Book review, movie criticism

Sunday, July 28, 2013

Πέτρος Τατσόπουλος, Τιμής ένεκεν



Πέτρος Τατσόπουλος, Τιμής ένεκεν, Καστανιώτης 2004, σελ. 320

  Όταν διάβασα ένα βραβευμένο διήγημα του Τατσόπουλου στο μαθητικό περιοδικό «Μόρφωση Τέχνη Ζωή» ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για μεγάλο ταλέντο, πράγμα που επιβεβαίωσα λίγο αργότερα με τα «Ανήλικα». Ένας φίλος το αμφισβήτησε, εγώ επέμενα. Η μετέπειτα πορεία του με δικαίωσε. Όμως για όλα αυτά έχω γράψει στην ανάρτησή μου για την «Καλοσύνη των ξένων».
   Διάβασα και άλλα βιβλία του Τατσόπουλου, όμως εκείνη την εποχή δεν είχα ξεκινήσει ακόμη να γράφω βιβλιοκριτικές. Αυτά είναι το μυθιστόρημα «Η καρδιά του κτήνους», η συλλογή διηγημάτων «Κινούμενα σχέδια» και μια ακόμη συλλογή με διηγήματα που δεν θυμάμαι ποια ήταν. Μετά την «Καλοσύνη των ξένων» έγραψα και για τους «Νεοέλληνες». Στο «ράφι των τύψεων» με περίμεναν δυο ακόμη βιβλία του Τατσόπουλου, βιβλία που ήξερα ότι κάποια στιγμή θα τα διάβαζα. Και τώρα ήλθε αυτή η στιγμή. Το πρώτο από αυτά είναι το «Τιμής ένεκεν», και έχει σειρά η «Πρώτη εμφάνιση» την οποία διαβάζω τώρα. 
  Γράφοντας για την Ουρανόπετρα του Γιάννη Καλπούζου, και έχοντας διαβάσει και το «Άγιοι και δαίμονες» και το «Ιμαρέτ», έκανα τη σκέψη μήπως ο Καλπούζος είχε στο νου του ένα σχέδιο ανάλογο με αυτό της «Ανθρώπινης κωμωδίας» του Μπαλζάκ. Την ίδια σκέψη κάνω διαβάζοντας το «Τιμής ένεκεν» και την «Πρώτη εμφάνιση». Στο «Τιμής ένεκεν», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, ο Τατσόπουλος «ρίχνει μια αιχμηρή ματιά στον κόσμο του πνεύματος», ενώ για την «Πρώτη εμφάνιση» γράφει η Μικέλα Χαρτουλάρη ότι είναι «Το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα για τον κόσμο του θεάματος». Μήπως σειρά έχει η πολιτική;
   Το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται, θα το πω εγώ πιο πεζά, στο χώρο του βιβλίου, και κυρίως στα παρασκήνια των κάθε λογής βραβεύσεων και επιλογών. Με χιούμορ και δηκτική σάτιρα ο Τατσόπουλος αποκαλύπτει τα άδυτα των διαβουλεύσεων, των πιέσεων, των διαπραγματεύσεων και των συμβιβασμών που συνοδεύουν τους θεσμούς των βραβείων στο χώρο του βιβλίου. Πίσω από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος σίγουρα αναγνωρίζονται υπαρκτά πρόσωπα. Στο πρόσωπο του αφηγητή αναγνωρίζουμε τον ίδιο τον Τατσόπουλο, καθώς έχει μάλιστα την ίδια ηλικία με αυτόν. Στο πρόσωπο του Διαμαντάκου, υπουργού στο υπουργείο πολιτισμού, αναγνωρίζουμε έναν πάλαι ποτέ υπουργό πολιτισμού. Καθώς όμως εγώ δεν παροικώ την Ιερουσαλήμ (το προτιμώ από το ευαγγελικό «παροικώ εν Ιερουσαλήμ» που χρησιμοποιεί ο Τατσόπουλος, αν μη τι άλλο γιατί βγάζει διπλάσια λήμματα η αναζήτηση στο google) δεν μπορώ να αναγνωρίσω άλλα πρόσωπα, με πιθανή εξαίρεση τον Μαγκλίνη, με τον οποίο στο ΕΚΕΒΙ προσπαθούν να ανανεώσουν τον θεσμό του συγγραφέα της χρονιάς, επιλέγοντας για πρώτη φορά ζώντα και όχι τεθνεώτα. Έχοντας κανείς υπόψη του το μυθιστόρημα αυτό δεν θα απορήσει που έκλεισε το ΕΚΕΒΙ, αν και βέβαια, από ό,τι θυμάμαι, τα σκεπτικά για το κλείσιμό του ήσαν διαφορετικά.
  Διαβάζοντας το βιβλίο του Τατσόπουλου θυμήθηκα τον καημένο τον Σταντάλ, που δεν τόλμησε να τελειώσει τον «Lucien Leuwen», αν και του έμενε ελάχιστη δουλειά να κάνει ακόμη. Δεν ήταν όμως μόνο ο Σταντάλ που δεν τόλμησε αλλά και οι εκδότες. Πέρασαν πενήντα τόσα χρόνια από τη συγγραφή του μέχρι να εκδοθεί. Πίσω από τα πρόσωπα του μυθιστορήματος αναγνωρίζονταν υπαρκτά πρόσωπα της παρισινής πολιτικής σκηνής, και δεν ήθελαν να ρισκάρουν, τουλάχιστον ενόσω ήσαν εν ζωή.
  Το λάθος δεν επαναλήφθηκε. Την πλοκή του επόμενου μυθιστορήματός του ο Σταντάλ την τοποθέτησε στην Πάρμα. Όμως από τότε μέχρι τώρα έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς τη δημοκρατία. Και ο Τατσόπουλος δεν νομίζω να κινδυνεύει από τον τότε υπουργό πολιτισμού και νυν… αφήστε το, ας μη το πούμε καλύτερα.
  Το μυθιστόρημα έχει ένα απροσδόκητα τραγικό τέλος. Η επιλογή του ομοφυλόφιλου Μαγκλίνη ως συγγραφέα της χρονιάς θα έχει ως αποτέλεσμα τον διασυρμό του. Καλύτερο τέλος δεν θα μπορούσε να επινοήσει ο Τατσόπουλος, περιβάλλοντας ένα από τα πρόσωπα του έργου με μια αύρα συμπάθειας, αφού σε όλους είχε σούρει πριν ουκ ολίγα.
  Και τώρα να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Παπούλιας μπορεί να τουρλώσει τα οπίσθιά του και στον Διάβολο, αρκεί να διασφαλίσει μια δελεαστική ανταμοιβή, όχι απαραίτητα απλησίαστη» (σελ. 118).
  Αν εξαιρέσει κανείς το «(ακόμη και) στον Διάβολο», το υπόλοιπο δεν είναι καθόλου υπερβολή. Θυμάμαι που διάβασα με κατάπληξη, αδικαιολόγητη έκρινα εκ των υστέρων, αυτό που ομολόγησε ο Κίμων Φράιερ σε μια συνέντευξή του στο «Διαβάζω», ότι ένας ποιητής κάθισε και τον πήδηξε προκειμένου να τον μεταφράσει στα αγγλικά.
  Στο διδακτορικό μου έχω κάπου τρεις σελίδες με λάθη συγγραφέων. Ο εποπτεύων μου ζήτησε να τις αφαιρέσω. Καταλήξαμε σε συμβιβασμό: τις έβαλα σε υποσημείωση· μια υποσημείωση κοντά τρεις σελίδες. Θα επισημάνω και εδώ δυο λάθη.
  Διαβάζουμε: «Ένας υφηγητής από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας…» (σελ. 245).
  Ήδη από το 1993 που ξεκίνησα το διδακτορικό μου και άρχισα να έχω μια εικόνα των ΑΕΙ, δεν υπήρχε η βαθμίδα του υφηγητή. Είχε καθιερωθεί η τετράβαθμη κλίμακα των ΔΕΠ, λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής και τακτικός καθηγητής. Αργότερα προστέθηκε και η βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου. Επίσης η αναρρίχηση στην επόμενη βαθμίδα δεν μπορούσε πια να γίνει πριν περάσει τριετία, και όχι διετία όπως ήταν πριν. Γιατί συνέβαινε κάτι που αντιβαίνει τους νόμους της φυσικής, μια πυραμίδα να στέκεται με την κορυφή της και όχι με τη βάση της· να συνωθούνται δηλαδή στις δυο ανώτερες βαθμίδες οι περισσότεροι ΔΕΠ, ενώ οι πιο κάτω να μένουν ολιγάριθμες. Ε, να μη γίνουμε ίσοι κι όμοιοι τόσο γρήγορα!
  Διαβάζουμε:
  «Να φαντάζεται τη συνάντησή μας ως άκρως αισθησιακή-ως τη γαργαλιστική επανασύνδεση του γέρου σουλτάνου με το αγαπημένο του, αν και ελαφρώς μπαγιάτικο, γιουσουφάκι» (σελ. 153). Το διακείμενο εδώ είναι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη. Μόνο που το γιουσουφάκι δεν το έχει ο σουλτάνος αλλά ο αγάς.
  Εδώ θα εξομολογηθώ την αμαρτία μου σαν βιβλιοκριτικός. Όταν παρουσιάζω βιβλία φίλων και βρίσκω τέτοια λάθη δεν τα αναφέρω, τους τα επισημαίνω κατ’ ιδίαν. Αν και πολύ θα ήθελα να τα αναφέρω κι αυτά γιατί, λόγω κρίσης, αν συρρικνωθεί και άλλο η σύνταξή μου και δεν θα τα βγάζω πέρα, ίσως αναγκαστώ να βγω στη γύρα και να ψάξω για δουλειά σαν επιμελητής εκδόσεων.
  Ο Τατσόπουλος είναι εξαιρετικός συγγραφέας, απολαμβάνω το γράψιμό του και ιδιαίτερα το χιούμορ του, θα διαβάζω ό,τι βιβλίο του πέφτει στα χέρια μου και όχι όπως έχω σαν πρόγραμμα, ένα βιβλίο μόνο από συγγραφείς τους οποίους δεν έχω διαβάσει ακόμη, για να πάρω μια ιδέα για το πώς γράφουν.
  Όμως δεν θα τελειώσω αυτό το βιβλιοκριτικό σημείωμα με αυτή την παράγραφο της γενικής αποτίμησης.
  Οι συγγραφείς είναι ευαίσθητα άτομα, δεν είναι κωλοπετσωμένοι όπως οι πολιτευτές, που την όποια λάσπη που δέχονται την αντιμετωπίζουν με ψυχραιμία. Όταν έριξαν μια τέτοια λάσπη στο πρόσωπο του Τατσόπουλου αυτός αντέδρασε όχι ψύχραιμα αλλά σπασμωδικά, με μια δήλωση που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών. Στα πλαίσια του θορύβου που προκλήθηκε μου έστειλαν ένα email με ένα link στο youtube, από μια συζήτησή του σε ένα πάνελ με κάποιον βουλευτή. Δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο βουλευτής ούτε ποιανού κόμματος, αλλά μπορώ να πάρω όρκο ότι δεν ήταν του ΚΚΕ. Αγανάκτησε τόσο πολύ μαζί του ώστε εγκατέλειψε το πάνελ, και off stage, όπως λένε στο θέατρο, ακούστηκε να του λέει άι σιχτίρ.
  Δεν του είπε ακριβώς άι σιχτίρ. Του είπε την ελληνική μετάφραση, την οποία έμαθα πρόσφατα διαβάζοντας το «Άγιοι και δαίμονες» του Καλπούζου. Αν θέλετε και εσείς να τη μάθετε να αγοράσετε το βιβλίο, εγώ δεν τολμώ να τη γράψω εδώ. Φαντάζομαι για αυτό το άι σιχτίρ ανέβασαν το βίντεο αυτοί που το ανέβασαν.
  Στην περίπτωση του Τατσόπουλου ταιριάζει γάντι η παροιμία: «Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες». Και με τα «πίτουρα» δεν εννοώ φυσικά τον ΣΥΡΡΙΖΑ του οποίου είναι βουλευτής αλλά γενικά την πολιτική.
 

Ελένη Γκίκα, Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ



Ελένη Γκίκα, Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, Καλέντης 2013, σελ. 370

Η παρακάτω βιβλιοκριτική αναρτήθηκε στο Λέξημα

Η Ελένη Γκίκα φλερτάρει με το αστυνομικό στο τελευταίο της μυθιστόρημα

  Θα ξεκινήσουμε με τον τίτλο: «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».
  Ο τίτλος, μαθαίνω από τον Αλέξανδρο τον εκδότη μου, πρέπει να είναι πιασάρικος για να πουλήσει το βιβλίο. Όμως ποια στοιχεία μπορούν να κάνουν πιασάρικο ένα τίτλο;
  Η απάντηση στο ερώτημα σηκώνει ολόκληρη μελέτη, και εμείς εδώ ήλθαμε να μιλήσουμε για το βιβλίο της Ελένης· και το βιβλίο αυτό έχει πιασάρικο τίτλο.
  Γιατί είναι πιασάρικος;
  Γιατί εμπεριέχει ένα σασπένς: Τίνος ήταν τελικά το μπολερό; Μήπως ο Ραβέλ πήρε το θέμα από κανένα προκλασικό συνθέτη, ή από κανένα ανδαλουσιανό τραγούδι και το επεξεργάστηκε; Αυτό θα το μάθουμε μόνο αν διαβάσουμε το βιβλίο. Ας το αγοράσουμε λοιπόν.
  Όταν το διαβάσουμε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εφέ απροσδόκητου. Θα μαρτυρήσω τίνος είναι το Μπολερό (η Ελένη έχει ιδίαν πείρα ότι είμαι μαρτυριάρης, αλλά πιστεύω ότι οι αναγνώστες αυτού του σημειώματος, λάτρεις της γραφής της Ελένης, θα το αγοράσουν έτσι κι αλλιώς).
  «Εδώ στη Ρόδο το μπολερό δεν είναι του Ραβέλ, είναι παγωτό!» (σελ. 167).
  Βέβαια «ακούμε» και το αυθεντικό μπολερό, αυτό του Ραβέλ, μέσα στο βιβλίο. Η Ελένη γράφει γι’ αυτό:
  «Κι ο Ζοσκέν ντε Πρε έχει γίνει Ραβέλ στο μεταξύ. Σε ένα ψίθυρο Μπολερό, που καταλήγει σφυριές στην καρδιά του.
  Σιγά.
  Λίγο πιο δυνατά
  Πιο δυνατά
  Δυνατά
  Δυνατά
  Δυνατά
  Τόσο πολύ δυνατά
  Που πια
  Δεν τ’ αντέχει» (σελ. 150-151).
  Παρεμπιπτόντως, αυτή είναι η δομή και του Ιαπωνικού θεάτρου Νο: jo-ha-kyu, αργά, γρήγορα, πολύ γρήγορα.
  Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
  «Είκοσι και ένας οι νεκροί.
  Και δυο έγκλειστοι.
  Οι πρώτοι σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρο, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
  Πού βρέθηκαν τόσοι νεκροί;
  Υπάρχει ένας σήριαλ κίλερ, που σκοτώνει με τον ίδιο πάντα τρόπο:
  «Απ’ τις ειδήσεις των οκτώ θα ακούσει, μαζί με όλη τη χώρα, για μια ακόμη μυστηριώδη δολοφονία σε αρχαιολογικό χώρο, με μουσική υπόκρουση βιόλας ντα γκάμπα, κάτι που επιτείνει το μυστήριο του αλλόκοτου δολοφόνου με την εμμονή στην κλασική μουσική» (σελ. 161).
  Καλά, θα πει κανείς, τόσοι πολλοί νεκροί από έναν σήριαλ κίλερ; Δεν είναι καθόλου αληθοφανές.
  Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην Ελλάδα, και ένας κρατούμενος μπορεί να το σκάσει ακόμη και με ελικόπτερο μέσα από τη φυλακή και να καταζητείται για χρόνια. Τέτοια είναι η αποτελεσματικότητα των διωκτικών μας αρχών. Αλλά, παρά τη φτώχια μας, είμαστε ισορροπημένος λαός, κανείς δεν σαλτάρει τόσο ώστε να αρχίσει να διαπράττει κατά συρροή φόνους ή να αρπάξει ξαφνικά ένα όπλο και να πυροβολεί στα τυφλά και όποιον πάρει ο χάρος, όπως στην Αμερική. Ο Θεός να φυλάει όμως μην παρουσιαστεί κανείς, γιατί θα προλάβει να διαπράξει αρκετούς φόνους πριν συλληφθεί· αν βέβαια συλληφθεί, όπως δεν συνελήφθηκε αυτός του Σέιχ Σου.
  Το ύφος της Ελένης είναι αφαιρετικά ποιητικό, με μικρές, κάποτε ελλειπτικές, φράσεις, όπου συχνά απουσιάζει το ρήμα, και σύντομες περιόδους. Κατά διαστήματα η ποιητική πρόζα παραχωρεί τη θέση της σε γνήσια ποίηση:
  «Η ψυχή μου τρέχει πιο γρήγορα από μένα
  το σώμα με καθυστερεί πολύ.

  Τα ρούχα μου κουρελιάζονται
  από τον πόνο της έλλειψης.
  Με το κεφάλι ψηλά,
  αναζητώ μια νέα ζωή…
  Φεύγω.

  Είμαι φωτιά κι ας μοιάζω με λάδι
  που ψάχνει να πέσει στη φωτιά του.
  Φεύγω.

  Δείχνω ακίνητος σαν τα ψηλά βουνά.
  κι όμως λίγο λίγο μετακινούμαι
  προς τη στενή πύλη του Παραδείσου.

  Είναι Αγαπημένος. Ρουμί» (σελ. 32).
  Θα δώσουμε τώρα ένα δείγμα πεζού της ίδιας της Ελένης.
  «Τι είναι αϋπνία;…
  Είναι να φοβάσαι και να μετράς περασμένα μεσάνυχτα τα σκληρά και μοιραία κτυπήματα της καμπάνας, να προσπαθείς με ξόρκια ανώφελα και να αναπνέεις κανονικά· είναι ν’ ανοίγεις τα βλέφαρα, είναι κάτι σαν πυρετός που δεν είναι πραγματική αγρύπνια· είναι να απαγγέλλεις εδάφια που έχεις διαβάσει εδώ και χρόνια· είναι να τα βάζεις με τον εαυτό σου που ξαγρυπνά όταν οι άλλοι κοιμούνται· είναι να θέλεις να βυθιστείς στο όνειρο και να μην το μπορείς· είναι ο τρόμος να ζεις και να συνεχίζεις να υπάρχεις· είναι η ακαθόριστη αυγή» (σελ. 239).
  Είναι μια από τις λίγες μεγάλες περιόδους του βιβλίου, με το εφέ της απαρίθμησης.
  Η εμμονή με τον Μπόρχες, με το Λαβύρινθό του, με το Άλεφ και το Μπεθ υπάρχει και σ’ αυτό το έργο της Γκίκα.
  Και σε ποια άλλα;
  Ας κάνουμε κι εμείς ένα εφέ απαρίθμησης, απαριθμώντας αυτά που έχουμε διαβάσει και για τα οποία έχουμε γράψει, στο Λέξημα και στο blog μας: «Υγρός χρόνος», «Αν μ’ αγαπάς μη μ’ αγαπάς», «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», «Πλήθος είμαι»,  «Το γράμμα που λείπει»,  «Αιώνια επιστροφή» και «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας».
  Και αυτό επίσης είναι ένα βιβλίο scriptible (για να χρησιμοποιήσω την προσφιλή μου διάκριση που κάνει ο Ρολάν Μπαρτ, χωρίζοντας τα βιβλία σε scriptibles και lisibles), ένα βιβλίο πάνω στο οποίο πρέπει να διαλογιστείς, ένα βιβλίο του οποίου πρέπει να συμπληρώσεις τα αφηγηματικά κενά, ένα βιβλίο τελικά το οποίο «συγγράφεις» με τη συγγραφέα κατά την πορεία της ανάγνωσης. Κλείνουμε με την ευχή να είναι καλοτάξιδο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Κι άλλες μαντινιάδες-Ανωγειανή (σελ. 64)



Ανωγειανή

Μου την έστειλε στο facebook η φίλη μου Δάφνη Χρονοπούλου, σε σχόλιο κάτω από τη φωτογραφία του χωριού μου παρμένη από τον Προφήτη Ηλία.

Επήραν οι Γωνιές φωθιά και θα καούν τα Ανώγεια
και θα καεί κι η κοπελιά που κόψαμε τα λόγια

Αν σκέφτονται έτσι όλοι οι ανωγειανοί, καλό είναι να τα φτιάχνουν με ξενομερίτες οι ανωγειανές. Ποιος ξέρει, ίσως ο καημός και το άχτι της εγκατάλειψης να εισακούονται από ανώτερες δυνάμεις.

Saturday, July 27, 2013

Μπόρχες, Μαθαίνοντας

“Después de un tiempo, uno aprende la sutil diferencia
entre sostener una mano
y encadenar un alma;
Y uno aprende que el amor no significa acostarse,
y que una compañía no significa seguridad,
y uno empieza a aprender…
Que los besos no son contratos y los regalos no son promesas,
y uno empieza a aceptar sus derrotas con la cabeza alta
y los ojos abiertos,
y uno aprende a construir todos sus caminos en el hoy,
porque el terreno de mañana es demasiado inseguro para planes…
y los futuros tienen su forma de caerse por la mitad.

Y uno aprende que si es demasiado
hasta el calor del sol puede quemar.

Así que uno planta su propio jardín y decora su propia alma,
en lugar de que alguien le traiga flores.

Y uno aprende que realmente puede aguantar,
que uno es realmente fuerte,
que uno realmente vale,
y uno aprende y aprende… y así cada día.

Con el tiempo aprendes que estar con alguien
porque te ofrece un buen futuro,
significa que tarde o temprano querrás volver a tu pasado.

Con el tiempo comprendes que sólo quién es capaz
de amarte con tus defectos y sin pretender cambiarte
puede brindarte toda la felicidad.

Con el tiempo aprendes que si estás con una persona
sólo por acompañar tu soledad,
irremediablemente acabarás no deseando volver a verla.

Con el tiempo aprendes que los verdaderos amigos son contados
y quién no lucha por ellos, tarde o temprano,
se verá rodeado sólo de falsas amistades.

Con el tiempo aprendes que las palabras dichas en momentos de ira
siguen hiriendo durante toda la vida.

Con el tiempo aprendes que disculpar cualquiera lo hace,
pero perdonar es atributo sólo de almas grandes.

Con el tiempo comprendes que si has herido a un amigo duramente
es muy probable que la amistad nunca sea igual.

Con el tiempo te das cuenta que aún siendo feliz con tus amigos,
lloras por aquellos que dejaste ir.

Con el tiempo te das cuenta de que cada experiencia vivida,
con cada persona, es irrepetible.

Con el tiempo te das cuenta que el que humilla
o desprecia a un ser humano, tarde o temprano
sufrirá multiplicadas las mismas humillaciones o desprecios.

Con el tiempo aprendes a construir todos tus caminos en el hoy,
porque el sendero del mañana no existe.

Con el tiempo comprendes que apresurar las cosas y forzarlas a que pasen
ocasiona que al final no sean como esperabas.

Con el tiempo te das cuenta de que en realidad lo mejor no era el futuro,
sino el momento que estabas viviendo justo en ese instante.

Con el tiempo verás que aunque seas feliz con los que están a tu lado,
añorarás a los que se marcharon.

Con el tiempo aprenderás a perdonar o pedir perdón,
decir que amas, decir que extrañas, decir que necesitas,
decir que quieres ser amigo, pues ante
una tumba, ya no tiene sentido.

Pero desafortunadamente, sólo con el tiempo…”

Jorge Luis Borges - Aprendiendo.

Φωτογραφίες από τον εσπερινό της αγίας Παρασκευής











Wednesday, July 24, 2013

Ανέκδοτα 24-7-2013

ΧΙΟΥΜΟΡ !!!!!
 
- Mωράκι μου νομίζεις ότι είμαι χοντρή...  ; ; ;
- Θα στο πω στ' αυτί...
- Πέστο μου στο άλλο.
 Απ' αυτό δεν ακούω...
- Καλά, δε με λυπάσαι που πρέπει να κάνω το γύρο.....; ; ;


- Μπαμπά τι είναι τοπικιστής;
- Τοπικιστής γιε μου είναι ο μαλάκας που νομίζει ότι ο τόπος καταγωγής του
είναι ομορφότερος απ' τη Θεσσαλονίκη μας !


Πέθανε και ο πελεκάνος της Μυκόνου.
Ένα ένα μειώνονται τα αρσενικά στο νησί.


ΕΤ1: Μαύρο
ΝΕΤ: Μαύρο
ET3: ΜαύροALTER: Μαύρο
ΑΝΤ1: Τουρκικά
ΜΕ
GA: ΤούρκικαSTAR: Κωλοuς - βυζιά στη ΜύκονοALPHA: Pretty bra
ΣΚΑΙ:
Pretty bra


Όταν μιλάει Έλληνας ποδοσφαιριστής 5 φιλόλογοι αυτοκτονούν και 2 λέκτορες
της ελληνικής γλώσσας βγάζουν τα πτυχία απ' τις κορνίζες και τα τρώνε.


Όταν ανεβαίνω ζυγαριά σκέφτομαι : "ηρέμησε είσαι 70% νερό".


Μόνο οι Έλληνες, οι
Thundercats και οι κάτοικοι της Mordor πιστεύουν στο
μάτι.


Αυτό που στα
Starbucks πρέπει να έχεις proficiency για να παραγγείλεις: Έναdoubleshot nonfat extra wipcream with sugar free vanilla extra. ΕΛΕΟΣ!


Μου έσκασε το λάστιχο του
smart. Το τσίμπησε κουνούπι.


Πρέπει να καθιερωθεί ένα "Κ" για τους κοντούς...
Κοψοχολιάζω κάθε φορά με τ' αμάξια που πηγαίνουν μόνα τους...


Από έντεχνο λέει η άλλη ακούει Παντελίδη. Λογικά από λογοτεχνία θα διαβάζει
τα φυλλάδια του
LIDL.


Άνεργος με Β
MW, iphone5, tattoo και μούσι. Πιο Έλληνας πεθαίνεις.


-Με είπε ανώριμο και μπήκε να κάνει μπάνιο.
-Και εσύ τι έκανες;
-Ανοιγόκλεινα την βρύση της κουζίνας για να καίγεται..


Μέσα σε μια σχέση έχεις απίστευτη εξέλιξη. . .
Ξεκινάς ζουζούνι και καταλήγεις γαϊδούρι. . . .


- Από πού μας καλείτε;
- Από τηλέφωνο.
- Πολλά χαιρετίσματα στην όμορφη Λέφωνο..


Η Ελληνίδα μάνα μεγαλώνει ένα
 γιο που δε θα ήθελε ποτέ για άντρα.


Καταβεβλημένη η Ναταλία Γερμανού μετά τα αποτελέσματα των Πανελλήνιων. Το
αγόρι της πέρασε Κρήτη....Στο τμήμα συντήρησης αρχαιοτήτων


Δεν έχει σημασία αν είσαι Ιάπωνας ή Κορεάτης. Για μένα θα είσαι πάντα
Κινέζος.


Δεν είχα
internet για 3-4 μέρες και είπα να κάτσω λίγο με την οικογένεια
μου. Εντάξει καλά άτομα μου φάνηκαν.


Πόσο ξηγημένο το πεπόνι που έχει όλα τα κουκούτσια μαζεμένα όμορφα και
νοικοκυρεμένα σε μια γωνίτσα. ..
Καρπούζι είσαι η ντροπή της ... χλωρίδας.


Ακούω να κορνάρουν. Σκέφτομαι. Ποιος μαλάκας? Κορνάρουν πιο πολλοί
Καταλαβαίνω ότι πρόκειται για γάμο. Ξανασκέφτομαι. Ποιος ΜΑΛΑΚΑΣ???


Τι τηλεόραση έχει ο Πανταζής?
-Την ωραιότερη πλάσμα του κόσμου..


Τυλίγουν οι μανάδες φαγητό σε αλουμινόχαρτο... Με το περίσσευμα φτιάχνεις
μια στολή αστροναύτη, ένα δορυφορικό πιάτο και κάνεις και ανταύγειες...!


Ο σουβλατζής της γειτονιάς με έχει μάθει τόσο καλά που πλέον παραγγέλνω με
αναπάντητη.


Θα κάνω τατουάζ στην πλάτη σκακιέρα να συνεννοούμαι όταν θέλω να με ξύσουν
ας πούμε ξύσε στο Α5 ή τρίψε με λίγο στο Β1!


Πάλι καλά που δεν χρειάζεται πλέον να κυνηγάμε την τροφή μας όπως οι
πρόγονοι μας.
Ούτε που ξέρω που ζουν τα πιτόγυρα...


Τα είχα με κοπέλα που μετά το σεξ δεν ήθελε αγκαλίτσες, αλλά τσιγάρο και
ύπνο. Για να υπάρξει ισορροπία έκλαιγα, τρώγοντας παγωτό στο σαλόνι.


Όχι ότι κάνει θόρυβο το πλυντήριο μου..Απλά όταν αρχίζει το στύψιμο, βγαίνω
στο μπαλκόνι & φωνάζω "από τη Βαγδάτη για το
Mega, Πάνος Σόμπολος"..