Book review, movie criticism

Saturday, April 26, 2014

Mike Newall, Έρωτας στα χρόνια της χολέρας (2007)



Mike Newall, Έρωτας στα χρόνια της χολέρας (2007)

  Το να πεθαίνει ένας συγγραφέας που αγαπάς σου προκαλεί θλίψη, αλλά και συγχρόνως και την νοσταλγία να (ξανα)διαβάσεις κάτι δικό του. Εγώ προτίμησα να δω την μεταφορά στην οθόνη του περίφημου μυθιστορήματός του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας».
  Συνήθως βλέπω την ταινία αφού διαβάσω το μυθιστόρημα, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση διάβασα το μυθιστόρημα πολύ πριν γυριστεί η ταινία. Έτσι δεν θυμάμαι πόσο πιστός έχει μείνει στο έργο του ο ίδιος ο Ronald Harwood που υπογράφει το σενάριο στο μυθιστόρημα του Μάρκες. Όμως η κεντρική ιδέα, μπορώ να πω η εμμονή του Μάρκες όπως τη θυμάμαι ακόμη πιο καθαρά στο «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων», είναι ο έρωτας· ο έρωτας σαν εμμονή, που ακολουθεί τον ερωτευμένο για όλη του τη ζωή. Στην ταινία, φαντάζομαι και στο μυθιστόρημα, μετά από τόσα unhappy έτη αναμονής, έχουμε επί τέλους το happy end· ένα happy end που βρίσκει τους ήρωες εβδομηντάρηδες.
Στο «Περί έρωτος…» δεν είχαμε το ίδιο happy end.
  Υστερορομαντισμός;
  Αυτή η σκέψη μου ήλθε στο μυαλό βλέποντας την ταινία. Όμως σκέφτηκα αμέσως ότι δεν είναι έτσι. Περισσότερο τη θεωρώ σαν αντίδραση στη σεξουαλική απελευθέρωση η οποία, κακά τα ψέματα, αν δεν υπονόμευσε τον έρωτα υπονόμευσε σίγουρα τη σταθερότητα της σχέσης με τη συνεπακόλουθη μακροβιότητα, με θύματα τα παιδιά.  
  Εξαιρετικός ο Χαβιέ Μπαρδέμ στο ρόλο του, έδωσε για άλλη μια φορά μια ανεπανάληπτη ερμηνεία.

Wednesday, April 23, 2014

78η ιστορία, Οι φακές



78η ιστορία, Οι φακές

  Πιστεύετε στις συμπτώσεις;
  Έχω γράψει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με το δανεικό τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης», από το βιβλίο του Άρθουρ Κέσλερ. Σ’ αυτό, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρω αρκετές συμπτώσεις που μου έτυχαν στη ζωή μου. Σήμερα μου συνέβη ακόμη μία.  
  Πριν λίγη ώρα μια φίλη μου μού έστειλε σε email ένα ανέκδοτο με τον Διογένη. Το έκανα προώθηση σε μια λίστα με φίλους όπως κάνω πάντα, και επίσης το ανάρτησα στο facebook. Μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές βλέπω 9 like. Είναι το παρακάτω.  
  «Μια μέρα ο Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι κάποιου σπιτιού. Δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα πιο φθηνό φαγητό από μια σούπα με φακές. Μ’ άλλα λόγια, αν έτρωγες φακές σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας.
  Περνάει ένας απεσταλμένος του άρχοντα και του λέει.
  -Α! Διογένη, αν μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δε θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές.
  Ο Διογένης σταματά να τρώει, σηκώνει το βλέμμα, και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίνεται.
  -Α, φουκαρά αδελφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα».
  Αμέσως μετά τηλεφωνήθηκα με ένα ξάδελφό μου ο οποίος μου είπε την παρακάτω κατωχωρίτικη ιστορία, που τη θυμήθηκε όταν του είπα την προηγούμενη κατωχωρίτικη ιστορία με το στοίχημα που μόλις είχα αναρτήσει.
  Ένας πλούσιος κτηματίας του χωριού (μου είπε το όνομά του, αλλά για ευνόητους λόγους δεν θα το αναφέρω) έχει εργάτες και του μαζεύουν τις ελιές. Όταν λέμε εργάτες εννοούμε χωριανούς (εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε αλβανοί ούτε βούλγαροι-στο χωριό εννοώ) που, αφού τέλειωναν το μάζεμα των δικών τους ελιών έκαναν και κανένα μεροκάματο για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Είχα συμμετάσχει κι εγώ μικρός σε τέτοιου είδους μεροκάματα, στα χωράφια του γιατρού του Αριστείδη, όχι για να πληρωθούμε αλλά για να συμψηφίσουμε τα χρωστούμενα από τις επισκέψεις του. Και τότε, όπως και τώρα, υπέφερα από συχνά κρυολογήματα. Τότε είχα επί πλέον και τις αμυγδαλές, που τις έβγαλα όταν πήγαινα στην έκτη δημοτικού.
  Θυμάμαι μια φασολάδα, στο χωράφι του στη σιδερένια καμάρα. Παχιά παχιά, πεντανόστιμη.
  Ο κτηματίας αυτός του οποίου δεν αναφέρω το όνομα δεν είχε φασολάδα αλλά φακές. Οι φακές όμως αυτές ήταν σκέτο νεροζούμι. Σε τέτοιο βαθμό, που κάποια στιγμή ο Γιώργης ο Βορδονάρης αρχίζει να γδύνεται.
  -Ωρέ Γιώργη, εκουζουλάθηκες; Είντα γδύνεσαι χειμωνιάτικο; 
  -Γδύνομαι γιατί θέλω να κάνω μια βουτιά στο καζάνι, μήπως και βρω κάμποσες φακές, γιατί αυτό που τρώμε είναι νεροζούμι.
  Είχε χιούμορ ο συγχωρεμένος. Και από τότε έμεινε η ατάκα, «Βορδονάρη, τρως φακές»;
  Στην προηγούμενη ανάρτηση έγραψα για μια άλλη ατάκα: «Δεν σε βλέπω Πισκοπάκη».
  Αυτές τις ατάκες της είχα ξεχάσει, αλλά μου τις θύμισε ο ξάδελφος. Την παρακάτω όμως την θυμόμουνα πάντα, και την έχω πει κάμποσες φορές: «Φάτονε μαμούνα!».
  Μαμούνα στα κρητικά είναι η κατσαρίδα. Την ατάκα την πετάγαμε όταν βλέπαμε κάποιον να φοβάται κάτι.

77η ιστορία, Ένα ακόμη στοίχημα



77η ιστορία, Ένα ακόμη στοίχημα.

  Έχω αναβαθμιστεί. Καθώς αγόρασα καινούριο κινητό, με android, και καθώς έχω όλο και λιγότερη εμπιστοσύνη στη μνήμη μου, αποφάσισα στο εξής τις κατωχωρίτικες ιστορίες να τις ηχογραφώ. Έτσι δεν μου ξεφεύγουν λεπτομέρειες, καθώς και ονόματα.
  Ο Νίκος ο Τωμαδάκης, ο δάσκαλος, μου είπε μια ακόμη κατωχωρίτικη ιστορία, την οποία κατέγραψα στο κινητό μου.
  Όμως πριν γράψω την ιστορία να πω τι θυμάμαι. 
  Ο Τζανής, τότε που εγώ ήμουν πολύ μικρός, μαθητής του δημοτικού, είχε έναν ιδεοψυχαναγκασμό: να κάνει τον εκπαιδευτή λοχία. Οι φίλοι του βέβαια δεν του χαλούσαν χατίρι. Ένα βράδυ είχαν ξεσηκώσει το χωριό γυρνώντας στα σοκάκια, παραταγμένοι σαν σε παρέλαση, με τον Τζανή να δίνει το βήμα: Ένα δύο, ένα δυο, εν δύο, εν δυο. Κατά διαστήματα φώναζε αγριεμένος. – Ε, Γιώργη (μεγάλη η χάρη του, γιορτάζει σήμερα που γράφω αυτές τις γραμμές), μη χάνεις το βήμα σου, ε Νικολή, μη βγαίνεις έξω από τη γραμμή.   


  Κάποια φορά, καθώς τους στοίχιζε, πετάει: -Δεν σε βλέπω Πισκοπάκη.
  Αυτό έμεινε σαν ατάκα που τη λέγαμε συχνά. Την είχα ξεχάσει, και μου τη θύμισε ένας ξάδελφος που του είπα την ιστορία.
  Και οι λεπτομέρειες που μαθαίνω από τον Νίκο:
  Το Τζανής δεν ήταν το πραγματικό του όνομα. Θέλω να πω δεν ήταν Τζανάκης, όπως του παλιού μου φίλου και συγκάτοικου Νίκου, που τον λέγαμε και Τζανή, όπως εμένα με λένε και Ντερμιτζή. Το Τζανής ήταν παρατσούκλι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Περβολαράκης.
  Τη γυναίκα του τη λέγανε Γαρεφαλιώ.
  Και η ιστορία:

 -Γαρεφαλιώ, βάζεις στοίχημα πως θα τις φας;
  Το Γαρεφαλιώ δεν απαντά.
  -Γαρεφαλιώ, βάλεις δε βάλεις θα τις φας.
  Ε, μια πια αυτός ο Τζανής, το παράκανε.
  Διάβασα  σε ένα βιβλίο (είμαι σχεδόν σίγουρος πως είναι το «Ποτέ χωρίς την κόρη μου» της Μπέτι Μαχμουντί, αληθινή ιστορία) ότι το Κοράνι λέει, αν δεν σε υπακούει η γυναίκα σου, αρχικά να προσπαθήσεις να την πείσεις. Αν εξακολουθεί να μη σε υπακούει, να κάνεις αποχή από το κρεβάτι (ο μουσουλμάνος μπορεί να έχει κι άλλη ή άλλες γυναίκες - μέχρι τρεις ακόμη- για να κάνει σεξ). Αν και πάλι δεν σε υπακούει, τότε να τη δείρεις.
  Κακό μουσουλμάνο θα έκανε το Τζανής. Μα με την πρώτη να τη δείρει; Μπορεί όμως να έκανε καλό χριστιανό, γιατί η θρησκεία μας το λέει καθαρά: «Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα». Και αφού η δική του δεν τον φοβότανε…