Friday, May 30, 2014

Massoud Bakhshi, Μια αξιοπρεπής οικογένεια



Massoud Bakhshi, Μια αξιοπρεπής οικογένεια (2012)

  Πρώτη φορά μου συνέβη. Όταν γράφω για μια ταινία κάνω αναφορά σε ταινίες του ίδιου σκηνοθέτη τις οποίες έχω παρουσιάσει. Κοιτάζω και βρίσκω ότι έχω γράψει για το «Η Τεχεράνη δεν έχει πια ρόδια», αλλά στα αρχεία μου. Στο διαδίκτυο όμως δεν βλέπω να υπάρχει για να παραθέσω το link. Ψάχνω στις αναρτήσεις μου κοντά στην ημερομηνία συγγραφής του κειμένου (26-1-2012), μήπως η google δεν μπορεί να με βρει, και πάλι δεν βρίσκω τίποτα. Έτσι έκανα την ανάρτηση τώρα και παραθέτω τον σύνδεσμο εδώ.
  Σήμερα θα γράψουμε για μια ακόμη ταινία του Μασούντ Μπαξί, την «Μια αξιοπρεπής οικογένεια».
  Δεν το πιστεύω, σταματάω για να ψάξω να βρω τίποτα σχετικό με την ταινία στο διαδίκτυο, περνάω υποχρεωτικά από το facebook, και βλέπω πέντε like και ένα share, αυτό δεν ξανάγινε, τι διάβολο, ήταν τόσο καλό το κείμενο ή ήταν μια ξαφνική εκδήλωση φιλοφροσύνης; ή μήπως είναι κατάλληλη η ώρα, με τους περισσότερους να είναι στο διαδίκτυο; Όπως και να έχει, σκοπός  μου ήταν να ψάξω για την ταινία, θα ψάξω και θα επιστρέψω.
  Βρήκα κάτι, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Εγώ όμως θα γράψω τα δικά μου.
  Η ταινία αναφέρεται στον αγώνα των μελών μιας αξιοπρεπούς οικογένειας για το πώς να ρίξουν τους άλλους σε μια κληρονομιά. Το «αξιοπρεπούς» τίθεται κατ’ ευφημισμόν. Ο καημένος ο Αράς νομίζει ότι τον κάλεσε το πανεπιστήμιο για να δώσει κάποια μαθήματα. Λείπει 23 χρόνια στο εξωτερικό, από τα 15 του, όπου κάνει πανεπιστημιακή καριέρα. Στην πραγματικότητα λάδωσαν τις πανεπιστημιακές αρχές για να τον καλέσουν. Έπρεπε να υπογράψει κάποια έγγραφα για το μοίρασμα της πατρικής περιουσίας, αλλά μαζί με αυτόν έπρεπε να υπογράψει και η μητέρα του, την οποία δεν μπορούν να πείσουν. Τελειώνει το εξάμηνο και θέλει να γυρίσει πίσω, όμως δεν του δίνουν το διαβατήριο (αυτό το μαθαίνουμε στην αρχή, η ταινία έχει πολλά flash back). Ο λόγος; Δεν έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Ο ίδιος ξέρει ότι στην περίπτωσή του, όπως και των ομοίων του, υπάρχει απαλλαγή. Στο τέλος μαθαίνουμε ότι ο πραγματικός λόγος ήταν να μείνει μέχρι να πείσει τη μητέρα του να βάλει την υπογραφή της για την εκτέλεση της διαθήκης, παίρνοντας έτσι και η ίδια κάποια χρήματα. Η ίδια αρνείται να πάρει «βρώμικα χρήματα», ξέροντας ότι είναι προϊόν κλοπής. Η σύνταξή της ως καθηγήτριας της αρκεί, λέει. Ο Αράς την καταφέρνει, εξάλλου θα πάρει κι αυτός μερίδιο, υποχρεωτικά, χωρίς να ενδιαφέρεται. Όμως τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Τον απαγάγουν, τον σπάζουν στο ξύλο, και κάποιοι αξιωματούχοι της αστυνομίας στη συνέχεια τον κατηγορούν ότι θέλει να κάνει εξαγωγή βρώμικου χρήματος. Στο τέλος της ταινίας αυτός που τον έφερε τον πηγαίνει πίσω στο αεροδρόμιο. Πιο πριν εκλιπαρεί τον δυνατό της οικογένειας για κάποια χρήματα, αυτός του υπόσχεται κάποια ψιχία.
  Στην ταινία υπάρχουν αρκετά απροσδόκητα, με πρώτο και καλύτερο την αποκάλυψη ότι ο φιλόξενος νεαρός (ανιψιός; ξάδελφος; δεν θυμάμαι) αποκαλύπτεται ότι είναι ο εγκέφαλος της συνομωσίας.
  Η ταινία, μαθαίνω, είναι απαγορευμένη στο Ιράν. Θυμήθηκα τώρα  ότι η πρώτη ταινία του Dariush Mehrjui, η Gaav (Αγελάδα) απαγορεύτηκε από το καθεστώς του σάχη με το σκεπτικό ότι δίνει μια κακή εικόνα της αγροτικής κοινωνίας του Ιράν. Πιθανώς ο ειδικός λόγος που απαγορεύτηκε η ταινία του Μπαξί να είναι ότι παρουσιάζει μια κακή εικόνα της πλουτοκρατίας της· γιατί, πρέπει να προσθέσουμε, η υπόθεση της ταινίας, όπως διαβάσαμε, στηρίζεται σε μια αληθινή ιστορία.
  Καλά, με τον σάχη είχαν μια δικτατορία, τώρα όμως που έχουν δημοκρατία;
  Όχι, δεν έχουν ακριβώς δημοκρατία, έχουν ισλαμική δημοκρατία, την ίδια δημοκρατία που είχαν και οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Τελικά δημοκρατία είναι μόνο η δημοκρατία εκείνη που δεν έχει μπροστά της κανένα προσδιορισμό, αλλιώς είναι για να ρίξει στάχτη στα μάτια. Οι ΗΠΑ είναι δημοκρατία, όπως και η Αθήνα στην αρχαία Ελλάδα, μια δημοκρατία για την οποία εκφράζεται πολύ κολακευτικά ο Καστοριάδης, αλλά με τη μικρή λεπτομέρεια ότι είναι ιμπεριαλιστική. Ανέχεται τη διαφωνία στο εσωτερικό της αλλά όχι στους δορυφόρους της, στους οποίους επιβάλει κατά καιρούς δικτατορικά καθεστώτα υποχείριά της. Σκεφτείτε πόσα αμερικάνικα έργα έχουμε δει στα οποία παρουσιάζονται ανώτατα κλιμάκια της αστυνομίας και ένα σωρό πολιτικοί να είναι βουτηγμένοι στο βούρκο της διαφθοράς. Όμως δεν νομίζω να πέρασε από κανενός το μυαλό ότι θα έπρεπε να απαγορευθούν.   
  Θα τελειώσω παραφράζοντας τον Bradley που παραφράζει τον Λάιμπνιτζ: Η Δημοκρατία είναι το καλύτερο των δυνατών πολιτευμάτων, και κάθε κακό σ’ αυτήν είναι αναγκαίο κακό.
  Βρίσκεται στην αρχή του κεφαλαίου για τον Λάιμπνιτζ στην «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας» του Μπέρτραντ Ράσελ: It was the popular Leibniz who invented the doctrine that this is the best of all possible worlds (to which F. H. Bradley added the sardonic comment "and everything in it is a necessary evil").
  Αυτό το είχα ξαναγράψει, το θυμόμουνα, και ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα την ανάρτηση όπου το έγραψα, και καθώς συνάδει κάπως με το θέμα θα παραθέσω τον σύνδεσμο εδώ.
 

Monday, May 26, 2014

Amin Maalouf, Τα λιμάνια της Ανατολής



Amin Maalouf, Τα λιμάνια της Ανατολής (μετ. Νίκη Ντουζέ-Μαρία Ρομπλέν), Ωκεανίδα 1998, σελ. 230

  Έχουμε ξαναγράψει για τον Amin Maalouf, για την «Απορρύθμιση του κόσμου» και τις «Φονικές ταυτότητες». Σειρά έχουν τα «Λιμάνια της Ανατολής».
  Σε αντίθεση με τα δυο προηγούμενα, αυτό είναι μυθιστόρημα. Γράφηκε δυο χρόνια πριν από τις «Φονικές ταυτότητες», το 1996. Εδώ ο Οσσιάν και η Κλάρα αγνοούν τις φονικές ταυτότητές τους (μουσουλμάνος ο πρώτος, εβραία η δεύτερη) και ερωτεύονται. Μια ακόμη περίπτωση της αγάπης χωρίς σύνορα.
  Το θέμα της αγάπης χωρίς σύνορα πραγματεύεται επίσης η Πασχαλία Τραυλού στο μυθιστόρημά της «Ρόδα της σιωπής» και ο Κώστας Θρασυβούλου στο βιβλίο του με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Αγάπη χωρίς σύνορα», όπου αφηγείται την αληθινή ιστορία μιας ελληνίδας και ενός ιταλού στρατιώτη τα χρόνια της κατοχής. Και βέβαια την πραγματική ιστορία του Αντόνιο και της Καλλιόπης, από τον Παχύ Άμμο, θεία του φίλου μου του Μιχάλη, την ξέρω πολύ καλά.
  Η ιστορία είναι στο μεγαλύτερο μέρος της εγκιβωτισμένη. Τη μεταγράφει από τις σημειώσεις του ο αφηγητής, σημειώσεις που κράτησε στις συναντήσεις που είχε με τον Οσσιάν, στη διάρκεια τεσσάρων μόλις ημερών.
  Ο Οσσιάν είναι από το Λίβανο, αλλά στα χρόνια της κατοχής βρίσκεται στο Παρίσι. Παίρνει μέρος στην αντίσταση και γνωρίζεται με την Κλάρα. Η Κλάρα είναι εβραία. Θα παντρευτούν, και θα ζουν κυρίως στο Λίβανο, αλλά και στη Χάιφα. Όμως οι καιροί είναι ταραγμένοι, μιλάμε για το 1947. Πηγαίνοντας να δει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του ο Οσσιάν χωρίζεται από την Κλάρα, που είναι έγκυος την κόρη τους. Παθαίνει μια νευρική κρίση που τον βυθίζει στην «τρέλα». Τα ασυνάρτητα γράμματά του αποθαρρύνουν την Κλάρα από το να επιστρέψει. Ο αδελφός του θα τον εγκλείσει σε μια νευρολογική κλινική με απώτερο στόχο να οικειοποιηθεί το μερίδιό του από την πατρική περιουσία. Η κόρη του που θα τον συναντήσει χρόνια μετά σχεδιάζει να τον απαγάγει, όμως θα αποθαρρυνθεί από τον Μπερτράν, ηγετικό στέλεχος της Αντίστασης. Ο Οσσιάν θα ξεφύγει μόνο όταν θα ξεσπάσει ο εμφύλιος μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων στο Λίβανο που έχει σαν αποτέλεσμα κάποια στιγμή, μπροστά σε μια επαπειλούμενη επίθεση στην κλινική, να το σκάσουν ο διευθυντής και το προσωπικό αφήνοντας τους νοσηλευόμενους στην τύχη τους.
  Ο Οσσιάν μπορεί να είχε μια κρίση τρέλας, όμως στην κατάσταση αυτή βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια από τα φάρμακα που του έδιναν για να τον έχουν σε καταστολή. Ήδη πριν από τη φυγή του θα κοιτάξει να αποτοξινωθεί, μειώνοντας με πονηριά τις δόσεις. Ελεύθερος πια, στέλνει μια επιστολή στην Κλάρα και της ζητάει να βρεθούν στο ίδιο μέρος που είχαν ορίσει παλιά για ένα ραντεβού, τότε που ήσαν στην Αντίσταση. Θα έλθει;
  Εδώ σταματάει η εγκιβωτισμένη ιστορία. Ο αφηγητής παρακολουθεί από μακριά περίεργος.
  Θα έλθει. Αλλά τι θα γίνει μετά; «Θα φύγουν μαζί πιασμένοι χέρι χέρι ή θα πάρει καθένας το δρόμο του; Θα ’θελα να περιμένω, θα ’θελα τόσο πολύ να μάθω. Όχι όμως, φτάνει, πρέπει να φύγω.
  Ζευγάρια περαστικών σταματούν και τους παρατηρούν, με περιέργεια, με στοργή. Εγώ δεν μπορώ να τους κοιτάξω με τον ίδιο τρόπο. Εγώ δεν είμαι ένας περαστικός» (σελ. 230).
  Αυτό είναι το τέλος του έργου. Καθόλου ρεαλιστικό. Καθένας στη θέση του θα ήθελε να μείνει, να δει ακριβώς αυτό που ο ίδιος δεν θέλει να δει: Θα φύγουν μαζί πιασμένοι χέρι χέρι ή θα πάρει καθένας το δρόμο του;
  Έχω γράψει για το «ανοιχτό τέλος» σε κάποιες κριτικές μου για ταινίες και έχω αναφερθεί στο «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή και το «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Για την ταινία του Abbas Kiarostami «Copie conforme» γράφω: «Όμως ο Κιαροστάμι, με το ανοιχτό τέλος θέλει να μας δείξει ότι δεν έχει γράψει ένα ρομάντζο (το σενάριο είναι δικό του) με τραγικό ή αίσιο τέλος, γιατί το τέλος αυτό θα ξεστράτιζε από το «μήνυμα» του έργου: Την εικονογράφηση μιας γυναίκας μόνης στη ζωή, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα σύντροφο».
  Θα μπορούσα να τελειώσω με ανάλογο τρόπο λέγοντας ότι ο Μααλούφ δεν ήθελε να προσληφθεί το βιβλίο του ως ρομάντζο για να προβληθούν καλύτερα τα κύρια θέματα του μυθιστορήματός του που είναι ο ξεριζωμός (από την Τουρκία. Ο πατέρας του Οσσιάν είναι Τούρκος αλλά η μητέρα είναι Αρμένισσα), η αγάπη χωρίς σύνορα σε πείσμα των «φονικών ταυτοτήτων», και ο ζοφερός κόσμος των ψυχιατρείων.
  Ένα από τα ελάσσονα θέματα του βιβλίου είναι και η φιλία χωρίς σύνορα, ανάμεσα σε ένα Τούρκο, τον πατέρα του Οσσιάν, και σε έναν Αρμένη. Μου θύμισε τη φιλία του Λιόντου με τον Νετζίπ στο «Ιμαρέτ» του Γιάννη Καλπούζου. 
  Το ξέρω σαν ανέκδοτο, με ένα γιατρό και ένα γύφτο. Το διαβάζω κι εδώ:
  «-Να ξέρεις πως ο αδελφός σου θα ’χει πάντα ένα μοναδικό πλεονέκτημα απέναντί σου.
–Ποιο; Ρώτησα. –Εκείνος είναι ο αδελφός ενός πρώην αντιστασιακού ενώ εσύ είσαι μόνο ο αδελφός ενός πρώην λαθρέμπορου» (σελ. 190).
  Ο πρώην λαθρέμπορος λοιπόν που κανόνισε να μείνει ο αδελφός του για πάντα στην ψυχιατρική κλινική κάποια στιγμή έγινε υπουργός.
  Το έχω λίγο βαρεθεί, να ψάχνω για ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που βρήκα μόνο ένα. «Το έπαιζε στα χέρια του, στριφογυρίζοντάς το» (σελ. 70).
  Ελπίζω ότι θα ξαναδιαβάσω και άλλο έργο του Μααλούφ, είναι πάρα πολύ καλός.

Thursday, May 22, 2014

Abolfazl Jalili, Daan



Abolfazl Jalili, Daan (1998)

  Έχουμε δει μια ακόμη ταινία του Abolfazl Jalili, το «Delbaran». Έγραψα γι’ αυτήν πριν έξι χρόνια, τότε που πρωτοάρχισα να γράφω για ταινίες.
  Στο Delbaran κεντρικός ήρωας είναι ένα παιδί από το Αφγανιστάν. Θα ζήσει τη σκληρή ζωή του λαθρομετανάστη για να αντιμετωπίσει τελικά τον κίνδυνο της απέλασης. Όμως όταν θα τον συλλάβουν ο αγαθός διοικητής θα τον αφήσει να επιστρέψει στο πανδοχείο όπου εργάζεται.
  Στο Daan κεντρικός ήρωας είναι και πάλι ένα παιδί. Το παιδί όμως αυτό είναι ιρανός. Με πατέρα τοξικομανή θα περάσει μια δύσκολη ζωή. Δεν μπορεί να πάει στο σχολείο γιατί είναι χωρίς ταυτότητα. Ο πατέρας του ξέχασε να τον δηλώσει στις αρχές όταν γεννήθηκε. Επίσης δεν θα είναι εύκολο να βρει δουλειά για τον ίδιο λόγο. Η αδελφή του είναι επίσης αγράμματη. Η μητέρα της δεν τη θέλει να μάθει γράμματα. Θα κάνει μια απόπειρα αυτοκτονίας, όμως θα τη σώσουν. Στη συνέχεια τη βλέπουμε να ψάχνει απεγνωσμένα να βρει δουλειά.
  Σε αντίθεση με το Delbaran εδώ δεν έχουμε happy end. Από λάθος το παιδί θα βρεθεί στο τέλος του έργου κλεισμένο σε ένα ορφανοτροφείο.
  Η ταινία έχει ένα ντοκιμαντερίστικο στυλ. Στο μεγαλύτερο μέρος της βλέπουμε το εννιάχρονο παιδί να συζητάει, να παρακαλάει, να εκλιπαρεί, τις περισσότερες φορές χωρίς επιτυχία. Η ζωή μπορεί να είναι σκληρή ακόμη και για τα παιδιά των Ιρανών-για κάποια τουλάχιστον.    

Wednesday, May 21, 2014

Li Yiyun, Χίλια χρόνια καλές προσευχές



Li Yiyun, Χίλια χρόνια καλές προσευχές (μετ. Νίκος Μάντης) Καστανιώτης 2010, σελ. 222

  Να ξεκινήσουμε από το όνομα της συγγραφέως: Είναι Γιγιούν και όχι Γιγέν, όπως γράφεται στο εξώφυλλο. Λάθος μεταγραφή του pinyin, όμως η μετάφραση είναι από το πρωτότυπο, από τα αγγλικά.
  Είναι το τρίτο σε σειρά προτεραιοτήτων βιβλίο που αγόρασα από το πανηγύρι της αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι. Και είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο με διηγήματα.
  Επειδή μάλλον θα βαρεθείτε να ανοίξετε τον σύνδεσμο με τα βιογραφικά, να πούμε ότι η Λι Γιγιούν γεννήθηκε το 1972 στο Πεκίνο, και πήρε πτυχίο βιολογίας από το πανεπιστήμιο του Πεκίνου το 1996. Το 2000 πήρε Master ανοσολογίας από το πανεπιστήμιο της Αιόβας, αλλά δεν συνέχισε με διδακτορικό γιατί την απορρόφησε η λογοτεχνία. Η συλλογή διηγημάτων της για την οποία θα γράψουμε τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο διηγήματος Frank oConnor, το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της Guardian και το βραβείο PEN/Hemingway.
  Θέλω να ξεκινήσω με το διήγημα «Γιαρμάδες». Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο διήγημα. Υπάρχει μια ιστορία την οποία ο αναγνώστης ανασυνθέτει σιγά σιγά από τη συζήτηση μιας ομάδας ανθρώπων. Και όπως είναι φυσικό, τα επεισόδια δεν εκτίθενται στη χρονική τους διαδοχή αλλά κατακερματισμένα, δημιουργώντας αλλεπάλληλα σασπένς. Ένας αξιωματούχος ρίχνει το γιο του Λάο Τα σε μια στέρνα όπου πνίγεται, επειδή νόμισε ότι τον κορόιδεψε. Η μητέρα του μικρού αυτοκτονεί από τη θλίψη. Ο πατέρας κάνει επανειλημμένες αιτήσεις ζητώντας την τιμωρία του ενόχου. Όμως η υπόθεση κουκουλώνεται. Αγανακτισμένος παίρνει τη φοβερή του εκδίκηση. Σκοτώνει δεκαεπτά άτομα, όλα όσα εμπλέκονται στην υπόθεση συγκάλυψης, με πρώτο εκείνον που έριξε το γιο του στη στέρνα. Μετά παραδίδεται στις αρχές, καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται. Οι χωρικοί αποδίδουν την ανομβρία που τους πλήττει στην εκδίκηση των ουρανών για αυτή την αδικία.
  Αρκετά από τα διηγήματα είναι ευθέως αντικαθεστωτικά. Εγώ όμως πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν είμαι αντικαθεστωτικός, για να μη θεωρηθεί ότι αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσουν. Μου αρέσουν γιατί είναι εξαιρετικά στη γραφή τους. Χωρίς υφολογικούς πειραματισμούς η συγγραφέας παρουσιάζει θλιβερές έως τραγικές ιστορίες προσώπων με μια ευαισθησία που συγκινεί. Μέσα από τις περισσότερες από αυτές ξεπηδάει η σύγκριση όχι μόνο του παλιού με το καινούριο στην Κίνα, αλλά και της Κίνας με εκείνο που υπάρχει «εκτός των τειχών», στην καπιταλιστική Δύση. Κυρίως όμως αυτό που βλέπουμε είναι οι κοινωνικές ανισότητες και η διαφθορά. Εδώ διαβάζουμε: «Μέσα σε μια νύχτα, συγγενείς των ηγετών του Κόμματος μετατρέπονται σε ιδιοκτήτες επιχειρήσεων» (σελ. 14).
  Το εργοστάσιο όπου εργάζεται η γιαγιά Λιν χρεοκοπεί, και καθώς είναι μόνο 51 χρονών δεν παίρνει σύνταξη. Παντρεύεται ένα γέρο με άνοια για να επιβιώσει, και όταν αυτός πεθαίνει τα παιδιά του φροντίζουν και της βρίσκουν μια θέση σε ένα ιδιωτικό σχολείο, εκεί που φοιτούν τα παιδιά της Νέας Τάξης. Στο μεγαλύτερο μέρος παρακολουθούμε την τρυφερή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτή και σε ένα παιδί που βρέθηκε εκεί παρατημένο από τους χωρισμένους γονείς του. Όμως κάποια στιγμή θα την απολύσουν.
  Το «Μετά από μια ζωή», που θα μπορούσε να έχει και ως τίτλο «Ευθανασία», μου θύμισε τα καθ’ ημάς την περίοδο της χιλιετίας, που είχε καταλάβει όλο τον κόσμο η φρενίτιδα του χρηματιστηρίου.
  Η «Αθανασία» επίσης θα μπορούσε να έχει ως τίτλο «Ο σωσίας», ή καλύτερα «Καγκεμούσα». Θυμίζει το έργο του Κουροσάβα, με το θλιβερό τέλος του σωσία, εδώ του σωσία του Μάο.
  Και ενώ στο προηγούμενο διήγημα είχαμε μια σύγκριση του αυτοκρατορικού παρελθόντος με τους ευνούχους με το κομμουνιστικό σήμερα, στο διήγημα «Η πριγκίπισσα της Νεμπράσκα» (που, παρεμπιπτόντως, γυρίστηκε ταινία από τον Wayne Wang)  έχουμε μια σύγκριση ανάμεσα στην Κίνα και στη Δύση, με την ανοχή των δημοκρατιών στην ομοφυλοφιλία και την ποινικοποίησή της στα αυταρχικά καθεστώτα. Ευτυχώς στην Κίνα δεν υπάρχει καμιά σαρία που να καταδικάζει τους ομοφυλόφιλους σε θάνατο. Το διήγημα τελειώνει τρυφερά, με τη νεαρή έγκυο να πείθεται τελικά να μην κάνει έκτρωση και να κρατήσει το μωρό. Και εδώ πάλι γίνεται σύγκριση της παλιάς Κίνας με τη βρεφοκτονία των κοριτσιών που επικρατούσε τότε, με τη σημερινή Κίνα στην οποία με την πολιτική του ενός παιδιού κάποιοι επιλέγουν να σκοτώσουν το πρώτο τους παιδί αν είναι κορίτσι.
  Στο «Ο έρωτας στην αγορά» έχουμε πάλι μια σύγκριση του παλιού με το καινούριο, την προκατάληψη της παρθενιάς και το προξενιό σε σύγκριση με τον έρωτα.
  Ομοφυλόφιλος είναι και ο ήρωας στο «Γιος», που και αυτό θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Μητέρα και γιος». Και ενώ στην ομώνυμη ταινία του Σοκούρωφ βλέπουμε την τρυφερότητα του γιου απέναντι στη μητέρα, εδώ βλέπουμε την τρυφερότητα και την κατανόηση της χριστιανής μητέρας απέναντι στον ομοφυλόφιλο γιο.
  Ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής είναι και η «Διευθέτηση». Οι δυο άντρες και η μητέρα βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια αδιέξοδη σχέση από την οποία προσπαθεί να τους βγάλει η κόρη, ερωτευμένη με τον θείο, ο οποίος είναι δάσκαλος.
  «Μαγειρεύεις για τους μαθητές;
Άμα δεν μαγείρευα, δεν θα ’ρχονταν ούτε οι μισοί» (σελ. 137).
  Δεν θα τον πείσει. 
  Στο επόμενο διήγημα «Ο θάνατος δεν είναι ένα κακό αστείο αν τον πεις με το σωστό τρόπο» διαβάζουμε: «Τα κεφάλια απ’ το ζευγάρι των λιονταριών έχουν κοπεί απ’ τους ερυθροφρουρούς στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης» (σελ. 144). 
  Εκείνη την εποχή ήμουν κι εγώ με τους ερυθροφρουρούς. Εδώ και κάποια χρόνια έχω καταλάβει ότι οι νέοι δεν έχουν πάντα δίκιο.
  Στο ίδιο διήγημα διαβάζω και μια κινέζικη παροιμία: «Η κακή τύχη πάντα διαλέγει έναν καλόν άνθρωπο» (σελ. 153). Το διήγημα αυτό αναφέρεται στις διώξεις των πλουσίων από το κομμουνιστικό καθεστώς, συχνά υπερβολικές και άδικες.
  Στο τελευταίο διήγημα, το «Χίλια χρόνια καλές προσευχές» βλέπουμε πάλι μια σύγκριση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση σε σχέση με τον έρωτα. Ο πατέρας χάνει την προνομιούχα θέση του ως μηχανικός πυραυλικών συστημάτων επειδή ερωτεύθηκε, αν και εντελώς πλατωνικά, μια συνάδελφό του. Του είναι ασύλληπτο ότι η κόρη του στην Αμερική χώρισε όχι γιατί την παράτησε ο άντρας της αλλά γιατί η ίδια βρήκε κάποιον άλλο. Την ιστορία πλαισιώνει η τρυφερή φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ηλικιωμένο πατέρα και μια επίσης ηλικιωμένη ιρανή, παρά τα γλωσσικά εμπόδια.
  Και θυμήθηκα τον ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτη Ramin Bahrani, που αν και ζει στην Αμερική κουβαλάει την πατρίδα του μέσα του.
  Υπάρχουν και επιλεγόμενα, το «Αν γυρίσω πίσω…» του Ντέηβιντ Ρόμπινσον όπου μιλάει για τη Λι Γιγιούν, και το «Τι σχέση έχει αυτό με μένα;», μια αφήγηση δύο πραγματικών φρικαλέων περιστατικών από τη νεαρή συγγραφέα. Αν οι κινέζικες αρχές διαβάσουν αυτή την αφήγηση δεν μένει καμιά αμφιβολία για το τι την περιμένει αν γυρίσει πίσω.
  Υπάρχει μια ακόμη συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα της Λι Γιγέν. Ελπίζω να μεταφραστούν και αυτά στα ελληνικά.
  Να μην ξεχάσω κλείνοντας, το κινέζικο νόμισμα λέγεται γιουάν (yuan) και όχι γουάν.