα του γούστου. Η έλλειψη δράσης στην πραγματικότητα είναι η έλλειψη, ή καλύτερα η σπάνις, πυρηνικών επεισοδίων, επεισοδίων δηλαδή που πυροδοτούν τα επόμενα επεισόδια, και όχι επεισοδίων γενικότερα. Το ότι ο Φλωμπέρ αρέσκεται στην περιγραφή είναι σίγουρο, υπάρχουν εξαιρετικές περιγραφές στο βιβλίο, όμως υπάρχει και δράση, μια δράση που θα χαρακτηρίζαμε κινηματογραφική. Διαβάζοντας το έργο θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο μεγαλύτερο μέρος του είναι κάτι σαν περιγραφή κινηματογραφικής ταινίας που την κάνει κάποιος σε ένα τυφλό φίλο του. Σήμερα οι συγγραφείς δεν γράφουν έτσι, απλά γιατί δεν μπορούν να συναγωνιστούν τον κινηματογράφο, που εμφανίστηκε μετά τον θάνατο του Φλωμπέρ. Αντιγράφω:
«-Αποδείξτε μου πως η γυναίκα μου είναι λογική, είπε ο Φρεντερίκ.
Την τράβηξε απαλά προς την πόρτα.
Ο πλειστηριαστής συνέχιζε:
-Εμπρός κύριοι, εννιακόσια τριάντα! Υπάρχει αγοραστής για εννιακόσια τριάντα φράγκα;
Η κ. Νταμπρέζ, που είχε φτάσει στο κατώφλι, σταμάτησε∙ και με δυνατή φωνή:
-Χίλια φράγκα!
Ένα ρίγος διαπέρασε το κοινό, μια σιωπή.
-Χίλια φράγκα κύριοι, χίλια φράγκα! Κανείς δεν λέει τίποτε! Το είδατε καλά; Χίλια φράγκα! Κατεκυρώθη!
Το φιλντισένιο σφυρί κατέβηκε.
Εκείνη έδωσε την κάρτα της και πήρε την κασετίνα. Την έχωσε στο μανσόν της.
Ο Φρεντερίκ ένοιωσε μια δυνατή κρυάδα να του διαπερνά την καρδιά» (σελ. 448).
Είναι όπως η περιγραφή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα από το ραδιόφωνο, που θα μπορούσε να την παραθέσει κανείς παράλληλα με την προβολή μιας βιντεοσκόπησής του. Όμως εδώ υπάρχει η λογοτεχνία, που στην προκειμένη περίπτωση εκφράζεται με την παντογνωσία του τριτοπρόσωπου αφηγητή (σε άλλα σημεία με το σχόλιο, και βέβαια με την ποιητική χρήση της μεταφοράς). Κανείς εκφωνητής δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ότι ο τάδε παίκτης ένοιωσε ρίγος ή κρυάδα. Αυτό το telling των αισθημάτων που δεν άρεσε στον Henry James και το αντικατέστησε στα δικά του έργα με το showing της δράσης είναι τελικά η λογοτεχνία. Το showing δεν είναι παρά κινηματογράφος, και γι' αυτό δεν τον ακολούθησε νομίζω κανείς λογοτέχνης σ’ αυτό το στυλ γραφής.
Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, που έχει επίσης σχέση με την πρόσληψη. Γράφει κάπου ο Φλωμπέρ: «Φοβάμαι μήπως τα φόντα εξαφανίσουν τα πρώτα πλάνα». Εγώ είμαι ένας αναγνώστης που ενδιαφέρεται εξίσου, αν όχι περισσότερο, για τα φόντα, ιδιαίτερα στον κινηματογράφο. Είχα ελάχιστες γνώσεις για τις εξεγέρσεις του 1848 (με τις οποίες παρομοιάζουν τώρα τις αραβικές εξεγέρσεις). Μαθαίνω τελικά ότι η γαλλική εξέγερση είχε τη δική της Κροστάνδη. Διαβάζω: «Τώρα που είχαν ξεφορτωθεί τους νικημένους (τους εργάτες στην Ιουλιανή εξέγερση) εύχονταν να ξεφορτωθούν και τους νικητές» (σελ. 382). Με τον Ναπολέοντα τον μικρό το κατάφεραν.
Από τους μαρξιστές θεωρητικούς ο ρεαλισμός των τριών μεγάλων της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα, του Σταντάλ, του Μπαλζάκ και του Φλωμπέρ χαρακτηρίστηκε ως κριτικός ρεαλισμός, και όχι μόνο για να τον διαφορίσουν πιο ριζικά από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό: ο ρεαλισμός αυτός πίστευαν ότι κριτίκαρε την αστική κοινωνία.
Προσωπικά δεν έχω αυτή την αίσθηση. Ο ρεαλισμός αυτός δεν νομίζω ότι είχε τον κριτικό στόχο που του απέδωσαν αργότερα οι μαρξιστές, και τον οποίο είχε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Οι ήρωες των έργων τους δεν βρίσκονται στον μανιχαϊστικό άξονα των ηρώων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού-από τη μια οι κακοί χαρακτήρες τους οποίους κριτικάρουμε, από την άλλη οι θετικοί ήρωες τους οποίους πρέπει να μιμούμαστε. Ο Φλωμπέρ περιγράφει με καταπληκτική ακρίβεια τις αρετές και τις κακίες των ίδιων ανθρώπων. Ο Αρνού δεν παρουσιάζεται μόνο σαν ένας καιροσκόπος και εκμεταλλευτής αλλά και σαν άνθρωπος με μια καλοκάγαθη καρδιά. Όσο για τον ίδιο τον Φρεντερίκ, την περσόνα του Φλωμπέρ, αυτός πια και αν περιγράφεται με ένα φοβερό ρεαλισμό, με τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του. Είμαι σίγουρος ότι ο Νίτσε θα μπορούσε να πει για όλα αυτά ότι είναι «ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα».
Η «Αισθηματική αγωγή» είναι ένα έργο κατά κάποιο τρόπο αυτοβιογραφικό. Η κυρία Αρνού είναι η περσόνα της Ελίζας Σλέσινγκερ, μιας γυναίκας παντρεμένης, δέκα χρόνια μεγαλύτερης του Φλωμπέρ με την οποία ήταν ερωτευμένος (πέθανε χρόνια μετά τον Φλωμπέρ τρελή σε ψυχιατρείο). Ένας λατινοαμερικάνικος νεορομαντισμός α λα Μάρκες θα παρουσίαζε ένα μεγαλειώδη έρωτα που φουντώνει με την προσμονή της πλήρωσής του. Και έχει όλα τα στοιχεία. Και πρώτα πρώτα το στοιχείο του κεραυνοβόλου έρωτα. Με το που βλέπει την κυρία Αρνού ο Φρεντερίκ την ερωτεύεται. Έπειτα το στοιχείο της επιμονής. Ήταν ολόκληρη περιπέτεια το να τη συναντήσει ξανά και να σχετισθεί με την οικογένειά της. Καθώς είναι παντρεμένη δεν τολμά να της εξομολογηθεί τα αισθήματά του, μη αντέχοντας να αντιμετωπίσει την άρνησή της. Έχει ερωμένη τη στρατηγίνα, ίσως να παντρευτεί τη Λουίζα, όμως η καρδιά του είναι δοσμένη για πάντα στην αθάνατη αγαπημένη. Και να πως αφηγείται ο Φλωμπέρ την σκηνή, μετά από μήνες – ή ίσως χρόνια; πάντως στη σελίδα 378 του μυθιστορήματος - όπου τολμά να της εξομολογηθεί επί τέλους τον έρωτά του:
«…της ορκίστηκε πως δεν πέρασε ούτε μέρα δίχως να τον βασανίσει η ανάμνησή της.
-Δεν πιστεύω απολύτως τίποτε, κύριε.
-Κι όμως ξέρετε πως σας αγαπώ!
Εκείνη δεν απάντησε.
-Ξέρετε πως σας αγαπώ
Εκείνη πάντοτε τσιμουδιά.
Άντε πήγαινε κουρέψου, είπε μέσα του ο Φρεντερίκ. Και, σηκώνοντας τα μάτια του, είδε στην άλλη άκρη του τραπεζιού τη δεσποινίδα Ροκ (τη Λουίζα)».
Μήπως δεν την αγαπούσε αρκετά; Αντίθετα, την αγαπούσε τόσο πολύ ώστε ο Φλωμπέρ περιγράφει τον έρωτα αυτό του Φρεντερίκ με αρκετή δόση ειρωνείας χρησιμοποιώντας το εφέ της υπερβολής∙ και μια και ξέρουμε πως αυτοβιογραφείται, πρόκειται τελικά για αυτοειρωνεία.
«Τέλος σήμανε η ώρα δύο.
‘Α, τώρα’, είπε μέσα του, ‘βγαίνει απ’ το σπίτι της, πλησιάζει’. Κι ένα λεπτό αργότερα: ‘Θα μπορούσε να είχε έρθει’. Ως τις τρεις πάσχισε να μείνει ήρεμος. ‘Όχι, δεν είναι αργοπορημένη∙ λίγη υπομονή’.
Και μη έχοντας τι να κάνει, περιεργαζόταν τα αραιά μαγαζιά: ένα βιβλιοπωλείο, ένα σελάδικο, ένα κατάστημα με είδη πένθους. Σε λίγο ήξερε όλους τους τίτλους των βιβλίων, όλα τα χάμουρα, όλα τα υφάσματα. Οι καταστηματάρχες, βλέποντάς τον να περνάει και να ξαναπερνάει συνεχώς, στην αρχή ξαφνιάστηκαν, ύστερα φοβήθηκαν κι έκλεισαν τις βιτρίνες τους (σελ. 314).
Θα τα φτιάξει μαζί της, θα χωρίσουν όμως κάποια στιγμή. Στο τέλος του έργου, μετά από χρόνια, την βλέπει με ασπρισμένα τα μαλλιά της. Οποία απογοήτευση!!! Και το ελάχιστο ίχνος του έρωτα που του είχε απομείνει εξατμίστηκε. Τελικά φαίνεται ερωτευόμαστε όχι τον εσωτερικό κόσμο αλλά τα εξωτερικά κάλλη.
θυμήθηκα τώρα ένα ανέκδοτο, δεν μπορώ να μην το γράψω.
Μια γυναίκα αφηγείται σε μια φίλη της την επίσκεψή της σε έναν οδοντογιατρό. Ήταν ένας συμμαθητής της, θα τον έβλεπε για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Ανοίγει την πόρτα, και τι βλέπει! Έναν χοντρό, κοιλαρά, φαλακρό, κακάσχημο. Και θυμάται τον όμορφο νεαρό που όλες οι συμμαθήτριές της τον χαλβάδιαζαν, όπως άλλωστε και η ίδια. Πώς κατάντησε αλήθεια έτσι!!! Ξέρεις, του λέει, ήμασταν στο ίδιο σχολείο, στο (τάδε)Λύκειο. Και συνεχίζει την αφήγηση η γυναίκα αυτή στη φίλη της. –Και ο άθλιος, ο πανάθλιος, που να τον πάρει και να τον σηκώσει, τι γυρνάει και μου λέει; «Και τι μάθημα μας κάνατε;»
Εγώ φοιτητής κάνω μάθημα σε φροντιστήριο αγγλικών, αυτή μια πολύ όμορφη μαθήτρια. Παίρνει την αίτησή μου, διαβάζει το όνομα, «Ο Μπάμπης ο Δερμιτζάκης είσαι;». «Εσύ είσαι Μαρία»; Άστα να πάνε, πώς περνούν τα χρόνια. Πέρυσι το καλοκαίρι αυτό.
Κλείνει η παρένθεση.
Ο Φλωμπέρ αρέσκεται είπαμε στις περιγραφές. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση είναι πώς ηδονίζεται κυριολεκτικά με τις περιγραφές φαγητών. Περιγράφει με καταπληκτικές λεπτομέρειες τα πάντα που βρίσκονται στο τραπέζι, όπου υπάρχει ακόμη και του πουλιού το γάλα (που λέει ο λόγος). Δεν συνιστώ να διαβάσει κανείς αναγνώστης αυτό το βιβλίο αν βρίσκεται σε δίαιτα – ή μάλλον αναγνώστρια, αφού οι γυναίκες είναι που κάνουν συνήθως δίαιτα.
Κάτι που μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση: όπως και στα μυθιστορήματα του Σταντάλ και του Μπαλζάκ, οι ήρωες έχουν φοβερές φιλοδοξίες. Θέλουν να γίνουν πάμπλουτοι, θέλουν να γίνουν πολιτικοί (παρεμπιπτόντως, να ένας καλός τρόπος για να πλουτίσεις). Οι ήρωες, στα ελληνικά τουλάχιστον μυθιστορήματα, δεν βλέπω να έχουν τόσες φιλοδοξίες, αντανακλώντας το περιορισμένο των προσδοκιών της σημερινής μας νεολαίας: μια επιτυχία στον ΑΣΕΠ, μια θεσούλα στο Δημόσιο, να μας πάρουν με 18μηνη σύμβαση και βλέπουμε… Ίσως γι' αυτό πάει χάλια η Ελλάδα, παύουμε να έχουμε μεγάλες φιλοδοξίες.
Η μετάφραση είναι καλή αν και αρκετά παρωχημένη. Βλέπω τις λέξεις «σύσταση» αντί για διεύθυνση, τη λέξη «κουμάρι» αντί για χαρτοπαίγνιο ή ζάρια, «προγύμναση» αντί για ιδιαίτερα μαθήματα ή φροντιστήριο, και επίσης το εντελώς αδόκιμο «κάμνω» αντί κάνω, αρκετές φορές σε διάφορους χρόνους, πρόσωπα και αριθμούς. Και ένα λάθος, που το κάνουν κάποιες φορές οι μαθητές μου: «Υποπτεύοντας στο γράμμα της δεσποινίδας Βατνάζ κάποια γυναικοδουλειά…» (σελ. 126). Μικρά ατοπήματα μπροστά σε μια πολυσέλιδη και εξαίρετη εισαγωγή.
Πω πω, περάσαμε τις τρεις σελίδες!!! Αλλά η μια δεν πιάνει, είναι το ανέκδοτο. Πήρα μαζί μου από την Κρήτη και τη «Σαλαμπώ», θα γράψω ελπίζω γρήγορα και γι αυτήν.

Monday, May 16, 2011

Του νεκρού αδελφού και άλλα

Αφήγηση της μητέρας μου το 1978, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Περιέχει Του νεκρού αδελφού, τον Άη Γιώργη, τον Κοντορεβυθούλη, ένα αινιγματώδες παραμύθι, δυο ακόμη παραμύθια, το ένα με τον άγιο Νικόλαο, και πολλές μαντινάδες. Μαντινάδες λέει και ο πατέρας μου.(Στο γύρισμα της κασέτας έχει κάμποση παύση, περίπου δυο λεπτά)
Μπορείτε να το κατεβάσετε από το rapidshare
https://rapidshare.com/#!download|286cg|1658335041|mana_me_tous_9_final.mp3|56826|R~E647DA9CA33E049AFA5584CAECD2FF96

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Sunday, May 15, 2011

Του νεκρού αδελφού

Πριν κάποια χρόνια συμμετείχα σε ένα συνέδριο στη Λιουμπλιάνα (Σλοβενία). Εκεί με κάποια σύνεδρο μιλήσαμε για το δημοτικό τραγούδι. Μου είπε ότι είχε γίνει ένα συνέδριο ειδικά για το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού", στο οποίο συμμετείχαν όλες οι βαλκανικές χώρες. Γιατί όμως να απουσιάζει η Ελλάδα, η οποία έδωσε αυτό το τραγούδι που στη συνέχεια το πήραν οι άλλες βαλκανικές χώρες; Δεν μπόρεσα να της απαντήσω. Η ίδια σύνεδρος μου έδωσε ένα cd με σλοβένικα δημοτικά τραγούδια, ανάμεσα στα οποία ήταν και του νεκρού αδελφού, τραγουδισμένο όμως. Στην Ελλάδα η μουσική του τραγουδιού έχει χαθεί προ πολλού. Κατέγραψα τη μητέρα μου το 1978 να το αφηγείται, ένα χρόνο πριν πεθάνει, μαζί με άλλα δημοτικά τραγούδια και μη. Εδώ είναι η αφήγηση της μητέρας μου (όπου ξεχνά στίχους λέει την υπόθεση σε πεζό) και το σλοβένικο τραγούδι.
Μπορεί να το κατεβάσει κανείς και από το rapidshare
https://rapidshare.com/#!download|777l35|4135038910|tou_nekrou_adelfou-greek_and_slovenian.mp3|7766|R~4802A0F8290A2253317DA03D51742351

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Ο Καπετάν Καζάνης και η Κριτσοτοπούλα



Το 1978, ένα χρόνο πριν πεθάνει η μητέρα μου, την ηχογράφησα να απαγγέλλει τα δυο τελευταία κρητικά έπη, τον Καπετάν Καζάνη και την Κριτσοτοπούλα του Μιχάλη Διαλλινά γραμμένα το 1909 και το 1912 αντίστοιχα. Ο Καπετάν Καζάνης υπάρχει στον Β΄τόμο των απάντων του Διαλλινά, εκδομένος μέσα στη δεκαετία του '70. Την Κριτσοτοπούλα την αγόρασα από ένα βιβλιοπωλείο στη Νεάπολη, σε πολύγραφο. Την έδωσα και τη δημοσίευσε ο φίλος μου ο Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου στην λογοτεχνική ιστοσελίδα του, την Περι-γραφής. Συγκρίνοντας το γραπτό κείμενο της Κριτσοτοπούλας με το τι συγκράτησε η μνήμη της μητέρας μου έβγαλα χρήσιμα συμπεράσματα που περιέχονται στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου μου "Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας". Το κεφάλαιο αυτό το επεξεργάστηκα παραπέρα και αποτέλεσε την εισήγησή μου σε ένα συνέδριο στη Λιουμπλιάνα. Είναι αναρτημένη εδώ
Μπορεί κανείς να κατεβάσει αυτή την αφήγηση και από το rapidshare
https://rapidshare.com/#!download|466tg|819694155|mat_i_atiets.mp3|60867|R~DFA1AD7905D14D61B605A60AA1F6EA20

Το άγαλμα της Κριτσοτοπούλας στην Κριτσά Αγίου Νικολάου και το εσωτερικό του σπιτιού όπου μεγάλωσε. Οι φωτογραφίες πάρθηκαν το καλοκαίρι του 1980

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Saturday, May 14, 2011

Ένα σπίτι κτίζεται. Έκθεση που έγραψα στην τρίτη γυμνασίου

Μια έκθεση που έγραψα, μαθητής τρίτης γυμνασίου, και διάβασα στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράπετρας. Ήταν το 1965. Θαυμάστε κρητική προφορά. Στη συνέχεια τραγούδι, με τον Μανώλη Μαστοράκη και τον Μαρίνο Γεωργακάκη. Επιμέλεια του εξαίρετου καθηγητή μας Μανώλη Μιλτιάδη Παπαδάκη. Πρόταση για την μετάδωση του φιλόλογού μου Νίκου Δερμιτζάκη, που τόσο με ενθάρρυνε στις συγγραφικές μου προσπάθειες, και τον ευχαριστώ γι αυτό. Την ηχογράφηση "ξέθαψε" από τα αρχεία του Μανώλη Παπαδάκη ο Γιώργης Λαμπράκης, ο Λεβέντης της τοπικής εφημερίδας "Ιεράπετρα 21ος αιών", και τον ευχαριστώ που μου την έδωσε.

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Wednesday, May 11, 2011

Το δέκατο βιβλίο μου: Το Φραγκιό



Το δέκατο βιβλίο μου: Το Φραγκιό, εκδόσεις ΑΛΔΕ 2011, σειρά metroαναγνώσματα, σελ. 55