Βιργινία Βέργη-Νέρη, Αναμνήσεις και εμπειρίες από ταξίδια
και σχολεία, Δρόμων 2014, σελ. 231
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο
Λέξημα
Συναρπαστικές αυτοβιογραφικές αφηγήσεις
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση του βιβλίου να γράψουμε
δυο λόγια για τη συγγραφέα.
Η Βιργινία Βέργη-Νέρη γεννήθηκε στο Φόδελε της Κρήτης που,
για όσους δεν το ξέρουν, εικάζεται ότι είναι ο τόπος καταγωγής του Δομίνικου
Θεοτοκόπουλου, του Ελ Γκρέκο. Πτυχιούχος κλασικής φιλολογίας του Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εργάστηκε επί σειρά ετών στη μέση εκπαίδευση στην
Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αποστρατεύτηκε από την υπηρεσία ως λυκειάρχης.
Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της έτσι και σ’ αυτό τα
κείμενα έχουν γραφεί σε διαφόρους περιόδους της ζωής της συγγραφέως. Σε
αντίθεση όμως με εκείνα, αυτά εδώ είναι αυτοβιογραφικά. Όμως όπως και εκείνα,
το γλαφυρό ύφος, το κατά τόπους χιούμορ και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό
προσφέρουν μια πάρα πολύ μεγάλη «απόλαυση του κειμένου», όπως θα έλεγε και ο
Ρολάν Μπαρτ, ο γάλλος θεωρητικός της λογοτεχνίας.
Τα κείμενα βρίσκονται ταξινομημένα κατά χρονολογική σειρά σε
ενότητες, που όλες ξεκινάνε στον τίτλο τους με τη φράση «Τότε που υπηρετούσα…».
Στα σχολεία της ελληνικής επαρχίας μετά τον εμφύλιο.
Στο παγκύπριο εξατάξιο γυμνάσιο θηλέων παλουριωτίσσης στη
Λευκωσία.
Στην Αιθιοπία.
Στο εξατάξιο αβερώφειο γυμνάσιο Αλεξανδρείας Αιγύπτου.
Στην Αμοργό (από εκεί κατάγεται ο άνδρας της). Και τέλος
Στη Σκιάθο.
Ακολουθεί μια ξεχωριστή ενότητα με κείμενα δημοσιευμένα στο
σκιαθίτικο περιοδικό «Με του βοριά τα κύματα». Ανάμεσα σ’ αυτά είναι και ένα
για τον σκιαθίτη λογοτέχνη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Ένας ακόμη που τέλειωσε το
Βαρβάκειο Γυμνάσιο (Εξατάξιο τότε. Εγώ πήρα τη σύνταξή μου από το Βαρβάκειο
Λύκειο).
Και το βιβλίο τελειώνει με «Μια επιστολή σ’ ένα παλιό
σπίτι», το σπίτι του άντρα της, το οποίο αναπαλαίωσαν παρά τις συμβουλές να το
κατεδαφίσουν και να χτίσουν στη θέση του ένα ξενοδοχείο.
Εγκιβωτισμένες στην αυτοβιογραφική αφήγηση υπάρχουν και
άλλες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ιστορίες, όπως αυτή του Μιχάλη Ρούσου, από την
Αμοργό, που η μοίρα τον καταδίκασε από παιδί σε μερική παράλυση και η
οικογένειά του τον εξόρισε στην κορυφή του Ασφοντυλίτη. «Εκεί υπήρχαν άφθονα
πετρόχτιστα καλύβια, για να φιλοξενήσουν το μισερό αγόρι, κι όσο για το φαΐ
του έστελναν κάπου κάπου από το χωριό» (σελ. 185). Περνούσε το χρόνο του
σκαλίζοντας τους βράχους.
«-Τι κάνεις; τον ρωτούσαν οι περαστικοί.
-Χαράσσω τη διαθήκη μου, απαντούσε χωρίς ν’ αφήσει τη
δουλειά.
-Διαθήκη; Ξαναρώταγαν εκείνοι γεμάτοι απορία και σκύβανε
πάνω απ’ τους χαραγμένους βράχους να διαβάσουν, μα αντί για γράμματα βλέπανε
ανθρώπους να χορεύουν κι οργανοπαίχτες με λαγούτα και βιολιά» (σελ. 186).
Τα ιστορικά,
ανθρωπολογικά και λαογραφικά στοιχεία αφθονούν στα κείμενα αυτά. Για παράδειγμα
στο κεφάλαιο «Η κυρία Φεβρωνία» διαβάζουμε για την άμπορα.
Τι είναι η άμπορα;
Είναι ένα
κατασκεύασμα που έφτιαχνε η κυρία Φεβρωνία, η σπιτονοικοκυρά της, και το
χρησιμοποιούσαν εκείνες που ήθελαν να αποβάλουν τον καρπό ενός παράνομου
δεσμού. Τα υλικά ήταν κουτσουλιές και διάφορα βότανα.
Η Μαλάμω, μια μόνιμη
ανύπανδρη πελάτισσα, της λέει:
«Να μαζεύεις, να
μαζεύεις κ. Φεβρωνία, κουτσουλιές και βότανα, γιατί με το νου που ’χω εγώ και
με την όρεξη που έχει αυτό – και δείχνει το τρίγωνο της Αφροδίτης – γρήγορα θα
χρειαστούμε πάλι την άμπορα» (σελ. 22).
Ήξερε να θεραπεύει επίσης διάφορες αρρώστιες. Αξίζει να
παραθέσουμε ένα ξόρκι της κας Φεβρωνίας, ώστε στο διαδίκτυο όπου θα αναρτηθεί
αυτή η βιβλιοκριτική να μπορεί να αποθησαυριστεί εύκολα από κανένα λαογράφο.
Γητεύω σε βατεύω σε
πηδώ καβαλικεύω σε
τον αλέθο σου γυρεύω
την κοιλιά σου πασπατεύω.
Δέξου γης τον πόνο τση
μια ψω…ή στον κ….λο τση
να τη γειάνει να την κάνει
και κακό να μην την πιάνει (σελ. 25).
Το περιεχόμενο του ξορκιού και η λέξω «πασπατεύω» μου
θύμισαν ένα χαρακτηρισμό που έκανε η μητέρα μου για μια χωριανή μας: η
πολυπασπατεμένη.
Υπάρχει και άλλο ξόρκι, αυτό εκτενέστερο και σε πεζό που θα
μας πιάσει πολύ χώρο να το παραθέσουμε.
Το παρακάτω απόσπασμα δεν έχει λαογραφικό αλλά ανθρωπολογικό
ενδιαφέρον.
«-Ε, λοιπόν, υπάρχει
μια φυλή, εδώ στην Αιθιοπία, που ο κάθε νέος για να παντρευτεί πρέπει να
σκοτώσει κάποιον άνδρα, να του κόψει τα γεννητικά του όργανα και να τα χαρίσει
στην εκλεκτή της καρδιάς του. Κι αυτή, βεβαία ούσα ότι έχει μπροστά της έναν
ήρωα, δέχεται να τον παντρευτεί.
-Και τα πειστήρια του ηρωισμού τι γίνονται;
-Α, αυτά τα ξεραίνει και τα κρεμά μενταγιόν στο λαιμό της.
Βάρβαρο έθιμο, κυρία μου, πολύ βάρβαρο, κι αυτοί που το διατηρούν ακόμα πιο
βάρβαροι.
-Ναι, αλλά πανάρχαιο, μην ξεχνάτε ότι το βρίσκουμε και στην
Παλαιά Διαθήκη.
-Δεν είναι δυνατό, κυρία μου, να λέει τέτοια φοβερά πράγματα
το ιερό βιβλίο.
-Κι όμως τα λέει. Ο Σαούλ, για να δώσει τη θυγατέρα του στο
Δαβίδ, απαιτεί από τον τελευταίο να σκοτώσει εκατό Φιλισταίους και να του
προσκομίσει «τας ακροβυστίας» των. Κι ο Δαυίδ εκτελεί τον άθλο, προσκομίζει στο
μέλλοντα πεθερό του εκατό ακροβυστίας και παντρεύεται την κόρη του» (σελ. 91).
Είναι συναρπαστικές οι αυτοβιογραφικές αυτές αφηγήσεις της
Βιργινίας Βέργη-Νέρη, και σας συνιστούμε ανεπιφύλακτα να τις διαβάσετε. Εμείς
θα τελειώσουμε όπως το συνηθίζουμε παραθέτοντας τους ιαμβικούς
δεκαπεντασύλλαβους που εντοπίσαμε.
Πρέπει να κάνω υπομονή ώσπου να ξημερώσει (σελ. 18)
Να δεις τη γνήσια ζωή των λαϊκών στρωμάτων (σελ. 97)
Κι έφτιαξε για χατίρι τους δρόμους και λεωφόρους, και
Παρ’ όλη την καταστροφή που έφερε ο χρόνος (σελ. 127)
Δαντελλωτά καμπαναριά και παλαιές εικόνες (σελ. 157)
Το σπίτι μου είναι σπίτι σου και ο πόνο σου δικός μου (σελ.
170) Αυτός ο δεκαπεντασύλλαβος είναι λαϊκός, όμως όχι και ο παρακάτω, που είναι
τίτλος κεφαλαίου:
Εξόριστοι στην Αμοργό την Εποχή της χούντας (σελ. 173).
Μπάμπης Δερμιτζάκης