Book review, movie criticism

Sunday, March 31, 2013

Bahram Beizai, Downpour


Bahram Beizai, Downpour (1971)

  Έχουμε γράψει για άλλες τέσσερις ταινίες του Bahram Beizai, που βρίσκονται εδώ. Σήμερα θα γράψουμε για την πρώτη του, την «Καταρρακτώδη βροχή».

  Θα γράψω άλλη μια φορά για τις αφηγηματικές αναμονές. Βλέπουμε μια ιστορία αγάπης. Ένας δάσκαλος ερωτεύεται την αδελφή ενός μαθητή του. Όμως υπάρχει και ένας αντίζηλος, ένας πλούσιος  που στηρίζει την φτωχή κοπέλα που αγωνίζεται να συντηρήσει την γριά μητέρα της και τον αδελφό της. Περιμένει να του πει το ναι στην πρότασή του να τον παντρευτεί, όμως αυτή δεν τον αγαπά. Όταν μπαίνει στη ζωή της ο δάσκαλος θα τον ερωτευθεί.
  Το στόρι έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ρομάντζου: περιμένουμε τους δυο νέους να υπερπηδήσουν όλες τις δυσκολίες και να σμίξουν τελικά. Τι γίνεται όμως;
  Μου θύμισε το Monte Mario του Carlo Cassola, που στο εξώφυλλο χαρακτηρίζεται ως romanzo. Το αν θα σμίξουν τελικά ή όχι ο νέος και η κοπέλα αποφασίζεται στην προτελευταία σελίδα, στην τελευταία τους συνάντηση.
  Έτσι και στην «Καταρρακτώδη βροχή». Ο πλούσιος έχει βάλει τα «μέσα» για να πάρει μετάθεση ο δάσκαλος. Φορτώνει τα πράγματά του σε μιαν άμαξα, σαν αυτή με την οποία ήλθε, και φεύγει, χωρίς να ενημερώσει την κοπέλα. Αυτή τον παρακολουθεί από το παράθυρο. Κατά διαστήματα, ενώ απομακρύνεται, σταματάει και κοιτάζει για λίγο προς το μέρος της. «Τι περιμένεις», της λέει η αφεντικίνα της, «τρέξε, εσένα περιμένει». Σηκώνεται, αποχαιρετάει τη μητέρα της και τον αδελφό της, είναι έτοιμη. Θα κάνει τελικά το αποφασιστικό βήμα;
  Δεν θα τολμήσει να το κάνει. Και η άμαξα απομακρύνεται μαζί με τον νεαρό δάσκαλο στο βάθος.
  Απαισιόδοξη ταινία. Οι αντιξοότητες της ζωής συχνά αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο.
  Ήδη από την πρώτη του αυτή ταινία μαντεύεται ο μεγάλος σκηνοθέτης με την ποιητική ματιά. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή της βροχής αλλά και η σκηνή όπου ο πλούσιος, αφού τα έχει πιει με τον δάσκαλο σε μια ταβέρνα και φεύγουν και οι δυο παραπατώντας, βγάζει  ένα μαχαίρι και τον κυνηγάει να τον σφάξει, λέγοντας ότι μόνο ένας από τους δυο πρέπει να μείνει.
  Όπως διαβάζω και στη βικιπαίδεια, η ταινία «θεωρείται από τους κριτικούς μέχρι σήμερα ως μια από τις πιο επιτυχημένες ιρανικές ταινίες που έγιναν ποτέ».
  Το έργο το είδα προχθές το βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, νυσταγμένος. Συνήθως κάποια στιγμή σταματάω την ταινία και πηγαίνω για ύπνο, για να δω την υπόλοιπη την επομένη. Όμως γρήγορα μου έφυγε η νύστα. Με καθήλωσε κυριολεκτικά.  



Saturday, March 30, 2013

Νίκος Θέμελης, Μια ζωή, δυο ζωές



Νίκος Θέμελης, Μια ζωή, δυο ζωές, Κέδρος 2007, σελ. 429

  Ο Νίκος Θέμελης άρχισε αργά στη ζωή του να ασχολείται με τη λογοτεχνία. Γεννημένος το 1947, μόλις το 1998 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας που τον έκανε αμέσως γνωστό στο πανελλήνιο. Δυστυχώς η επάρατος του έκοψε πρόπερσι το νήμα της ζωής, ενώ βρισκόταν στην κορυφή της λογοτεχνικής του καριέρας.
  Το «Μια ζωή, δυο ζωές» είναι το πέμπτο του βιβλίο. Είναι ένα μυθιστόρημα που έχει τον ρεαλισμό μιας βιογραφίας χωρίς να είναι (αυτό-βιογραφικά επεισόδια βέβαια δεν αποκλείονται, όπως άλλωστε σε όλα τα πεζογραφήματα). Τον ρεαλισμό αυτό τον κάνουν έντονο τα αναπάντητα σασπένς.
  Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και ως campus novel μια και ο κεντρικός ήρωας, ό Οδυσσέας, είναι πανεπιστημιακός. Όμως ελάχιστο μέρος της πλοκής τοποθετείται μέσα στο πανεπιστήμιο, ενώ ένα μεγαλύτερο μέρος τοποθετείται σε δυο συνέδρια. Επίσης όχι τόσο στους συνεδριακούς χώρους όσο στα μέρη που πηγαίνει με την νεαρή θαυμάστριά του.
  Θα επιχειρήσει απεγνωσμένα να αντισταθεί στη γοητεία της, αλλά στο τέλος θα ενδώσει. Όμως τελικά θα καταφέρει να απομακρυνθεί, μη θέλοντας να θέσει σε κίνδυνο το γάμο του.
  Η απιστία και η ζήλεια, μαζί με την κρίση της μέσης ηλικίας, είναι τα θέματα του έργου. Η γυναίκα του κάνει στενή παρέα με έναν κοινό τους φίλο. Την υποπτεύεται. Μήπως τον απατά; Αυτή τον ειρωνεύεται για τις υποψίες του. Το μυθιστόρημα τελειώνει χωρίς να μάθουμε αν τον απατούσε ή όχι.
  Ο πιο στενός του φίλος σκοτώθηκε σε ατύχημα. Στο τασάκι του αυτοκινήτου του βρέθηκαν αποτσίγαρα από δυο διαφορετικές μάρκες. Κάποιος, ή μάλλον κάποια, ήταν μαζί του. Αυτό υποπτεύεται η κόρη του. Όμως ποια;
  Τα δυο αυτά άλυτα σασπένς, παραβιάζοντας αφηγηματικούς κώδικες, δεν δίνουν μόνο μια ρεαλιστική χροιά στο έργο, αλλά και τονίζουν το θέμα: Σημασία δεν έχει το αν (ο σύντροφος απατάει), σημασία έχει το ίσως. Στα δίχτυα του ίσως έχει παγιδευτεί και ταλαιπωρείται πολύς κόσμος.
  Κάτι ανάλογο συνάντησα και στο έργο του Feng Xiaogang «Νυχτερινό συμπόσιο» (2006). Πρόκειται για μια περίπου μεταφορά του Άμλετ στην εποχή της κινέζικης φεουδαρχίας, κάτι σαν το «Ραν» και το «Θρόνο του αίματος» του Κουροσάβα. Ένα σπαθί καρφώνεται στο τέλος της ταινίας στο στήθος της αυτοκράτειρας. Δεν μαθαίνουμε ποιος τη σκότωσε. Και γράφω γι’ αυτό:
  «Ο σκηνοθέτης και οι σεναριογράφοι μάλλον ήθελαν να δείξουν ότι στη φεουδαρχία υπάρχουν πάντα ίντριγκες στην αυλή, και αρκετοί βασιλιάδες τελειώνουν τη ζωή τους δολοφονημένοι. Έτσι το ποιος σκοτώνει δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα, αυτό που έχει σημασία είναι το ίδιο το γεγονός της δολοφονίας».
  Κατ’ αναλογία, το αν η Μαρία απατάει τον Οδυσσέα ή όχι δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το ενδεχόμενο να τον απατάει και το αίσθημα της ζήλειας που τροφοδοτεί. Και αυτή τον ζηλεύει για τη Ράνια, όμως ούτε κι αυτή θα μάθει.
  Το έργο στο πρώτο μισό εξαντλείται σε αναπολήσεις του παρελθόντος και σε εκτενείς μονόλογους. Στο δεύτερο μέρος επιταχύνεται ο ρυθμός, καθώς τα επεισόδια αυξάνονται και ο διάλογος πληθαίνει. Μου θύμισε τη δομή Jo-ha-kyu του θεάτρου Νο: αργά, γρήγορα, πολύ γρήγορα.
  Και δυο λόγια για τον τίτλο.
  Στο τέλος του έργου ο Οδυσσέας έχει πάρει τις μεγάλες αποφάσεις. Εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του καριέρα. «Θα στρέψω τη ζωή μου σε κάποια άλλα ενδιαφέροντά μου. Νομίζω ότι αρκεί να κοιτάξει κανείς γύρω του με άλλο μάτι και μπορεί να βρει, να ξεκινήσει τόσα πράγματα, αλλάζοντας και μένοντας ο ίδιος. Θα έχω χρόνο διαθέσιμο για να ασχοληθώ περισσότερο με τα γραψίματά μου. Θα αφοσιωθώ…» (σελ. 427). Η δεύτερη ζωή του μόλις ξεκινάει.
  Στο έργο συναντήσαμε μια ασυνέπεια, η οποία βέβαια δεν μειώνει καθόλου την αξία του, όπως δεν μειώνουν την αξία του «Πόλεμος και Ειρήνη» οι δεκατρείς ασυνέπειες που εντόπισαν προσεκτικοί μελετητές. Διαβάζουμε:
  «Όσο για να επιχειρήσει το δεύτερο δειλό βήμα του στην πεζογραφία, αυτό το κρατούσε προς το παρόν μυστικό επτασφράγιστο ακόμη και από τη Μαρία» (σελ. 150).
  Όμως πιο πριν είχαμε διαβάσει:
  «Άνοιξε την τσάντα της και ανέσυρε προσεκτικά ένα αντίτυπο από τη συλλογή διηγημάτων που είχε δημοσιεύσει πριν λίγους μήνες ο Οδυσσέας» (σελ. 105).
  Αυτή είναι η Ράνια, και ήθελε να της γράψει αφιέρωση. Είναι απίθανο να μην γνώριζε η γυναίκα του αυτή τη συλλογή.
  Και σίγουρα δεν ήταν το μόνο λογοτεχνικό του έργο, αφού διαβάζουμε αλλού ότι «…τον σύστησε στην ομήγυρη όχι μόνο ως καθηγητή πανεπιστημίου αλλά και ως καταξιωμένο πεζογράφο» (σελ. 160).
  Διαβάζουμε:
  «Το βράδυ πριν πέσει στο κρεβάτι έβαζε στο ραδιόφωνο το Τρίτο Πρόγραμμα, που έπαιζε όλη τη νύχτα σε χαμηλή ένταση για να μην ενοχλεί τη Μαρία, αλλά και να τον συντροφεύει στα όνειρά του» (σελ. 180).   
  Το ίδιο ακριβώς κάνω κι εγώ. Στον ύπνο μου με συντροφεύουν οι μουσικές του Τρίτου, ενώ πριν κοιμηθώ λειτουργούν ως απαλό νανούρισμα.
  Διαβάζουμε:
  «Η γνωριμία μου με την Άννα στο πανεπιστήμιο έτυχε χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο επιλογής να συνδεθεί με την 9η συμφωνία του Ντβόρζακ, αυτή του Νέου Κόσμου, υπό τη διεύθυνση του Άντσερλ» (σελ. 371).
  Η γνωριμία μου με την συμφωνία του Νέου Κόσμου έγινε όταν ήμουν μαθητής. Όπως και ο Οδυσσέας, έτσι κι εγώ διάβαζα ακούγοντας μουσική. Όχι από πικάπ αλλά από ένα τρανζίστορ. Ακούγοντας το θέμα με το οποίο ξεκινάει το τελευταίο μέρος, το allegro con fuoco καθηλώθηκα. Σταμάτησα το διάβασμα για να ακούσω τη μουσική.
  Από τότε είναι η αγαπημένη μου συμφωνία (μαζί με την ενάτη, εννοείται). Θυμάμαι μια φορά που έκανα κοπάνα, γιατί μόλις ήταν να ξεκινήσω για το σχολείο την έβαλε το ραδιόφωνο, το Εθνικό Πρόγραμμα. Στην Κρήτη στο χωριό μου Τρίτο Πρόγραμμα δεν πιάναμε, μόνο το Εθνικό, και σχεδόν όλες τις φορές που την άκουσα ήταν με τον Άνταλ Ντοράτι.
  Ούτε και σήμερα πιάνουμε το Τρίτο Πρόγραμμα. Ευτυχώς μπορώ και το ακούω μέσω διαδικτύου. Όμως μόλις εδώ και τρία χρόνια, όταν ήλθε η cyta στο χωριό μου. (Ας την διαφημίσω. Η άφιξή της ήταν για μένα μεγάλη ανακούφιση).
  Ακόμη θυμάμαι, φοιτητής αυτή τη φορά, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, σε απόλυτο σκοτάδι, να ακούω το δεύτερο μέρος, το largo, και να σχηματίζονται εικόνες στο μυαλό μου σαν να ήμουν μαστουρωμένος. Βρισκόμουν μέσα στη γαλήνια απεραντοσύνη του διαστήματος, και μέσα από τα φυλλώματα ενός δένδρου, κάτω από ένα ασημένιο σεληνιακό φως, έβλεπα τα αστέρια να κινούνται σαν τεράστια μπαλόνια. Τις εικόνες αυτές τις κατέγραψα αμέσως μετά στο ημερολόγιό μου. Για αυτό το largo έχω γράψει και εδώ.
  Αυτοβιογραφούμαι συχνά μέσα από τις βιβλιοκριτικές μου, αλλά αυτή τη φορά νομίζω το έχω παρακάνει. Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση επαναλαμβάνοντας: κρίμα που έφυγε ο Θέμελης τόσο νωρίς.

Tuesday, March 26, 2013

Κι άλλες μαντινιάδες-διορθώνοντας μια μαντινιάδα (σελ. 48)



Διορθώνοντας μια μαντινιάδα

Την διάβασα μόλις τώρα στον τοίχο του I love Crete. Στη φωτογραφία παίζει λύρα ο Σκουλάς.

Άμα θα πάψει ο έρωτας στ’ τσανθρώπους να υπάρχει
πες μου τι νόημα η ζωή κι ήντα ουσία θ’ άχει

Θ’ άχει, θάχει ή θα ’χει; Ψάχνοντας στο google βρήκα στο θα ’χει 2.800.000 λήμματα, στο θάχει 65.000 και στο θ’ άχει μόλις 1.750. Προτιμούμε λοιπόν το θα ’χει.
Στσ’ ανθρώπους ή στ’ τσανθρώπους; Στο στσ’ ανθρώπους βρήκα 3.120 λήμματα ενώ
στ’ τσανθρώπους μόλις ένα. Προτιμούμε λοιπόν το στσ’ ανθρώπους.
Ήντα, ίντα ή είντα; Εδώ το google τα βγάζει όλα μαζί, κι έτσι δεν μπορώ να ξέρω ποιο απαντάται συχνότερα. Αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στο ίντα, καθώς είμαι υπέρ της απλοποίησης της γραφής, και στο είνται, όπως είναι γραμμένο στον «Ερωτόκριτο». 

Η διόρθωση δεν αφορά κυρίως τα παραπάνω, αλλά το τι. Δεν μπορούμε τη μια να γράφουμε ήντα και την άλλη τι. Με το ήντα ο δεκαπεντασύλλαβος δεν χαλάει, καθώς το η του ήντα βρίσκεται δίπλα από το ου του μου, με το οποίο αφομοιώνεται σε μια μετρική συλλαβή. "Πες μου ήντα νόημα η ζωή, κι ήντα ουσία θα 'χει".