Book review, movie criticism

Wednesday, October 30, 2013

Sohrab Shahid Saless, Reifeszeit, Grabbe’s letzte Sommer, Tagesbuch eines Liebenden, Das Weidenbaum



Sohrab Shahid Saless, Reifeszeit (Η εποχή της ωριμότητας, 1976)

  Σε προηγούμενη ανάρτησή μου έγραφα ότι σταδιακά οι ιρανοί σκηνοθέτες δυτικοποιούνται, και έφερα ως παράδειγμα τον Κιαροστάμι με το Copie Conforme, αλλά βλέπω ότι η ιστορία ξεκινάει από πιο πριν, από το 1976, με το Reifeszeit (Η εποχή της ωριμότητας) του Sohrab Shahid Saless.
  Όχι ακριβώς. Παρόλο που η ταινία είναι γερμανική, ο Σάλες επιμένει ιρανικά. Θυμίζει το «Απλό γεγονός», αλλά και το «Ακίνητη ζωή», ταινίες για τις οποίες έχουμε γράψει.
  Τα παιδιά των φτωχών ωριμάζουν ταχύτατα και νωρίς, τα Bildungsromane αφορούν τα παιδιά των πλουσίων. Το μικρό αγόρι έχει μια μητέρα πόρνη, και πρέπει να επιβιώσει μέσα στη φτώχεια και την παραμέληση, χωρίς να εγκαταλείπει όμως τα όνειρά του (Αποταμιεύει για να αγοράσει ένα ποδήλατο. Στο μεταξύ κλέβει γλυκά από τις τσέπες των συμμαθητών του για να δελεάσει ένα άλλο παιδί να του δανείζει το ποδήλατό του για μερικές βόλτες. Όχι μακριά, μπροστά του, πηγαίνοντας γύρω γύρω).
  Σκηνοθετικά μου θύμισε Αγγελόπουλο, όχι για τα μακριά πλάνα αλλά για τις μακριές σκηνές. Συναντάμε αρκετά συχνά και το εφέ της επανάληψης (σε πολυμοναδικές σκηνές θα λέγαμε στην αφηγηματική λογοτεχνία, σκηνές δηλαδή που υποβάλλουν την αίσθηση ότι έχουν επαναληφθεί και άλλες, και άλλες φορές, όπως τα ψώνια στην κυρία τάδε). Μου θύμισε και τον Φασμπίντερ σε κάποιες ταινίες του, που τις είδα πριν χρόνια, για την απλότητα της ιστορίας και της αφήγησης. Ο συνειρμός βέβαια προκλήθηκε κυρίως από τη γλώσσα.

Grabbes letzte Sommer (1980).

  Ο Saless το 1976 πήγε στη Γερμανία όπου γύρισε τα επόμενα έργα του. Από ό, τι φαίνεται όμως, θα μείνει στην ιστορία κυρίως για τα ιρανικά του, τα δυο έργα που αναφέραμε πιο πάνω. Στον παραπάνω σύνδεσμο στη Βικιπαίδεια, στο τμήμα «κινηματογραφικό στυλ» σχολιάζονται μόνο αυτές οι ταινίες. Στο ίδιο στυλ ανήκει και η «Εποχή της ωριμότητας», καθώς γυρίστηκε την ίδια χρονιά που πήγε στη Γερμανία.
  Εκεί γύρισε τις επόμενες ταινίες του καθώς και μερικές για την τηλεόραση, φαντάζομαι για βιοποριστικούς λόγους. Μάλιστα το «Τελευταίο καλοκαίρι του Grabbe» δεν υπάρχει καν στη φιλμογραφία του Saless στη βικιπαίδεια.
  Ποιος ήταν αυτός ο Grabbe;
  Βρήκα κάποια στοιχεία στην βικιπαίδεια. Συνομήλικος του Μπύχνερ δεν ευτύχισε να γνωρίσει τη φήμη του. Τον ξέθαψαν οι ναζί, λόγω κάποιων αντισημιτικών στοιχείων που υπάρχουν στο έργο του.
  Το έργο του Saless στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Thomas Valentin και εκδόθηκε το 1980. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι αβανταδόρικο εμπορικά, όχι να γράφεις τη βιογραφία, αλλά να παρουσιάζεις μυθιστορηματικά ένα επεισόδιο από τη ζωή κάποιου διάσημου προσώπου. Το λέω αυτό γιατί πριν λίγους μήνες παρουσιάσαμε το μυθιστόρημα του Martin Walser Ein liebender Mann (Ένας ερωτευμένος άνθρωπος) που αναφέρεται στον έρωτα του εβδομηντατριάχρονου Γκαίτε με μια νεαρή δεκαοχτάχρονη κοπέλα. Ο Valentin γράφει για το «Τελευταίο καλοκαίρι» του Grabbe, πριν το θάνατό του.
  Δεν ξέρουμε σε πιο βαθμό ο Valentin χρησιμοποιεί επινοημένα στοιχεία εκτός από τα βιογραφικά, και ποια από αυτά ενσωματώνει στην τηλεοπτική μεταφορά του ο Saless, πάντως στο έργο ο Grabbe μας παρουσιάζεται όχι απλά σαν αλκοολικός, αλλά σαν εντελώς παρανοημένος.
  Ο αργός ρυθμός της τηλεταινίας ήταν ο πιο κατάλληλος για να μην κουραστώ, γριπιασμένος καθώς ήμουν βλέποντάς τη. Χωρίς να με συναρπάσει όπως τα feature έργα του, την είδα πάντως ευχάριστα, και φυσικά έμαθα για έναν συγγραφέα, θεατρικό κυρίως, τον οποίο αγνοούσα.
  Και μια ατάκα από το έργο:
  «Η ζωή έχει τρία καλά: την άνοιξή σου, την πρώτη σου αγάπη και την επανάσταση».
Γιατί δηλαδή, οι επόμενες αγάπες δεν αξίζουν; Όσο για την επανάσταση, ακόμη την περιμένουμε.

Tagesbuch eines Liebender (1977)

  Δεν υπήρχε περίληψη για το «Ημερολόγιο ενός ερωτευμένου» στο IMDb και είπα να γράψω μια. Είναι η παρακάτω. Δεν την έχουν εγκρίνει ακόμη. Δεν ξέρω και αν την εγκρίνουν τελικά.

Τελικά την ενέκριναν (http://www.imdb.com/title/tt0075303/reviews-1)

  A young man, depressed, writes down in his diary about his everyday uneventful life. He has quarreled with his girlfriend, Monika. She doesn't seem around. Instead, his mother visits him. She is very anxious; her son doesn't seem to be well. Some other people he comes across have the same impression. Instead of going for a vacation, he stays at home. He paints the kitchen white, a color Monika doesn't like. A few days later a policeman visits him. Does he know anything about Monika? Her parents are seeking her, but she seems to have disappeared. Suspense is created. Where is Monika? Only a few minutes before the end of the movie we will find out. She is under his bed. Strangled.
 
  Και εδώ βλέπουμε την ίδια καθημερινή ρουτίνα που είδαμε και στα προηγούμενα έργα του Σάλες, με τη διαφορά ότι κάποια στιγμή δημιουργείται το σασπένς: μήπως συνέβη κάτι στη Μόνικα, και δεν είναι απλά εξαιτίας του καυγά που δεν έδωσε σημεία ζωής; Εδώ για πρώτη φορά ο Σάλες φλερτάρει με αποκλίνοντες ήρωες όπως ο Grabbe, αν και θα μπορούσε ο ήρωάς του να είναι ο ήρωας του Reifeszeit, ως νέος πια. Μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία δεν είναι η καλύτερη εγγύηση για μια ισορροπημένη ώριμη ζωή.

Der Weidenbaum-The willow tree-Η ιτιά (1984)

  Μια ακόμη τηλεταινία του Σάλες, και η δεύτερη πάνω σε ιστορία του Άντον Τσέχωφ (η πρώτη ήταν το «Μια ζωή», 1981) ένα συγγραφέα που αγαπούσε πολύ. Μετά τους κλειστούς χώρους στους οποίους μας είχε συνηθίσει, με εξαίρεση την «Ακίνητη ζωή», απολαμβάνουμε υπαίθρια τοπία. Λυρική ταινία, ο λόγος περιορίζεται στο ελάχιστο, η κάμερα παρακολουθεί τους ήρωες σε μακρά πλάνα στις κινήσεις τους. Φαντάζομαι θα άρεσε πολύ στον Τσέχοφ, αν προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες των ουρανών.  
Έγραψα και μια περίληψη για το IMBd
An old man sees a man killing the postman in a post-carriage. Then this man hides a bag in a hole in the willow tree. The old man delivers the bag to the police. There, the police officers take the money and give the bag back to him ordering him to deliver it to another service. So
he does. But the killer comes asking for his bag. He hits the old man when he hears that he delivered it to the police. They both go to the police, where he asks for the money acknowledging that he killed the postman. They throw them away. The killer stays a few days with the old man refusing to leave. At the end, desperate, commits suicide by
drowning in the river.



 
 


 

Saturday, October 26, 2013

Asghar Farhadi, Le passé (Το παρελθόν, 2013) και «Χορεύοντας στη σκόνη» (2003)



Asghar Farhadi, Le passé (Το παρελθόν, 2013) και «Χορεύοντας στη σκόνη» (2003)

  Σε κάποιες αναρτήσεις μου έχω γράψει για τον αμερικάνικο πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, με την έννοια ότι τα χολιγουντιανά προϊόντα κατακλύζουν τις κινηματογραφικές αίθουσες παγκόσμια, των ελληνικών μη εξαιρουμένων. Τώρα βλέπω έναν άλλο ιμπεριαλισμό, τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό της Δύσης, που «απορροφά» ταλαντούχους σκηνοθέτες της Ανατολής. Η αρχή έγινε με τους κινέζους. Έχω υπόψη μου τον Τζανγκ Γιμόου, που μετά τις θαυμάσιες πρώτες κινέζικες ταινίες του άρχισε να γυρίζει ταινίες στα καλούπια του δυτικού κινηματογράφου. Τώρα βλέπω τους ιρανούς να σκηνοθετούν «δυτικές» ταινίες. Την αρχή νομίζω την έκανε ο Κιαροστάμι με το Copie conforme (2010), γαλλική ταινία, και τώρα πήρε τη σκυτάλη ο Ασγάρ Φαραντί με το «Παρελθόν», επίσης γαλλική γαλλική ταινία.
  Είχα αποφανθεί βλέποντας το «Σχετικά με την Έλλη» ότι ο Φαραντί είναι ένας δυτικότροπος σκηνοθέτης σε αντίθεση με τους άλλους ιρανούς, όπως π.χ. ο Φατίχ Ακίν σε σύγκριση με τον Νούρι Μπίλγκε Τσεϋλάν. Τώρα γίνεται ακόμη πιο δυτικός με το να γυρίσει μια ταινία στα γαλλικά, με σκόρπιες φράσεις στα ιρανικά. Και η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται στη Γαλλία, αν και τα πρόσωπα είναι ιρανοί μετανάστες.
  Και πάλι θα μιλήσω για την πρόσληψη. Αυτό που δεν μου άρεσε στην ταινία είναι προφανώς αυτό που αρέσει στο δυτικό κοινό.
  Ο Φαραντί φαίνεται πως δεν τέλειωσε με τον χωρισμό με τον «Χωρισμό», και επανέρχεται στο θέμα με το «Παρελθόν». Ο τίτλος δεν νομίζω να αντιστοιχεί με το περιεχόμενο, και ίσως επιλέχθηκε για να μη νομισθεί ότι ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνεται θεματικά. Ειδικά με την τελευταία σκηνή του έργου, όταν ο σύζυγος βάζει στο πρόσωπό του την μυρωδιά που αρέσει στη γυναίκα του μήπως με τον τρόπο αυτό καταφέρει να την ξυπνήσει από το κώμα, στο οποίο έχει περιέλθει μετά την απόπειρα αυτοκτονίας της.
  Έχω γράψει κάποιες φορές ότι το σασπένς και το εφέ του απροσδόκητου, οι ανατροπές δηλαδή σε μια ταινία, είναι από τις καλύτερες αφηγηματικές τεχνικές. Εδώ όμως θα εκφράσω κάποιες επιφυλάξεις.
  Και ξανά για την πρόσληψη:
  Μου αρέσει ο κοινωνικός κινηματογράφος, ο κινηματογράφος που θίγει προβλήματα. Ο χωρισμός είναι ένα τέτοιο πρόβλημα, ειδικά όσον αφορά τον αντίκτυπο που έχει στα παιδιά. Και στην ταινία αυτή έχουμε τρία παιδιά, ένα μικρό κοριτσάκι, ένα μικρό αγοράκι και μια έφηβη κοπέλα. Τα κορίτσια βιώνουν τον χωρισμό με εντελώς τραυματικό τρόπο, ιδιαίτερα η έφηβη που είναι από τον πρώτο άνδρα, τον οποίο δεν βλέπουμε ποτέ, ενώ το αγοράκι βιώνει την απώλεια της μητέρας του που βρίσκεται στο νοσοκομείο σε κώμα. Όμως η προσοχή του θεατή απομακρύνεται από το δράμα των παιδιών καθώς εστιάζεται στις συνεχείς ανατροπές, τρεις τον αριθμό αν τις μέτρησα σωστά, το οποίο τίθεται σε δεύτερο πλάνο μπροστά στη συναρπαστική πλοκή.
  Η ένταση που βίωσε ο θεατής στο «Σχετικά με την Έλλη» μπροστά σε μια επαπειλούμενη καταστροφή σε μια κατάσταση ανησυχητικής ηρεμίας βιώνεται και εδώ, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Ο Άχμαντ επιστρέφει από το Ιράν έπειτα από αίτημα της γυναίκας του να πάρουν διαζύγιο. Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται ομαλά.
  Και εδώ υπάρχει το ανοιχτό τέλος, όπως και στις άλλες ταινίες του (βλέπε τρίτο σύνδεσμο). Ο σύζυγος πιάνει το χέρι της γυναίκας του και της λέει να το σφίξει ελαφρά αν νοιώθει το άρωμα. Περιμένουμε για αρκετά δευτερόλεπτα, πριν αρχίσουν να πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Δεν θα μάθουμε αν το έσφιξε τελικά. Η ενοχή είναι όντως κάτι που σε δένει με το παρελθόν.
  Οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί. Όμως εμένα την εντύπωση μου την έκλεψε το καταθλιπτικό πρόσωπο της νεαρής έφηβης, η οποία βιώνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τις εντάσσεις που δημιουργούνται γύρω της.
  Παρά τις παραπάνω αντιρρήσεις μου, η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ.

Dancing in the dust (2003)

  Το «Χορεύοντας στη σκόνη», αν και είναι η πρώτη ταινία του Ασγάρ Φαραντί την είδα τελευταία, με την ευκαιρία που είδα και το «Παρελθόν». Τις έχω δει όλες τις ταινίες του, παλιά όμως, γι’ αυτό και έχω γράψει και ελάχιστα (τρίτος σύνδεσμος).
  Η ταινία αυτή είναι η πιο ιρανική του. Ο χωρισμός είναι και εδώ ένα θέμα, που όμως επικαλύπτεται από το κύριο θέμα που είναι ο έρωτας. Ο νεαρός χωρίζει με τη γυναίκα του κάτω από την πίεση της μητέρας του (αμάν πια αυτές οι μανάδες), γιατί η συμπεθέρα δεν είναι και τόσο καλής διαγωγής. Όμως πρέπει να της δώσει την «προίκα», το υπεσχημένο ποσό που οφείλει σε περίπτωση διαζυγίου. Να θυμίσουμε ότι στο ισλάμ ο γαμπρός «αγοράζει» τη νύφη, σε αντίθεση με εμάς όπου η νύφη «αγοράζει» τον γαμπρό. Αυτό βέβαια ανήκει πια στο παρελθόν, τα προικοσύμφωνα έχουν καταργηθεί.
  Μήπως με τα χρόνια όμως ο έρωτας φθίνει;
  Και σ’ αυτό το ερώτημα απαντάει ο Φαραντί. Ο ώριμος άνδρας, ο κυνηγός κομπρών στην έρημο, έχει εγκαταλειφθεί από τη γυναίκα του πριν χρόνια, όταν πήγε φυλακή για ένα φόνο που έκανε για χάρη της. Κουβαλάει όμως πάντα μαζί του τη φωτογραφία της.
  Έχει σκληρύνει. Επιφανειακά. Τσακώνεται με τον νεαρό. Στο τέλος όμως όχι μόνο θα του σώσει τη ζωή αλλά και θα πουλήσει το φορτηγό του για να εξοικονομήσει τα χρήματα για μια κρίσιμη εγχείρηση (συγκόλληση του δακτύλου του, που του το έκοψε όταν τον δάγκωσε μια κόμπρα για να μην πάει το δηλητήριο στην καρδιά). Ο νεαρός θα βουτήξει τα χρήματα που του έδωσε για την εγχείρηση και θα πάει να τα δώσει στην τέως γυναίκα του, για να αγοράσει μια ραπτομηχανή. Μόλις έχει πάρει το πτυχίο της ραπτικής. Το δάκτυλό του το έχει χάσει οριστικά.
  Αυτός που αγαπάει θυσιάζει. Ακόμη και όταν δεν περιμένει τίποτα ως αντάλλαγμα.
  Στην ταινία, εκτός από το στόρι, εντυπωσιακές είναι και οι σκηνές στην έρημο με τις κόμπρες.
  Βέβαια, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά η ταινία αυτή μου άρεσε περισσότερο από το «Παρελθόν».  


 

Sunday, October 20, 2013

The peony pavillon, chinese opera kun qu

Η πιο διάσημη όπερα Κουν Τσου, σε έξι μέρη.
1
2
3
4
5
6
Και η περίληψη:


The peony pavillon
The story takes place in the Southern Song period (960-1269)
Part I: The Dream of Love
Du Liniang, a sheltered, lonely girl of sixteen, dreams of a handsome young scholar. Saddened that he was only a dream, she pines away. Before she dies, she paints a self-portrait and hides it in the garden. Her mother buries her under a plum tree, and a shrine is erected to her memory. Most of the singing and action in Part I is done by the female lead, in melismatic, haunting melodies.
Part II: Romance and Resurrection
Liu Mengmei, an impoverished scholar, dreams of a beautiful young woman under a plum tree who prophesies that only she will bring him happiness. While traveling, he finds Du Liniang's portrait, and falls in love with the image. Liniang's ghost appears. Convinced of Mengmei's love, she reveals that she is a ghost, but that she can be revived. Braving his own fears, Mengmei opens the grave. Liniang returns to life.
Part III: Reunion and Triumph
The lively resolution to the story. Mengmei succeeds as a scholar, but not before being punished on suspicion of grave robbing. Liniang is reunited with her parents, but not before her stern father admits that love can conquer death. This final section contains some of the liveliest and most humorous episodes in all of Kunqu.
Performances of Peony Pavilion span three consecutive days.