Book review, movie criticism

Monday, July 25, 2011

Τζέημς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι

Τζέημς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι (μετ. Κοσμάς Πολίτης), Γράμματα 1990, σελ. 227

Οι «Δουβλινέζοι» είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέημς Τζόυς. Αποτελείται από μια σειρά διηγήματα που εικονογραφούν το Δουβλίνο των παιδικών του χρόνων. Ψάχνοντας στην Βικιπαίδεια για τον συγγραφέα, διαπίστωσα ότι ο Τζόυς ήταν ένα φοβερό υπόδειγμα επιμονής και υπομονής. Δεκαοχτώ φορές υπέβαλε το χειρόγραφο σε δεκαπέντε εκδότες, και έπρεπε να περιμένει εννιά χρόνια μέχρι να το δει τυπωμένο. Ο «Οδυσσέας» είχε καλύτερη τύχη: ο όγδοος εκδότης το έκανε δεκτό. (Κι εγώ εννιά χρόνια περίμενα για το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας, αλλά το υπέβαλλα μόνο σε πέντε εκδότες. Στον πέμπτο, τον ένατο χρόνο. Μετά από εννιά χρόνια επίσης εκδόθηκε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής λογοτεχνίας». Ήδη από τον πρώτο χρόνο το έκανε δεκτό ο τρίτος εκδότης, αλλά πέρασαν εννιά χρόνια μέχρι να μου το εκδώσει).
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά συνελάμβανα συχνά τον εαυτό μου να αφαιρείται. Δεν θα ήθελα όμως εδώ να κάνω ολόκληρη παρέκβαση για τους όρους και τις συνθήκες της πρόσληψης που αυξάνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά να πω δυο μόνο πράγματα: Όταν ένας συγγραφέας έχει γράψει ένα βιβλίο σαν τον «Οδυσσέα», έχουμε (ή δεν έχουμε) την περιέργεια να διαβάσουμε και ό, τι άλλο έχει γράψει. Επίσης έχει ενισχυθεί η πεποίθησή μου για μια ακόμη φορά, ότι το σασπένς είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να κερδίσει ο συγγραφέας την προσοχή του αναγνώστη. Και στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σασπένς.
Κάνω αποκοπή και επικόλληση από την Βικιπαίδεια: They were meant to be a naturalistic depiction of Irish middle class life in and around Dublin in the early years of the 20th century. Όμως αν ήταν μόνο αυτό, η νατουραλιστική απεικόνιση της ιρλανδέζικης μεσαίας τάξης στο Δουβλίνο, τα διηγήματα αυτά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ή μάλλον θα είχαν ενδιαφέρον μόνο για τους Ιρλανδούς. Όμως είναι ενδιαφέροντα γιατί απεικονίζουν μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνάει όχι μόνο το Δουβλίνο αλλά και ολόκληρη την Ιρλανδία: τη ματαίωση (frustration). Αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτήν θα πρέπει να επισκεφτούμε όλα τα μπαρ του Δουβλίνου και να πιούμε άφθονη μπύρα και ουίσκι με τους ήρωές τους.
Ο Τζόυς χρησιμοποιεί συχνά το αυγό σαν μεταφορά στην εξωτερική περιγραφή κάποιων ηρώων του. Γενικά τους περιγράφει με αδρές πινελιές. Εξίσου αδρός είναι και στην περιγραφή του χαρακτήρα τους. Εστιάζει περισσότερο στις συζητήσεις τους και στα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται.
Έχω γράψει αλλού για το εφέ τέλους, ένα υφολογικό ή αφηγηματικό σχήμα που εντυπώνεται στο πολλαπλάσιο στον αναγνώστη καθώς τοποθετείται στο τέλος του έργου. Εδώ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο εφέ τέλους, σε αρκετά από τα διηγήματα το τέλος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, καθώς δίνει συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων του σε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους που θα τις χαρακτηρίζαμε ανοίκειες, μη αναμενόμενες. Δυο γυναίκες, βυθισμένες στις σκέψεις τους χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Η Πόλυ, στην «Πανσιόν»: «Τότε θυμήθηκε τι ήταν αυτό που περίμενε» (σελ. 71). Και όμως, το είχε επιδιώξει, να «τυλίξει» τον νοικάρη τους. Η Έβλιν, στο ομώνυμο διήγημα: «Κι ο Φρανκ όρμησε πέρ’ απ’ τα κάγκελα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει με το καράβι, μα εκείνος συνέχισε να φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό της πρόσωπο, δίχως έκφραση, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή πως τον αναγνώρισαν» (σελ. 42). Είχε πει το μεγάλο όχι.
«Ο νεκρός», που γυρίστηκε ταινία από τον John Huston το 1987, είναι το πιο εκτενές διήγημα. Με τις πενήντα σελίδες του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Εδώ ο Τζόυς παρουσιάζει την προσωπογραφία ενός ακόμη αποτυχημένου της ζωής, του Γκαμπριέλ. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος τον βλέπουμε σε διάφορα επεισόδια της ζωής του στα οποία διαγράφεται ο χαρακτήρας του, ένας χαρακτήρας για τον οποίο κάποια στιγμή αποκτά μια οδυνηρή αυτοσυνείδηση (epiphany, κατά την ορολογία του ίδιου του Τζόυς). Χωρίς να έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον, αναρωτήθηκα πού θα οδηγούσε αυτή η ιστορία. Το τέλος όμως ήταν συναρπαστικό. Ο ήρωάς μας νοιώθει την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής του, μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του κρύβει έναν μυστικό. Ένας άντρας, ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι την αγάπησε όταν και η ίδια ήταν μικρή, και αφέθηκε να πεθάνει όταν αυτή έφυγε μακριά του. Η αγάπη του την ακολουθεί ως εμμονή σε όλη της τη ζωή. Όταν το μαθαίνει ο άντρας της, βυθίζεται συγκλονισμένος σε σκέψεις: «Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά» (σελ. 226).
Η αφηγηματική λειτουργία των προηγούμενων σελίδων που δεν μου τράβηξαν το ενδιαφέρον συνοψίζεται στην παρακάτω παράγραφο: «Την ώρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παρέβαλλε μέσα στο νου της μ’ έναν άλλο. Ντροπή τον κυρίεψε. Είδε τον εαυτό του σαν μια γελοία μορφή, έναν θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό, ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μέσα στον καθρέφτη. Γύρισε την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει η γυναίκα του την ντροπή που του φλόγιζε το μέτωπό του» (σελ. 223).
Στο «Οδυνηρό γεγονός», ένα προηγούμενο διήγημα της συλλογής, έχουμε την αντιστροφή του «Νεκρού»: Σ’ αυτό είναι ο ήρωας που οδηγεί την ερωτευμένη ηρωίδα στο θάνατο. Και αυτόν θα τον στοιχειώσει ο θάνατός της, όπως την Γκρέτα ο θάνατος του αγοριού. Εδώ η κατάστασή του δίνεται, αντίθετα επίσης, με εσωτερική εστίαση. «Γιατί της είχε στερήσει τη ζωή; Γιατί την είχε καταδικάσει σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του υπόσταση να σωριάζεται… Αναμάσησε τη χρηστότητα της ζωής του˙ ένιωσε απόβλητος από το γλέντι της ζωής. Ένα ανθρώπινο πλάσμα φάνηκε να τον αγαπάει, κι αυτός είχε απαρνηθεί τη ζωή της και την ευτυχία: κι αυτός την είχε καταδικάσει στην ντροπή, σ’ έναν επαίσχυντο θάνατο». Και το διήγημα τελειώνει με τις λέξεις: «Ένιωσε ολομόναχος» (σελ. 119).
Παρά την ύπαρξη μερών που κουράζουν, στους «Δουβλινέζους» υπάρχουν σελίδες εξαίρετης ομορφιάς. Πιστεύω όμως πως και ο ίδιος ο Τζόυς κατάλαβε ότι η επινόηση μιας ιστορίας και ο χειρισμός της στην πλοκή δεν συγκαταλεγόταν στις ικανότητές του, και έτσι, μετά το ημι-αυτοβιογραφικό «The portrait of the artist as a young man», που το στόρι ήταν περίπου δεδομένο, στα επόμενα κορυφαία έργα του το στόρι είναι υποτυπώδες, είναι το πρόσχημα για να αναδειχθεί η γλώσσα, ο αληθινός πρωταγωνιστής. Μιλάω για τον «Οδυσσέα» και το «Finnegan’s wake».
Θα κλείσω επικολλώντας ένα απόσπασμα από την Βικιπαίδεια, ένα σπαρταριστό ανέκδοτο από τη ζωή του Τζόυς. Να μην το μεταφράσω, όλοι σήμερα ξέρουμε λίγο πολύ αγγλικά.
Throughout the 1930s he traveled frequently to Switzerland for eye surgeries and treatments for Lucia (την κόρη του), who, according to the Joyces, suffered from schizophrenia. Lucia was analysed by Carl Jung at the time, who after reading Ulysses, concluded that her father had schizophrenia.[26] Jung said she and her father were two people heading to the bottom of a river, except that he was diving and she was falling.

Friday, July 22, 2011

Βιργινία Βέργη – Νέρη, Φόδελε, Τοπία, θρύλοι και αληθινές ιστορίες

Βιργινία Βέργη – Νέρη, Φόδελε, Τοπία, θρύλοι και αληθινές ιστορίες, Δωρικός 2010, σελ. 255

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα βιβλίο για το χωριό που γεννήθηκε ο Ελ Γκρέκο, γεμάτο συναρπαστικές ιστορίες

Έχω παρουσιάσει πολλά βιβλία που αναφέρονται στο χωριό των συγγραφέων τους -έχω γράψει κι εγώ ένα για το χωριό μου-αλλά πρώτη φορά βρέθηκα μπροστά σε ένα βιβλίο που μιλάει για ένα τόσο διάσημο χωριό, τον γενέθλιο τόπο του Ελ Γκρέκο, το Φόδελε. Συγγραφέας του η Βιργινία Βέργη-Νέρη, εκπαιδευτικός.
Τα κείμενα τα οποία, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, γράφηκαν σε διάστημα μιας τριακονταετίας και δημοσιεύτηκαν στον τοπικό τύπο, ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: Τοπία και θρύλοι, ιστορίες της γιαγιάς, αληθινές ιστορίες, και παράρτημα. Το τελευταίο απαρτίζεται από σύντομα κείμενα, ντοκουμέντα τα περισσότερα, που αναφέρονται κυρίως στην επανάσταση του 1866.
Όλα τα κείμενα είναι ενδιαφέροντα από μόνα τους, αλλά το γλαφυρό ύφος της Βιργινίας Βέργη-Νέρη τα κάνει ακόμη πιο ενδιαφέροντα. Το πρώτο μέρος έχει τη διαύγεια ενός τουριστικού οδηγού και τη μαγεία του παραμυθιού. Οι ιστορίες της γιαγιάς καθηλώνουν τον αναγνώστη, ενώ νοιώθει έκπληκτος με το πόσες αληθινές ιστορίες από τα ένδοξα χρόνια των κρητικών επαναστάσεων έφτασαν μέσα από την προφορική παράδοση στη σημερινή εποχή. Εύγε στη Βιργινία που τις διέσωσε, γιατί και η Κρήτη περνάει γρήγορα από την προφορικότητα στον τύπο και στην εικόνα. Πόσοι άραγε απομένουν ακόμη από εκείνους που ήξεραν τον Ερωτόκριτο απ’ έξω; Το παράρτημα, που με το σεμνό του τίτλο συχνά παραλείπεται από τους αναγνώστες, περιέχει επίσης συναρπαστικά κείμενα μεγάλου ενδιαφέροντος.
Οι ιστορίες είναι συναρπαστικές, τόσο οι πραγματικές όσο και οι μύθοι. Εκεί παρελαύνουν άνομοι έρωτες, τα σύνορα της αγάπης (έρωτες τούρκων με χριστιανοπούλες), και οι ταλαιπωρίες των φοδελιανών κατά τις επαναστάσεις.
Πέρα από την απόλαυση του κειμένου αποκόμισα και γνώσεις. 15 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου βρίσκεται το Καβούσι. Αγνοούσα την ετυμολογική του προέλευση. Στο βιβλίο της Βιργινίας διαβάζουμε:
«Όλα τα καβούσια βρίσκονταν στην ακροποταμιά και τροφοδοτούνταν από λεπτές φλέβες νερού, που ανάβλυζαν διακριτικά από τη γη. Όταν τις ανακάλυπταν οι χωρικοί έκαναν ένα λάκκο, έχτιζαν γύρω γύρω ένα κομψό ημικυκλικό πέτρινο τοιχάκι, άφηναν κι ένα αυλάκι για να τρέχει το περισσευούμενο νερό στο ποτάμι και το καβούσι ήταν έτοιμο» (σελ. 50).
Ο Μανώλης ο Βορδονάρης έχει ένα περβόλι δίπλα στο δικό μου. Παλιά υπήρχε κι ένα μικρό πηγάδι που είναι ξεραμένο εδώ και χρόνια. Τώρα το περβόλι το έχει φυτέψει με κλήματα. Στο βιβλίο της Βιργινίας μαθαίνω τι σημαίνει «Βορδονάρης». «Αυτοί που μετέφεραν τα πορτοκάλια δια ξηράς λεγόταν βορδονάρηδες και ήταν χριστιανοί» (σελ. 63). Πιο πριν διαβάζουμε ότι αυτοί που τα μετέφεραν δια θαλάσσης ήταν μουσουλμάνοι και λεγόταν χεξήδες.
Για το καδελέτο είχα ακουστά, έβαζαν μέσα τους πεθαμένους, νόμιζα ότι έτσι έλεγαν την κάσα, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Διαβάζουμε: «Το καδελέτο ήταν ένα μεγάλο ευρύχωρο φέρετρο πολλαπλής χρήσεως. Το φέρετρο των φτωχών… Μόλις τέλειωνε η νεκρώσιμη ακολουθία και έφταναν στο νεκροταφείο, τότε τύλιγαν το νεκρό σ’ένα άσπρο καθαρό σεντόνι και τον έβαζαν κατάχαμα στον τάφο» (σελ. 118). Σήμερα και ο πιο φτωχός ταξιδεύει για την τελευταία του κατοικία με ΙΧ κάσα.
Διαβάζουμε: «Το μανάρι του, τσεκούρι το λεν οι άλλοι Έλληνες» (σελ. 62). Λένε και το μανάρι, αλλά αυτό σημαίνει μικρό ριφάκι ή αρνάκι, ενώ πιο συχνά χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό. Θα μπορούσε με βάση τη διαφορά σημασίας να σκαρφιστεί ο Βυζάντιος άλλο ένα σπαρταριστό επεισόδιο για τη «Βαβυλωνία» του, και όχι μόνο αυτό με το κουράδι.
Και στην ίδια σελίδα, λίγο πιο κάτω: «Όλες οι νουθεσίες της σεμνής Παρθενόπης πήγαιναν στ’ αμόντε». Όχι στα monte, τα βουνά, αλλά στ’ αμόντε. Έτσι σχηματίστηκε και το Αόρι, αλλιώς Θριπτή στα μέρη μας, στην πάλαι ποτέ κοινότητα Κάτω Χωρίου Ιεράπετρας. Οι αρχαίοι έλεγαν «στα όρη». Όταν τα όρη γίνανε βουνά, οι χωριανοί μου άκουγαν «στα όρη» και καταλάβαιναν «στ’ αόρι. Έτσι τα όρη από πληθυντικός του όρος έγιναν το ουδέτερο το αόρι, με γενική τ’ αοριού.
Θα τελειώσω με ένα αφήγημα που φέρει τίτλο «Ο πανέξυπνος παπάς». Σ’ αυτό βλέπουμε ένα παραμελημένο από τη μητέρα του κοριτσάκι. Είχε πέντε κορίτσια, και ήταν έγκυος αυτό το έκτο όταν πέθανε ο άντρας της. Ο παπάς, για να την κάνει να ενδιαφερθεί γι’ αυτό το στερνοβύζι, της είπε κάτι που συνέβη στη βάφτισή του. Ο σταυρός που χάραξε στο λαδωμένο νερό της κολυμπήθρας διαλυόταν και ξανασχηματιζόταν κάθε φορά που έβαζε μέσα και έβγαζε τη μικρή. «Και όταν τέλειωσε η βάφτιση, ο σταυρός έμεινε εκεί, στη μέση της κολυμπήθρας… Έχω ακουστά πως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κι είναι σημάδι μεγάλης τύχης για το νεοφώτιστο» (σελ. 59-60). Και το αφήγημα τελειώνει ως εξής, στην ίδια σελίδα: «-Τι λες κι εσύ, κυρ Επαμεινώντα, για όλ’ αυτά; Ρώτησαν ένα βράδυ στο καφενείο το δάσκαλο. –Λέω πως έχετε ένα πανέξυπνο παπά», υπονοώντας ότι σκαρφίστηκε την ιστορία. Φαντάζομαι ότι την ίδια γνώμη έχει και η συγγραφέας για να τιτλοφορήσει έτσι το αφήγημα. Εγώ όμως δεν είμαι σίγουρος. Και θα σας διηγηθώ μια παρόμοια ιστορία που με αφορά.
Είχαμε κάποτε καλεσμένους στο σπίτι μας το ζεύγος Χαραλαμπάκη. Ο Χριστόφορος είναι καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Χρίστος με εκτιμά πολύ, και κάποια στιγμή που εγώ δεν ήμουν μπροστά μίλησε επαινετικά για μένα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου τότε του είπε μια ιστορία. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου (πέθανε το 1997), σε μια μάζωξη στο σπίτι του Θόδωρου Γραμματά, καθηγητή θεατρολογίας που επόπτευσε το διδακτορικό μου, ο Χρίστος επανέλαβε αυτή την ιστορία. Εγώ έμεινα έκπληκτος, την άκουγα για πρώτη φορά. Το ίδιο και ο Χρίστος, που νόμιζε ότι την ήξερα. Ο πατέρας μου δεν μου την αφηγήθηκε ποτέ. Και να η ιστορία: Όταν τέλειωσε η βάφτισή μου και είχαν όλοι απομακρυνθεί από την κολυμπήθρα, ο παπάς κάποια στιγμή πλησίασε τον πατέρα μου και τον τράβηξε από το χέρι: -έλα να δεις, του λέει. Τον πηγαίνει στην κολυμπήθρα και βλέπει ότι ο σταυρός δεν είχε διαλυθεί. Αυτό ο παπάς το θεώρησε καλοσημαδιά και το είπε στον πατέρα μου.
Λίγα χρόνια μετά, όταν ήμουν σχολικός σύμβουλος, μας κάλεσαν σε μια επίδειξη εκπαιδευτικού λογισμικού. Ανάμεσα στα άλλα ήταν και ένα DVD με βιογραφίες συγγραφέων. Δειγματικά μας παρουσίασαν τη βιογραφία του Παπαδιαμάντη. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν είδα ότι και στη βάφτιση του Παπαδιαμάντη είχε συμβεί το ίδιο πράγμα. (Για να πω την αλήθεια, η έκπληξη δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο άγιος των γραμμάτων μας, ένας βαθειά θρησκευόμενος άνθρωπος, ενώ εγώ… Αλλά άδηλαι αι βουλαί του Υψίστου). Το σημείο αυτό είδα ότι αφαιρέθηκε στην τελική εκδοχή του DVD.
Τελικά ο παπάς μπορεί να έλεγε την αλήθεια. Τώρα να κάνω την ανευλαβή υπόθεση ότι το λάδι που έριξαν στην κολυμπήθρα ήταν κατακάθι και δεν διαλυόταν εύκολα; Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αναγκαιότητα του μύθου» (γράφηκε το 1981 και εκδόθηκε το 1987). Η βασική θέση του βιβλίου, που αποτελείται από μια σειρά δοκίμια, είναι ότι χρειαζόμαστε «μύθους» στη ζωή μας για να αντέξουμε την αγωνία της ύπαρξης. Το «αναγκαιότητα» τίθεται ειρωνικά. Αυτό το βιβλίο πολλές φορές με έχει χλευάσει, καθώς έχω νοιώσει την ανάγκη να παρασυρθώ από κάποιους μύθους. Τι ωραίος μύθος και ο παραπάνω για να τον πιστέψω αλήθεια!!!
Όμως η συζήτηση ήταν για το Φόδελε. Και θα ήθελα πριν κλείσω την παρουσίαση αυτή να αναφέρω άλλη μια φορά πόσο με μάγεψε αυτό το βιβλίο. Και φυσικά σας το συστήνω ανενδοίαστα.

Thursday, July 21, 2011

Η Ιουστίνη Φραγκούλη έγραψε για το Φραγκιό

Η Ιουστίνη Φραγκούλη έγραψε για το "Φραγκιό"

Γεώργιος Ν. Δρόσος, Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόσφσκι, Η ζωή, το έργο, η εποχή του

Γεώργιος Ν. Δρόσος, Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόσφσκι, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, Ζαχαρόπουλος 1993, σελ. 582

Το έχω ξαναγράψει, η βιογραφία είναι ένα από τα αγαπημένα μου είδη. Έτσι όταν ο φίλος μου ο «Αντώνης» του διηγήματος «Όνειρο εαρινής νύχτας» από τη συλλογή διηγημάτων μου «Το Φραγκιό» μου έκανε δώρο μια πίστωση 200 ευρώ στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, ένα από τα βιβλία που πήρα με αυτή την πίστωση ήταν η βιογραφία του Τσαϊκόφσκι.
Ο Τσαϊκόσφκι είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες. Αν έκανα ένα κατάλογο με τα αγαπημένα μου κομμάτια και τα έβαζα κάτω από το όνομα του συνθέτη τους, σίγουρα τα περισσότερα θα βρίσκονταν κάτω από το όνομα Τσαϊκόφσκι.
Με ενόχλησε που από το εξώφυλλο του βιβλίου απουσίαζε ο συγγραφέας του. Ίσως να μην έκανε καμιά ερευνητική δουλειά, ίσως απλά να αντέγραψε από τις τόσες βιογραφίες του Τσαϊκόφσκι που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, όμως η δουλειά του ήταν απόλυτα ευσυνείδητη, και προπαντός το έργο του έχει την κύρια αρετή που πρέπει να έχει κάθε πεζογράφημα: είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Έκανα πολύ καλά που το επέλεξα για να το διαβάσω στο πλοίο πηγαίνοντας στην Κρήτη. Έτσι μια ανιαρή διαδρομή πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Το τέλειωσα βέβαια στο χωριό μου, οι 550 σελίδες του ήταν αδύνατο να διαβαστούν στην επτάωρη διαδρομή.
Και αυτό το ξανάγραψα: ξέρεις αρκετά πράγματα για μια διασημότητα, διαβάζοντας όμως τη βιογραφία της σε βιβλίο και όχι σε λήμμα εγκυκλοπαίδειας μαθαίνεις και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, όχι απλές λεπτομέρειες. Αλλά και οι λεπτομέρειες καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ήξερα για παράδειγμα ότι ο μέγας Τολστόι δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ντοστογιέφσκι. Δεν μου έκανε εντύπωση, είναι συνηθισμένο να υποτιμά κανείς τους ομοτέχνους του, όμως το να θεωρεί τον Μπετόβεν σαν «άνθρωπο χωρίς κανένα ταλέντο (σελ. 241) πάει πολύ. Ο Τσαϊκόφσκι – που ο Τολστόι όταν άκουσε ένα κουαρτέτο του τα μάτια του γέμισαν δάκρυα – ήταν πολύ πιο σωστός στις κρίσεις του για τους ομοτέχνους του. Αναγνώριζε σε κάποιους τη μουσική τους ιδιοφυία, και περιοριζόταν να πει ότι τα έργα τους απλά δεν τον άγγιζαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βάγκνερ και ο Μπραμς. Από τη «Φανταστική συμφωνία» του Μπερλιόζ έβρισκε ενδιαφέρον το εμβατήριο και δεν θυμάμαι πιο άλλο κομμάτι.
Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μια βιογραφία, αναπόφευκτα μαθαίνεις βιογραφικά στοιχεία ομότεχνων του βιογραφούμενου. Έτσι έμαθα ότι ο Μπερλιόζ βυθίστηκε σε μαύρη απελπισία όταν πέθανε ο μοναχογιός του.
Ένα βιογραφικό στοιχείο του Τσαϊκόφσκι αξίζει γενικότερο σχολιασμό. Το ότι ήταν ομοφυλόφιλος το ήξερα από παλιά, όμως μόλις τελευταία έμαθα από κάποιο φίλο, και το επιβεβαίωσα στο βιβλίο, ότι ο Τσαϊκόφσκι αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει για να αποφευχθεί το σκάνδαλο της ομοφυλοφιλίας του.
Η Ευρώπη έχει εξελιχθεί μέσα στον ενάμιση αιώνα που μας πέρασε. Τώρα πια οι ομοφυλόφιλοι δεν διώκονται, μπορούν ακόμη και να παντρευτούν. Όμως έπρεπε πρώτα να θυσιαστούν στον πουριτανισμό εκείνης της εποχής ο Τσαϊκόφσκι και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο δεύτερος έκανε στη φυλακή, και, ατιμασμένος, πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, αποτραβηγμένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους, χωρίς να γράψει τίποτα πια. Ο Τσαϊκόφσκι αντιμετώπιζε, εκτός από τον διασυρμό, και το φάσμα της ισόβιας εξορίας στη Σιβηρία, ποινή που επιβαλλόταν τότε στους ομοφυλόφιλους. Έχοντας υπόψη τις περιπτώσεις τους δεν μπορούμε παρά να πούμε ότι ο Καβάφης στάθηκε τυχερός, ευτυχώς γι’ αυτόν και για την ποίηση.
Διάβασα πόσο συχνά οι μουσικοκριτικοί αδίκησαν τα έργα του Τσαϊκόφσκι. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ομόφωνα οι κριτικοί καταδίκασαν ένα έργο (δυστυχώς δεν τσεκάρισα το απόσπασμα για να δω, τώρα που γράφω την βιβλιοκριτική, ποιο ήταν αυτό), ενώ το κοινό το είχε αποθεώσει. Κριτικός βιβλίου και εγώ, θα αποδομήσω το ρόλο μας: Μη μας έχετε εμπιστοσύνη. Κάθε φορά που γράφουμε «αυτό το βιβλίο είναι καλό ή κακό» εσείς να διαβάζετε «αυτό το βιβλίο μας αρέσει ή δεν μας αρέσει». Εσείς, διαβάζοντάς το, μπορεί να σχηματίσετε μια εντελώς διαφορετική άποψη. Και, ευτυχώς, ο αναγνώστης από ό, τι φαίνεται εμπιστεύεται περισσότερο τον φίλο του που του λέει: «διάβασα το βιβλίο και μου άρεσε πολύ», και τρέχει τότε και ο ίδιος να το αγοράσει.
Πριν λίγες βδομάδες, ακούγοντας μια εκπομπή στο Τρίτο πρόγραμμα, ο παρουσιαστής, μιλώντας για τη σύνθεση του Τσαϊκόφσκι που επρόκειτο να ακούσουμε, είπε ότι ένας από την ομάδα των πέντε την έθαψε σε μια κριτική του. Δεν συγκράτησα το όνομά του γιατί απλούστατα δεν έχω ακούσει να παίζονται έργα του. Τους υπόλοιπους από την ομάδα τούς θυμόμουνα βέβαια: Ρίμσκι Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Μπαλακίρεφ. Διαβάζοντας το βιβλίο έμαθα επί τέλους το όνομά τουΚιουί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν ο Τσαϊκόφσκι βρισκόταν στο μέσο της καριέρας του, το έργο του το θεωρούσε εντελώς ασήμαντο.
Και μια και έχω γράψει ήδη την αυτοβιογραφία μου, όταν ήμουν 20 χρονών – προκάλεσα την έκπληξη και ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο στον Κίμωνα Φράυερ, όταν του το είπα στη μια και μοναδική συνάντηση που είχαμε όταν ήμουν φοιτητής – αυτοβιογραφούμαι, δοθείσης ευκαιρίας, στις βιβλιοκριτικές μου.
Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, και στο Ηρώδειο παιζόταν ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του Τσαϊκόφσκι, η τέταρτη συμφωνία. Ιδιαίτερα μου άρεσε το πρωτότυπο τρίτο μέρος με τα άφθονα πιτσικάτο. Ήταν διάλειμμα, η συμφωνία θα παιζόταν στο δεύτερο μέρος. Εγώ ήμουν στο Β΄ διάζωμα, στις τελευταίες κερκίδες. Όπως οι περισσότεροι θεατές, σηκώθηκα όρθιος για να ξεμουδιάσω. Οι τσέπες μου ήταν φουσκωμένες από χαρτομάντηλα, χρησιμοποιημένα και αχρησιμοποίητα. Ήμουν ψιλοκρυωμένος, αλλά έτσι και αλλιώς με ταλαιπωρούσε η χρόνια ρινίτιδα που έχω. Ξαφνικά ακούω έναν κύριο να με φωνάζει από την τελευταία κερκίδα. Πηγαίνω όλος περιέργεια να δω τι με ήθελε. Μαζί του ήταν και κάποιος άλλος κύριος. Ήταν αστυνομικοί. Διακριτικά, χωρίς να μας αντιληφθούν οι γύρω, μου είπε να του δείξω τι είχα μέσα στις τσέπες. Του έδειξε τα χαρτομάντηλα. –Άδικα τον υποπτεύθηκες, σου το είπα, του είπε ό άλλος ειρωνικά.
Ήταν καλοκαίρι του 1969. Οι ελάχιστες βομβιστικές επιθέσεις κατά της χούντας έγιναν πολύ αργότερα. Όμως των φρονίμων τα παιδιά… Έκανα να τους πω ότι αν ήταν να βάλω βόμβες, θα τις έβαζα οπουδήποτε αλλού εκτός από το Ηρώδειο, το θέατρο Ρεξ όπου έδινε τότε τις συναυλίες της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Εθνική Λυρική Σκηνή (το Μέγαρο δεν υπήρχε τότε). Αλλά είπα να μην προκαλέσω τη μοίρα μου.
Θα κλείσω με κάτι άσχετο με τον Τσαϊκόφσκι. Επί τέλους βλέπω και κάποιον να γράφει ελληνικά όπως τα μιλάει. Ο Δρόσος γράφει: «… κερδίζοντας την αγάπη και την εκτίμηση όλων όσων τον εγνώρισαν» (σελ. 339). «Όλων όσων» και όχι «όλων όσοι». Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούμε την έλξη του αναφορικού, ακόμη και όταν είναι υποκείμενο.
Επίσης: «…αφορούσαν την εξέλιξη της μουσικής…» (σελ. 432). Κάποιος άλλος θα έγραφε, «στην εξέλιξη». Μπορεί να εξοβελίσαμε την καθαρεύουσα αλλά δεν εξοβελίσαμε την τάση να προσπαθούμε να γράφουμε διαφορετικά από ό, τι μιλούμε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια τόσο στο λεξιλόγιο που εμπλουτίζει τη γλώσσα του κειμένου όσο στη σύνταξη.
Ξέχασα να γράψω ότι στο βιβλίο περιέχονται και αρκετές αναλύσεις έργων του Τσαϊκόφσκι, μια μάλιστα γραμμένη από τον ίδιο τον Τσαϊκόφσκι. Συνιστώ σε όλους όσους αγαπούν τη μουσική του Τσαϊκόφσκι να αγοράσουν αυτή τη βιογραφία.
(Το προσέξατε; Έγραψα «σε όλους όσους αγαπούν» και όχι «σε όλους όσοι αγαπούν»).

Saturday, July 16, 2011

Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά

Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά, Καστανιώτης 2010, σελ. 356

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς

Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Η Καρυστιάνη, με το νέο της βιβλίο που έχει τον τίτλο «Τα σακιά» επιστρέφει στον διαταραγμένο ψυχικά ήρωα του «Άγιου της μοναξιάς». Μόνο που εδώ δεν είναι μητροκτόνος, είναι βιαστής και δολοφόνος. Δίπλα στον μητροκτόνο ήρωα υπάρχουν δυο γυναίκες, η μητέρα και η φιλενάδα. Δίπλα στον Λίνο, τον ήρωα στα «Σακιά», βρίσκεται μόνο η μητέρα. Ο «Άγιος της μοναξιάς» θα βρεθεί στο Δρομοκαΐτιο. Ο Λίνος τον Κορυδαλλό. Η πρώτη μάνα θα βρεθεί στον τάφο. Στη θέση της θα υποφέρει τη μοναξιά της η φιλενάδα. Η δεύτερη θα υποφέρει τη δική της μοναξιά μαζί με τις τύψεις της. Τι δεν έκανε σωστά στην ανατροφή του γιου της και κατάντησε βιαστής και δολοφόνος;
Η Καρυστιάνη παρουσιάζει όλα τα πιθανά αίτια που οδήγησαν το Λίνο στο να γίνει βιαστής. Κακές σχέσεις τον γονιών, ένας μέθυσος πατέρας, ο οποίος επί πλέον πεθαίνει όταν ο Λίνος ήταν παιδί αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του, μια νονά που τον αποπλανεί σεξουαλικά, δυο κορίτσια που τον κοροϊδεύουν, όλα αυτά συνιστούν επαρκείς συνθήκες για μια ψυχολογική διαταραχή που θα οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές.
Στη διαπάλη nature versus nurture κυριαρχεί το nurture. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσες και τέτοιες που σπρώχνουν τον ήρωα της Καρυστιάνη σε ενέργειες που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ή μάλλον προσπαθεί με έναν απεγνωσμένο τρόπο. Ο Λίνος, πριν από τον πρώτο από τους τρεις βιασμούς που διέπραξε και που ο δεύτερος κατέληξε στο φόνο του θύματος (η κοπέλα τον αναγνώρισε και αναγκάστηκε να την πνίξει), επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια επιχείρησε πάλι άλλες δυο φορές χωρίς να τα καταφέρει. Ο ήρωας δεν αθωώνεται, ο ίδιος πρώτα απ΄όλα δεν θέλει να αθωωθεί, παρουσιάζεται όμως με ελαφρυντικά. Η μητέρα μάταια ψάχνει να βρει βεβαρυμμένα περιστατικά στο οικογενειακό της δέντρο.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση της Καρυστιάνη είναι μια συνεχής εσωτερική εστίαση στους δυο ήρωές της, μια μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου τους που ανιχνεύει και το παραμικρότατο νοητικό συμβάν. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι.
Το ύφος της Καρυστιάνη είναι το γνωστό μας ύφος από τα προηγούμενα έργα της, με κύρια χαρακτηριστικά το ασύνδετο σχήμα και την ασθματική μακροπερίοδο. Εδώ μπαίνει όμως και κάτι καινούριο: το εφέ της απαρίθμησης. Απαντάται σχεδόν σε κάθε σελίδα. Τα αντικείμενα της απαρίθμησης μπορεί να δηλώνονται με μία λέξη, με σύντομες φράσεις ή και με ολόκληρες προτάσεις. Σε μια περίπτωση, κάπου στο τέλος, με ολόκληρες περιόδους. Είναι η απαρίθμηση των ηλικιωμένων που φροντίζει η μητέρα.
Όμως να κάνουμε και μια παρατήρηση επιμέλειας. Γράφει η Καρυστιάνη: «Αυτή τη φορά το παράκανε. Μπας ξαναπήγε στην Ηγουμενίτσα και τώρα πέρασε απέναντι στην Κέρκυρα; Μπας έπαθε κάτι;» (σελ. 223).
Μετά το «μπας» μπαίνει πάντα ένα «και». Μα τόσο γρήγορα ξέχασε η Καρυστιάνη το γνωστό «Μπας κι είναι εδώ; Μπας κι είναι εκεί; Μπας κι είναι παραπέρα;».
Ένας μαρξιστής θα έβαζε πιθανότατα τα «Σακιά», όπως και τα άλλα μυθιστορήματα της Καρυστιάνη, στον προκρούστη του ρεαλισμού με τους τυπικούς ήρωες που δίνουν τη γενικότερη εικόνα της κοινωνίας, και θα το έβρισκε ελλειμματικό με τους αποκλίνοντες ήρωές του. Ο ρεαλισμός όμως του σύγχρονου μυθιστορήματος, τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους του, δεν είναι ο ρεαλισμός των προσώπων, αλλά ο ρεαλισμός των ψυχικών καταστάσεων και των αισθημάτων, που μπορούν να περιγραφούν τόσο πιο πειστικά, όσο πιο ακραία είναι, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν «ντύνονται» με το σώμα αποκλινόντων προσώπων. Και στο έργο αυτό οι πρωταγωνιστές δεν είναι ο Λίνος και η μητέρα του αλλά η ψυχική διαταραχή και η μοναξιά, αισθήματα που βιώνει κάμποσες φορές στη ζωή του και ο μέσος άνθρωπος, αν και όχι σε τόσο ακραία μορφή.
Όπως είπαμε και πιο πριν, η αφηγημένη δράση συντελείται κυρίως στο μυαλό των ηρώων. Έτσι δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το μυθιστόρημα αυτό να γίνεται κινηματογραφική ταινία. Η Καρυστιάνη, έχοντας συνείδηση ότι η εξωτερική δράση είναι ελάχιστη σε σχέση με την εσωτερική, γράφει χαρακτηριστικά:
«Α, όλα κι όλα, η Βιβή Χολέβα (η μαμά) στοίβαζε τα βιβλία που της φόρτωνε η σκληρόκαρδη καρδιολόγος, αλλά όποτε άνοιγε κάποιο, πηδούσε αυτές τις σελίδες συγκεντρωμένη πάντα στη δράση και στην αυστηρή γραμμή των βασικών γεγονότων, το ζουμί κάθε ιστορίας βράζει τελικά σε δυο τρεις το πολύ σελίδες, και η δική της, χίλια πλουμιά κι άλλες τόσες καλλιγραφίες για πορσελάνες και γραφικές σβουνιές γαϊδάρων ν’ άπλωνε ο γραφιάς με κατεργαριά, δεν γινόταν να ωραιοποιήσει την υπόθεση, ορθά κοφτά, τρεις βιασμοί, ένας φόνος, κάρφωμα από τη μάνα, ισόβια» (σελ. 350).
Πριν κλίσω θα ήθελα να επισημάνω μια τεχνική αφήγησης που χρησιμοποιεί η Καρυστιάνη η οποία δημιουργεί ένα πρωτότυπο σασπένς. Ενώ τα κύρια σασπένς είναι το σασπένς του τι θα γίνει στο τέλος και το σασπένς του πώς φτάσαμε σ’ αυτό που έγινε (παράδειγμα η αρχαία τραγωδία που το τέλος της ήταν γνωστό στους θεατές από τα έπη), εδώ έχουμε το σασπένς του τι έγινε στο παρελθόν. Η μητέρα και ο γιος βρίσκονται στους Δελφούς, και η μητέρα σαν διπλωματούχος ξεναγός ξεναγεί στο γιο της. Βλέπουμε όμως την ιδιόμορφη συμπεριφορά του γιου, και αναρωτιόμαστε τι του συνέβη και κατάντησε έτσι. Στη συνέχεια ξετυλίγεται η ιστορία από την αρχή. Η αφήγηση δεν ξεκινάει από το κλασικό in media res αλλά λίγο πριν το τέλος.
Δεξιοτέχνης λοιπόν στο χειρισμό του χρόνου και στην αφήγηση της εσωτερικής δράσης η Καρυστιάνη είναι από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους μας, και δίκαια έχει κατακτήσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Friday, July 15, 2011

Γιώργος Βοϊκλής (επιμ.), Σάμος 1940-1945

Γιώργος Βοϊκλής (επιμ.), Σάμος 1940-1945, συλλογική αφήγηση, εκδόσεις Υπερόριος 2011, σελ. 550

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Συναρπαστικές αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν από κοντά τα γεγονότα της κατοχής

Η αντίσταση και ο εμφύλιος, η ματωμένη δεκαετία του ‘40, στοιχειώνουν τη μνήμη μας, πότε σαν εφιάλτης και πότε σαν όνειρο που ξεχειλίζει από την ευφορία ενός πρωτόφαντου ηρωισμού. Κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει να επιδείξει τους ήρωες και τους μάρτυρές της, κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει να επιδείξει τα άτομα εκείνα που αγωνίζονται να σώσουν το όνειρο πριν σβήσει, αλλά και τον εφιάλτη σαν κάτι που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξανασυμβεί. Από τους κοντινούς μου ανθρώπους θα αναφέρω την Αλίντα Δημητρίου, τη γυναίκα του Σωτήρη, του Σωτήρη μας στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας, με τα καταπληκτικά ντοκιμαντέρ που έχει φτιάξει για τις γυναίκες στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Από τους κοντινούς μου ανθρώπους είναι επίσης ο Γιώργος Βοϊκλής, παλιός σύντροφος σε αγώνες που δεν ευοδώθηκαν και παντοτινός φίλος. Σαμιώτης την καταγωγή, με επιμονή και υπομονή μάζεψε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την κατοχή, οι περισσότεροι σαν απλοί άνθρωποι, κάποιοι σε θέσεις ευθύνης στα διαδραματισθέντα. Ορισμένες από αυτές δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Η μεθόριος του Αιγαίου», ενώ κάποιες άλλες φυλάχτηκαν για την κατάλληλη ώρα. Και έφτασε αυτό που λέμε πλήρωμα του χρόνου, και ο Γιώργος έσκυψε πάνω από αυτές τις μαρτυρίες, τις ταξινόμησε και τις εξέδωσε σε ένα καλαίσθητο τόμο. Πιο πριν ο τόμος, σε «χειρόγραφα» ως είθισται να λέγεται, στην πραγματικότητα σε τυπωμένες Α4 σελίδες, βραβεύτηκε σε διαγωνισμό έργων που αναφέρονται στην Εθνική Αντίσταση.
Των αφηγήσεων προηγούνται ένας πρόλογος, γραμμένος από την διδάκτορα της ιστορίας Τασούλα Βερβενιώτη, και ένα εισαγωγικό σημείωμα από τον Γιώργο Βοϊκλή. Η Τασούλα Βερβενιώτη, ως ειδικός, πραγματεύεται τη θέση των μαρτυριών ως ιστορικών ντοκουμέντων, και τοποθετεί τις συγκεκριμένες μαρτυρίες μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ιστορίας του νησιού την περίοδο εκείνη. Υπερασπίζεται τις μαρτυρίες ως ιστορικό ντοκουμέντο από την μομφή ότι είναι προϊόντα αδύναμης ή επιλεκτικής μνήμης, αναφέροντας ότι και τα αρχεία είναι συνήθως προϊόντα επιλογής. Όταν οι μαρτυρίες με τα αρχεία συγκλίνουν, τότε ο ιστορικός μπορεί να βαδίζει με μεγαλύτερη σιγουριά στο έργο του. Η Βερβενιώτη γράφει επιλογικά: «Στη ‘μεγάλη’ Ιστορία δύσκολα βρίσκεις την καθημερινότητα, τις ανθρώπινες ανάγκες και συνήθειες, όπως το φαΐ, γεγονός που κάνει τους ιστορικούς να ξεχνάνε όχι χωρίς αυτό δεν μπορεί να ζήσει, άρα και να δράσει, ένας άνθρωπος» (σελ. 23).
Ο Βοϊκλής στο εισαγωγικό σημείωμά του αναφέρεται στο ιστορικό των μαρτυριών και στο ιστορικό της συλλογής και της ταξινόμησής τους. Όπως αναφέρει «Το πλούσιο… υλικό που είχα στη διάθεσή μου, με ενθάρρυνε να προχωρήσω, καθώς οι μαρτυρίες κάλυπταν σχεδόν στο σύνολό τους τα ιστορικά γεγονότα» (σελ. 25), τα οποία ιστορικά γεγονότα απαριθμεί στη συνέχεια. Έπειτα αναφέρει την κατηγοριοποίηση των μαρτυριών με βάση τούς «μάρτυρες». 17 μαρτυρίες πρωταγωνιστών στα γεγονότα, 46 μαρτυρίες απλών ανθρώπων, στρατιωτών, ανταρτών και αντιστασιακών, και 12 μαρτυρίες μαθητών που αντανακλούν από τη δική τους οπτική γωνία τα γεγονότα. Παρά την κατηγοριοποίηση όμως αυτή οι μαρτυρίες εκτίθενται με την χρονολογική σειρά των γεγονότων στα οποία αναφέρονται. Η αρχή γίνεται με ένα γράμμα του Κώστα Βουγιούκα, μαθητή τότε, που γράφει σε ένα γράμμα στους γονείς του πώς δέχτηκε την είδηση του πολέμου. Το έσωσε ο Κώστας Καλαντζής, εξαιρετικός λογοτέχνης του οποίου έχω παρουσιάσει τρία βιβλία, και το οποίο σχολιάζει στη συνέχεια συμπληρώνοντάς το με τη δική του μαρτυρία για τις πολεμικές προετοιμασίες του νησιού. Εικονοκλαστικός και απολαυστικά σατιρικός, σημειώνει τις ανεπάρκειες αλλά υπογραμμίζει και τον γενικό ενθουσιασμό.
Θα παραθέσω ως δείγμα ένα απόσπασμα από μια άλλη μαρτυρία, που διαλύει τον μανιχαϊσμό του εμείς είμαστε πάντα οι καλοί ενώ οι εχθροί είναι οπωσδήποτε κακοί.
«Οι γυναίκες με χτυποκάρδι παρακολουθούσαν από μακριά την εξέλιξη της δίκης. Μόλις κάποιος καταδικάζονταν και κλείνονταν στο δωμάτιο-φυλακή, κραυγές οδύνης και απελπισίας ακούονταν στις πίσω σειρές των συγγενών. Και παρατηρήθηκε τότε το πραγματικά συγκινητικό φαινόμενο, Ιταλοί γιατροί της Μεραρχίας-όχι του φασιστικού τάγματος- γνωστοί στο χωριό σαν άνθρωποι με ευγένεια και ανθρωπιά, να δίνουν τις πρώτες βοήθειες και παρήγορα λόγια σε λιγοθυμισμένες γυναίκες που τα παιδιά τους, οι άντρες τους ή τ’ αδέλφια τους καταδικάζονταν σε θάνατο» (σελ. 239-240)
Ο Μπουρντιέ έχει πει ότι η ιστορία πρέπει να είναι μια συναρπαστική αφήγηση (ας το έχουν υπόψη τους αυτό κυρίως αυτοί που γράφουν σχολικά εγχειρίδια). Μπορώ όμως να πω με πεποίθηση ότι οι ιστορίες των απλών ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα είναι ακόμη πιο συναρπαστικές. Τουλάχιστον αυτή είναι η εντύπωση που απεκόμισα διαβάζοντας και άλλες ανάλογες μαρτυρίες, κρητικών κυρίως, μια από τις οποίες ήταν και η μαρτυρία του πατέρα Ξεξάκη, επεξεργασμένη όμως, αν και όχι πολύ, από τον υιό λογοτέχνη Μανώλη Ξεξάκη.
Συναρπαστικές αφηγήσεις λοιπόν αυτές οι μαρτυρίες, και είμαι σίγουρος ότι θα συναρπάσουν κάθε αναγνώστη.

Thursday, July 14, 2011

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Δοκίμια (μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης), Ελληνικά Γράμματα 2007, σελ. 630

Να σημειώσουμε κατ’ αρχάς ότι στη σελίδα 630 τελειώνει το κείμενο, γιατί μετά ακολουθούν άλλες 168 σελίδες με σημειώσεις του μεταφραστή, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό, δύο ευρετήρια, ένα μικρό βιβλιογραφικό σημείωμα και ένα εργοβιογραφικό σημείωμα.
Την επιλογή των δοκιμίων από το σύνολο του έργου του την έκανε ο μεταφραστής και επιμελητής Αχιλλέας Κυριακίδης ο οποίος, αν θυμάμαι καλά την ειδησεογραφία της εποχής, εντόπισε τυχαία τον Μπόρχες σε κάποιο κεντρικό δρόμο της Αθήνας και τον έφερε στο φως της ελληνικής δημοσιότητας. Ο Μπόρχες είχε έλθει incognito, αφού, όπως γράφει, «Έχω κουραστεί απ’ τον εαυτό μου, τ’ όνομά μου και τη φήμη μου, και θέλω να απελευθερωθώ απ’ όλα αυτά» (σελ. 423). Νομίζω τότε ήταν που αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Ρεθύμνου. Η φωτογραφία του Μπόρχες με τον Κυριακίδη που υπάρχει στο αυτί του βιβλίου έχει χρονολογική ένδειξη Μάιος 1984.
Ο Χάρολντ Μπλουμ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της επίδρασης», και αναφέρεται στην αγωνία (πραγματική ή υποθετική) που νοιώθουν οι συγγραφείς να μην «αντιγράψουν», ηθελημένα ή αθέλητα, παλιούς ή σύγχρονους συναδέλφους τους. Εγώ αντίθετα έχω το άγχος της επανάληψης, να μην επαναλάβω στις βιβλιοκριτικές μου πράγματα που έχω ξαναπεί, ιδιαίτερα για συγγραφείς των οποίων έχω πάρει εργολαβικά την παρουσίασή τους. Και αναρωτιέμαι: ένοιωθε ανάλογη αγωνία ο Μπόρχες; Γιατί διαβάζοντας τα δοκίμια αυτά βλέπω να επαναλαμβάνεται. Βέβαια μια επανάληψη που συμβαίνει σε βάθος χρόνου περνάει απαρατήρητη, όμως σε συγκεντρωτικές εκδόσεις αυτή γίνεται εμφανής.
Μίλησα για επανάληψη, σαν κάτι αρνητικό, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για εμμονές, εμμονές που χαρακτηρίζουν κάθε συγγραφέα, και συνιστούν λίγο πολύ τη θεματική του. Ο Μπόρχες δηλώνει απερίφραστα ότι η έννοια του χρόνου είναι κάτι που τον απασχολεί, και μιλάει γι’ αυτήν κάμποσες φορές, ενώ της αφιερώνει και δυο ξεχωριστά δοκίμια. Το ίδιο τον απασχολούν και οι «Χίλιες και μια νύχτες», το ίδιο και η «Θεία κωμωδία» του Δάντη. Το ίδιο και η Αγία Γραφή, το ίδιο και ο Βουδισμός, το ίδιο και ο γνωστικισμός. Όμως και ξεχωριστά ανέκδοτα, αποσπάσματα ή επεισόδια που τον εντυπωσιάζουν τα επαναλαμβάνει. Διάβασα πάνω από μια φορά για το παράδοξο του Ζήνωνα, την αρχή του «Δον Κιχώτη», το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος κοιμόταν έχοντας κάτω από το μαξιλάρι του ένα ξίφος και την Ιλιάδα και το ότι το "κλασικός" βγαίνει από το λατινικό classis που σημαίνει στόλος. Ο Μπόρχες θαυμάζει το mise en abyme και γενικά τις εγκιβωτισμένες ιστορίες, χωρίς να χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους που χρησιμοποίησε αργότερα η θεωρία της αφήγησης. Μας μιλάει ακόμη για τους δυο εφιάλτες του που θεματοποιούνται σε κάποια διηγήματά του, τους λαβύρινθους και τους καθρέπτες.
Η δοκιμιακή πρόζα του Μπόρχες είναι διαφανής και κρυστάλλινη, απολαυστική, καρυκευμένη κατά διαστήματα με ένα λεπτό χιούμορ. Ο Μπόρχες γράφει: «…φοβάμαι πως, καμιά φορά, ο άλλος φαίνεται βαθύς επειδή είναι σκοτεινός» (σελ. 379). Δεν είναι η περίπτωσή του. Είναι σπουδαίος γιατί είναι διαυγής. Πουθενά δεν νοιώθεις νοηματική ασάφεια.
Ο Μπόρχες παθιάζεται με τα λογικά παράδοξα και με την κομψότητα των αποδείξεων. Παραθέτει πάνω από μια φορά τα επιχειρήματα του υποκειμενικού ιδεαλισμού των Μπέρκλεϊ και Χιουμ, όπως και το παράδοξο του Ζήνωνα, ότι ο Αχιλλέας δεν μπορεί να φτάσει ποτέ τη χελώνα. Το παρακάτω παράθεμα από τον Τζον Νταν ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για τον ίδιο τον Μπόρχες: «Δεν συμφωνώ με τη θεωρία του, αλλά είναι τόσο όμορφη που αξίζει να μνημονευτεί» (σελ. 482). Αυτοσαρκαζόμενος, στο πρώτο δοκίμιο για το χρόνο γράφει: «Στη διάρκεια μιας ζωής αφιερωμένης στα γράμματα και (κατά καιρούς) στη μεταφυσική σύγχυση…» (σελ. 341).
Η ενασχόληση με την έννοια του χρόνου, σαν μεταφυσική έννοια, εμένα προσωπικά μου προκαλεί αποστροφή. Αυτός είναι ο λόγος που παρέλειψα το δεύτερο δοκίμιο. Γενικά έχω πάψει να τρέφω εκτίμηση για τη φιλοσοφία, σαν κάποιον που παράτησε έναν παράφορο έρωτα της νιότης του. Γιατί σαν έφηβος διάβασα πολύ φιλοσοφία, και φυσικά τα έργα του Μπέρκλεϊ και του Χιουμ. Όταν τέλειωσα το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών γράφηκα στο Φιλοσοφικό Τμήμα (τότε ήταν αμιγώς φιλοσοφικό, όχι ΦΠΨ). Καθώς δεν είχα και σε μεγάλη εκτίμηση τους καθηγητές μου της φιλοσοφίας τότε, έλεγα στους φίλους μου ότι γράφηκα στο τμήμα για κατοχύρωση γνώσεων. Ούτε μια φορά δεν πάτησα σε αίθουσα παραδόσεων, κυρίως όμως γιατί τότε ήμουν φαντάρος (για την ακρίβεια έφεδρος αξιωματικός).
Ο Νίτσε ήταν ο αγαπημένος μου φιλόσοφος στα μαθητικά μου χρόνια. Όμως, αν αναφερθώ κι εγώ όπως κάνει ο Καζαντζάκης στους δασκάλους μου στους οποίους χρωστώ την κοσμοαντίληψή μου (Weltanschauung), δεν θα παραθέσω κανένα φιλόσοφο. Αυτοί είναι ο Μαρξ και ο Έγκελς (θα έλεγα καλύτερα ο Έγκελς και ο Μάρξ), ο Φρόιντ και ο Κόνραντ Λόρεντς (νομπελίστας ηθολόγος). Έχουν πάψει προ πολλού να με μαγεύουν τα κομψά συστήματα, προτιμώ την άκομψη γνώση.
Όμως να κλείσω αυτή την αυτοβιογραφική παρένθεση και να συνεχίσω με τον Μπόρχες. Στα δοκίμιά του αναφέρεται πάρα πολύ σε ποιητές, κυρίως άγγλους. Υπήρξε εξάλλου για αρκετά χρόνια καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άυρες. Ο Δάντης είναι ένας από αυτούς, στον οποίο αφιερώνει μάλιστα ένα τόμο με ξεχωριστά δοκίμια. Χωρίς να ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για την ποίηση απόλαυσα τις αναλύσεις που έκανε σε ποιητικά έργα καθώς και τον σχολιασμό ξεχωριστών στίχων. Ακόμη απόκτησα πολύτιμες βιογραφικές πληροφορίες για αρκετούς ποιητές αλλά και άλλους διανοούμενους, όπως για τον Καρλάιλ που τον ήξερα ελάχιστα και τον Σβέντενμποργκ που μου ήταν εντελώς άγνωστος. Περιττό να πω ότι οι βιογραφικές αυτές πληροφορίες δεν έχουν καμιά σχέση με τα στεγνά λήμματα των εγκυκλοπαιδειών, γι’ αυτό πιστεύω ότι θα μείνουν για αρκετό χρόνο χαραγμένες στη μνήμη μου.
Και ενώ οι θεωρητικές εμμονές και οι περισσότερες θεματικές του Μπόρχες δεν με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα – αλλά, να το επαναλάβω, η λαμπρή του πρόζα μου επέτρεψε να τις απολαύσω – με άφησε κυριολεκτικά έκπληκτο η ταυτότητα αντιλήψεων σε πάρα πολλά θέματα. Συμμερίζομαι κι εγώ, όπως και αυτός, την αντίληψη του Μονταίνιου, για τον οποίο γράφει: «Ο Μονταίνιος αφήνει να εννοηθεί ότι η έννοια της καταναγκαστικής ανάγνωσης είναι εσφαλμένη. Λέει πως, όταν διαβάζει ένα βιβλίο και πέφτει πάνω σ’ ένα δύσκολο απόσπασμα, το αφήνει∙ γιατί, γι’ αυτόν, η ανάγνωση είναι μια μορφή ευτυχίας» για να συνεχίσει πιο κάτω: «Αν διαβάζουμε κάτι μετά δυσκολίας, ο συγγραφέας έχει αποτύχει. Γι’ αυτό και θεωρώ πως ένας συγγραφέας σαν τον Τζόυς έχει κατά βάθος αποτύχει, αφού το έργο του απαιτεί προσπάθεια» (σελ. 415-6). Ξέρω ότι έχει δίκιο ο Μονταίνιος, όμως εγώ, μαζοχιστικά, εξακολουθώ να διαβάζω, ακόμη και αν δεν απολαμβάνω το κείμενο. Για πιο λόγο; Υπάρχει ένα απόσπασμα που δικαιολογεί τη στάση μου: «(η ομορφιά)… καραδοκεί στις τυχαίες σελίδες μιας μετριότητας ή σε μια κουβέντα του δρόμου». Γιατί να μην καραδοκεί και μέσα σε κάποιες σελίδες που δεν μου αρέσουν; Πάντως κάτι ανάλογο έχω σκεφτεί και για το χιούμορ. Ένα καλό ανέκδοτο μπορεί να είναι πολύ καλύτερο από την πιο επιτυχημένη χιουμοριστική ατάκα μιας κωμωδίας.
Στους μαθητές του έλεγε: «Ξεχάστε τη βιβλιογραφία… Δεν μελετάτε καλύτερα τα ίδια τα κείμενα;… Αν σας αρέσει το βιβλίο, καλώς• αν όχι, μη το διαβάζετε. Η ιδέα της καταναγκαστικής ανάγνωσης είναι εντελώς παράλογη: πώς μπορούμε να μιλάμε για καταναγκαστική ευτυχία; …αν η ιστορία δε σε κάνει να θέλεις να μάθεις τι έγινε παρακάτω, τότε ο συγγραφέας δεν έγραψε για σένα. Βάλ’ το στη μπάντα. Είναι τόσο πλούσια η λογοτεχνία, που σίγουρα ένας άλλος συγγραφέας θα βρεθεί να σου τραβήξει την προσοχή-αν όχι σήμερα, μπορεί αύριο, μεθαύριο» (σελ. 532-533).
Συμμερίζομαι απόλυτα τις παραπάνω αντιλήψεις. Τότε που μελετούσα φιλοσοφία, προτιμούσα τα πρωτότυπα έργα από τις μελέτες πάνω στα έργα. Τώρα που γράφω τις βιβλιοκριτικές μου, ποτέ δεν κοιτάζω τι έχει γράψει κάποιος άλλος για το βιβλίο που έχω διαβάσει. Εδώ και το που γράφω τις δικές μου εντυπώσεις μου φαίνεται καμιά φορά ότι δεν έχει νόημα, ότι είναι χάσιμο χρόνου, πολύ περισσότερο βέβαια να αντιγράφω ή να παραθέτω άλλους. Όμως θέλω πάντα να διαβάσω τουλάχιστον ένα έργο καταξιωμένου συγγραφέα, να πάρω μια ιδέα πώς γράφει. Αν δεν μου αρέσει, εδώ δεν θα κάνω όπως συμβουλεύει ο Μπόρχες, θα το διαβάσω μέχρι τέλους, απλά δεν θα διαβάσω άλλο του έργο.
Διαβάζουμε: «Όσο ένας συγγραφέας περιορίζεται στην αφήγηση γεγονότων ή στην ανίχνευση των αδιόρατων παρεκκλίσεων μιας συνείδησης, μπορούμε να τον φανταζόμαστε παντογνώστη, μπορούμε να τον συγχέουμε με τον σύμπαν ή το Θεό∙ μόλις ξεπέσει στην επιχειρηματολογία, καταλαβαίνουμε ότι είναι τρωτός» (σελ. 271-272). Αυτό το απόσπασμα νοιώθω να με δικαιώνει για όσα έγραψα στην προηγούμενη ανάρτησή μου, στην παρουσίαση του βιβλίου του Ρόμπερτ Μούσιλ «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες».
Είχα διαβάσει παλιά, αν δεν κάνω λάθος στην «Κοινωνική ιστορία της τέχνης» του Άρνολντ Χάουζερ, ότι ο «Δον Κιχώτης» είναι μια παρωδία του ιπποτικού μυθιστορήματος. Στον Μπόρχες διαβάζω ότι «Ο Δον Κιχώτης δεν είναι τόσο ένα αντίδοτο αυτών των μύθων (της ιπποσύνης), όσο ένας κρυφός αποχαιρετισμός» (σελ. 253). Το θεωρητικό πρόβλημα είναι αν όντως τον θεωρούσε έτσι ο Θερβάντες ή αν έτσι τον προσλαμβάνουμε εμείς σήμερα.
Στο βιβλίο διαβάζουμε για τον «Μοκτεζούμα». Τον ήξερα σαν Μοντεζούμα. Ψάχοντας στο google βρήκα 637.000 λήμματα για το Μοντεζούμα, και μόλις 134.000 για το Μοκτεζούμα.
Διαβάζουμε: «(Όλοι οι φοιτητές μου περνούν. Σε δέκα χρόνια, δεν έκοψα κανένα, παρά μόνο τρεις φοιτητές που επέμεναν φορτικά να κοπούν)» (σελ. 559-560).
Το ίδιο έκανα κι εγώ για τους μαθητές μου. Πρόπερσι μόνο μου ξέφυγε ένας, που έγραψε τόσο χάλια που ήταν αδύνατο να τον περάσω. Τον πέρασα βέβαια τον Σεπτέμβρη, αλλά τον έκοψαν άλλοι. Φέτος, τελευταία μου χρονιά, μια μαθήτρια πέρασε την τάξη χάρις στον καλό βαθμό που της είχα.
Ο Μπόρχες μιλάει για φιλίες ανάμεσα σε διαφορετικά άτομα. Αναφέρει τον Δον Κιχώτη και τον Σάντσο, τον Κιμ και το λάμα, και δυο άλλα ζευγάρια λατινοαμερικάνικα που δεν τα ξέρω. Θα ήθελα να προσθέσω τον Ρώσο αξιωματικό Αρσένιεφ και το γερο-κυνηγό Ντερσού που ανήκει σε μιαν ανατολική τοπική μειονότητα, στο θαυμάσιο έργο του Κουροσάβα «Ντερσού Ουζάλα».
Έχουμε όμως και μια ένσταση. Σε κάποιο σημείο γράφει ο Μπόρχες: «Ο Νίτσε έχει πει, ψευδέστατα, πως ο Δάντης είναι μια ύαινα που στιχουργεί ανάμεσα στους τάφους. Ήδη η ύαινα που στιχουργεί είναι μια αντίφαση» (σελ. 477).
Μπορεί όντως ο Νίτσε να ψεύδεται, όμως αυτό που είπε δεν είναι μια αντίφαση. Είναι μια μεταφορά.
Ο Μπόρχες γράφει ότι ο Θερβάντες «διάβαζε μέχρι τα παλιόχαρτα απ’ το δρόμο» (σελ. 288). Και θυμήθηκα ότι και εγώ έκανα το ίδιο. Το έκανα ασυνείδητα όταν ήμουν μικρός, αλλά μου το θύμισε ένας χωριανός μου, ο Νικολής ο Τωμάδος, που με κάποιον άλλο, νομίζω με τον Κωστή τον Χατζάκη, μου έκαναν την εξής πλάκα: προπορεύονταν κάπου διακόσια μέτρα στον κεντρικό δρόμο του χωριού, κρατώντας μια εφημερίδα. Έσκιζαν κατά διαστήματα και από ένα φύλλο. Εγώ, χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι το έριχναν οι προπορευόμενοι εξεπίτηδες, το ίσιωνα με το πόδι μου και το διάβαζα (προφανώς τους τίτλους μια και η απόσταση του ματιού από το δρόμο δεν επέτρεπε να διαβάζω και τα ψιλά). Ο Νικολής μου διηγήθηκε την ιστορία χρόνια μετά, σκασμένος στα γέλια. Εγώ θυμήθηκα την κίνηση που έκανα, και άλλες φορές που συναντούσα παλιόχαρτα στο δρόμο: Να τα ισιώνω με το πόδι μου.
Θα τελειώσω παραθέτοντας μια πρόταση από το σύντομο βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου: «Δεν τιμήθηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας». Το ίδιο θα μπορούσαμε να γράψουμε και σε μια βιογραφία του Καζαντζάκη. Τι μεγάλη τιμή γι’ αυτούς, όταν ένα σωρό νομπελίστες λογοτέχνες έχουν περιπέσει σήμερα στη λήθη.
(Να μην το ξεχάσω: Ο Μπόρχες, παθιασμένος με τις «Χίλιες και μια νύχτες», γράφει εκτενώς για τις μεταφράσεις του έργου στη Δύση. Μιλάει για τις αγγλικές, τις γαλλικές, τις ιταλικές, τις γερμανικές και για τις ισπανικές. Για τις ελληνικές δεν γράφει, μια και δεν ξέρει ελληνικά. Έγραψα όμως εγώ πέρυσι το καλοκαίρι, για την πρώτη ελληνική μετάφραση από έναν κρητικό, τυπωμένη στη Βενετία, στη δεκαετία του 1790. Βρίσκεται αναρτημένη στο blog μου, για όποιον ενδιαφέρεται).

Wednesday, July 13, 2011

Ρόμπερτ Μούσιλ, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες

Ρόμπερτ Μούσιλ, Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (μετ. Τούλα Σιέτη), Οδυσσέας 1992, 1ος τόμος σελ. 785, 2ος τόμος σελ. 765




Δεν είναι πολλά χρόνια που αγόρασα το βιβλίο, σε προσφορά. Ήξερα ότι είναι must για κάποιον που ασχολείται με τη λογοτεχνία, αλλά οι 1550 σελίδες του με αποθάρρυναν. Και δεν είχα άδικο, το έπιασα πριν κανένα χρόνο, διάβασα καμιά τριανταριά σελίδες, αλλά άλλες δραστηριότητες δεν με άφησαν να συνεχίσω. Ένας φίλος μου μού είπε χαρακτηριστικά ότι είναι ένα βιβλίο «που δεν διαβάζεται», κάτι που ισχύει λίγο πολύ για όλα τα βιβλία του μοντερνισμού. Αυτό απαιτεί να μη μεσολαβούν μεγάλα χρονικά κενά στην ανάγνωση, πράγμα αναπόφευκτο όταν υπάρχουν επαγγελματικές και άλλες υποχρεώσεις. Έτσι ξανάπιασα το βιβλίο μέσα Ιουνίου, με τη χαρά της προσμονής ότι πρώτη του Ιούλη θα έκανα αίτηση για συνταξιοδότηση. Και πράγματι τότε την έκανα, δεν περίμενα ούτε μια μέρα παραπάνω. Η μόνη παρασπονδία στην ανάγνωση ήταν ότι ενδιάμεσα διάβασα στα γρήγορα τα τελευταία βιβλία του Γιασμίνα Χαντρά και της Μάρως Βαμβουνάκη.
Η πρώτη παράγραφος δημιουργεί την εντύπωση ότι το βιβλίο είναι φλύαρο, όμως μ’ αυτή υπογραμμίζει την ποιητική του ο συγγραφέας. Ο Μούσιλ αφού αναφερθεί διεξοδικότατα σε μετεωρολογικά φαινόμενα, σε θερμοκρασίες και καιρικές συνθήκες, καταλήγει: «Με λίγα λόγια που, αν και λίγο ντεμοντέ, περιγράφουν αρκετά καλά την αντικειμενική κατάσταση: Ήταν μια ωραία αυγουστιάτικη μέρα του έτους 1913». Ντεμοντέ! Το αντίθετο του μοντέρνου. Μ’ αυτό τον χαρακτηρισμό απορρίπτει όχι μόνο ο συγγραφέας αλλά και ο μοντερνισμός γενικότερα την πυκνότητα στην αφήγηση. Η αυτοαναφορικότητα της γλώσσας δεν επιτρέπει ανυπομονησία για την εξέλιξη της πλοκής. Έτσι θα μας παρουσιαστεί και στη συνέχεια του έργου του ο Μούσιλ, διεξοδικότατος τόσο στην αφήγηση και στην περιγραφή, όσο και στα δοκιμιακά μέρη του έργου.
Ο Ρόμπερτ Μούσιλ με το έργο του αυτό θέλησε να δώσει μια εποποιία της σύγχρονης ζωής, μια εποποιία στην οποία θα περιέκλειε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων τύπων και ένα μεγάλο αριθμό χαρακτηριστικών καταστάσεων που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, όπου θα συζητούσε και τις ιδέες και τα προβλήματα που τον απασχολούν.
Δίπλα στον Ούλριχ, τον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» και περσόνα του συγγραφέα, υπάρχουν διανοούμενοι όπως ο Αρνχάιμ, στρατιωτικοί όπως ο Στούμ, αριστοκράτες όπως ο κόμης Λάινσντορφ, ενώ θα κάνουν την εμφάνισή τους ένας τρελός δολοφόνος και ένας επιδειξίας. Δίπλα στη Διοτίμα που στο σαλόνι της παρελαύνει η παραδοσιακή αριστοκρατία, αλλά και η αριστοκρατία του πνεύματος και του πλούτου, υπάρχει η Αγάθη, η απελπισμένη αδελφή που ετοιμάζει την αυτοκτονία της, η Μποναντέα και η Κλαρίσσα, γυναίκες ερωτευμένες, αλλά και δυο ταπεινοί υπηρέτες που παρουσιάζονται πολύ χιουμοριστικά, ο νεαρός μαύρος Σόλιμαν και η Ραχήλ η καμαριέρα. Στο έργο αυτό βρίσκεται και το πιο εκτενές πορτραίτο που έχω συναντήσει ποτέ στη λογοτεχνία, το πορτραίτο του Λίντνερ του οποίου η σχέση με το γιο του παρουσιάζεται με ένα σπαρταριστό χιούμορ.
Η ετοιμόρροπη Αυστρουγγαρία, στις παραμονές του Α΄Παγκόσμιου Πόλεμου, είναι αυτή που συγκεντρώνει τα σατιρικά πυρά του Μούσιλ, με την κρατική αναποτελεσματικότητα, τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία κ.λπ. Ο συγγραφέας επεκτείνεται βέβαια και σε δευτερεύοντα θέματα. Μιλώντας π.χ. για το θάνατο του πατέρα του Ούλριχ σατιρίζει το πόσο ο θάνατος ενός ανθρώπου αποτελεί ευκαιρία εκμετάλλευσης για κάποιους άλλους∙ όπως το διαγούμισμα του σπιτιού της μαντάμ Ορτάνς στο Ζορμπά μετά το θάνατό της, αλλά στο πιο φινετσάτο.
Η φυλακή του γάμου και η διαφυγή στον εξωσυζυγικό έρωτα προβάλλονται αρκετά στις σελίδες του βιβλίου, ενώ σε πρώτο πλάνο τίθεται η σχεδόν αιμομικτική αγάπη των δυο αδελφών, του Ούρλιχ και της Αγάθης. Τα δυο αγαπημένα αδέλφια, τα «σιαμαία» όπως αποκαλούνται χωρίς να είναι καν δίδυμα, συζητούν διεξοδικά διάφορα θέματα, από την αγάπη μέχρι την ψυχανάλυση.
Ο Μούσιλ μιλάει ακόμη και για το «φιάσκο», την περιστασιακή σεξουαλική ανικανότητα. Το αναφέρουμε γιατί θυμηθήκαμε ότι στο θέμα αυτό ο Σταντάλ αφιερώνει ένα εκτενές κεφάλαιο στο βιβλίο του «Περί έρωτος», που παρουσιάσαμε πριν ένα χρόνο στο blog μας, χρησιμοποιώντας τον ίδιο όρο.
Και εδώ πρέπει να συζητήσω τα προβλήματα που αντιμετώπισα κατά την ανάγνωση. Ο μακροπερίοδος λόγος του Μούσιλ απαιτεί ιδιαίτερη συγκέντρωση, την οποία όμως διευκόλυνε η λαμπρή του πρόζα, με τη διεισδυτική παρατήρηση και τις έξοχες μεταφορές, που αποτελούν κατά τη γνώμη μου τις κύριες αρετές του βιβλίου. Μάλιστα προς το τέλος του δεύτερου τόμου ο Μούσιλ βάζει τους ήρωές του να συζητούν ακριβώς τη μεταφορά, όχι σαν λογοτεχνικό στολίδι αλλά σαν συστατικό στοιχείο θέασης και βίωσης του κόσμου. Το πρόβλημα ήταν κυρίως με τα δοκιμιακά μέρη του έργου, τα οποία είναι άφθονα, καθώς οι ήρωές του δεν κουράζονται να συζητούν διάφορα θέματα. Το εννοιολογικό πλαίσιο του προβληματισμού τους μου ήταν ξένο και αδιάφορο. Λέξεις όπως «πνεύμα», «ψυχή», «ηθική» «βούληση» κ.λπ. βρίσκονταν συχνά στο στόμα τους, πράγμα που με έκανε πολλές φορές να αφαιρούμαι. Πότε πότε βέβαια συναντούσα το διαμάντι μιας ευφάνταστης μεταφοράς («Σαν αρχαίο άγαλμα ντυμένο με ελαφρά παχυσαρκία») ή ένα ευφυολόγημα – υπάρχουν άφθονα ευφυολογήματα, και μιας ποιότητας αντάξιας του Όσκαρ Ουάιλντ («Αυτές οι κυρίες με βραδινό ντύσιμο ή γδύσιμο») - και αυτό αποζημίωνε την ανάγνωση σελίδων τις οποίες εύρισκα κουραστικές και αδιάφορες. Σε άλλα σημεία είχα μια πιο πλήρη γνώση ο ίδιος, όπως π.χ. όταν συζητάνε οι ήρωές του ζητήματα που πραγματεύεται η σημειολογία η οποία αναπτύχθηκε ως επιστημονικός κλάδος μετά την Μούσιλ και η βιολογία. Έτσι το προσληπτικό μου ενδιαφέρον για το έργο υπήρξε ολότελα άνισο. Όσο με συνάρπασαν τα αφηγηματικά και τα περιγραφικά μέρη του έργου, άλλο τόσο με κούρασαν τα δοκιμιακά, με εξαίρεση βέβαια όταν αναφέρονταν σε θέματα τα οποία με ενδιέφεραν άμεσα.
Στη Βικιπαίδεια διάβασα ότι ο Τόμας Μαν είχε σε μεγάλη εκτίμηση το έργο του Μούσιλ, χωρίς να συμβαίνει και το αντίστροφο. Διαβάζοντας τον Μούσιλ βλέπω ότι αποτελεί την ακραία συνέπεια της πρόζας του Μαν, την πεμπτουσία της, το σημείο που ο ίδιος ο Μαν θα ήθελε να φτάσει χωρίς να το κατορθώσει. Αλλά κάθε τι έχει το τίμημά του. Ο Μαν κέρδισε το Νόμπελ ενώ ο Μούσιλ απλά προτάθηκε γι’ αυτό. Ο Μαν διαβάστηκε αρκετά και έγραψε περισσότερα έργα, σε αντίθεση με το Μούσιλ που το έργο ζωής του, ο πρώτος τόμος του οποίου εκδόθηκε το 1930 και ο δεύτερος το 1932, έμεινε ημιτελές. Ίσως το πρώτο καρδιακό επεισόδιο που τον βρήκε το 1936 ανέστειλε το ρυθμό γραψίματός του, ενώ το δεύτερο, το 1942, τον έστειλε στο θάνατο. Έμειναν βέβαια διορθωμένα τυπογραφικά δοκίμια και σχέδια, που προστέθηκαν στις μεταθανάτιες εκδόσεις του «Ανθρώπου χωρίς ιδιότητες».
Ένα ημιτελές έργο δημιουργεί πάντοτε μια απογοήτευση, και όχι μόνο σε αναγνώστες που ενδιαφέρονται περισσότερο για την πλοκή παρά για την ίδια την αφήγηση, ιδιαίτερα όταν τα σασπένς μένουν άλυτα. Αναρωτιόμουνα τι μοίρα επεφύλασσε ο Μούσιλ στην Αγάθη, που την παρουσιάζει κάποια στιγμή έτοιμη να αυτοκτονήσει. Κουβαλάει πάνω της, κρυμμένο σε ένα μενταγιόν, ένα μπουκαλάκι με ισχυρό δηλητήριο. Από τις σημειώσεις που έμειναν μαθαίνουμε, σε δυο σημεία, ότι σχεδίαζε να την αυτοκτονήσει. Η αφηγηματική αναμονή έτσι κι αλλιώς θέτει την πιθανότητα της αυτοκτονίας της ως την πιο ισχυρή εκδοχή.
Και τώρα θα αποτολμήσουμε μια σύγκριση με ένα άλλο έργο. Οι ομοιότητες βέβαια δεν είναι βαθιές, αλλά δεν είναι και αμελητέες. Θα συγκρίνουμε τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» με τις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ. Και τα δυο έργα ήταν τα έργα ζωής των συγγραφέων τους. Και τα δυο έμειναν ημιτελή. Και τα δύο έργα τα διακρίνει ένα απολαυστικότατο χιούμορ.
Όμως, εκτός από αυτά, υπάρχει και κάτι άλλο.
Ο Γκόγκολ, ενώ έγραφε τον δεύτερο τόμο των «Νεκρών ψυχών», βρέθηκε κάτω από την επιρροή ενός ιερωμένου και έγινε θρησκόληπτος, με αποτέλεσμα να καταστρέψει τα πολύτιμα χειρόγραφά του. Ο Μούσιλ δεν έφτασε σε μια τέτοια ακρότητα. Δεν ξέρω αν έπεσε και αυτός στην επιρροή κανενός παπά, πάντως στο τέλος του δεύτερου τόμου αφθονούν αποσπάσματα από την αγία γραφή, που στον υπόλοιπο έργο απουσιάζουν τελείως, και υπάρχουν κάποιες αναφορές στους «μυστικούς».
Διαβάζουμε:
«Ένας συνθέτης δεν μπορεί να είναι ούτε μηχανορράφος ούτε πολιτικός» (σελ. 204, 1ος τόμος).
Διαφωνούμε σε δυο σημεία. Το πρώτο σημείο: η φράση «ούτε μηχανορράφος ούτε πολιτικός» υποδηλώνει ότι οι δυο αυτές έννοιες είναι ανεξάρτητες. Στην πραγματικότητα τους μηχανορράφους κυρίως στις τάξεις των πολιτικών τους συναντούμε.
Και το δεύτερο σημείο: Υπάρχει ένας συνθέτης που είναι και πολιτικός. Όντας σε προχωρημένη ηλικία που η σπίθα της έμπνευσης τον έχει εγκαταλείψει, φτιάχνει τη δική του σπίθα.
Διαβάζουμε επίσης:
«οι δημόσιοι υπάλληλοι αρχίζουν να γράφουν μόνο αφού συνταξιοδοτηθούν» (σελ. 491, 1ος τόμος).
Εγώ είμαι δημόσιος υπάλληλος αλλά έγραφα και πριν. Τώρα που συνταξιοδοτούμαι ελπίζω ότι θα γράφω περισσότερο.
Και ένα απόσπασμα από την προσωπογραφία του Αρνχάιμ: «Ανέκαθεν φοβόταν ότι τα συναισθήματα που γεννούσε στις γυναίκες μπορεί να μην απευθύνονταν στο ίδιο αλλά στα λεφτά του, γι’ αυτό ζούσε μόνο με γυναίκες στις οποίες δεν έδινε συναισθήματα αλλά λεφτά» (σελ. 217, 1ος τόμος). Και αυτό θυμίζει Όσκαρ Ουάιλντ.
Και πάλι για τον Αρνχάιμ: «Για τους διπλωμάτες, οι οποίοι τον ξένο από τη φύση τους αλλά σημαντικό τομέα της οικονομίας τον αντιμετώπιζαν με την προσοχή ανθρώπων υποχρεωμένων να φροντίζουν έναν ελέφαντα που δεν του έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη, ενώ εκείνος τον χειριζόταν με την ξεγνοιασιά ιθαγενούς φύλακα» (σελ. 227, τόμος 1ος). Μια ακόμη ευφάνταστη μεταφορά.
Και ένα απολαυστικό, αν και σήμερα ρετρό: «Από πού κι ως πού πρέπει να γράψω βιβλίο; είπε ο Ούλριχ. Με γέννησε μάνα, όχι μελανοδοχείο!» (σελ. 577, 1ος τόμος). Στην Κρήτη το μελανοδοχείο το λέγαμε κουκουμά. Γράψαμε με πένα νομίζω μόνο σε δυο τάξεις στο δημοτικό. Μετά ήλθαν οι στυλοί. Λέγαμε και κάτι για τον κουκουμά και την πένα, αλλά δεν μπορώ να το γράψω εδώ.
Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας ότι το έργο είναι must, κλασικό, όλοι όσοι ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία θα πρέπει να το διαβάσουν.

Υστερόγραφο
Και πάλι οι «Ρίζες της σύμπτωσης».
Έχω τελειώσει την παραπάνω βιβλιοπαρουσίαση και βλέπω την ταινία «Πόλα Χ» (1999) του Leos Carax, ο οποίος έγραψε και το σενάριο. Βρήκα αμέσως μια σημαντική ομοιότητα με τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες». Αυτή βρίσκεται στις σχέσεις των δύο αδελφών. Στον Μούσιλ είναι υπαινικτικά αιμομικτική, σαν ατμόσφαιρα, στον Carax είναι ξεκάθαρα αιμομικτική, με σκηνές σεξ. Λίγο αργότερα ακούω και μια ατάκα από τον Μούσιλ: «Δεν μπορεί κανείς να μεμψιμοιρεί για την εποχή του χωρίς να τιμωρηθεί γρήγορα γι’ αυτό». Μπορεί να είναι από τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» κι εγώ δεν το θυμάμαι, μπορεί όμως να είναι και από άλλο έργο του Μούσιλ. Μετά από αυτό ήμουν σίγουρος ότι τη σχέση των δυο αδελφών ο Corax την εμπνεύστηκε από τον Μούσιλ.
Το έργο αυτό το χαρακτηρίζουν δυνατά ερωτικά αισθήματα. Υπάρχει ένα αντεστραμμένο ιψενικό τρίγωνο. Δυο γυναίκες μ’ έναν άντρα, κομπολόι με μια χάντρα.
Ανακαλύπτω στη συνέχεια στη Βικιπαίδεια ότι το έργο βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ, το Pierre ou les Ambiguïtés. Διαβάζω την περίληψη του έργου, και όντως ο Carax ακολουθεί πολύ το έργο του Μέλβιλ στο σενάριό του. Αυτό δεν ακυρώνει όμως την πεποίθησή μου πως πίσω από την αιμομικτική σχέση των δυο αδελφών δεν κρύβονται μόνο οι ήρωες του Μέλβιλ, αλλά και οι δυο κεντρικοί ήρωες του Μούσιλ, ο Ούρλιχ και η Αγάθη.

Συμπληρώνω 12 χρόνια αργότερα, ένα απόσπασμα από κείμενο του Κούντερα που βρήκα στα Documents, 15: «Ο Άνθρωπος Χωρίς Ιδιότητες του Robert Musil ζωγραφίζει μια κοινωνία ευφορίας που δεν συνειδητοποιεί ότι αύριο θα εξαφανιστεί».


 

Σιδέρης Ντιούδης, Βιβλιοκριτική για το "Φραγκιό"

Μια ακόμη βιβλιοκριτική για το "Φραγκιό"

Sunday, July 10, 2011

Βασίλης Πουλιμενάκος, Μια σημείωση στο facebook για το "Φραγκιό"

Το βιβλίο "Το Φραγκιό" του Μπάμπη Δερμητζάκη, (εκδόσεις ΑλΔΕ) είναι μια συλλογή διηγημάτων που πραγματεύονται εμπειρίες ζωής είτε στον πατρικό του τόπο την Κρήτη είτε σε ταξιδέματα της σκέψης και της φαντασίας του. Μια κατάθεση ψυχής που δεν ακολουθεί συγκεκριμένες συγγραφικές τεχνικές, μοιάζουν οι σκέψεις του να ξεφεύγουν από το κείμενο και, στην πορεία χαμογελώντας, να επαναφερει τον εαυτό του, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Θα έλεγε κανείς ότι η μεγάλη εμπειρία του Μπάμπη Δερμιτζάκη στην βιβλιοκριτική, μπαίινει και μέσα στα διηγήματα αυτά, στις "εξόδους" του, στα βιβλία που του θυμίζουν όσα γράφει, στους ανθρώπους που γνώρισε, στα δεύτερα νοήματα και πλάνα και όλα αυτά μέσα από απλά δοσμένες λέξεις.

Θάνατος, ζωή, έρωτας, όνειρα, παρελαύνουν τόσο αλληλένδετα σαν μια συμφωνία κυρίων. Ο πεντοζάλης κι έπειτα το βουβό αντρικό κλάμα στην απώλεια. Το πείραγμα στην όμορφη κοπέλα, η αναμονή μιας επανάστασης που ποτέ δεν έγινε, αλλά κι ένα λάβαρο ζωής και ιστίο χαμόγελου που υψώνεται πάνω στην αναποδιά και στην κακή σκέψη, είναι με δυο κουβέντες η ιδεολογία του. Και αυτήν καταθέτει.

"Το Φραγκιό" είμαστε όλοι, ο καθένας μέσα από τον μικρόκοσμό του. Η ανάγκη για επικοινωνία, για το άγγιγμα, για να ακουστούμε βρε αδελφέ, η θέληση να μην ξεχαστούμε ως άνθρωποι μέσα στο πνιγηρό συναίσθημα της πόλης και της απομόνωσης.

Είναι ένα μικρό βιβλίο φτιαγμένο για να διαβαστεί στα βιαατικά δρομολόγια του μετρό, στο εικοσάλεπτο του δρομολόγιου του λεωφορείου, στο παράθυρο του τρένου, στις όποιες διαθέσιμες στιγμές του καθενός μας. Είναι όμως βέβαιο ότι είναι γραμμένο με αγνότητα, με πόνο, με λάθη, με αλήθειες. Χαίρομαι που τον γνώρισα -και- έτσι. Συγχαρητήρια Μπάμπη και καλή συνέχεια!

Πέρσα Κουμούτση, βιβλιοκριτική για το "Φραγκιό"

Βιβλιοκριτική της Πέρσας Κουμούτση για το Φραγκιό

Tuesday, July 5, 2011

Μάρω Βαμβουνάκη, Ο ερωτευμένος Πολωνός

Μάρω Βαμβουνάκη, Ο ερωτευμένος Πολωνός, Ψυχογιός 2011, σελ. 218

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα ακόμη συναρπαστικό ερωτικό μυθιστόρημα της πολυδιαβασμένης συγγραφέως

Μετά από πέντε χρόνια η Μάρω Βαμβουνάκη επιστρέφει στο μυθιστόρημα, αφού μεσολάβησε η μεταγραφή της στις εκδόσεις Ψυχογιός από τις εκδόσεις Φιλιππότη, καθώς και τέσσερα βιβλία δοκιμιακού χαρακτήρα. Είναι η γνωστή μας Βαμβουνάκη, η Βαμβουνάκη που αγαπήσαμε με τα τόσα μυθιστορήματά της που έχουν όλα ως θέμα τον έρωτα, θέμα ανεξάντλητο το οποίο πραγματεύεται πάντα εντυπωσιακά.
Έχουμε γράψει για όλα της τα βιβλία (με εξαίρεση ένα), και έχουμε πει πως η πλοκή στα έργα της είναι προσχηματική. Αυτό που την ενδιαφέρει είναι να σχολιάσει τον έρωτα και να περιγράψει την πλατιά γκάμα των συναισθημάτων που νοιώθουν οι ερωτευμένοι ήρωές της. Εδώ όμως βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι καινούριο: Το σασπένς βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και το τέλος είναι happy. Ακόμη η Βαμβουνάκη θίγει ένα πρόβλημα της αφηγηματικής πεζογραφίας, παρεμβαίνοντας κάποια στιγμή ως συγγραφέας.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο ερωτευμένος Πολωνός δημιουργεί το πρώτο σασπένς, που είναι σαν αυτό του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Φτάνουμε σχεδόν στη μέση του έργου και ο Πολωνός δεν εμφανίζεται. Αναρωτιόμαστε: Λες να μην εμφανιστεί και αυτός καθόλου, όπως ο Γκοντό; Όμως για τον Γκοντό μιλάνε οι δυο ήρωες του έργου από την αρχή, αυτόν περιμένουν. Για τον Πολωνό όμως δεν βλέπουμε ούτε την ελάχιστη αναφορά, παρά μόνο στον τίτλο. Τι συμβαίνει;
Και το δεύτερο σασπένς:
Η ηρωίδα, μια επιτυχημένη ηθοποιός, εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Τι συνέβη; Την απήγαγαν, τη δολοφόνησαν και εξαφάνισαν το πτώμα της; Βούτηξε με το αυτοκίνητό της στα παγωμένα νερά ενός λιμανιού; Ή τι;
Δεν συνέβη τίποτα από όλα αυτά. Η Ρωξάνη Δανηλάτου ερωτεύτηκε. Αφού την εγκατέλειψε ο άντρας της και πέθανε το ανάπηρο παιδί της βρισκόταν σε συνεχή κατάθλιψη. Ήταν έτοιμη να αυτοκτονήσει. Ένας Πολωνός που ήλθε να φτιάξει τα υδραυλικά στο καμαρίνι της την έσωσε. Ήταν η σανίδα σωτηρίας που εμφανίστηκε στην κατάλληλη στιγμή.
Η Ρωξάνη έχει βαρεθεί τα φώτα της ράμπας, η αγάπη του κοινού βαραίνει ασφυκτικά πάνω της. Έτσι κάποια στιγμή εξαφανίζεται με τον Πολωνό της, χωρίς να αφήσει πίσω της ίχνη. Πηγαίνουν στην Πολωνία, παντρεύονται. Ο Πολωνός της ασκεί το επάγγελμα που ασκούσε στη χώρα του, το επάγγελμα του γιατρού, πριν η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού με το ταρακούνημα που επέφερε τον αναγκάσει να έλθει στην Ελλάδα και να εργαστεί ως υδραυλικός για να βοηθήσει οικονομικά την αδελφή του.
Εδώ παρεμβαίνει η συγγραφέας με ένα δοκιμιακό απόσπασμα 10 σελίδων, και ξεκινάει λέγοντας:
«Η περιγραφή της ευτυχίας στα μυθιστορήματα είναι από τα πιο δύσκολα θέματα που μπορεί να σου ζητηθούν ή αποφασίζεις ο ίδιος να δουλέψεις. Σπανιότατα θα συναντήσεις ένα μυθιστόρημα που διεξοδικά αφηγείται μια ευτυχισμένη κατάσταση ή ζωγραφίζει το πορτρέτο ενός ευτυχισμένου ανθρώπου. Μονάχα ως πινελιές, ως βιαστικά περάσματα πάνω σε σκούρο φόντο εμφανίζονται οι ευδαίμονες στιγμές-σχεδόν πάντα κατ’ εξαίρεση» (σελ. 175).
Η Βαμβουνάκη θα αρνηθεί να εγκαταλείψει τους ήρωές της στην ευτυχία τους με ένα «και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Και καταλήγει, σχεδόν προκλητικά θα έλεγα: «Εγώ πάντως θα τολμήσω να τους ακολουθήσω αυτούς τους δυο στο ξύλινο σπίτι τους, στα χιονισμένα βουνά και στα ανθισμένα δάση της άνοιξης, κι όποιος δε θέλει, ας σταματήσει το βιβλίο στο προηγούμενο κεφάλαιο» (σελ. 184). Ακολουθεί την ηρωίδα της στην ευτυχισμένη ζωή της άλλες 34 σελίδες. Ένα σημαντικό μέρος από αυτές τις σελίδες είναι λυρικές περιγραφές της ειδυλλιακής φύσης όπου ζουν οι ήρωές της –χιονισμένα βουνά, ανθισμένα δάση- που υποδηλώνουν την ευτυχία που τους πλημυρίζει, όπως οι περιγραφές τοπίων στην συμβολιστική ποίηση υποδηλώνουν την ψυχική κατάσταση του ποιητή.
Και μια κριτική παρατήρηση: γράφει η Βαμβουνάκη ότι η ηρωίδα της ήταν έτοιμη να πάρει τριάντα χάπια και να αυτοκτονήσει.
Ούτε τα δεκαπλάσια δεν θα ήταν αρκετά. Έχω υπόψη μου δυο περιπτώσεις. Ο πρώτος ξύπνησε μετά από ένα βαθύ ύπνο τριών ημερών, αφού είχε πάρει κάπου τριακόσια χάπια. Η δεύτερη, αφού κι εκείνη πήρε κάπου τριακόσια χάπια, μετά από πλύσεις στομάχου και παραμονή κάποιες μέρες στην εντατική, συνήλθε χωρίς να της έχει προκληθεί καμιά βλάβη μη αντιστρεπτή.
Και θυμήθηκα τώρα μια ιστορία από τα μαθητικά μου χρόνια. Κάποια κοπέλα, περνώντας μια εφηβική ερωτική απογοήτευση, αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Πήρε τρεις ασπιρίνες. Φοβήθηκε μάλλον ότι αν έπαιρνε τέσσερις μπορεί να πέθαινε πραγματικά. Το μόνο που κατάφερε ήταν να της περάσει ο πονοκέφαλος.
Διαβάζουμε:
«Υπάρχει ένα ποίημα που διάβασε κάποτε σε ραδιοφωνική εκπομπή: το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη-έπειτα έρχεται το αίμα» (σελ. 135).
«Και η δίψα για το αίμα», θα συμπληρώσω εγώ ως επαρκής αναγνώστης. Τόσο επαρκής ώστε να ξέρω ότι είναι του Σεφέρη, όχι όμως και τόσο επαρκής ώστε να ξέρω ποιο είναι το ποίημα. Ξέρω όμως ότι το μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στη συλλογή που φέρνει τον τίτλο «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» (συμπληρώνω εκ των υστέρων: μπορεί εγώ να μην είμαι τόσο επαρκής, είναι όμως επαρκές το διαδίκτυο: βάζοντας ένα μέρος από το παραπάνω απόσπασμα στο google βρήκα ότι είναι από τον Στρατή Θαλασσινό).
Οι εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησαν την πρώτη έκδοση του βιβλίου σε 30.000 αντίτυπα. Ήταν σίγουροι για την εκδοτική επιτυχία του μυθιστορήματος. Το ίδιο είμαστε κι εμείς.

Μπάμπης Δερμιτζάκης