Book review, movie criticism

Sunday, November 30, 2014

Χρυσούλα Δημητρακάκη, Η σμίλη των πελάγων



Χρυσούλα Δημητρακάκη, Η σμίλη των πελάγων, Ιωλκός 2014, σελ. 120

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια ακόμη ποιητική συλλογή με εξαίρετα ποιήματα της κρητικής ποιήτριας

Της Χρυσούλας Δημητρακάκη έχουμε ήδη παρουσιάσει τα βιβλία «Τριλογία» και «Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια», όπου είπαμε και δυο λόγια και για «Το θρόισμα του μεγάλου δρυγιά», ένα άλλο της βιβλίο.  Σειρά έχει σήμερα το «Η σμίλη των πελάγων». 
Μεγάλη η ποιητική αυτή συλλογή της Δημητρακάκη, 120 ολόκληρες σελίδες, στην οποία τα ποιήματα είναι ταξινομημένα σε 11 θεματικές ενότητες, ανάμεσα στις οποίες βέβαια θα ξεχωρίσουμε την «Κρήτη, ριγμένο πέταλο».
Πού ριγμένο; Στο πέλαγος. Για την ακρίβεια στη θάλασσα, ορίζοντας το κρητικό από το λιβυκό πέλαγος. Πέταλο, και όχι χρυσοπράσινο φύλλο όπως η Κύπρος. Πράσινο εν μέρει, κυρίως όμως στο χρώμα του σκούρου των βράχων, αλλά και του λευκού των βουνοκορφών (από το χωριό μου φαίνεται μέχρι σχεδόν το τέλος της άνοιξης το χιόνι πάνω στα λασιθιώτικα βουνά).
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά, που έχουνε σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα» τραγούδησε μια χορωδία σε μουσική Μαρκόπουλου τους στίχους του Σεφέρη, και αν ισχύει γενικά για την Ελλάδα, ισχύει περισσότερο για την Κρήτη. Συνειρμικά ανακαλούμε «Το χαράκι», το οποίο παρεμπιπτόντως παραπέμπει σε ένα ποίημα από την «Τριλογία», ενώ και τα δυο παραπέμπουν στο «Εάν» του Κίπλινγκ.

Αν δεν σταθεί μετέωρο σε χέρσο χωράφι…
Αν δεν αφήσει γύρω του το χώμα γυμνό…
Αν δε γίνει λαχτάρα στην κούραση του απομεσήμερου…

Αν δε μείνει στέρεο
ν’ ακουμπήσεις επάνω του το γέρμα,
ν’ αγναντέψεις
τον ήλιο που χάνεται στα πέλαγα,
το χαράκι
δεν είναι χαράκι.

Είναι μια πέτρα χωρίς νόημα (σελ. 51).

Χαρακτηριστικό υφολογικό στοιχείο σ’ αυτή τη συλλογή είναι το εφέ της αποστροφής. Η Δημητρακάκη δεν απευθύνεται μόνο στο «εσύ», με το οποίο είναι συχνά καμουφλαρισμένο το Καβαφικό «εγώ», αλλά και εντελώς ποιητικά σε πράγματα και ιδέες όπως «κύματα», «πουλιά»,  «Χρυσή αχτίδα», «Αθανασία», «Λογική», «μιτάτα», «Ρέθυμνο», «ερημιά», «σιωπή», «έρημος».
Σε ένα καβαφικό «εσύ» απευθύνεται το ποίημα «Ο χρόνος». Παραθέτουμε την τελευταία στροφή.

Μη φοβάσαι το χρόνο που έρχεται.
Να φοβάσαι
αυτά που πέρασες
και δεν μπορείς να τα ξεχάσεις (σελ. 98).

Συχνά μιλάει σε πρώτο ενικό πρόσωπο, αυτοπροσωπογραφούμενη, αυτοβιογραφούμενη, εξομολογούμενη. Παραθέτουμε το ποίημα «Το φως».

Ακόμα κι αν είμαι αναγκασμένη να βαστάξω
της απελπισίας μου τις ενοχές
ακόμα κι αν στις απανωτές δοκιμασίες
είμαι υποχρεωμένη
να μοιάζω ευτυχισμένη,
ακόμα κι αν δαπανήσω ολάκερη τη ζωή μου
να φτάσω μέχρι το πέρασμα,
το φως,
Πώς θα το αντέξω; (σελ. 32).

Να παραθέσουμε και το σύντομο αυτοπροσωπογραφικό «Οίστρος».

Κι έγινα τώρα αυτό που πιότερα μισούσα,
της ήρεμης συνήθειάς μου
ο οίστρος (σελ. 103).  

Έχουμε ξαναγράψει ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει στις φλέβες μας και περνάει ασυνείδητα στο λόγο και στα κείμενά μας, και τα ποιήματα της Δημητρακάκη δεν αποτελούν ασφαλώς εξαίρεση, όμως σ’ αυτά θα συναντήσουμε και άλλα ποιητικά μέτρα. Σε εφέ επανάληψης στο ποίημα «Σαν πουλί» βλέπουμε έναν τροχαϊκό στίχο δυο φορές: «Κινδυνεύεις να χαθείς χωρίς αγάπη» (σελ. 24). Επίσης βλέπουμε τον αμφίβραχυ, με τον πρώτο στίχο σε εφέ επανάληψης στο ποίημα «Υπάρχουν φορές»: «Υπάρχουν φορές/ Που δεν θέλεις να αλλάξεις» (σελ. 35).
Οι δυο πρώτες στροφές στο ποίημα «Πόλη» είναι χαρακτηριστικοί για το πόσο τα παραδοσιακά μέτρα εισβάλλουν, είμαι σχεδόν σίγουρος εν αγνοία της ποιήτριας.

Άδεια η πόλη, άνθρωποι λίγοι
σκόρπια βαδίζουν (Δάκτυλοι)
κι ο ένας τον άλλο στα μάτια κοιτά,
το βλέμμα τους ψάχνει,
πώς μοιάζουν οι άνθρωποι μόνοι.. (σε αμφίβραχυ)

Πώς
για άλλους οι δρόμοι με σκέψεις γεμίζουν (αμφίβραχυς)
και για άλλους τα σπίτια κενά
πώς για άλλους ο νους ταξιδεύει (ανάπαιστοι)
και άδειοι οι δρόμοι
σε κάποιους ορίζοντες δείχνουν (σε αμφίβραχυ)

Θα παραθέσω και τους δυο καταληκτικούς στίχους από το ποίημα «Απαλλαγές», που νομίζω ότι μας εκφράζουν όλους μας, περισσότερο ή λιγότερο τον καθένα.

Οι άνθρωποι λιγοστεύουν
μέχρι να αθωωθούν μ’ απαλλαγές που θα εφεύρεις (σελ. 36).

Ο ελεύθερος στίχος των σύγχρονων ποιητών αψηφά τις φόρμες και τα μέτρα, όμως εμείς οι κρητικοί, με τη μαντινάδα, δεν τις αψηφούμε.
Και οι γιαπωνέζοι.
Η «Διάφανη στιγμή» είναι ένα χάι κου που χάλασε στον τελευταίο στίχο. Θα τον φτιάξω μορφολογικά παραβιάζοντας κάπως το νόημα.

Άπιστοι εμείς
φωνάζουμε δυνατά
(να αποδείξουμε ότι) δεν πεθάναμε (σελ. 37).

Ως γνωστό το χάι κου αποτελείται από τρεις στίχους με 5, 7 και πάλι 5 συλλαβές αντίστοιχα.   

Οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι βέβαια είναι άφθονοι στα ποιήματα της Δημητρακάκη, μια και είναι κρητικιά και ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι ο στίχος της μαντινάδας. Στο «Στα βάθη του πελάγου» σχεδόν καταλαμβάνουν το μισό ποίημα. Είναι όμως σπασμένοι, σύμφωνα με τη σύμβαση του ελεύθερου στίχου της σύγχρονης ποίησης. Εμείς όμως θα τους αποκαταστήσουμε.

Θα τρόμαζες αν ήξερες τα βάθη του πελάγου

Απαντημένα κι άξαφνα σε κύματα σβησμένα
Απομεινάρια

Σημάδι
πως ο κόσμος μας, χωρίς τέλος
ναυάγια,
σημάδι πως εζήσαμε μ’ ελάχιστη ζωή (σελ. 29).

Μου έχει γίνει συνήθεια να παραθέτω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στο τέλος κάθε βιβλιοκριτικής. Έχω ήδη παραθέσει κάποιους, και δεν θα παραθέσω αυτούς που υπάρχουν στην ενότητα «Κρήτη, ριγμένο πέταλο» που είναι πάρα πολλοί. Θα παραθέσω μόνο τρεις.

Μαντατοφόρε ήλιε μου, κάνε για να μας σώσεις (σελ. 15)
Και θύελλες τρομακτικές σ’ ανέμους των ρευμάτων (σελ. 16)
Κι αμέτρητοι υψώνονται σταυροί πάνω στο λόφο (σελ. 105)

Εξαιρετικά τα ποιήματα της Δημητρακάκη, και δεν είναι τυχαίο το πόσο πολυβραβευμένη είναι. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδα, και η ίδια πάντα εμπνευσμένη ποιητικά.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

  

Monday, November 24, 2014

Δημήτρης Βίγλης, Τρία τέταρτα



Δημήτρης Βίγλης, Τρία τέταρτα, Υπερόριος 2014, σελ. 48

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Πεζόμορφα ποιήματα, γεμάτα ευαισθησία

  Τα «Τρία τέταρτα» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Βίγλη. Δεν πρόκειται όμως για ποιητικά πρωτόλεια, αφού ο τριαντάχρονος σήμερα ποιητής δεν βιάστηκε να δημοσιεύσει, και τα λιγοστά ποιήματα της συλλογής είναι προϊόν, φανταζόμαστε, όχι μόνο μιας αστραπής της έμπνευσης αλλά και προσεκτικής επεξεργασίας, όπως πρέπει να είναι άλλωστε τα ποιήματα, και σίγουρα είναι τα καλά ποιήματα.
Ο Βίγλης οδηγείται στην ακραία συνέπεια του «πεζόμορφου» ελεύθερου στίχου με το να δίνει τα ποιήματά του τη μορφή του πεζού λόγου. Δεν υπάρχουν «στίχοι», υπάρχουν ποιητικές φράσεις, προτάσεις και περίοδοι σε συνεχές κείμενο. Επίσης ο ποιητής κάνει μια ακόμη υπέρβαση: δεν τα τιτλοφορεί. Ξέρουμε ότι σε πολλά ποιήματα των σύγχρονων ποιητών ο τίτλος είναι ιδιαίτερα συμβατικός, όπως «συμβατικά» είναι και τα ονόματά μας, όπως συμβατική είναι τελικά και η γλώσσα, καθώς ένα σημαίνον δεν παραπέμπει ποτέ στο σημαινόμενο από μόνο του αλλά είναι αποτέλεσμα μάθησης. Ένας μαθητής της ισπανικής δεν μπορεί να ξέρει ότι perro σημαίνει «σκύλος» αν δεν το διδαχθεί. Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί ποιητές πολλά ποιήματά τους τα τιτλοφορούν με αριθμούς, αραβικούς, ελληνικούς ή ρωμαϊκούς.
Στον αναγνώστη δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα από την έλλειψη τίτλων, δημιουργείται όμως στον βιβλιοκριτικό, και γι’ αυτό θα έλεγα ότι η τιτλοφόρηση είναι μια χρήσιμη σύμβαση. Για μένα δεν θα υπάρξει πρόβλημα καθώς πάντα παραπέμπω στη σελίδα όπου υπάρχει το απόσπασμα το οποίο παραθέτω.
Και οι τίτλοι των συλλογών είναι συμβατικοί, καθώς οι περισσότερες περιέχουν τα τελευταία προϊόντα της ποιητικής έμπνευσης του ποιητή. Συνήθως η συλλογή τιτλοφορείται από τον τίτλο ενός ποιήματος. Ποιήματα «προγραμματικά», όπως το «Άξιον εστί» του Ελύτη, είναι η εξαίρεση. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα ποιήματα του κορυφαίου νεοέλληνα ποιητή, του Καβάφη, που απλά είναι «Ποιήματα», κανένα από τα οποία δεν εντάχθηκε σε κάποια ποιητική συλλογή. Ο ποιητής βέβαια εκ των υστέρων μπορεί να τα κατηγοριοποίησε σε ιστορικά, φιλοσοφικά και ηδονικά, και οι μελετητές σε υποκατηγορίες, όπως π.χ. τα ιστορικά σε ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή, όμως η έμπνευση της στιγμής καθόρισε την κατηγορία, και όχι η κατηγορία την έμπνευση.
Κι εμείς θα μπορούσαμε να κατηγοριοποιήσουμε τα ποιήματα του Δημήτρη Βίγλη σε ποιήματα που αναφέρονται στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, με κριτήριο το χρόνο, καθώς και σε ποιήματα που ο αποδέκτης της αφήγησης είναι ο αναγνώστης και σε ποιήματα που ο αποδέκτης είναι κάποιο πρόσωπο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών, ο αποδέκτης είναι κάποια γυναίκα, όπως στην ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη «Στιγμιότυπα του σώματος» που παρουσιάσαμε πρόσφατα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη την αίσθηση του ερωτισμού.
Τα ποιήματα που αναφέρονται στο παρελθόν διακρίνονται από το ρήμα, που είτε είναι ο θαμιστικός παρατατικός, για επαναλαμβανόμενα επεισόδια, είτε ο αόριστος, για γεγονότα που συνέβησαν άπαξ. Το ρήμα «θυμάμαι» το συναντήσαμε τρεις φορές, ενώ σ’ αυτά μπορούμε να ανιχνεύσουμε χρονικούς προσδιορισμούς όπως «τότε», «κάποτε» κ.λπ.
«Κάποτε, σε ήξερα και με ήξερες· κάποτε γνωριζόμασταν. Ήταν τόσο νωρίς για να ονειρευόμαστε σαν να τρέχαμε πάνω στο χλωρό γρασίδι, μακριά από τις ανθρώπινες σκιές, μαζί με τα παιδιά. Τολμούσαμε ανοιχτές δρασκελιές προς ένα χαρούμενο γκρεμό. Με κοινά χαμόγελα να μας ενώνουν, δίχως ελπίδες από ματαιωμένες επιθυμίες. Κάποτε, ήμασταν μαζί με όσα χάνονται στο λεπτό και κανένα δεν γυρίζει πίσω…» (σελ. 18).
Με το «εσύ» επίσης σαν αποδέκτη, το επόμενο ποίημα αναφέρεται στο παρόν.
«Οι ασημένιες ουρές των άστρων σου λένε για φως. Τα άστρα μόνα, με την αιώνια συνήθεια, λένε ιστορίες φωτεινές. Οι κορδέλες τους κι απόψε τυλίχτηκαν γύρω απ’ το λευκό λαιμό. Απόψε, τα ίδια άστρα πάνω στο λεπτό σου δέρμα πιο φωτεινά από ποτέ. Έτσι δείχνουν οι ατέλειες με χάρη, λάμπουν τα αδύναμα σημεία πάνω σ’ έναν ουρανό ανίκητο λίγο πριν γίνεις δικιά του με ένα ακόμη σου αστέρι» (σελ. 19).
  Και ένα ποίημα που αναφέρεται στο μέλλον.
  «Αύριο, δεν θα ’χει παιδιά, πέρασε η βροχή τους, απλά, πολύ απλά, με τη σιωπή των μεγάλων πραγμάτων. Ομοιώματα κέρινα με τη μορφή τους, όπως των διάσημων μουσείων, παιδιά ήταν, απλά, τόση σοφία περίσσια και μεγάλα ποτάμια χωρίς τα μεγάλα μάτια δεν θα ’χει ορμή.
Θα περπατούμε ακόμη σε πόδια και θα τρώμε από την ψυχή τους, θα επιζητούμε όνομα της θύμησής τους με λόγια σπουδαία και τρανά…
Απλά θα ρωτούμε, πού είναι οι ζωές μας, με τις αυλές ρημάδια δίχως ενόχους;» (σελ. 38).
Το υπερρεαλιστικό στοιχείο ανιχνεύεται συχνά, σαν τιθασευμένος Εμπειρίκος. Είναι δεδομένο στη σύγχρονη ποίηση, αλλά το συνειδητοποίησα διαβάζοντας τις παρακάτω γραμμές:
«Ποιος έφτασε τελικά ως εδώ, ως εδώ όπου μέχρι πρότινος κάλπαζε ξέφρενα ένα μαύρο ανδαλουσιανό άλογο; Με ποιο δικαίωμα λοιπόν το ίδιο άλογο τρέχει πάνω σ’ ένα λευκό τοίχο με ανόητους περίεργους ολόγυρα να εξετάζουν τα δόντια του; (σελ. 17).
Το διακείμενο είναι ο «Ανδαλουσιανός σκύλος», η πρώτη και πιο σουρεαλιστική ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ.
Παραθέτουμε και τους δυο ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε, όπως το συνηθίζουμε:
Ό,τι πλέον απόκτησες με κόπο και θυσίες (σελ. 11)
Η βέβηλη συνήθεια για πάσα ερμηνεία (σελ. 44)
Αλλά και ένα «στίχο» σε κανονικό τροχαϊκό μέτρο
Χωρίς ίχνος της ημέρας με τις τόσες υποσχέσεις (σελ. 12)
Εξαιρετικά τα ποιήματα αυτά, γεμάτα ευαισθησία αλλά και οξυδέρκεια στις παρατηρήσεις, μας δίνουν την πεποίθηση ότι ο Βίγλης θα ανέβη σε ακόμα πιο ψηλά σκαλιά της ποίησης-για να θυμηθούμε και πάλι τον Καβάφη.

Μπάμπης Δερμιτζάκης


 

Saturday, November 22, 2014

Francis Lawrence, The Hunger Games: Mockingjay Part 1

Francis Lawrence, The Hunger Games: Mockingjay Part 1 (2014)

  Δεν ήταν το «μήνυμα» του έργου, το να βλέπεις όμως ότι ο ιστός πάνω στον οποίο υφαίνεται μια συναρπαστική πλοκή είναι η επανάσταση, ε, δεν μπορεί παρά να είναι συγκινητικό. Ταινία φαντασίας είναι το έργο, και η υπόθεση τοποθετείται σε ένα φανταστικό μέλλον, το οποίο δεν είναι η μαρξιστική ουτοπία της αταξικής κοινωνίας αλλά μια κοινωνία στην οποία υπάρχει καταπίεση όπως και τώρα, μια καταπίεση τόσο έντονη που τρέφει την εξέγερση. Η Κάπιτολ είναι το κέντρο της εξουσίας, αλλά κάποια μέρη της περιφέρειας της χώρας ελέγχονται από τους επαναστάτες, κάτι που μου θύμισε έντονα την κατάσταση που επικρατεί τώρα στη Συρία. Ο Ντόναλντ Σάδερλαντ εξαιρετικός, η Jennifer Lawrence πολύ όμορφη. Την ταινία την είδαμε στα Village στο Mall. Δωρεάν, με τη δημοσιογραφική μας ταυτότητα.

Friday, November 21, 2014

David Ayer, Fury



David Ayer, Fury (2014)

  Νοιώθοντας ηθικά υποχρεωμένος, θα γράφω για όσο το δυνατόν περισσότερες ταινίες από αυτές που βλέπω δωρεάν με τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα. Σειρά απόψε έχει το Fury που το είδα στα village του mall.
Πρόκειται για μια πολεμική ταινία, η υπόθεση της οποίας διεξάγεται τον Απρίλη του 1945, όταν τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν εισβάλει στη Γερμανία. Ο Brad Pitt είναι ο επικεφαλής του πληρώματος ενός τανκς. Ο Νόρμαν είναι ο νεαρός γραφιάς που θα βρεθεί στη δίνει του πολέμου εντελώς απροετοίμαστος. Όμως θα προσαρμοστεί σιγά σιγά, για να αναδειχθεί τελικά σε ήρωα.
Συναρπαστικές οι σκηνές μάχης, ιδιαίτερα στο τέλος.
Και τώρα κάποια σχόλια.
Ένας από το πλήρωμα του τανκς ήταν φτυστός ο Μαρσέλ Προυστ.
Ένας γερμανός στρατιώτης βλέπει τον Νόρμαν κάτω από το τανκς. Ο Νόρμαν τον κοιτάζει με την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ο γερμανός δεν θα τον καρφώσει.
Η ιστορία είναι μυθοπλασία, όμως ξέρω δυο ανάλογες περιπτώσεις. Η πρώτη ήταν στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Ο φαλαγγίτης κρύβεται πίσω από ένα θάμνο. Ο στρατιώτης του δημοκρατικού στρατού τον βλέπει. Όμως δεν τον σκοτώνει, ούτε τον προδίδει. Απομακρύνεται. Ο φαλαγγίτης που σώθηκε έγινε αργότερα υπουργός σε κάποια από τις κυβερνήσεις του Φράνκο.
Και η δεύτερη.
Το βομβαρδιστικό των συμμάχων είναι σακατεμένο από τις οβίδες των αντιαεροπορικών. Ένα γερμανικό καταδιωκτικό στέλνεται να το καταρρίψει. Ο γερμανός πιλότος λυπάται τον πιλότο των συμμάχων, που είναι κυριολεκτικά στο έλεός του. Καθώς είναι με κατεστραμμένο το σύστημα πλοήγησης, τον κατευθύνει πώς να επιστρέψει πάνω από τη θάλασσα της Μάγχης. Θα αναφέρει ότι τον κατέρριψε πάνω από τη θάλασσα. Ο άγγλος (ή αμερικανός;) πιλότος θα αναφέρει το περιστατικό, που όμως θα κρατηθεί μυστικό, για να μην κινδυνέψει ο γερμανός πιλότος. Πριν λίγα χρόνια ένας δημοσιογράφος τους ανακάλυψε και τους δυο, και τους έφερε σε επαφή σε μια εκπομπή. Στο διαδίκτυο τους βλέπουμε σε φωτογραφία από την εκπομπή αυτή δίπλα δίπλα, και τις φωτογραφίες τους τότε που ήσαν πιλότοι. Τέτοια περιστατικά είναι πολύ συγκινητικά, γιατί δείχνουν ότι η ανθρωπιά καμιά φορά μπαίνει πιο πάνω από τις ιδεολογίες και τους εθνικισμούς.
Πολύ καλή ταινία, να τη δείτε.

Thursday, November 20, 2014

70. Ο καλός άνθρωπος



70. Ο καλός άνθρωπος.

Αυτός είναι ο δερματολόγος μου, ο Αλέξης Κούνας. Μαθαίνει λύρα, κι εγώ του δείχνω κάποια πράγματα. Χθες του έπαιξα τους δυο τελευταίους σκοπούς που έμαθα. Περιέργως δεν του άρεσε ιδιαίτερα ο «Πευκιανός», αλλά ενθουσιάστηκε με το «Λίμνες τα μάτια σου βαθιές», και θέλει να το μάθει. Κανονίσαμε για επόμενη συνάντηση, αλλά μετά πήγαμε σε ένα καφενείο, για ουζάκι. Εγώ προτίμησα κρασί, γιατί θυμάμαι μια φορά που έκανα άγριο μεθύσι με ούζο. Όταν ήμουν σχολικός σύμβουλος με κάλεσε να παρευρεθώ σε μια συνεδρίαση του συλλόγου ο λυκειάρχης ενός σχολείου γιατί προβλεπόταν να είναι επεισοδιακή, καθώς θα τιμωρούσαν τους πρωτεργάτες ενός επεισοδίου: οι μαθητές της τρίτης είχαν κάνει «ντου» στους μαθητές της πρώτης, δηλαδή τους έσπασαν στο ξύλο.
  Είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στη σχολική βία. Κάποτε στη Γκράβα είχα πρωτοστατήσει ώστε να τιμωρηθεί αυστηρά ένας μαθητής που ξυλοφόρτωνε τις συμμαθήτριές του, και τον είχε καταγγείλει στο σύλλογο το πενταμελές συμβούλιο της τάξης.
  -Μη δείξετε έλεος, γιατί μετά θα δείρουν κι εσάς, είπα στο σύλλογο.
  Και δεν έδειξαν.
  Ο λυκειάρχης μου είπε ότι συνηθίζουν σαν σύλλογος να πηγαίνουν συχνά σε ένα ουζάδικο εκεί κοντά, και με κάλεσε να τους συνοδεύσω. Δέχτηκα.
  Μου αρέσει το ούζο, αλλά δεν ήξερα ότι μπορείς να πίνεις συνέχεια χωρίς να το καταλάβεις, για να γίνεις στο τέλος τύφλα στο μεθύσι. Ο λυκειάρχης αυτός επέμενε να μου γεμίζει συνέχεια το ποτήρι κι εγώ, θέλοντάς το άδειο, επέμενα να το αδειάζω. Ούτε κατάλαβα πως γύρισα στο σπίτι με τη μηχανή. Αν μου είχαν κάνει αλκοτέστ όχι μόνο θα μου είχαν κατάσχει τη μηχανή αλλά θα με είχαν στείλει και αυτόφωρο. Επί πλέον, καθώς άκουσα τώρα τελευταία ότι πάρα πολλά εμφράγματα φτάνουν στα νοσοκομεία κατόπιν ουζοποσίας, προτίμησα κρασί.
  Και ήπιαμε κρασί.
  Παραγγείλαμε το δεύτερο μισόκιλο, και σε λίγο έρχεται ο καφετζής να μας πει ότι είναι κερασμένο. Ένας από κάποιο μακρινό τραπέζι που ο Αλέξης δεν τον είχε αντιληφθεί μας κέρασε.
  -Αχ, δεν τον πρόσεξα, εγώ θα έπρεπε να τον κεράσω, λέει ο Αλέξης.
  Πετάγεται τότε από το διπλανό τραπέζι ένας άλλος, με τον οποίο είχε ανταλλάξει κάποιες κουβέντες ο Αλέξης πριν, και λέει.

  -Αν είν’ καλός ο άνθρωπος όλοι τον αγαπούνε.

  Το έχω γράψει πολλές φορές ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει μέσα στο αίμα μας, και σε κάθε βιβλίο που διαβάζω εντοπίζω και κάποιους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, τους οποίους ο συγγραφέας έγραψε χωρίς να το αντιληφθεί. Μου έχει γίνει συνήθεια να τους παραθέτω στις βιβλιοκριτικές μου.
  Και στην ομιλία συμβαίνει το ίδιο. Κι εγώ κάποιες φορές, όταν ολοκληρώσω μια φράση μου, συνειδητοποιώ ότι ήταν ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος.
  Ε, όχι, δεν έπρεπε να τον αφήσω ορφανό αυτόν τον δεκαπεντασύλλαβο. Τον ζευγάρωσα αμέσως σε μαντινάδα:

  -Κι όπου βρεθεί κι όπου σταθεί όλοι τονε κερνούνε. 



Στην ανάρτηση στο facebook η φίλη μου η Μαριάννα κάνει like και αφήνει σχόλιο:
Καλό !!! Καλή σου μέρα Μπάμπη μου κι όλοι να σε κερνούνε !!!
Φυσικά απαντάω με δεκαπεντασύλλαβο:
 Μα πιο πολύ θέλω εγώ πάντα να μ’ αγαπούνε. Καλημέρα Μαριάννα μου.