Book review, movie criticism

Tuesday, August 27, 2013

Ευγενία Φακίνου, Τυφλόμυγα



Ευγενία Φακίνου, Τυφλόμυγα, Καστανιώτης 1999, σελ. 292

  Την Ευγενία Φακίνου τη γνωρίζουμε πολύ καλά. Αρχικά γράψαμε για το σύνολο του μέχρι τότε έργου της, τα πέντε πρώτα μυθιστορήματά της. Στη συνέχεια, όχι πάντα με τη σειρά της έκδοσης, για τα «Εκατό δρόμοι και μια νύχτα», «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα»,  «Έρως, θέρος, πόλεμος», «Οδυσσέας και μπλουζ» και το «Τραίνο των νεφών». Δεν διαβάσαμε δυο μυθιστορήματα (το «Ποιος σκότωσε τον Μόμπι Ντικ» και το βραβευμένο με το βραβείο αναγνωστών «Η μέθοδος της Ορλεάνης») και τη βραβευμένη με κρατικό βραβείο συλλογή διηγημάτων «Φιλοδοξίες κήπου». Σήμερα γράφουμε για την «Τυφλόμυγα», ένα από τα τέσσερα μυθιστορήματα που δανείστηκα, εδώ στην Κρήτη, από τον ξάδελφό μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη.
   Πριν λίγες βδομάδες, παρουσιάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου, την «Ουρανόπετρα», γράφαμε για συγγραφείς που χρησιμοποιούν ίδιους ήρωες σε κάποια μυθιστορήματά τους. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι εντελώς πρωτότυπο. Η ηρωίδα του έργου ονειρεύεται ότι έζησε σε μια προηγούμενη ζωή σαν Ιωάννα. Όπως και εκείνη, σαν διέξοδο όταν νοιώθει ψυχολογικά πιεσμένη, ήδη από παιδί, χρησιμοποιεί τη φυγή. Η Φακίνου δίνει μάλιστα και μια ένδειξη για το ποια μπορεί να είναι αυτή η Ιωάννα, λίγο πιο πριν. Διαβάζουμε στην αρχή από το όνειρο της ηρωίδας.
  «Μια θάλασσα άλλη από αυτήν που ήξερε πάφλαζε μπροστά της. Μια θάλασσα ωκεάνια. Μεγάλη, πράσινη, με ασπριδερά κύματα που έσκαγαν πενήντα κι εκατό μέτρα από την παραλία…» (σελ. 141).
  «Η μεγάλη πράσινη» είναι ο τίτλος του τρίτου της μυθιστορήματος. Ηρωίδα του η Ιωάννα.
  Ένα υφολογικό σχήμα που χρησιμοποιεί η Φακίνου κάμποσες φορές σ’ αυτό της το μυθιστόρημα είναι το εφέ της απαρίθμησης. Στο παρακάτω απόσπασμα το χρησιμοποιεί και για να σατιρίσει.
  «Στα περιοδικά βάζουν τίποτα τσίτσιδες, ποιος πήδηξε ποιαν ή ποιος πήδηξε ποιον, το μπαρμπούνι του Θιβέτ που άλλαξε χρώμα από τη μόλυνση ή την ηθοποιό που πρόσθεσε μαλλιά στη φαλάκρα της, την εικόνα της Παναγίας που δάκρυσε, το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη, μόδιστρους στη Μύκονο, τέτοια» (σελ. 247).
  Αντιγράφοντας το πρόσεξα: δεν γράφει «ποια πήδηξε ποια». Αυτό δεν είναι είδηση, με τον ίδιο τρόπο που στο Ισλάμ η ομοφυλοφιλία των γυναικών περνάει περίπου απαρατήρητη, ενώ των αντρών, με βάση τη σαρία, επισύρει την ποινή του θανάτου.
  Η Φακίνου «παίζει» με παράξενα ονόματα. Η Απρίλια δεν είναι μοτοσυκλέτα, απλά γεννήθηκε Απρίλη (ίσως πρωταπριλιά, δεν τσεκάρισα για να μπορώ να επιβεβαιώσω) και οι γονείς της την βάφτισαν με αυτό το εξωτικό όνομα. Όσο για την κεντρική ηρωίδα, λέγεται Ανδρέα.
  Θυμάμαι που, συμμετέχοντας σε ένα συνέδριο στη Σλοβενία, είχα επικοινωνία με e-mail με μιαν Ανδρέα. Τότε δεν το ήξερα, της απευθυνόμουν σαν σε άντρα. Όταν πήγα στο συνέδριο είδα ότι ήταν γυναίκα. Μου είπε ότι την εξέπληξε που την περνούσα για άντρα. Λύθηκε η παρεξήγηση όταν της εξήγησα ότι στην Ελλάδα το Ανδρέα είναι όνομα αντρικό. Ήξερε όμως την ετυμολογία του ονόματός της, από το ανδρείος. Εγώ της εξήγησα ότι αυτό προέρχεται από το άνδρας.
  Ήξερα βέβαια και τη Λου Ανδρέα Σαλομέ, αλλά πού να πάει το μυαλό μου.
  Είπαμε ότι η Ανδρέα έχει στο τσεπάκι της τη φυγή μόλις δει τα σκούρα. Όσο για τον Σίμο, αυτός έχει αυτοκτονικές τάσεις. Οι περισσότεροι ήρωες της Φακίνου έχουν έναν αποκλίνοντα ψυχισμό, πράγμα που πάει χέρι χέρι με την επινοητικότητα στην πλοκή που τη διακρίνει, και που είναι ίσως η κύρια αρετή των μυθιστορημάτων της. Και δίπλα σ’ αυτούς υπάρχει και ο γνήσια σαλεμένος περιθωριακός. Εδώ για την ακρίβεια είναι γυναίκα, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι περιθωριακοί ήρωές της (χαρακτηριστική η συμμορία της Κόκκινης Λέλας στο «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα»), η γυναίκα- γάτα, που ταΐζει όλες τις αδέσποτες γάτες και βοηθάει την Ανδρέα στην τελευταία της φυγή. Στο πλάι της βρίσκεται και μιαν άλλη περιθωριακή, η Σαμάνθα, για να μας εξηγήσει ποια ακριβώς είναι η γυναίκα-γάτα.
  Διαβάζουμε:
  «Ήταν σ’ όλους γνωστό ότι την είχε γνωρίσει μαθήτρια Λυκείου ακόμα, ενώ αυτός έκανε περιοδεία στην επαρχία ως σχολικός σύμβουλος. Δεν τον πτόησε η μεγάλη διαφορά ηλικίας, είχε πάντα εμπιστοσύνη στη γοητεία του… Δώδεκα χρόνια μετά το γάμο τους, η Ελένη πλησίαζε τα τριάντα κι ο Αλέξης τα σαράντα οχτώ…» (σελ. 157).
  Υπάρχουν αρκετές απιθανότητες σ’ αυτό, εκτός και αν η Φακίνου έχει υπόψη της κάποιο πραγματικό περιστατικό. Είναι γνωστό ότι στην πραγματικότητα συμβαίνουν συχνά τόσο απίθανα πράγματα που αδυνατεί να τα συλλάβει και η πιο τολμηρή φαντασία.
  Υπήρξα σχολικός σύμβουλος και ξέρω ότι ο σχολικός σύμβουλος έρχεται σε επαφή με τους συναδέλφους, όχι με τους μαθητές. Αυτούς θα τους δει μια φορά, σε καμιά δειγματική διδασκαλία. Ο Αλέξης θα πρέπει να ήταν φοβερά μουρντάρης για να τη δει μια ώρα, άντε ένα δίωρο, να προλάβει να της τα ρίξει και αυτή να ανταποκριθεί.
  Αν δώδεκα χρόνια μετά το γάμο τους αυτός πλησίαζε τα σαράντα οκτώ, αυτό σημαίνει ότι όταν γνωρίστηκαν αυτός πλησίαζε τα τριάντα έξι. Τώρα έχουμε και λέμε: ήταν φοβερός φοιτητής, σαν κι εμένα, και τέλειωσε στην τετραετία τις σπουδές του, δηλαδή στα είκοσι δύο του. Τώρα έχουμε και δυο χρόνια στρατό, δηλαδή εικοσιτέσσερα. Έχει και μια τρομερή τύχη, για να μην το πούμε αλλιώς, σε χαμηλό υφολογικό επίπεδο, και με το που τελειώνει τον στρατό διορίζεται, δηλαδή στα εικοσιπέντε. Τώρα φαντάζομαι ότι την εποχή εκείνη δεν ήταν τα πράγματα διαφορετικά από ότι στην εποχή μου, όπου για τρεις συνεχείς προκηρύξεις θέσεων για σχολικούς συμβούλους το προαπαιτούμενο ήταν μια δεκαετής διδασκαλία μέσα στην τάξη, δηλαδή θα έπρεπε να γίνει τριάντα πέντε χρονών πριν μπορέσει να κάνει αίτηση. Τώρα, είναι δυνατόν με το που έκλισε την προαπαιτούμενη υπηρεσία να προκηρύχθηκαν και οι θέσεις, που ποτέ δεν γίνονται ακριβώς μετά από μια τετραετία που είναι η θητεία, αλλά λίγους μήνες αργότερα; Και με τι προσόντα πήρε τη θέση; Μεταπτυχιακό ή διδακτορικό αποκλείεται να είχε κάνει, θα ήταν χαζός να μην πάρει τα δύο ή τρία χρόνια εκπαιδευτικής άδειας που δικαιούνταν, όπως τα πήρα εγώ, αλλά τότε θα του έλειπαν δυο ή τρία χρόνια διδασκαλίας μέσα στην τάξη. Εξάλλου η Φακίνου δεν αναφέρει τίποτα τέτοιο. Η μόνη περίπτωση είναι να είχε πατέρα βουλευτή. Το λέω αυτό γιατί στο σχολείο που υπηρέτησα μετά την επιστροφή μου από το νησί διορισμού μου, την Κάσο, ήταν σχολικός σύμβουλος ένας δικός μου καθηγητής, γιος ενός βουλευτή. Χωρίς διδακτορικά και μεταπτυχιακά, εννοείται. Να μην αποκαλύψω ποιας ειδικότητας, πάντως δεν ήταν φιλόλογος για να τον έχω εγώ σχολικό σύμβουλο.
  Για πρώτη φορά ένοιωσα, σαν άντρας αναγνώστης, μια αμηχανία με την πλοκή. Η Ανδρέα παρατάει σύξυλο τον αρραβωνιαστικό της για να τα φτιάξει με το Σίμο, τον οποίο παντρεύτηκε στη συνέχεια. Όταν ο Σίμος τα φτιάχνει με ένα μοντέλο του, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι πληρώθηκε με το ίδιο νόμισμα. Της πέρασε άραγε από το μυαλό ότι όπως ένοιωσε αυτή όταν το ανακάλυψε, κάπως έτσι πρέπει να ένοιωσε και ο αρραβωνιαστικός της τότε; Το ότι ήταν απλώς αρραβωνιασμένοι και όχι παντρεμένοι, όταν μιλάμε για έρωτα, δεν έχει καμιά διαφορά.
  Όταν το ανακάλυψε το έσκασε, αλλά επέστρεψε. Και επειδή διαπίστωσε ότι αυτά τα ξενοπηδήματα αποτελούσαν μια θεραπεία για τον άντρα της όταν, στερημένος από έμπνευση, έφτανε στα όρια της αυτοκτονίας, φρόντιζε η ίδια να του πλασάρει, με έμμεσο τρόπο, κοπέλες, μαθήτριές του στη σχολή που δίδασκε παλιά. Όμως αυτός με την Απρίλια δεν τσίμπησε, αποφάσισε να δείξει δύναμη χαρακτήρα, και ας ήταν αυτή πιο όμορφη από τις δυο προηγούμενες που η γυναίκα του φρόντισε να του ρίξει πλάι του. Όταν όμως βρέθηκαν διακοπές στο νησί με το άλλο φιλικό ζευγάρι του φίλου που τους φιλοξενούσε, και η Ελένη του την έπεσε κανονικά και αυτός ανταποκρίθηκε, αυτή διαλύθηκε ψυχολογικά. Το ξαναέσκασε. Όμως επέστρεψε.
  Τον αγαπούσε τόσο ή φοβόταν τη μοναξιά; Η Φακίνου δεν μας λέει. Στην πραγματικότητα, σε παρόμοιες περιπτώσεις υπάρχουν και τα δυο, ο έρωτας και ο φόβος της μοναξιάς, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις βαραίνει περισσότερο ο έρωτας ενώ σε κάποιες άλλες ο φόβος της μοναξιάς. Και αν και η ιστορία με τον σχολικό σύμβουλο μου φαίνεται σαν εξαιρετικά απίθανη, η συγχώρεση του άπιστου είναι αυτό που συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις.
  Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις που ο σύζυγος ή η σύζυγος την κάνουν κανονικά, με τον γκόμενο ή την γκόμενα. Αλήθεια, τι θα έκανε η Ανδρέα αν ο Σίμος την παρατούσε για την Ελένη; Όταν θα ήταν αυτός που θα έφευγε και όχι αυτή; Θα τον ικέτευε να επιστρέψει, ή τι;  
  Μπορεί κάποιοι να τα βολεύουν για καιρό, και τη γκόμενα και τη γυναίκα, αλλά συνήθως αποκαλύπτονται στο τέλος, και τότε καλούνται να επιλέξουν, ή τη γκόμενα ή τη γυναίκα.  Στην περίπτωση βέβαια που δεν τους παρατήσει η γυναίκα, αρνούμενη να συγχωρήσει τον άπιστο.
  Η απόλυτη ευτυχία δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει, για έναν απλούστατο λόγο: Δεν μπορείς να έχεις «και την πίτα γερή και το σκύλο χορτάτο» (σελ. 271). Ή όπως το λένε οι ηθολόγοι, υπάρχει πάντα η πίσω όψη (του καθρέφτη, αναφέρομαι στον Κόνραντ Λόρεντς), οι δυσλειτουργικές πλευρές μιας κατάστασης. Και οι δευτερογενείς προσαρμογές δεν είναι πάντα εύκολες ή απόλυτες.

Ισμήνη Καπάνταη, Το άλας της γης



Ισμήνη Καπάνταη, Το άλας της γης, Καστανιώτης 2002, σελ.258

  Δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να ισχύει ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης για το βιβλίο καθώς, όπως διατείνονται πολλοί, είναι και αυτό καταναλωτικό προϊόν, αντίληψη με την οποία συμφωνώ εν μέρει. Το λέω αυτό βλέποντας το ιστορικό μυθιστόρημα να γνωρίζει μια άνθιση. Είναι η Ρέα Γαλανάκη, είναι η Μάρω Δούκα, πρόσφατα διάβασα τα τρία ιστορικά μυθιστορήματα του Γιάννη Καλπούζου, και τώρα έπεσε στα χέρια μου το «Άλας της γης» της Ισμήνης Καπάνταη, της οποίας δεν έτυχε μέχρι τώρα να διαβάσω κανένα έργο. Είναι τόσοι πολλοί οι συγγραφείς, και τόσα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που δεν έχω διαβάσει, τι να πρωτοπρολάβω.
  Η Ισμήνη Καπάνταη πριν από το μυθιστόρημα προτάσσει ένα κείμενο με τίτλο «Τα γεγονότα». Δεν είναι πρόλογος, δεν είναι εισαγωγή, είναι μια περίληψη των γεγονότων μέσα στα οποία εκτυλίσσεται το μυθιστόρημά της. Και τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται μέσα στη δεκαετία 1340-1350, στη Θεσσαλονίκη, τότε που, στο δυναστικό πόλεμο μεταξύ Ιωάννη Καντακουζηνού και Ιωάννη Ε΄Παλαιολόγου που παίρνει ταξικό χαρακτήρα, οι λαϊκές τάξεις παίρνουν το μέρος του Παλαιολόγου. Η ψυχή της εξέγερσης, η οργανωμένη πρωτοπορία όπως θα λέγαμε σήμερα, είναι οι Ζηλωτές, μια θρησκευτική αίρεση. Κράτησαν την πόλη για οκτώ περίπου χρόνια, μέχρι που τελικά νικήθηκαν από τις δυνάμεις του κυρ Γιάννη Καντακουζηνού.
  Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα «βιβλία». Στο πρώτο, που είναι και το μεγαλύτερο, περίπου το μισό του μυθιστορήματος, αφηγήτρια είναι η Ξένη η τρελή. Μια ακόμη τρελή μέσα στο ρεπερτόριο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπου φιγουράρουν η Μπλανς Ντυμπουά και η Οφηλία, αλλά και αρκετές άλλες, άγνωστες στη δύση, στο Θέατρο Νο, στο οποίο τα σχετικά έργα συνιστούν μάλιστα ιδιαίτερη κατηγορία. Στο δεύτερο έχουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση, για να τοποθετηθούν με περισσότερη σαφήνεια τα ιστορικά γεγονότα, ενώ στο τρίτο και το τέταρτο έχουμε πάλι πρωτοπρόσωπη αφήγηση, στο τρίτο του Μάρκου και στο τέταρτο και τελευταίο της Μελανίας. Οι αφηγήσεις αυτές είναι σε μεγάλο μέρος τους αναστοχαστικοί μονό-λογοι πάνω στα γεγονότα, ή μονό-λογοι με τη συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί το αιματοκύλισμα, συχνά εγκιβωτισμένοι, όπως ο παρακάτω λόγος της Μελανίας που απευθύνεται στον Μάρκο και ενσωματώνεται στην αφήγησή του, και εξεικονίζει χαρακτηριστικά τον γυναικείο ψυχισμό.
  «…σεις όλα τα γνωρίζετε και παίρνετε αποφάσεις... Ποιος όμως ρώτησε εμάς, δεν έχουμε εμείς λόγο; Όχι. Εμείς είμαστε εδώ για να σκύβουμε μονάχα το κεφάλι και να μαζεύουμε μετά, όπως το κάναμε όταν ήσασταν παιδιά με τα σπασμένα σας παιχνίδια, κομμάτια σκόρπια… ανθρώπινα κομμάτια…» (σελ. 183, οι τελίτσες της συγγραφέως).
  Σεις όλα τα γνωρίζετε και παίρνετε αποφάσεις/ Ποιος όμως ρώτησε εμάς, δεν έχουμε εμείς λόγο;
  Το έχω ξαναγράψει, μου έχει γίνει χόμπι να ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους σε πεζά κείμενα ή στον ελεύθερο στίχο της ποίησης. Τόσους πολλούς όμως όπως στο μυθιστόρημα αυτό δεν έχω ξανασυναντήσει. Τους υπογράμμισα, βαριέμαι να τους μετρήσω, σίγουρα είναι πάνω από είκοσι. Και σίγουρα μου διέφυγαν πολλοί, όπως οι παραπάνω που τους εντόπισα αντιγράφοντας το απόσπασμα, και μάλιστα είναι συνεχόμενοι. Έχω υπογραμμίσει, θυμάμαι, και κάποιους άλλους συνεχόμενους.
  Η Ξένη η τρελή δεν θέλει να παραδεχθεί ότι το διαμελισμένο σώμα που βρίσκεται μπροστά της είναι το σώμα του γιου της του Μιχαήλ, ενός από τους ηγέτες της εξέγερσης, του πιο χαρισματικού. Ο Μάρκος θέλει να το εκμεταλλευτεί αυτό, διαδίδοντας ότι ο Μιχαήλ δεν πέθανε αλλά ζει, και ότι ο αγώνας συνεχίζεται.
  Είναι άραγε δυνατό κάτι τέτοιο;
  Φαίνεται πώς είναι. Ο Πούσκιν στην τραγωδία του «Μπορίς Γκοντουνόφ», που στους περισσότερους μας είναι γνωστή από την όπερα του Μουσόργκσκι, αναφέρεται σε ιστορικά περιστατικά. Ο Μπορίς Γκοντουνόφ δολοφονεί τον διάδοχο Δημήτριο και παίρνει το θρόνο. Αργότερα όμως εμφανίζεται ένας ψευτο-Δημήτριος, υποστηρίζοντας ότι αυτός είναι ο διάδοχος και κατάφερε να ξεφύγει από το δολοφονικό χέρι του Μπορίς, και ότι κρυβόταν για χρόνια περιμένοντας να ωριμάσουν οι συνθήκες ώστε να μπορέσει να πάρει εκδίκηση. Όμως οι δυνάμεις του θα συντριβούν.
  Ο Μάρκος δεν θα προχωρήσει τελικά στο σχέδιό του. Θα εμφανιστεί μπροστά στην Ξένη για να της επιβεβαιώσει το θάνατο του γιου της.    
  Διαβάζουμε:
  «Ο άρχοντας Ιωάννης, αν και είχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία από τον πατέρα του, έναν σκοπό είχε μονάχα στη ζωή του, πώς ν’ αποκτήσει κι άλλα, πράγμα καθόλου δύσκολο για τους Δυνατούς, τα χρόνια εκείνα, που δάνειζαν τον κόσμο τον φτωχό με τόκους φοβερούς κι άρπαζαν μετά το έχει τους αυγατίζοντας το δικό τους» (σελ. 217).
  Σήμερα αυτή τη δουλειά την κάνουν οι τράπεζες. Σωστά διάβασα ότι ξανάρχισαν οι πλειστηριασμοί για πρώτη κατοικία;
  Ήξερα την Ισμήνη Καπάνταη σαν όνομα, τώρα διαπιστώνω ότι είναι και μια πάρα πολύ καλή μυθιστοριογράφος. Έχω πει ότι έχω βάλει σαν στόχο να διαβάσω ένα μυθιστόρημα από κάθε συγγραφέα τον οποίο δεν έχω διαβάσει ακόμη – στα εξηντατρία μου δεν έχω άλλα περιθώρια – αλλά αν πέσει στα χέρια μου και άλλο βιβλίο της Ισμήνης Καπάνταη θα το διαβάσω.
 

Sunday, August 25, 2013

Ίβο Άντριτς, Ταραγμένοι καιροί



Ίβο Άντριτς, Ταραγμένοι καιροί (μετ. Χρήστος Γκούβης), Καστανιώτης 2002, σελ. 305

  Τον Ίβο Άντριτς τον ήξερα από μαθητής, όταν από τις εκδόσεις Δαρεμά ή κάτι τέτοιο κυκλοφορούσε το μυθιστόρημά του «Το γεφύρι του Δρίνου». Όμως δεν το διάβασα, απλά ήξερα τον συγγραφέα και το βιβλίο. Επέπρωτο να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να διαβάσω κάτι δικό του. Η συλλογή διηγημάτων «Ταραγμένοι καιροί» είναι ένα από τα τέσσερα βιβλία που δανείστηκα, εδώ στην Κρήτη, από τον ξάδελφό μου τον Γιώργη τον Τζανετάκη.
  Διαβάζοντας το βιογραφικό του στη Βικιπαίδεια βλέπω ότι έζησε σε ταραγμένους καιρούς (1892-1975), και μάλιστα ενεπλάκη με την πολιτική του δράση σ’ αυτούς. Όμως οι ταραγμένοι καιροί στους οποίους αναφέρεται στα διηγήματά του είναι οι πριν τη γέννησή του, λίγο πριν και λίγο μετά την προσάρτηση της πατρίδας του της Βοσνίας στην Αυστροουγγαρίας, η οποία πρώτα ήταν κτήση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
  Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο στον Άντριτς είναι η διεισδυτικότητά του στον ψυχισμό των ηρώων του. Όσο εντυπωσιακά και αν είναι τα γεγονότα που αφηγείται στις ιστορίες του, άλλο τόσο  εντυπωσιακός είναι και ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τον αντίκτυπο των γεγονότων αυτών στον ψυχισμό των ηρώων του. Στο πρώτο μάλιστα, εκτενέστατο διήγημα, που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, η πλάστιγγα κλείνει περισσότερο προς τον δεύτερο.
  Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ο μη τυπικός χαρακτήρας των ηρώων του. Παρά το ότι ο Άντριτς κατέλαβε σημαντικές πολιτικές θέσεις δεν ξέρω κατά πόσο ήταν κομμουνιστής, σίγουρα όμως έχει γυρίσει τις πλάτες του στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
  Δεν έχει νόημα να μιλήσω για κάθε διήγημα ξεχωριστά, θα αναφερθώ όμως σε ένα, πολύ εκτενές επίσης, πολύ σπαρταριστό, που έχει τίτλο «Η πρόβα». Κεντρικός ήρωας σ’ αυτήν είναι ένας «μη τυπικός» καλόγερος, ο φρα-Σέραφιν. Από όπου περνά σκορπάει το γέλιο, αλλά και βάζει τους ανωτέρους του σε μπελάδες με τη «μη τυπική» συμπεριφορά του. Ένας τέτοιος «μη τυπικός» καλόγερος είναι και ο καλόγερος στην παρέα του Ρομπέν των Δασών, τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται στον «Ιβανόη» του Walter Scott.
  Διαβάζοντας την βιβλιοκριτική που έγραψα για αυτό το βιβλίο για να βάλω τον σύνδεσμο, είδα μια αναφορά που έκανα στον παπά-Γιωργάκη.
  Ο παπά-Γιωργάκης ήταν ένας μη τυπικός παπάς, όπως ο φρα-Σέραφιν ήταν ένας μη τυπικός καλόγερος. Ήταν τόσο γραφικός ο συγχωρεμένος, ώστε ένα ξένο περιοδικό τον έβαλε εξώφυλλο. Άκουσα μάλιστα ότι με τα σπασμένα αγγλικά του έκανε κάποτε ερωτική εξομολόγηση σε μια τουρίστρια.
   Τον παπά-Γιωργάκη τον γνώρισα και από πιο κοντά, και όχι μόνο σε εκείνο το ατυχές επεισόδιο που αναφέρω στην παραπάνω βιβλιοκριτική, αλλά και στο κεφάλαιο Προλήψεις και Δεισιδαιμονίες του βιβλίου μου «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Ήταν στο σπίτι της συγχωρεμένης της θείας μου της Πολύμνιας, με την οποία ήταν συγγενής. Ανάμεσα στα διάφορα ξεκαρδιστικά που μας είπε ήταν και το παρακάτω ανέκδοτο.
  Η παπαδιά στέλνει τον παπά να πάρει ψάρια. Είναι Σάββατο, έχει λαϊκή. Γυρνώντας από τη λαϊκή ο παπάς συναντά μια γυναίκα, τροφαντή και ζουμερή, που τον ρωτάει: -Παπά, ξέρεις να μου πεις πού βρίσκεται το μ…ί στη γυναίκα, μπροστά ή πίσω; -Με δουλεύεις; της απαντάει ο παπάς, όλος ο κόσμος το ξέρει. –Βάζουμε στοίχημα ότι δεν ξέρεις; -Τι στοίχημα; -Αν το βρεις θα σταθώ να με π…ήξεις, αν δεν το βρεις θα μου δώσεις το ψάρι που κρατάς. Δέχεσαι; -Δέχομαι, λέει ο παπάς (θα μπορούσα εδώ να προσθέσω «αδημονώντας», μια και του καλάρεσε η γυναίκα αυτή, αλλά δεν θέλω να γράψω παραπάνω πράγματα από αυτά που είπε ο παπά-Γιωργάκης για να κάνω την ιστορία πιο γλαφυρή).
-Για πες μου λοιπόν πού βρίσκεται; -Μπροστά, κάνει ο παπάς. –Αμ δε, του λέει αυτή, και γυρνώντας του τον πισινό της κατεβάζει το βρακί και του το δείχνει.
  Πηγαίνει ο παπάς στο σπίτι, παπά πού είναι τα ψάρια, άστα παπαδιά, σκόνταψα και χύθηκαν στο δρόμο, και πριν προλάβω να τα μαζέψω όρμησαν κάτι γάτες και τα άρπαξαν.
  Το άλλο Σάββατο ο παπάς γυρνάει πάλι από τη λαϊκή κρατώντας μια σακούλα ψάρι. –Παπά, βάζουμε στοίχημα ότι δεν ξέρεις πού βρίσκεται το μ…ί; του λέει η ίδια γυναίκα.-Βάζουμε, λέει ο παπάς. Φυσικά έβαλαν το στοίχημα που είχαν βάλει και την προηγούμενη φορά. –Πού είναι; -Πίσω. –Αμ δε, του λέει αυτή, και γέρνοντας ελαφρά προς τα πίσω το κορμί της κατεβάζει τη βράκα της και του το δείχνει.
  -Παπά, πού είναι το ψάρι; του λέει αγανακτισμένη η παπαδιά που τον βλέπει να γυρνάει πάλι με άδεια χέρια. Και ο παπάς: -Παπαδιά, αν δεν σταθεροποιηθεί το μ…ί της γυναίκας δεν πρόκειται να φας ψάρι.
  Και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές μου ήλθε στο νου ένας άλλος παπάς, επίσης μη τυπικός, έχω ξεχάσει το όνομά του, ξέρω όμως από ποιο χωριό είναι αλλά προτιμώ να μην το αναφέρω. Μάλιστα αυτός δεν την γλίτωσε όπως ο φρα-Σέραφιν, για κάποιο διάστημα ο Δεσπότης τον έκανε αργό, αν θυμάμαι καλά. Κάποτε βρεθήκαμε σε μια παρέα, σε ένα καφενείο στη Θριπτή. Ξεραθήκαμε στα γέλια με αυτά που μας έλεγε.
  Κυκλοφορούσαν και γι’ αυτόν πολλές ιστορίες, αλλά αυτή που θυμάμαι είναι η παρακάτω.
  Ο παπάς έχει τρακάρει με το αγροτικό του, που το αγόρασε πριν λίγο καιρό. Τον βλέπει λίγο αργότερα ένας χωριανός και τον ρωτάει –Παπά, πώς έγινε έτσι το αμάξι σου; -Άστα, μου βγήκε κουτουλιάρικο, απαντάει αυτός.
  Κρητικό αστείο, που μόνο οι παλιοί μπορούν να το καταλάβουν, τότε που κάθε οικογένεια είχε την κατσίκα της για το γάλα της, τα κατσικάκια της αλλά και για το δικό της κρέας όταν γερνούσε-αν δεν ψοφούσε στο μεταξύ, εννοείται. Ένα ελάττωμα που μπορούσε να έχει μια κατσίκα είναι, όταν την άρμεγαν, ή να χύνει το γάλα δίνοντας μια κλωτσιά στην κατσαρόλα ή να τα κάνει μέσα σ’ αυτήν γεμίζοντας το γάλα προβατσουλιές. Ένα άλλο ήταν να κουτουλάει. Αυτές ήταν οι κουτουλιάρικες κατσίκες. Έφαγα κι εγώ μια κουτουλιά από μια τέτοια κατσίκα. Από τότε έμαθα να τις πλησιάζω με προσοχή.
  Όμως ας ξαναγυρίσουμε στον Άντριτς.
  Ο Άντριτς ήταν Κροάτης αλλά γεννήθηκε στη Βοσνία. Σε ένα από τα διηγήματά του γράφει ότι «Η Βοσνία είναι η χώρα του μίσους» (σελ. 299), και πιο κάτω «Γιατί ο τόπος αυτός, ο φτωχός και καθυστερημένος, όπου ζουν κοντά κοντά, μαζί, τέσσερις διαφορετικές πίστεις, θα χρειαζόταν τέσσερις φορές περισσότερη αγάπη, κατανόηση και ανοχή απ’ όση στις άλλες χώρες. Κι αντίς γι’ αυτό, στη Βοσνία η αδυναμία συνεννόησης που με τον καιρό μετατρέπεται σε ανοιχτό μίσος, είναι η συνηθισμένη σχεδόν κατάσταση ανάμεσα στους ανθρώπους» (σελ. 301). Λίγο πιο πριν είχε γράψει, προφητικά: «…στα σκοτεινά κι απρόσιτα έγκατα της ψυχής των ανθρώπων κρύβονται θύελλες μίσους, λαίλαπες συμπυκνωμένου και στοιβαγμένου μίσους που ωριμάζουν λίγο λίγο και παραμονεύουν την ώρα τους» (σελ. 299).
  Η ώρα αυτή ήλθε το 1992, αλλά ευτυχώς ο Άντριτς δεν έζησε για να τη δει. Πέθανε το 1975.
  Μεγάλος συγγραφέας ο Άντριτς, θα ξαναδιαβάσω βιβλίο του αν πέσει στα χέρια μου.

Tuesday, August 20, 2013

Ένα φωτογραφικό συμπλήρωμα στο βιβλίο μου "Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά"

Δεξιά είναι το μαγγανοπήγαδο. Στην κορυφή στον κύλινδρο έμπαινε ο σωλήνας που είναι πεσμένος στο πλάι. Στην άκρη του δεμένο ένα γαϊδουράκι γύρναγε γύρω γύρω. Το νερό ανέβαινε και κυλούσε από το μικρό αυλακάκι, μπροστά στην τσιμεντόπλακα.
Κάποτε εγκαταλείφθηκε το μαγγανοπήγαδο και αντικαταστάθηκε με βενζινοκίνητη μηχανή. Αλλά μετά από κάποια χρόνια εγκαταλείφθηκε και αυτή. Κείτεται σκουριασμένη. Το σκοινάκι που το τυλίγαμε στον κύλινδρο και το τραβούσαμε για να πάρει μπροστά βρίσκεται ακόμη εκεί, με το ξυλάκι στην άκρη του.
Μπροστά φαίνονται πλαστικές σωλήνες νερού. Αυτές αντικατέστησαν τη μηχανή. Το νερό έρχεται από τη Μαλάβρα. Η παροχή είναι εκεί κοντά.
Αυτά βρίσκονται στο περβόλι του Νίκου του Πετράκη, ταμεία του συλλόγου μας στην Αθήνα, κοντά στο σπίτι μας. Στο δρομάκι περπατώ τις μέρες που δεν πάω για μπάνιο.










Στο σπίτι μας η εξέλιξη ήταν παρόμοια, αλλά όχι ακριβώς η ίδια. Εμείς δεν είχαμε μαγγανοπήγαδο αλλά μαγγάνι. Σαν αυτό στη φωτογραφία.

Με τη διαφορά ότι ο κύλινδρος στη μέση ήταν κανονικός κύλινδρος, και όχι σιδερένιος αλλά ξύλινος.







Ρίχναμε τον κουβά μέσα στο πηγάδι, τινάζαμε λίγο το σκοινί για να πάει με το πλάι και να βυθιστεί στο νερό, και μετά τον τραβάγαμε πάνω. Χύναμε το νερό στο στερνάκι, στο κάτω μέρος του οποίου υπήρχε μια τρύπα, μπροστά στο μικρό στερνάκι, την οποία φράσαμε. Όταν γέμιζε το στερνάκι την ανοίγαμε, αλλά συχνά βάζαμε και ένα ξύλο για να μειωθεί η πίεση του νερού και να μη χύνεται έξω. Έχυσα κουβάδες ιδρώτα βγάζοντας ακόμα πιο πολλούς κουβάδες νερό.
Και κάποτε σώθηκα: ο πατέρας μου τοποθέτησε βενζινομηχανή. Βρίσκεται κι αυτή σκουριασμένη πάνω στο πηγάδι, ενώ μπροστά είναι η σωλήνα που ήταν βυθισμένη στο πηγάδι και από την οποία έβγαινε το νερό.
Αργότερα συνδεθήκαμε κι εμείς με μια παροχή νερού. Γρήγορα όμως την εγκατέλειψα, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα μου, γιατί βρήκα μια λύση καλύτερη: το βατραχάκι. Το βατραχάκι είναι μια μηχανή άντλησης νερού που δουλεύει με ρεύμα. Με ένα χρονοδιακόπτη κανονίζω ώστε να τροφοδοτείται με ρεύμα κάπου μια ώρα την ημέρα. Έτσι ποτίζονται οι πορτοκαλιές και οι μανταρινιές του περβολιού μας.


Στη διπλανή φωτογραφία διακρίνονται το σκοινάκι με το οποίο έχω δέσει το βατραχάκι που είναι μέσα στο πηγάδι, δεμένο στην παλιά σωλήνα, το καλώδιο που τροφοδοτεί το ρεύμα και πιο πίσω η σωλήνα από την οποία τρέχει το νερό.






Μπροστά είναι μια μανταρινιά και δεξιά, μόλις που φαίνεται ο κορμός της, μια πορτακαλιά, φαλοφόρα. Πήγαινα δευτέρα δημοτικού και στη φυτολογία μάθαμε πώς γίνονται τα δέντρα, με τα κουκούτσια. Έφαγα ένα πορτακάλι από τη μια από τις δυο πορτακαλιές που έχουμε στο περβόλι, που τα πορτακάλια τους έχουν κουκούτσια. Μάζεψα τα κουκούτσια και τα έβαλα σε μια γλάστρα που το λουλούδι της είχε ξεραθεί. Μετά από κάμποσο καιρό φύτρωσαν. Η μητέρα μου πήρε τα φυτά και τα μεταφύτεψε σε μια πρασιά στο περβόλι. Όταν μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο, ο πατέρας μου τα πήρε και τα φύτεψε στη θέση που είναι σήμερα. Από τα κουκούτσια βγαίνουν νερατζές, αλλά ο πατέρας μου τις κέντρισε, τις τρεις πορτακαλιές και τις άλλες δυο μανταρινιές. Όμως τη μια πορτακαλιά την ξεπατώσαμε, γιατί ήταν φυτεμένη πολύ κοντά στις άλλες και ήταν ασθενική.
Και κάποιες ακόμη φωτογραφίες.

Το πρώτο σιδερένιο αλέτρι στο χωριό μας, που αντικατέστησε το ξύλινο. Το αγόρασε ο πατέρας μου πριν πολλές δεκαετίες. Τώρα κοίτεται στην άκρη του περβολιού, περιμένοντας τη θέση του στο μουσείο του χωριού μας, αν ποτέ αξιωθεί ο σύλλογος να φτειάξει ένα, ή κάποιον κλέφτη να το βουτήξει.





Η σκάφη που έπλενε τα ρούχα μας η μητέρα μου, με νερό από το πηγάδι. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε το πηγάδι, γιατί οι περισσότερες χωριανές μας πήγαιναν στο πλυσταριό, κοντά στην πλατεία, στη μεγάλη βρύση.








Ο φούρνος όπου η μητέρα μου έψηνε το ψωμί, το ψητό και τις καλλιτσούνες το Πάσχα.










Και δυο πιθάρια, ένα μεγάλο

και ένα μικρό, όπου βάζαμε λάδι. Η διακόσμηση είναι μεταγενέστερη. Αλήθεια σας λέω, δεν είναι αρχαία.










Την αποθήκη στο βάθος, με ελενίτ, την έκανα αφού πέθανε ο πατέρας μου. Εκεί βάλαμε όλα τα συμπράγκαλά του, ψεκαστήρα, σκάλες, σκαλίδες κ.λπ. όπως και της μητέρας μου, τον αργαλειό, το μύλο, το χαβάνι, το σίδερο με κάρβουνα, κ.ά. Έκανα αναβάθμιση της παλιάς αποθήκης σε τραπεζαρία.







Είχα την ατυχή έμπνευση να συνδέσω την αποθήκη αυτή με μια μπαλαντέζα, από την οποία τροφοδοτούσα με ρεύμα και τα φωτιστικά που είχα βάλει πάνω στον τοίχο του περβολιού. Λέω ατυχή, γιατί, συνδεμένη με τον σκελετό που στήριζε παλιά μια κλιματαριά και την οποία ξεπάτωσα αφού υπήρχε η άλλη στην αποθήκη, να μη μου βρωμίζει την αυλή με σάπιες ρόγιες, αποτέλεσε μια αερογέφυρα. Μια αερογέφυρα που συνέδεε μια μητρόπολη αρουραίων μέσα στο πηγάδι με την αποικία που έφτιαξαν στην αποθήκη. Έτσι μπορούσαν να πηγαινοέρχονται με απόλυτη ασφάλεια, χωρίς να φοβούνται τις γάτες.


























Μείνετε συνδεδεμένοι, θα προσθέσω και άλλες φωτογραφίες.









Από την αποθήκη μου. Την οποία όπως είπα την έφτιαξα για να αδειάσω την άλλη αποθήκη που την έκανα τραπεζαρία. Θα την είχα αδειάσει, αλλά δεν θέλω να πετάξω αντικείμενα που με δένουν συναισθηματικά με τα παιδικά μου χρόνια, αλλά και με τους γονείς μου.

Αριστερά το χαβάνι και στο κέντρο το σίδερο με κάρβουνα, τοποθετημένα πάνω στον αργαλιό της μητέρας μου.









Μετά τη σκάφη, ένα πλυντηριάκι, το πράσινο, που δεν ζέσταινε το νερό, απλά γύρναγε τα ρούχα. Αριστερά δίπλα του η άλλη σκάφη, εκεί που η μητέρα μου ζύμωνε το αλεύρι. Δεξιά ένα πανέρι πάνω σε ένα κόσκινο.








Δεν φαίνεται καθαρά, είναι σε πρώτο πλάνο, μπροστά από τις κατσαρόλες, το πάνω μέρος ενός άλλου σίδερου με κάρβουνα. Όταν μας χάλασε πήραμε αυτό που ανάρτησα πιο πάνω.










Το σκέπασμα του φούρνου. Μπροστά η ψεκαστήρα του πατέρα μου και πίσω διακρίνεται το κοντάρι και ο μοχλός από το "διαβολάκι", ένα ραβδιστικό μηχάνημα, το πρώτο της γενιάς του, που σκόρπιζε τις ελιές μακριά από τα δίκτυα. Δούλεψε ένα χρόνο, το χειμώνα του 1987-1988, για την ακρίβεια τις διακοπές των Χριστουγέννων.




Και το φουρνόξυλο. Πάνω εκεί τοποθετούσε η μητέρα μου το ψωμί και το έσπρωχνε μέσα στο φούρνο, και τα ταψιά με το ψητό και τις καλλιτσούνες.









Και οι σκάλες, που ανεβαίνουμε για να ραβδίσουμε τα ψηλά κλαδιά στις ελιές.











Και ένα ανέκδοτο, που μου το είπε ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης. Δείχνει ότι οι πνευματικοί άνθρωποι είναι τόσο πολύ αφοσιωμένοι στις αναζητήσεις τους και δείχνουν τόσο λίγο ενδιαφέρον για τα εγκόσμια, που συχνά δεν έχουν καθόλου πρακτικό νου. Ο καθηγητής μένει μόνος και έχει δυο γάτες, μια μεγάλη και μια μικρή. Τον ενοχλούν από τα διαβάσματα και τα γραψίματά του γρατζουνώντας την πόρτα για να μπουν μέσα, αναγκάζοντάς τον έτσι να διακόψει, να σηκωθεί και να τους ανοίξει. Φωνάζει λοιπόν ένα μαραγκό και του λέει να ανοίξει δυο τρύπες στην πόρτα, μια μεγάλη και μια μικρή, τη μεγάλη για να μπαίνει από αυτή η μεγάλη γάτα και τη μικρή για να μπαίνει από αυτή η μικρή γάτα. Φαντάζομαι σαν αυτή που είναι στη φωτογραφία.

Την τρύπα αυτή δεν την άνοιξε κανένας μαραγκός, την άνοιξαν τα ποντίκια. Τα οποία, πιο πρακτικά, άνοιξαν μόνο μια τρύπα, για να χωρούν τα μεγάλα, και από την ίδια τρύπα να μπαίνουν και τα μικρά.








Και τρεις ακόμη φωτογραφίες

 Τώρα είναι τζάκι διακοσμητικό, δεν λειτουργεί, αλλά παλιά ήταν η παραστιά (πυροστιά, πυρός εστία), όπου με ξύλα η μητέρα μου μαγείρευε το φαγητό.

Μετά ήλθαν τα πετρογκάζ. Το άφησα εκεί μήπως λέει το χρειαστώ, αν έχουμε καμιά διακοπή ρεύματος. Δεν χρειάστηκε να το χρησιμοποιήσουμε ποτέ.








Το πετρογκάζ το αντικατέστησε ένα ηλεκτρικό φουρνάκι με τρία μάτια πάνω.












Για χρόνια δεν είχαμε ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή αποκτήσαμε ένα τρανζίστορ. Μετά μια τηλεόραση. Εδώ είναι η κεραία. Ο πατέρας μου έβλεπε μόνο τις ειδήσεις. Εδώ είναι η κεραία. Με θάμπωνε ο ήλιος, πήρα στα τυφλά, φαίνεται το κοντάρι με τον μετασχηματιστή.






Ήταν νομίζω το 1999. Ο γιος μου μας έκανε εκβιασμό: ή βάζετε δορυφορική ή δεν έρχομαι στην Κρήτη. Τι να κάνουμε, ένα τον έχουμε, του κάναμε το χατήρι. Μιλάμε βέβαια για τα ελεύθερα κανάλια, νόβες και τέτοια για δυο μήνες ήταν πεταμένα λεφτά. Εξάλλου και ο γιος μου τα ελεύθερα ήθελε.

Για τη ζέστη βάλαμε πρώτα ανεμιστήρες. Μετά μια χωριανή μού είπε για το στόκο, αυτόν που χρησιμοποιούν στα θερμοκήπια, πόσο μειώνει τη θερμοκρασία με το άσπρο του χρώμα. Γι' αυτό η ταράτσα είναι άσπρη. Μετά ήλθαν τα κλιματιστικά. Εδώ είναι η εξωτερική μονάδα του ενός από τα δυο που έχουμε. Στο βάθος ο ανηφοράς (άνω φέρω τον καπνό), καλυμμένος, για να μην μπαίνουν τα ποντίκια.



Και μια τελευταία φωτογραφία: ο προφήτης Ηλίας, από την ταράτσα του σπιτιού μου. Δεν θα ξαναδούμε ποτέ πια αυτό το ανθρώπινο φίδι, ελικοειδές, να ανεβαίνει το μονοπάτι που πηγαίνει στην κορυφή. Όλοι τώρα πηγαίνουν με τα αυτοκίνητα στον εσπερινό και ανήμερα της γιορτής του.





Και μια φωτογραφία ακόμη: Το αλώνι που έφτιαξε ο πατέρας μου στο χωράφι μας στον Καλαμάτη, περιοχή Επισκοπή. Πουλήθηκε πρόπερσι. Το έφτιαξε κάπου το 1970, και αλώνεψε μόλις δυο ή τρεις φορές. Ήταν στην περίοδο της μετάβασης από την αυτοκατανάλωση στην αγορά, όσον αφορά το ψωμί.