Book review, movie criticism

Wednesday, October 31, 2012

Woody Allen, You will meet a tall dark stranger

Woody Allen, You will meet a tall dark stranger (2010)
http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=7317

  Είναι η προτελευταία ταινία του Woody Allen: «Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό άντρα». Πριν τις ξαναδώ όλες είπα να γράψω ξεχωριστά γι’ αυτήν.
  Η ταινία αυτή αγγίζει τα όρια της μαύρης κωμωδίας. Μια κωμωδία έχει happy end, ενώ εδώ δεν βλέπουμε κάτι τέτοιο. Το ζευγάρι χωρίζει, ο άντρας φλερτάρει επιτυχημένα μιαν από το απέναντι παράθυρο (πριν χωρίσει), αλλά το μυθιστόρημά του είναι αποτυχία και του το αρνείται ο εκδότης του. Τότε παρουσιάζει σαν δικό του το μυθιστόρημα ενός φίλου του που εμπιστεύτηκε τα χειρόγραφά του μόνο σ’ αυτόν και σκοτώθηκε σε τροχαίο – έτσι του είπε τηλεφωνικά ένας κοινός φίλος. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό μυθιστόρημα. Όμως τον είχαν πληροφορήσει λάθος, δεν είχε σκοτωθεί αυτός αλλά ο άλλος με τον οποίο επέβαιναν μαζί στο ίδιο όχημα, ο ίδιος ήταν απλά σε κώμα, και ήταν θέμα χρόνου να αναρρώσει. Το τι γίνεται μετά είναι εκτός ταινίας, αλλά μπορεί να το φανταστεί κανείς.
  Η κοπέλα μετά το χωρισμό της φλερτάρει χωρίς επιτυχία το αφεντικό της, που έχει κι αυτός χωρίσει αλλά τα έχει φτιάξει με τη φίλη της. Το μαθαίνει αργά. Όσο για τον πατέρα της, παντρεύεται μια πόρνη. Ανακαλύπτει ότι πηγαίνει και με άλλους, αυτή του λέει ότι είναι έγκυος, αλλά αρνείται να κάνουν τεστ πατρότητας στο παιδί όταν γεννηθεί. Απελπισμένος θέλει να ξαναγυρίσει στην γυναίκα του. Αυτή όμως τον απορρίπτει, γιατί έχει βρει έναν σύντροφο: έναν βιβλιοπώλη βιβλίων αποκρυφισμού, ο οποίος προσπαθεί να επικοινωνήσει με την πεθαμένη γυναίκα του για να της ζητήσει την έγκριση να ξαναπαντρευτεί.
  Και μια άλλη αποτυχία για την κοπέλα: η μητέρα της καταφεύγει σε μια πονηρή χαρτορίχτρα που την ανακουφίζει από την κατάθλιψή της μετά το χωρισμό, γεμίζοντάς την αισιοδοξία για το μέλλον. Πληρώνεται βέβαια αδρά για αυτές τις υπηρεσίες. Όμως την αποτρέπει να δώσει δάνειο στην κόρη της που ετοιμάζεται να ανοίξει με τη φίλη της μια γκαλερί, γιατί λέει οι πλανήτες δεν βρίσκονται σε σωστή θέση. Οι πιο σπαρταριστές σκηνές της κωμωδίας είναι μ’ αυτό το δίδυμο.
  Υπάρχει όμως ένα μίνι happy end: οι δυο αυτοί ηλικιωμένοι βρίσκονται στο τέλος μαζί. Ο γέρος κατάφερε να επικοινωνήσει με την πεθαμένη γυναίκα του και να πάρει την έγκρισή της.
  Και μια ατάκα που επαναλήφθηκε δυο φορές στην ταινία: Illusions help better than the medicine, οι ψευδαισθήσεις βοηθούν καλύτερα από τα φάρμακα.
  Έχω γράψει και εγώ κάτι παρόμοιο, παραφράζοντας τον Μαρξ. «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού• και χωρίς παρενέργειες». Και το λέω σοβαρά, χωρίς ειρωνεία. Οι κάποιες παρενέργειες που μπορεί να υπάρξουν έχουν να κάνουν σήμερα με το φονταμενταλιστικό ισλάμ, και αφορούν τους άλλους. 

Monday, October 29, 2012

Ανέκδοτο βιβλιαράκι μου με μαντινιάδες

Κάπου το είχα καταχωνιασμένο και το ανέσυρα χθες: ένα μπλοκάκι με μαντινιάδες. Με συνδετήρες έχω βάλει αυτή τη φωτογραφία στο εξώφυλλο. Στο εσωτερικό γράφω "έργα του ίδιου συγγραφέα" και αναφέρομαι στο "Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα" που εκδόθηκε λίγο μετά, το 1981, καθώς και στην "Αναγκαιότητα του μύθου" και στη "Λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας", που αν και γράφτηκαν μεταξύ 1980 και 1982 εκδόθηκαν αργότερα, το 1987 και 1990 αντίστοιχα. Χθες και σήμερα έκανα αυτό που αμελούσα να κάνω εδώ και χρόνια: να τις γράψω στον υπολογιστή. Επί τη ευκαιρία σκανάρισα και τη φωτογραφία. Σαν δείγμα θα δώσω και δυο μαντινιάδες που τις έγραψα συνειδητά σαν κουλτουριάρικες, με την ελπίδα ότι θα γράφονταν και μαντινιάδες όπως η σύγχρονη ποίηση.






Κυματισμός της θύμισης ξανθός, μεσ' στην καρδιά μου
και άλικο της πεθυμιάς στα χείλη, στα όνειρά μου
και
Κάθε χαμόγελο που ανθεί στα χείλη τα δικά σου
να το 'παιρνα να το 'βαζα κορώνα στα μαλλιά σου.

Saturday, October 27, 2012

Woody Allen, To Rome with love




Woody Allen, To Rome with love (2012)

  Το έχω ξαναγράψει, θα το γράψω ακόμη μια φορά, απεχθάνομαι τον αμερικάνικο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και ιδιαίτερα το Hollywood. Σπάνια βλέπω αγγλόφωνες ταινίες, κι αυτό για να περάσω την ώρα μου όταν είμαι πολύ κουρασμένος για να δω ταινία σινεφίλ, με μια μόνο εξαίρεση: τον Woody Allen. Ξέρω ότι πολλοί δεν συμμερίζονται τον ενθουσιασμό μου, εμένα όμως μου αρέσει πάρα πολύ.
  Τα τρία κύρια χαρακτηριστικά που ξεχωρίζω στον Woody Allen είναι τα εξής: Επινοητικότητα στην πλοκή, που ξεπερνάει τα όρια του ρεαλισμού. Χιουμοριστικές ατάκες, που κάθε μια τους είναι σαν ένα καλό ανέκδοτο. Και τέλος, απολαυστική σάτιρα. Απολαυστική, όχι καυστική. Πίσω από αυτή κρύβεται μια στάση «Ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα».
  Ό,τι θα μπορούσα να γράψω για την ταινία το γράφει πολύ καλύτερα ο παραπάνω σύνδεσμος. Εγώ απλά θα προσθέσω κάτι.
  Στην ταινία υπάρχει ένας νεκροθάφτης, που έχει όμως καταπληκτική φωνή. Διαπιστώνεται όμως ότι μπορεί και τραγουδάει καλά (όπερα πάντα) μόνο όταν είναι μέσα στην μπανιέρα. Ο συνταξιούχος πια αλλά πρωτοποριακός σκηνοθέτης Woody Allen (δεν θυμάμαι το όνομά του στο έργο) ανεβάζει τους «Παλιάτσους», όπου παίζει ο νεκροθάφτης αυτός τραγουδώντας μέσα σε μια ντουζιέρα.
  Στην ταινία Xizao (Shitzao, Λουτρά, 1999), του κινέζου σκηνοθέτη Zhang Yang, ένας ντροπαλός νεαρός τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι O sole mio μόνο όταν βρέχεται μέσα στο λουτρό. Θυμάμαι τη σκηνή που στέκεται μπροστά στο κοινό και δεν μπορεί να τραγουδήσει, όμως κάποιοι φίλοι έχουν συνωμοτήσει, και με μια μάνικα τον καταβρέχουν με νερό, οπότε, ω, του θαύματος, αρχίζει να τραγουδάει άψογα το o sole mio και καταχειροκροτείται. Νομίζω από την ταινία αυτή εμπνεύστηκε ο Woody Allen, εκτός πια και αν τα μεγάλα πνεύματα…
  Γράφοντας αυτές τις γραμμές αποφάσισα να ξαναδώ όλες τις ταινίες του, δηλαδή αυτές που έχω στο αρχείο μου και που είναι πάρα πολλές, και να γράψω δυο λόγια γι’ αυτές.

Thursday, October 25, 2012

Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία- 2. Tech Freak


Ξεκινώντας μια αυτοβιογραφία
2. Tech Freak


  Πριν πολλά πολλά χρόνια, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, ήθελα να γράψω ένα άρθρο με τίτλο-θέμα «Η ψυχοπαθολογία του επαναστάτη». Εκεί θα κατέθετα τις αντιλήψεις μου από την εμπειρία μου στο αριστερό γκρουπούσκουλο που συμμετείχα μετά την πτώση της δικτατορίας, αλλά και γενικότερα από αυτά που εισέπραττα από το χώρο της πολιτικής εκείνη την εποχή. Το ανέβαλλα συνεχώς. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάποια στιγμή δεν είχα πια την όρεξη να το γράψω. Και πάντα γράφω όταν έχω κέφι για κάτι. Όταν με παρατήσει αυτό το κέφι μού είναι αδύνατο να γράψω. Σήμερα πολύ θα ήθελα να είχα γράψει εκείνο το άρθρο.
  Όμως ουδέν κακόν αμιγές καλού. Αυτό μου έγινε μάθημα. Το 1990 στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας στην οποία συμμετέχω εδώ και 25 χρόνια, ο υπεύθυνός μας, ο Σωτήρης Δημητρίου, εξαίρετος κοινωνικός ανθρωπολόγος και πάνω απ’ όλα εξαίρετος άνθρωπος, μας έκανε κάποιες εισηγήσεις για το πώς δουλεύει ο κοινωνικός ανθρωπολόγος στην έρευνα. Με έπιασε τότε ένας άλλος ενθουσιασμός, να γράψω ένα βιβλίο για το χωριό μου, από τη σκοπιά της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Τι ψάχνει ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος στην επιτόπια έρευνά του; Ε, γι’ αυτό θα έγραφα κι εγώ. Και για μένα δεν υπήρχε πρόβλημα να ψάξω, ήταν το χωριό μου, απλά έπρεπε να καθίσω και να καταγράψω ό,τι ήδη ήξερα.
  Επειδή το πάθημα μου έγινε μάθημα, στρώθηκα αμέσως στο γράψιμο πριν μου φύγει ο ενθουσιασμός. Βοήθησαν και οι συγκυρίες. Μια κατάληψη που έκαναν οι μαθητές μας στην Γκράβα μού αποδέσμευσε τον απαραίτητο χρόνο για να ολοκληρώσω το βιβλίο. Στις «ευχαριστίες» μου δεν τους ξέχασα. Καταλήγω γράφοντας «Τέλος ευχαριστώ τους μαθητές μου, που χάρη στις καταλήψεις που πραγματοποίησαν το χειμώνα 90-91 μου αποδέσμευσαν το χρόνο για τη συγγραφή του». Ένα από τα τελευταία κεφάλαια, το «Μαθητικές αναμνήσεις», το έγραψα το Μεγάλο Σάββατο, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του σογιού, που δεν πήγαινα να γυρίσω κι εγώ τη σούβλα.  Εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Θυμάρι, με τίτλο «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
  Στην περίπτωσή του επιβεβαιώθηκε η παροιμία: κάθε εμπόδιο για καλό. Ο Θάνος ο Γραμμένος μου λέει. «Καλό βιβλίο, αλλά ποιος θα το αγοράσει;». Δεν ξέρω πώς το έφερε η κουβέντα σε μια παρέα και ο χωριανός και φίλος μου Γιώργης Τωμαδάκης που έχει τα καταστήματα Sports-Town προσφέρθηκε να το χρηματοδοτήσει. Έτσι, εκεί που θα έπαιρνα τα 20 αντίτυπα που δικαιούμουν σαν συγγραφέας πήρα ένα σωρό που τα μοίρασα σε πάρα πολλούς φίλους. Επίσης ο Γιώργης έστειλε πολλά βιβλία στην κοινότητα του χωριού που πουλήθηκαν σε πολύ χαμηλή τιμή στους χωριανούς. Ακόμα συναντάω άτομα που με ρωτάνε: «Εσύ δεν είσαι ο Δερμιτζάκης που έγραψε το βιβλίο για το Κάτω Χωριό;», για να κάνουν στη συνέχεια, μετά την καταφατική απάντησή μου, αυτή την ερώτηση: «Έχεις γράψει και κανένα άλλο βιβλίο;».
  Παρεμπιπτόντως το ίδιο συνέβη και με το βιβλίο μου «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα». Εννιά από αυτά δημοσιεύτηκαν σε κάποια περιοδικά της εποχής, ανάμεσα στα οποία, θυμάμαι, ήταν και το βραχύβιο «Όμορφη πόλη» της επίσης βραχύβιας «Οικολογικής-εναλλακτικής ομάδας Γαλατσίου» και η «Οικοτοπία», οικολογικό περιοδικό που έβγαινε στη Θεσσαλονίκη. Σε δυο τρεις εκδότες που απευθύνθηκα δεν τα δέχτηκαν. Τελικά ο φίλος μου ο Γιώργης ο Βοϊκλής που εργαζόταν τότε στο δήμο Ηλιούπολης, είχε την ιδέα, σε συνεργασία με το ΚΕΠΚΑ (Κέντρο Προστασίας Καταναλωτή) να εκδοθούν από το δήμο και να μοιραστούν δωρεάν σε όλους τους μαθητές του δημοτικού. Η πρότασή του πέρασε από το δημοτικό συμβούλιο (δήμαρχος ήταν τότε ο Θόδωρος Γεωργάκης), και εγκρίθηκε από όλες τις παρατάξεις με εξαίρεση την παράταξη του ΚΚΕ. Αυτό επαναλήφθηκε αργότερα και σε δυο δήμους της Θεσσαλονίκης καθώς και στο Νομό Κοζάνης, στον οποίο μοιράστηκε δωρεάν στους μαθητές της έκτης δημοτικού. Λόγω της φύσης του ΚΕΠΚΑ δεν μπορούσε να διατεθεί στο εμπόριο, και έτσι δεν κυκλοφόρησε ποτέ εμπορικά. Όμως εγώ πήρα πάρα πολλά αντίτυπα που μοίρασα αφειδώς. Έστειλα για όλους τους μαθητές του δημοτικού σχολείου στο χωριό μου, και σε ένα άλλο δημοτικό.
  Πριν λίγες μέρες άρχισα να διαβάζω τον βιογραφία του Steve Jobs, του συνδημιουργού της apple. Και ξαφνικά μου ήλθε η ιδέα. Αφού είμαι ένας tech freak, γιατί να μη γράψω για αυτή την πλευρά του εαυτού μου;
  Σήμερα είναι Κυριακή 21-10-2012. Συνήθως γράφω μετά από ένα καλό νυχτερινό ύπνο, νοιώθοντας το πρωί εντελώς φρέσκος. Χθες βράδυ όμως κοιμήθηκα λίγο, και γι’ αυτό φταίει και η σχεδόν τετράωρη χθεσινή σιέστα μου. Δεν νοιώθω φρέσκος, αλλά φοβάμαι μήπως μου φύγει η όρεξη αύριο, και γι’ αυτό κάθομαι και γράφω αμέσως.
  Το όνειρό μου πάντα ήταν να αποκτήσω ένα κομπιούτερ. Όμως τα άτιμα ήταν πανάκριβα, κι εμείς είχαμε ένα σωρό έξοδα, μέναμε σε νοίκι, είχε γεννηθεί ο γιος μου, και μετά από λίγο είχαμε βάλει μπροστά να χτίζουμε. Στο σπίτι μας μπήκαμε το 1990, με ένα σωρό ελλείψεις. Λεφτά για υπολογιστή δεν υπήρχαν. Τότε ήταν που άρχισα να ψάχνομαι για να κάνω διδακτορικό. Το γιατί τότε και όχι πιο πριν είναι μια άλλη ιστορία που επιφυλάσσομαι να τη γράψω σε άλλο κεφάλαιο, κάποια άλλη στιγμή. Έπρεπε να βρω εποπτεύοντα καθητηγή. Κτύπησα πολλές πόρτες, μέχρι που μου άνοιξε η ένατη ή η δέκατη νομίζω, ο Θόδωρος Γραμματάς, καθηγητής – αναπληρωτής τότε – θεατρολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αυτό είπαμε είναι μια άλλη ιστορία, εγώ απλά θέλω να γράψω εδώ ότι, παρά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε, είχα αποφασίσει να πάρω οπωσδήποτε υπολογιστή αν κατάφερνα να βρω εποπτεύοντα για να κάνω διδακτορικό. Το διδακτορικό έκλεισε κάπου την άνοιξη του 1993, και τυπικά στις 30 Ιουνίου, όταν η υποψηφιότητά μου πέρασε από την τελευταία γενική συνέλευση του τμήματος πριν τις καλοκαιρινές διακοπές.
  Την ίδια σχολική περίοδο λειτούργησαν τα ΠΕΚ, κέντρα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Τα ΠΕΚ αντικατέστησαν  το διετές πρόγραμμα επιμόρφωσης της ΣΕΛΜΕ, που μόνο λίγοι εκπαιδευτικοί, κατόπιν κλήρωσης, μπορούσαν να παρακολουθήσουν (ποτέ δεν κληρώθηκα), με ένα πρόγραμμα τρίμηνης επιμόρφωσης, στο οποίο απλά έπρεπε να κάνεις αίτηση. Επιλέγηκα (ή επέλεξα; Δεν θυμάμαι) για το δεύτερο τρίμηνο της ακαδημαϊκής αυτής χρονιάς, από τον Γενάρη μέχρι το Μάρτη.
  Τα μαθήματα ήταν απογευματινά, πολύωρα, και όσοι είχαμε κάνει αίτηση απαλλαχτήκαμε από τα διδακτικά μας καθήκοντα και αντικατασταθήκαμε για το διάστημα αυτό με αναπληρωτές. Ήταν η πρώτη φορά που λειτούργησαν τα ΠΕΚ, και είχαν αρκετά προβλήματα.
  Ένα από τα μαθήματα που κάναμε ήταν πληροφορική. Επί τέλους θα καθόμουν μπροστά σε υπολογιστή. Ήμασταν όμως αρκετά άτυχοι, γιατί οι μαθητές του πολυκλαδικού λυκείου της Ηλιούπολης όπου κάναμε μάθημα είχαν κατάληψη, και τα κωλόπαιδα δεν μας άφηναν να πάμε στην αίθουσα με τους υπολογιστές. Έτσι κάναμε μαθήματα επί χάρτου, δηλαδή σαχλαμάρες. Επί τέλους μετά από εβδομάδες (κράτησε πολύ αυτή η κατάληψη) ενέδωσαν οι καταληψίες μαθητές στις πιέσεις μας και μας έδωσαν τα κλειδιά της αίθουσας των υπολογιστών.
  Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Επί τέλους θα καθόμουν μπροστά σε υπολογιστή και μάλιστα με την καθοδήγηση ενός επιμορφωτή. Οι δυο επιμορφωτές μας (στο μάθημα αυτό ήταν ζευγάρι) μας έδειξαν πώς να δουλεύουμε έναν κειμενογράφο, τον professional write, σε περιβάλλον dos. Τα windows μόλις είχαν κάνει την εμφάνισή τους, αλλά όχι σε σχολικούς υπολογιστές.
  Ο ενθουσιασμός μου ήταν απερίγραπτος όταν άρχισα να γράφω στον υπολογιστή· και έκανα φιγούρα στους συναδέλφους μου καθώς έγραφα με καταπληκτική ταχύτητα μια και ήξερα τυφλό σύστημα.
  Από τότε δεν ξανάγραψα στη γραφομηχανή. Μια βιβλιοκριτική που είχα (για λίγα χρόνια ακόμη έγραφα με το χέρι και αντέγραφα στη συνέχεια στον υπολογιστή, όπως πιο πριν στη γραφομηχανή) την έγραψα το επόμενο βράδυ στον υπολογιστή του μπατζανάκη μου, με έναν άλλο κειμενογράφο. Στο μεταξύ είχα παρακαλέσει τους επιμορφωτές μου και μου έγραψαν σε δισκέτα (αυτές τις λεπτές και μεγάλες των 5,1/4) το πρόγραμμα του professional write. Αμέσως έψαξα στις μικρές αγγελίες για υπολογιστή. Πήρα ένα μεταχειρισμένο. Ο μπατζανάκης μου μού έδωσε και μια οθόνη που του περίσσευε. Εγκατέστησα αμέσως τον professional write. Αγόρασα και από τον Παπασωτηρίου ένα εγχειρίδιο. Το ίδιο καλοκαίρι νομίζω πήρα και δεύτερο υπολογιστή, πάλι μεταχειρισμένο, για την Κρήτη. Πήρα και δυο εκτυπωτές, αυτούς τους πρωτόγονους, dot matrix, με κορδέλα, που εκτύπωναν μια σελίδα το πεντάλεπτο ή κάτι τέτοιο, και που σήμερα μόνο κάποια καταστήματα χρησιμοποιούν.
  Χωρίς υπολογιστή δεν θα είχα γράψει το διδακτορικό όπως το έγραψα. Διαπίστωσα πόση ευκολία είναι αντί για χαρτάκια με σημειώσεις να έχεις αρχεία τακτοποιημένα σε φακέλους, τα οποία μπορείς να βρεις εν ριπή οφθαλμού. Όσο για την αντιγραφή και επικόλληση, και βέβαια το σβήσιμο, μου πρόσφεραν μια απίστευτη εξοικονόμηση χρόνου, καμιά σχέση με τη γραφομηχανή.
  Οι υπολογιστές αυτοί, 8088, ήταν αργοί. Έπρεπε να κάνω αναβάθμιση. Και η πρώτη αναβάθμιση που μπορούσα να κάνω ήταν στη μνήμη. Αγόρασα μεταχειρισμένες μνήμες και πήρα το κατσαβίδι. Έτσι απόκτησα μια ιδέα πώς είναι ένας υπολογιστής από μέσα. Ήταν το βάπτισμα. Αργότερα μπορούσα να αντικαθιστώ ένα χαλασμένο τροφοδοτικό, ένα σκληρό δίσκο, οδηγούς δισκέτας και cd (αργότερα dvd) και να διάφορες κάρτες, μόντεμ, γραφικών, ήχου κ.λπ. Αυτές οι επεμβάσεις πολύ μου άρεσαν, και τις έκανα με μεγάλη ευχαρίστηση.
  Την επόμενη χρονιά η γυναίκα μου γράφηκε σε ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα για υπολογιστές. Μπόρεσα να γραφώ κι εγώ γιατί δεν κωλυόταν η υπηρεσία, καθώς ήμουν σε τριετή εκπαιδευτική άδεια (1993-1996). Τα μαθήματα που κάναμε ήταν dos, windows και word. Στα διαλείμματα μας αντάμειβαν για την προσοχή με την οποία παρακολουθούσαμε το μάθημα με σάντουιτς και χυμό. Έχω ξεχάσει ποια έκδοση του word ήταν, τα windows πάντως ήταν τα 3.1. Και οι οθόνες ήταν φυσικά έγχρωμες.
  Ένας υπολογιστής 8088 λειτουργεί μόνο σε περιβάλλον dos, δεν μπορείς να εγκαταστήσεις τα windows. Και εγώ χρειαζόμουν επειγόντως έναν υπολογιστή με windows και έγχρωμη οθόνη για να εφαρμόζω αυτά που μάθαινα στα μαθήματα, αλλιώς θα τα ξεχνούσα. Έτσι έσκασα θυμάμαι διακόσια είκοσι χιλιάρικα και πήρα πάλι ένα μεταχειρισμένο υπολογιστή.
  Μέχρι τώρα μίλησα για hardware, τώρα ήλθε και η σειρά του software. Έμαθα πολλά πράγματα για τα windows, και αυτό γιατί όλα τα windows, τα 3.11, τα 95, τα 98 και τα 2000 που ακολούθησαν είχαν ένα σωρό προβλήματα που θα έπρεπε να επιλύω. Αυτό, μέχρι τα XP, που ήταν πολύ καλά και δεν αντιμετώπιζα ιδιαίτερα προβλήματα μ’ αυτά. Έγινα τόσο εξπέρ, που από τότε είμαι η τεχνική υποστήριξη για τους υπολογιστές των φίλων μου.
  Έπειτα ήλθε η σύνδεση με το διαδίκτυο. Τα πρώτα modem, με ταχύτητες 14.400 και 28.800 στη συνέχεια, ήταν πανάκριβα και είχαν αρκετά προβλήματα. Έμαθα αρκετά πράγματα και μ’ αυτά. Έπειτα ήλθε το πρόβλημα με τους dialers, τα λογισμικά εκείνα που ενώ νόμιζες ότι συνδεόσουν με τον provider σου στην πραγματικότητα συνδεόσουν με κάτι εξωτικά νησιά που δεν τα έπιανε ο νόμος, και χρεωνόσουν σύνδεση με το εξωτερικό, πανάκριβη.  Πολλοί πλήρωσαν υπέρογκα ποσά εξ αιτίας αυτών των dialers. Εγώ, εξπέρ καθώς ήμουν, είχα τα μάτια μου ανοιχτά. Μετά ευτυχώς ήλθε η adsl σύνδεση, που αφενός είχε πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα και αφετέρου σε προφύλασσε από τους dialers.
  Η πρώτη μου δουλειά μόλις πήρα απόσπαση, μετά την υποστήριξη του διδακτορικού μου, το 1996, στο γραφείο του εποπτεύοντα καθηγητή μου, του Θόδωρου Γραμματά, ήταν να αντικαταστήσω την γραφομηχανή του με υπολογιστή. Φυσικά βάλαμε και modem, 14.400 γιατί δεν έφταναν τα χρήματα, ήταν αρκετό όμως για να επικοινωνείς. Δεν νομίζω να υπήρχε άλλο γραφείο εκείνη την εποχή με σύνδεση στο ίντερνετ. Το πρώτο email που έστειλα στη ζωή μου ήταν σε ένα συνεργάτη του, τον Steven Tötösy de Zepetnek, ένα καναδό καθηγητή συγκριτικής λογοτεχνίας, με τον οποίο αναπτύξαμε σχέσεις. Δυο χρόνια μετά δημοσίευσε ένα άρθρο μου στο περιοδικό του, το Canadian review of comparative literature, με τίτλο, Honor and shame in the work of Constantinos Theotokis. Δυο χρόνια αργότερα με προσκάλεσε να γίνω μέλος στο international advisory board του ηλεκτρονικού περιοδικού που δημιούργησε, το Comparative Literature and Culture web Journal, όπου δημοσιεύτηκαν δυο εργασίες μου. Η μια ήταν μια σύγκριση ανάμεσα σε δυο συνέδρια στα οποία είχα συμμετάσχει πρόσφατα, ένα στο Κάιρο και ένα στη Σλοβενία, και η άλλη μια μετάφραση από μια εισήγησή μου σε μια ημερίδα της ομάδας κοινωνικής ανθρωπολογίας, με τίτλο, Some observations about the Suicide of the Adulteress in the Modern Novel, τίτλο που του έδωσε αυτός, αν και εμένα μου άρεσε περισσότερο ο ελληνικός τίτλος «Οι ευρωπαίοι συγγραφείς δολοφονούν τη μοιχαλίδα». Λίγο πιο πριν είχα φτιάξει μια ιστοσελίδα από την οποία με βρήκε ο doctor Ahmad της Αιγυπτιακής Εταιρείας Θεωρίας της Λογοτεχνίας και με κάλεσε στο συνέδριο του Καρου (Δεκέμβρης 2000), με το σκεπτικό ότι ήθελαν να καλέσουν όσο περισσότερους σύνεδρους γινόταν από περιφερειακές χώρες και όχι αγγλοσάξονες, που συνήθως κατακλύζουν τα συνέδρια. Είχα αρχίσει να κάνω απόσβεση του χρόνου που ξόδεψα για το πάθος μου με την ηλεκτρονική τεχνολογία.
    Ήξερα ότι το μέλλον βρίσκεται εκεί. Όταν ήμουν σχολικός σύμβουλος (2003-2007) έκανα ολόκληρη προπαγάνδα στους συναδέλφους για την πληροφορική. Τους ενθάρρυνα να αγοράσουν υπολογιστή και να συνδεθούν στο διαδίκτυο. Σε πολλούς από αυτούς έκανα λογαριασμό email στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο. Επικοινωνούσα μαζί τους με email όπως και με τα σχολεία, και όχι με fax. Τώρα για να γίνεις σχολικός σύμβουλος θεωρείται προαπαιτούμενο η γνώση των υπολογιστών.
  Πολλοί συνάδελφοι τότε ακολούθησαν ένα επιμορφωτικό πρόγραμμα στους υπολογιστές, μετά από το οποίο θα έδιναν εξετάσεις και θα έπαιρναν πιστοποίηση. Οι θεματικές ενότητες ήταν windows, word, power point, excel και ίντερνετ. Εγώ δεν ενδιαφέρθηκα, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτά τα ήξερα. Κάποια στιγμή μου είπαν ότι μπορώ να δώσω εξετάσεις για την πιστοποίηση έστω και αν δεν είχα παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Δήλωσα συμμετοχή. Την παραμονή των εξετάσεων μπήκα σε κάποια tutorials στο ίντερνετ για το excel, για το οποίο δεν είχα ιδέα. Και με μεγάλη χαρά έμαθα, όταν πήγα για τις εξετάσεις, ότι όσοι πέρναγαν θα έπαιρναν 300 ευρώ. Πέρασα, με το χαμηλότερο βαθμό βέβαια στο excel, αλλά πήρα τα λεφτά (για την ακρίβεια 293 ευρώ).  
  Πιστεύω στην κληρονομικότητα, και ο γιος μου, από τα καλά χαρακτηριστικά που έχει πάρει από μένα, είναι το ίδιο πάθος με την τεχνολογία. Πήγαινε στην πρώτη τάξη του δημοτικού όταν πήρα τον υπολογιστή, και τον έμαθα αμέσως να γράφει με τον Professional Write. Κάπου έχω κρατήσει το αρχείο με το παραμύθι του «Τα τρία γουρουνάκια». Λίγα χρόνια αργότερα, όταν έκανε την εμφάνισή του το adsl, πανάκριβο, μας εκλιπαρούσε να κάνουμε σύνδεση. 70 χιλιάρικα το μήνα δεν ήταν λίγα, σε μια εποχή που ήμασταν βουτηγμένοι στα χρέη για το σπίτι. Κάποια στιγμή όμως υποχωρήσαμε.
  Νομίζω ήταν το 1998, όταν το carrefour είχε προσφορά υπολογιστές με 150 χιλιάρικα. Αγόρασα δύο, ώστε να έχει καθένας το δικό του. Και, σαν χόμπι, τους συνέδεσα με ασύρματο δίκτυο. Ήθελα να πειραματιστώ και μ’ αυτό.
  Όπως και εγώ, ο γιος μου ήξερε να βάζει μνήμες, τροφοδοτικά κ.λπ., όμως δεν είχαμε ασχοληθεί με motherboard (μητρική) και επεξεργαστή. Εγώ ήθελα να αποκτήσει ο γιος μου εμπειρία και σ’ αυτά. Έτσι όταν κάποια στιγμή χάλασε ένας από τους δυο υπολογιστές και πιθανολογούσαμε βλάβη στη motherboard, αντί να τον πάμε για σέρβις είπαμε να την αντικαταστήσουμε. Αγοράσαμε μια μεταχειρισμένη μητρική και βαλθήκαμε να την εγκαταστήσουμε. Ο γιος μου δηλαδή, εγώ απλά παρακολουθούσα.
  Τα κατάφερε. Τώρα πια ήξερα ότι μπορούσε να συναρμολογήσει υπολογιστή μόνος του, κάτι που εγώ δεν είχα επιχειρήσει ποτέ. Και πράγματι, αγόρασε τα εξαρτήματα και συναρμολόγησε έναν υπολογιστή. Αργότερα συναρμολόγησε και δεύτερο. Τον πρώτο τον πήρα εγώ και τον συνέδεσα με την τηλεόραση. Δουλεύουν και οι δυο μια χαρά, αν και έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε. Και έχω κάνει απόσβεση. Καθώς ξέρει περισσότερα πράγματα από μένα, τον συμβουλεύομαι συχνά όταν έχω κάποιο πρόβλημα και δυσκολεύομαι να το λύσω. Βέβαια καμιά φορά μου κάνει νερά, λέει πως δεν έχει χρόνο, κ.λπ. Τότε του θυμίζω τα «τρία γουρουνάκια» και κάμπτω την αντίστασή του· όπως σε εκείνο το ωραίο βιντεάκι που κυκλοφόρησε στο youtube, μεταφρασμένο μάλιστα σε διάφορες γλώσσες, με τίτλο «Τι είναι αυτό».
  Τώρα δεν ασχολούμαι με το hardware. Ένας λόγος είναι ότι στους υπολογιστές δίνουν πια εγγύηση για τρία χρόνια, με την προϋπόθεση να μην τον ανοίξεις. Έτσι δεν τολμώ. Δεν έχει νόημα εξάλλου, αφού θα μου τον επιδιορθώσουν δωρεάν. Μόνο με το software ασχολούμαι.
  Έγινε μια εξαίρεση. Μια εταιρεία υπολογιστών με κορόιδεψε. Καθώς γι’ αυτή την εταιρία η εγγύηση είναι μεν τρία χρόνια αλλά μετά τον πρώτο χρόνο μόνο για τα μηχανικά μέρη, όχι για την εργασία την οποία χρεώνουν υπερβολικά, μου άλλαξαν τη μια φορά ένα τροφοδοτικό και την άλλη ένα ανεμιστηράκι, για να πληρωθούν την εργασία. Μετά από λίγο βέβαια ο υπολογιστής δεν δούλευε, γιατί το πρόβλημα ήταν στην μητρική, πάνω στην οποία οι μνήμες δεν μπορούσαν να ακουμπήσουν καλά και μετά από κάμποσο χρόνο ξεκούμπωναν. Αντί να την αλλάξουν λοιπόν γιατί στοιχίζει, καθώς είναι από τα πιο ακριβά μέρη ενός υπολογιστή, σκέφτηκαν αυτό το κόλπο για να μου σουφρώσουν τα λεφτά. Έτσι την τρίτη φορά που μου χάλασε, παρόλο που ήταν εντός εγγύησης, δεν τους τον πήγα. Αγόρασα άλλον, από άλλη εταιρεία, στην οποία η τριετής εγγύηση αφορά τόσο τα εξαρτήματα όσο και την εργασία. Κάποια στιγμή άνοιξα εκείνον τον υπολογιστή και έσφιξα τις μνήμες πάνω στη βάση τους. Δουλεύει μια χαρά. Όμως τον έχω ως εφεδρικό, αν καμιά φορά χαλάσει ο καινούριος και χρειαστώ σέρβις. Αν δεν αγόραζα άλλο και χρησιμοποιούσα αυτόν, πάλι μετά από λίγες εβδομάδες θα έφευγαν οι μνήμες από τη θέση τους.
  Αγοράζω πάντα τον φτηνότερο υπολογιστή. Λυπάμαι να δώσω πολλά λεφτά, τη στιγμή που τον χρησιμοποιώ κυρίως σαν γραφομηχανή και για σερφάρισμα στο ίντερνετ. Μια καλή κάρτα γραφικών δεν την χρειάζομαι, αφού δεν παίζω ποτέ παιχνίδια. Όσο για την ταχύτητα που δίνει ένας καλός επεξεργαστής, είμαι υπομονετικός. Ας αργήσει και λίγο να φορτώσει, δεν χάλασε ο κόσμος.
  Για τρία χρόνια έχω το κεφάλι μου ήσυχο, δεν πρόκειται να ξοδέψω άλλα λεφτά. Παλιά έλεγα να αγοράζω έναν υπολογιστή κάθε τρία χρόνια, όμως τώρα μάλλον δεν θα το κάνω. Όλο το desktop είναι γεμάτο με εικονίδια προγραμμάτων που χρησιμοποιώ, και θα μου έτρωγε πολύ χρόνο να τα εγκαταστήσω ξανά σε έναν καινούριο υπολογιστή. Έτσι μάλλον θα τον πάω για σέρβις και μετά την τριετία, όταν σίγουρα κάποια στιγμή θα μου χαλάσει. Προς το παρόν, ένα χρόνο τώρα, δουλεύει μια χαρά.
  Πιο πριν έγραψα για αυτούς τους παμπάλαιους εκτυπωτές. Ο επόμενος εκτυπωτής μου ήταν laser, ο okipage, ο πρώτος laser σε τιμή προσιτή. Μου χάλασε κάμποσες φορές και τον παράτησα. Μετά αγόρασα inkjet, με τους οποίους είχα εξοικείωση ήδη από το γραφείο του Γραμματά, για το γιο μου, που ήθελε να τυπώνει έγχρωμα. Τα μελάνια τέλειωναν γρήγορα, ήταν ακριβά, και χάλαγαν συχνά. Τόσο αγανάκτησα κάποια στιγμή που έβαλα τους τρεις inkjet που είχα σε μια σακούλα σκουπιδιών και τους πέταξα σε ένα σκουπιδοντενεκέ. Μετά αγόρασα άλλο laser, τον οποίο έχω ακόμη. Στο χωριό φυσικά, γιατί αναγκάστηκα να αγοράσω και άλλο γιατί δεν υπήρχαν οδηγοί για τα vista.
  Το πρώτο σκάνερ που αγόρασα σκανάριζε έγχρωμα με τρία περάσματα. Πολύ αργό και πανάκριβο, νομίζω το πλήρωσα εκατό χιλιάρικα. Θυμάμαι που σ’ αυτόν σκανάριζα με πρόγραμμα ocr (optical character recognition) άρθρα του καθηγητή μου, τα οποία ενσωματώθηκαν αργότερα στο βιβλίο του «Θέατρο και παιδεία», που ήταν εγχειρίδιο για τους δασκάλους στο πρόγραμμα της εξομοίωσης στο μάθημα της θεατρολογίας. Αργότερα πήρα άλλο σκάνερ, φτηνότερο και καλύτερο. Σκανάρισα με ocr τα βιβλία μου και όλα μου τα κείμενα που δεν είχαν κτυπηθεί στον υπολογιστή, για να μπορώ να κάνω μικροδιορθώσεις, και τα ανάρτησα στο διαδίκτυο.
  Με συναρπάζει η τεχνολογία γενικά. Με τη φωτογραφία όμως δεν είχα ποτέ ιδιαίτερο πάθος. Παρολαυτά ήθελα να πάρω μια ψηφιακή κάμερα. Ήταν όμως πανάκριβες, όχι όπως τώρα. Το 2000 αγόρασα μια ψηφιακή κάμερα της aiptek, που την παρουσίαζαν ως gadget. Κόστιζε όμως μόνο 30 χιλιάρικα. Με αυτήν έβγαλα φωτογραφίες από το συνέδριο στο Κάιρο. Στο συνέδριο όμως της Λιουμπλιάνα μου τέλειωσαν οι μπαταρίες. Να τις αλλάξω ή να μην τις αλλάξω; Αποφάσισα να τις αλλάξω. Με το που έβγαλα τις παλιές μπαταρίες χάθηκαν όλες οι φωτογραφίες που είχα βγάλει μέχρι τότε. Λυπήθηκα πολύ.
  Λίγους μήνες αργότερα αγόρασα από μία διαφήμιση σε μια από αυτές τις εφημερίδες που μοιράζονται δωρεάν μια άλλη ψηφιακή κάμερα. Αυτή ήταν πολύ καλύτερη. Έβγαζε αρκετά ικανοποιητικές φωτογραφίες, και ας ήταν μόνο 2 megapixel. Πλήρωσα 70 χιλιάρικα γι’ αυτήν, καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Μετά βέβαια άρχισε μια κατρακύλα στις τιμές. Η επόμενη κάμερά μου ήταν στα 2,5 megapixel, δεν θυμάμαι πόσο την αγόρασα. Μια κάμερα της Kodak, 5 megapixel, την αγόρασα ένα χρόνο μετά 200 ευρώ. Κάπου τρία χρόνια αργότερα αγόρασα, πάλι μια Kodak, 8 megapixel, μόλις 40 ευρώ. Ευτυχώς που οι τιμές στα τεχνολογικά προϊόντα πέφτουν συνεχώς.
  Βιντεοκάμερα αγόρασα το 1998. Ήθελα να βιντεοσκοπήσω ένα κινέζικο θίασο που είχε έλθει και θα παρουσίαζε αποσπάσματα της όπερας του Πεκίνου. Ήθελα να δω πως παίζεται, και να κρατήσω βέβαια το βίντεο για μελέτη. Η παράσταση είχε δοθεί στο Μαρούσι. Καθώς την είχα αγοράσει μόλις πριν λίγες μέρες, δεν είχα κάνει καλές ρυθμίσεις και το βίντεο που πήρα ήταν απαίσιο. Όμως αμέσως μετά εγκατέστησα μια δορυφορική τηλεόραση, για να βλέπω το κινέζικο κανάλι CCTV-4. Έγραψα ένα σωρό όπερες του Πεκίνου σε βίντεο, που τώρα τις περνάω ψηφιακά.
  Για την όπερα του Πεκίνου αγόρασα και το πρώτο dvd player, πανάκριβο, 220 χιλιάρικα, το 1998. Ήθελα να δω δυο video cd με όπερα του Πεκίνου που μου δώρισε η δασκάλα μου στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο, η κα Yu, καθηγήτρια γλωσσολογίας στην πατρίδα της. Με έκπληξη διαπίστωσα αργότερα ότι μπορούσα να τα δω και στον υπολογιστή. Δεν μετάνιωσα όμως, είδαμε πολλά dvd σ’ αυτό. Τέσσερα χρόνια αργότερα αγόρασα και το πρώτο dvd recorder, 200 ευρώ θυμάμαι. Από τότε αγόρασα συνολικά πέντε (και για την Κρήτη φυσικά). Έγραψα και γράφω ένα σωρό ταινίες, τις οποίες βλέπω σιγά σιγά. Σε ένα ράφι έχω κάπου 25 μεγάλες θήκες dvd, κυρίως με ταινίες. Τις ταινίες που είχα γράψει μέχρι τότε σε βίντεο τις μετέτρεψα σε dvd, και τώρα όλα τα dvd τα μετατρέπω σιγά σιγά σε αρχεία mpeg 4 ή avi.
  Πέρυσι που έκανα μια εγχείρηση καταρράχτη δεν μπορούσα να διαβάσω για ένα μήνα. Έτσι έβλεπα μετά μανίας ταινίες, και ιδιαίτερα ιρανικές, που είναι οι αγαπημένες μου. Όταν είδα ότι ο Αμπάς Κιαροστάμι γύρισε την ταινία Ten (2001) σε βίντεο, ενθουσιάστηκα. Δεν ήξερα ότι μπορείς να γυρίσεις μια ολόκληρη ταινία με βιντεοκάμερα. Αμέσως σκέφτηκα να κάνω το ίδιο. Παράγγειλα κατευθείαν μια βιντεοκάμερα. Όμως δεν κρατιόμουν, και πήρα ένα βίντεο με την φωτογραφική μου μηχανή, «Περίπατος στο αττικό άλσος», το οποίο ανάρτησα στο youtube. Στόχος μου ήταν να γυρίσω ένα αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ με το χωριό μου.
  Παρέλαβα την Cameleo την παραμονή που θα πηγαίναμε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, και έτσι μπόρεσα και τράβηξα καλά βίντεο εκεί. Όμως μόλις μπόρεσα πάλι να διαβάζω, μετά από ένα μήνα δηλαδή που πήρα τα γυαλιά, ο ενθουσιασμός μου πέρασε. Τελικά είμαι άνθρωπος των λέξεων και όχι της εικόνας. Ήταν όμως μια ωραία εμπειρία, γιατί άρχισα να μαθαίνω να επεξεργάζομαι βίντεο.
  Την Cameleo τη δώρισα στο γιο μου. Μοναχοπαίδια και οι δυο, δεν έχουμε μάθει να μοιραζόμαστε, καθένας το δικό του. Λυπήθηκα να δώσω ένα διακοσάρι για να πάρω καινούρια κάμερα, επίσης full high definition, και έτσι ήταν μια καλή ευκαιρία για μένα μια προσφορά του e-shop, μια κάμερα 3D, απλώς high definition, αλλά με μια έκπτωση κάπου 60% (την αγόρασα 60 ευρώ). Τράβηξα βίντεο 3D, έμαθα αρκετά πράγματα για 3D, και ανακάλυψα ότι ο KMplayer με τον οποίο μπορείς να βλέπεις ταινίες στον υπολογιστή έχει και επιλογή 3D. Έτσι μπορώ να βλέπω τα 3D βίντεο που παίρνω με τη βιντεοκάμερά μου στον υπολογιστή.
  Όμως δεν νοιώθω πια μεγάλο ενθουσιασμό. Ίσως σ’ αυτό να οφείλεται το ότι ξέχασα να πάρω την κάμερα στην Κρήτη φέτος το καλοκαίρι. Όμως δεν αποκλείεται να μου ξαναέλθει κάποτε η όρεξη και να τραβήξω ένα βίντεο που πάλι δεν τράβηξα όταν είχα τον ενθουσιασμό, και τώρα δεν μου κάνει πια κέφι.
  Μόνο με τα κινητά δεν έχω πάθος. Ένα πανάκριβο κινητό που παράτησε ο γιος μου γιατί διαπίστωσε ότι είχε γερμανικό πληκτρολόγιο, το πήρα εγώ για να μην το πουλήσει σε εξευτελιστική τιμή στο διαδίκτυο. Έβγαλα κάποιες φωτογραφίες και πήρα κάποια βίντεο, και επειδή ήταν ταυτόχρονα και ρούτερ για 3G το χρησιμοποίησα ένα Πάσχα στο χωριό μου για το ίντερνετ. Ευτυχώς το ίδιο καλοκαίρι ήλθε η cyta και έτσι έλυσα το πρόβλημα του διαδικτύου. Ήταν όμως μεγάλο και υπερβολικά άβολο. Καθώς στο χωριό μου πηγαίνω στο σπίτι μου με φακό, γιατί είναι εξοχικό με τα όλα του, μέσα στα περβόλια, στα μαύρα σκοτάδια το βράδυ δηλαδή, έχω ένα κινητό των 30 ευρώ που έχει φακό. Τα πιο ακριβά κινητά δεν έχουν. Εξάλλου δεν με ενδιαφέρουν οι δυνατότητές τους, η σύνδεση στο διαδίκτυο κ.λπ, και να έχω κάθε στιγμή πρόσβαση στα μηνύματά μου και στο facebook. Basta, όταν είμαι σπίτι ο υπολογιστής μου είναι μόνιμα ανοικτός, έτσι όταν βρίσκομαι εκτός σπιτιού θέλω να ξεκουράζομαι, δεν έχω καμιά διάθεση να σερφάρω.  Και το tablet που αγόρασα τώρα με δεκάρα οθόνη, παρόλο που έχει ένα σωρό δυνατότητες για σερφάρισμα στο διαδίκτυο κ.λπ. το αγόρασα μόνο σαν e-book reader. Ένας e-book reader της sony που πήρα πριν δυο χρόνια σε πλειστηριασμό στο ebay ήταν καθαρή αποτυχία, μάλλον μεταχειρισμένος και ελαττωματικός. Το ίδιο και το επόμενο tablet που πήρα, πάλι από το ebay σε πλειστηριασμό. Η μπαταρία του τέλειωνε γρήγορα και συνεχώς μου έφευγαν οι σελίδες. Πολύ καλύτερο ήταν το άλλο tablet, πάλι από το ebay αλλά όχι σε πλειστηριασμό, κατευθείαν αγορά από μια κινέζικη εταιρεία (σε μια αλληλογραφία που είχαμε μου έγραψαν κάτι στα κινέζικα και όταν τους απάντησα κινέζικα ενθουσιάστηκαν) αλλά δεν διαβάζει epub, που διαβάζει το καινούριο μου tablet. Επίσης και τα δυο tablet θερμαίνονταν υπερβολικά σε αντίθεση με το καινούριο, της crypto, και η μπαταρία του κρατάει πάρα πολύ, δεν χρειάζεται να το συνδέσω με το ρεύμα ενώ διαβάζω, κάτι που έπρεπε να κάνω με τα άλλα. Το αγόρασα από τις crazy Sundays του e-shop, με τις φοβερές εκπτώσεις, γιατί, πρέπει να το ομολογήσω εδώ, κάνω κι εγώ shopping therapy, για την ακρίβεια e-shopping therapy, με διάφορα ηλεκτρονικά, που λίγο πολύ τα χρειάζομαι. Δεν είμαι σαν τρεις φίλους μου, που εκστασιάζονται με τις παλιατσαρίες στο μοναστηράκι. Εγώ είμαι λάτρης της τεχνολογίας. Και αν και βλέπω την κοινωνία να πισωγυρίζει στη βαρβαρότητα, υπάρχει τουλάχιστον ένας τομέας στον οποίο υπάρχει πάντα εξέλιξη: ο τομέας της τεχνολογίας, και ιδιαίτερα της ηλεκτρονικής. Σε κάθε καινούρια έκδοση των windows σκέφτομαι, ναι, η κοινωνία πηγαίνει και μπροστά, δεν έχει μόνο πισωγυρίσματα.
  Και home cinema έχω εγκαταστήσει, και βιντεοπροβολέα αγόρασα για να κάνω τα μαθήματα στο πρόγραμμα της εξομοίωσης όπως τα ήθελα εγώ, το 2000 και μετά, που όπως και ο φορητός υπολογιστής που αγόρασα τότε, πανάκριβος γιατί είχε dvd writer, μου κόστισε ένα σωρό λεφτά. Χαλάλι όμως, έκανα το μάθημα όπως ήθελα, με power point, εικόνες και βίντεο. Εκείνη την εποχή ήταν αδύνατο να βρεις σε σχολεία τέτοιον εξοπλισμό.
  Παλιά μου άρεσε περισσότερο να ασχολούμαι με πράγματα που κανονικά έπρεπε να τα αναθέτω στον τεχνικό. Στο πενηντάρι γιαμαχάκι που είχα, σε φόρμα μοτοσικλέτας, έφτιαχνα κάποιες βλάβες μόνος μου. Όχι όμως και στην 250άρα Kawasaki eliminator που αγόρασα μετά, και φυσικά ούτε στην 400άρα Hoda steed που έχω τώρα. Προτιμώ να την πηγαίνω στο σέρβις. Στο αυτοκίνητο, πέρα από το να συμπληρώνω υγρά, δεν έβαλα ποτέ χέρι. Όμως εξακολουθώ να αλλάζω βρύσες, πρίζες και κλειδαριές, και πολλές φορές καταφέρνω να φτιάξω και το καζανάκι. Πιστεύω στο do it yourself, αν και βλέπω ότι υπάρχουν πάντα κάποια όρια.
  Ουφ, το τέλειωσα, αν δεν το έγραφα τώρα δεν νομίζω ότι θα το έγραφα ποτέ. Όσο για τη βιβλιοκριτική του Steve Jobs, θα την αναρτήσω μόλις τελειώσω το βιβλίο· το οποίο δεν βιάζομαι να τελειώσω, γιατί διαβάζω ταυτόχρονα και άλλα βιβλία. Για παράδειγμα τώρα διαβάζω τις «Μπαλάντες του σκόρδου» του Μο Γιαν, του φετινού κινέζου νομπελίστα. Μόλις το τελειώσω θα γράψω σχετικά.