Monday, November 30, 2015

Ανδρέας Μήτσου, Αλεξάνδρα



Ανδρέας Μήτσου, Αλεξάνδρα, Καστανιώτης 2015, σελ. 240

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια συναρπαστική ιστορία από τον εξαίρετο πεζογράφο

Έχουμε γράψει για όλο το έργο του Ανδρέα Μήτσου, εκτός από το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο του. Η γνωριμία μας χρονολογείται από το τρίτο βιβλίο του, τις «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού».
Η αναφορά δεν είναι τυχαία.
Υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ και ο ημέτερος Αλέξανδρος Κοτζιάς (θα είναι κι άλλοι) που χρησιμοποιούν ήρωες των προηγούμενων έργων τους στα επόμενα. Εδώ ο Μήτσου κάνει κάτι πιο πρωτότυπο: μπάζει στην πλοκή της «Αλεξάνδρας» μια από τις «Ιστορίες υπαρκτού ρεαλισμού», και τον εαυτό του ως συγγραφέα.
Ως μυθοποιημένο συγγραφέα βέβαια, αφού στο τέλος του έργου σκοτώνεται.
Στην προηγούμενη ανάρτησή μου για το έργο της Αρχοντούλας Διαβάτη «Σκουλαρίκι στη μύτη» έγραφα: «Πιστεύω ότι κάθε βιβλίο ενός συγγραφέα αποτελεί παραλλαγή ενός θεματικού και υφολογικού «συμπλέγματος», το οποίο συνάγεται, όπως και ο αρχέμυθος (Ur-Myth) κατά τον Κλωντ Λεβι-Στρως, από το σύνολο των παραλλαγών του». Έχοντας υπόψη μου το σύνολο (σχεδόν) του έργου του Ανδρέα Μήτσου θα επιχειρήσω τη σκιαγράφηση αυτού του συμπλέγματος:
Οι ήρωές του είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αποκλίνοντες. Αναστοχάζονται συνεχώς για το νόημα των πράξεών τους, ένα νόημα που βρίσκεται σε διαρκή διολίσθηση. Στην «Αλεξάνδρα» μάλιστα καλείται και ο αναγνώστης να συμβάλει στη σύλληψη του.
«Ζητώ τη βοήθεια όποιου με διαβάζει. Και θέλω να βγάλει εκείνος τις αποφάσεις. Να με δικάσει αυτός. Με μέτρο τον εαυτό του και τον δικό του καημό. Την ανοιχτή πληγή του.
Του ’χω απόλυτη εμπιστοσύνη.
Θέλω να την πάρει ετούτη την ιστορία πάνω του. Να την κάνει δική του. Και να με συγχωρήσει, έτσι όπως τα εκθέτω εγώ τα γεγονότα, έτσι όπως τρέχω να προλάβω να φτάσω στο τέρμα. Να τη δέσει αλλιώτικα αυτός. Με καλύτερο τρόπο» (σελ. 131).
Πράξεις «σπουδαίες» συντελούνται όπως στην τραγωδία, με το φόνο να είναι σχεδόν πάντα παρών. Τα μικρά κεφάλαια με το αναπόφευκτο αφηγηματικό κενό δίνουν την εντύπωση κινηματογραφικών σκηνών. Αυτή την κινηματογραφική αίσθηση επιτείνουν οι συνεχείς αναδρομές. Οι αναδρομές αυτές, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην κινηματογράφο, φωτίζουν από καινούριες γωνίες τα συμβαίνοντα. Το ύφος είναι πυκνό και λιτό, πράγμα που μορφολογικά εκφράζεται με τις μικρές παραγράφους. Ξέρω ότι ο Μήτσου κόβει αδίστακτα, προκειμένου να προσεγγίσει τη μέγιστη λιτότητα και σαφήνεια.  
Η Αλεξάνδρα, η κεντρική ηρωίδα που δίνει και τον τίτλο του μυθιστορήματος, είναι μια πανέμορφη κοπέλα που όμως έμεινε παρθένα μέχρι τα εξήντα οκτώ της χρόνια, οπότε και πέρασε «τους πρώτους μήνες του μέλιτος» (σελ. 102). Ο Πέτρος, έξι χρόνια μικρότερός της, θα την ερωτευθεί παράφορα, όπως και ένα πίνακα που κουβαλάει στις αποσκευές της, μετά την οικογενειακή τους επιστροφή από τη Ρωσία. Ο έρωτάς του για την Αλεξάνδρα θα σβήσει ενώ ο έρωτάς του για τον πίνακα θα διογκωθεί, πράγμα που θα αποβεί γι’ αυτόν μοιραίο. Η Έστα έχει λεσβιακές τάσεις. Θα παντρευτεί τον αδελφό της Αλεξάνδρας μόνο και μόνο για να μπορεί να τη βλέπει. Ποτέ δεν τολμάει μια ανοιχτή προσέγγιση. Στο τέλος θα τις βρούμε και τις δυο, γερασμένες, σε ένα μοναστήρι. Όσο για τη Ελπινίκη (σπανιότατο όνομα, ελάχιστες φορές το έχω συναντήσει, έτσι λέγανε και τη μητέρα μου), τη γυναίκα του αδελφού της, αυτή κουβαλάει τα τραύματα της σεξουαλικής κακοποίησης που υπέστη μικρή από τους αδελφούς της. Θα μισήσει τους άνδρες. Όμορφη κι αυτή, θα τους παρατάει την επομένη της σχέσης, ρίχνοντάς τους στην απελπισία. Το ίδιο θα κάνει και στον αδελφό της Αλεξάνδρας, και μάλιστα δυο φορές.
Ο φόνος του Πέτρου από την Αλεξάνδρα προσημαίνεται στο πρώτο κεφάλαιο, δημιουργώντας το «σασπένς του πώς» θα φτάσουμε στο μοιραίο συμβάν, δίνοντας μια κυκλική φόρμα στην αφήγηση.
«Ταξιδεύω τώρα για το χωριό του Φωκά. Το μόνο ταξίδι της ζωής μου».
Ψέματα. Το μεγάλο ταξίδι το έκανε με τους γονείς της όταν ήλθαν στην Ελλάδα. Και δεν μπορεί να μην είχε κάνει κι άλλα. Όμως το ψέμα ίσως το αντιληφθούν μόνο όσοι αντιληφθούν και το διακείμενο: «Το μόνο της ζωής μου ταξείδιον».
Όμως η φόρμα είναι κυκλική μόνο εν μέρει. Η αφήγηση της Αλεξάνδρας είναι εγκιβωτισμένη. Και ενώ πολλοί συγγραφείς παλαιότερων αιώνων (ο Καζαντζάκης χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική στο πρώτο του έργο, το «Όφις και κρίνος») δήλωναν απερίφραστα τον εγκιβωτισμό στην αρχή του έργου, με τον συγγραφέα να παρουσιάζεται περίπου ως ο επιμελητής των χειρογράφων ενός από τους ήρωες, εδώ ο εγκιβωτισμός μάς αποκαλύπτεται στο τέλος. Το τι έγινε μετά την τραγική κορύφωση του φόνου το αφηγούνται άλλα πρόσωπα.
Όμως ας σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, κατά τη συνήθειά μας.
«Η πρώτη εξορία των Ποντίων είχε γίνει το 1936, κι ετούτος ο μεγάλος διωγμός μας έγινε το 1949. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνοπόντιοι κατατάχτηκαν στην κατηγορία των “ειδικώς απελαθέντων” και εξορίστηκαν στην Κεντρική Ασία. Ισχυρές δυνάμεις της κρατικής ασφάλειας, της Νι-Κα-Βε-Ντε, του φοβερού Μπέρια, περικύκλωναν τη νύχτα τα ποντιακά χωριά και υποχρέωναν με τα όπλα τους χωρικούς να ετοιμαστούν μέσα σε λίγη ώρα και να φύγουν» (σελ. 30).
Το διάβασα σε μια εφημερίδα, μέσα περίπου της δεκαετίας το ’80: κλιμάκιο της ΚΝΕ επισκέφτηκε την τότε Σοβιετική Ένωση. Πόντιοι κομσομόλοι τους κατάγγειλαν τα παραπάνω. Τους κάρφωσαν.
Όχι, με τον Γκορμπατσώφ στην εξουσία δεν νομίζω να απελάθηκαν κι αυτοί στη Σιβηρία.
«Τη βρήκε εύκολα την Έστα. Δέκα χιλιόμετρα απόσταση, όσο απέχει το μοναστήρι από το χωριό, ήταν ελάχιστη για τον Άργο να εντοπίσει την πρώτη του αφεντικίνα και να καταφύγει κοντά της για σωτηρία. Αφού τα σκυλιά έχουν ένστικτο και όσφρηση φοβερή» (σελ. 231).
Την παρακάτω ιστορία την άκουσα το καλοκαίρι που μας πέρασε στο χωριό μου.
Ένας γεραπετρίτης έδωσε το σκυλί του σε κάποιον από τη Βιάννο. Μετά από ένα χρόνο περίπου πέθανε. Με έκπληξη είδαν το ίδιο βράδυ το σκυλί να είναι ξαπλωμένο κάτω από το φέρετρο του πρώην αφεντικού του. Πως «πληροφορήθηκε» το θάνατό του και πώς βρήκε το δρόμο σ’ αυτή την απόσταση των σαράντα περίπου χιλιομέτρων που χωρίζουν τις δυο πόλεις, μυστήριο.
Συναρπαστικός ο Μήτσου, όπως κάθε φορά, μας έδωσε ένα ακόμη εξαιρετικό μυθιστόρημα.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, November 28, 2015

Nabil Ayouch, Much loved



Nabil Ayouch, Much loved (2015)

Έχουμε παρουσιάσει και άλλες ταινίες του μαροκινού Ναμπίλ Αγιούς. Σειρά έχουν σήμερα οι «Πολυαγαπημένες».
Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή τεσσάρων πορνών στο Μαρόκο. Πρόκειται για πόρνες πολυτελείας. Σαουδάραβες γεμάτοι πετροδολάρια είναι οι συνήθεις πελάτες τους. Φανταζόμαστε και ευρωπαίοι, αλλά σ’ αυτούς δεν εστιάζει ο Αγιούς, που τον ενδιαφέρει περισσότερο να δώσει μια εικόνα του αραβικού κόσμου σε σχέση με τον έρωτα, το σεξ και την πορνεία. Προσκαλούνται σε πλούσια μέγαρα, όπου πριν περάσουν στις κρεβατοκάμαρες ξεφαντώνουν στο χορό.
Ένας ερωτεύεται μία απ’ αυτές. Της προτείνει να τον παντρευτεί. Δεν είναι ανάγκη να έλθει μαζί του στη Σαουδική Αραβία όπου οι γυναίκες ζουν φυλακισμένες, θα της αγοράσει σπίτι στο Μαρόκο και θα την επισκέπτεται όσο πιο συχνά μπορεί.
Όμως στο κρεβάτι παρουσιάζει. Μήπως επειδή είναι πολύ ερωτευμένος; Τον ακούμε να λέει ότι η γυναίκα του δεν δίνει δεκάρα για το τι κάνει. Τους πάντρεψαν οι γονείς τους, χωρίς να υπάρχει αίσθημα ανάμεσά τους. Τον έρωτα λαχταράει.
Αγγελοπουλικός ο Αγιούς (πάνω από τρεις ώρες κρατάει η ταινία), με μακρά πλάνα και σκηνές που λειτουργούν δεικτικά, με ελάχιστο σασπένς, είναι από τους καλύτερους σκηνοθέτες που έχω δει. Δυο σκηνές με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα.
Η πρώτη: επί 59 δευτερόλεπτα ο φακός εστιάζει πάνω στο πρόσωπο της μιας κοπέλας που κλαίει με αναφιλητά ακουμπισμένη σε ένα τοίχο. Μόλις την έδιωξε η μητέρα της από το σπίτι λέγοντάς της να μην ξαναπατήσει γιατί οι γείτονες κουτσομπολεύουν.
Και η δεύτερη: αφού η κοπέλα αποτυγχάνει να βγάλει διαβατήριο για να πάει στην Ισπανία να δει τον πατέρα της, τον παίρνει τηλέφωνο λέγοντάς του ότι δεν τα κατάφερε. Αυτός της λέει ότι θα έλθει ο ίδιος να τη δει. Λάμπει από χαρά. Αφού τελειώσει η συνομιλία, η κάμερα εστιάζει επί 27 δευτερόλεπτα πάνω στο πρόσωπό της που λάμπει από ευτυχία.
Παρόλο που ξέρουμε ότι το Μαρόκο, με εξαίρεση ίσως την Τυνησία, είναι η πιο «φιλελεύθερη» αραβική χώρα (η μόνη φεμινίστρια που μπορεί να ζει και να εργάζεται στη χώρα της, διαβάσαμε παλιά στο διαδίκτυο, είναι η μαροκινή Φάτιμα Μερνίσι, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Mohammad V στη Ραμπάτ), δεν μας προκάλεσε και ιδιαίτερη έκπληξη ότι η ταινία είναι απαγορευμένη εκεί. Και δεν νομίζω ότι είναι μόνο οι τολμηρές σκηνές που ενόχλησαν.    

Αρχοντούλα Διαβάτη, Σκουλαρίκι στη μύτη



Αρχοντούλα Διαβάτη, Σκουλαρίκι στη μύτη, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Νησίδες, σελ. 78

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύθηκε στο Λέξημα

Αναπολήσεις και αφηγήσεις συγκινητικών ιστοριών περιέχονται στο τελευταίο αυτό βιβλίο της συγγραφέως

  Της Αρχοντούλας Διαβάτη έχουμε παρουσιάσει τα βιβλία της «Η μάνα του νερού», «Το αλογάκι της Παναγίας» και «Φεύγω αλλά θα ξανάρθω». Σειρά έχει σήμερα το «Σκουλαρίκι στη μύτη».
Στην βιβλιοκριτική μας για το προηγούμενο βιβλίο της καταλήγαμε: «Εξαιρετικό το βιβλίο της, με το καλό και το επόμενο».  
Δεν άργησε, μετά από ένα χρόνο βγήκε κι αυτό. Και, κατά κάποιο τρόπο, αποτελεί τη συνέχειά του. Στην ίδια βιβλιοκριτική γράφω: «Όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο η συγγραφέας, πρόκειται για κείμενα που έγραψε για ένα περιοδικό. «Ήθελα να φωτογραφίσω το χρόνο», μας λέγει στην αρχή, και πράγματι πολλά κείμενα είναι λεκτικές φωτογραφίσεις εικόνων που βλέπει η Διαβάτη και εντυπωσιάζεται απ’ αυτές, σχολιάζοντάς τις».
Το ίδιο ισχύει και για τα κείμενα αυτού του βιβλίου. Στο τέλος του παρατίθενται σε δυο σελίδες οι «Πρώτες δημοσιεύσεις». Κάποιες απ’ αυτές έγιναν σε ηλεκτρονικά έντυπα, τα οποία αρχίζουν και καταλαμβάνουν ένα όλο και πιο μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής πίττας. Επίσης είναι «λεκτικές φωτογραφίσεις», όμως, θα έλεγα καλύτερα, και «λεκτικές βιντεοσκοπήσεις», τόσο συγχρονικών επεισοδίων όσο και επεισοδίων που ανασύρονται από τη μνήμη της· σε όλα τα βιβλία της Διαβάτη η αναπόληση του παρελθόντος είναι κυρίαρχη.
Πιστεύω ότι κάθε βιβλίο ενός συγγραφέα αποτελεί παραλλαγή ενός θεματικού και υφολογικού «συμπλέγματος», το οποίο συνάγεται, όπως και ο αρχέμυθος (Ur-Myth) κατά τον Κλωντ Λεβι-Στρως, από το σύνολο των παραλλαγών του. Το «σύμπλεγμα» αυτό της Διαβάτη περιέχει την αναπόληση του παρελθόντος, τη μαγεία της στιγμής, την εκφραστική λιτότητα και την εστίαση στα καίρια σημεία. Όμως ας σχολιάσουμε κάποια διηγήματα και κάποια αποσπάσματα.
Η αναπόληση του παρελθόντος δεν είναι υποχρεωτικά αυτοβιογραφική. Στη χαμένη επανάσταση βλέπουμε τον καρκινοπαθή να αναπολεί το παρελθόν περιμένοντας στον προθάλαμο του ιατρείου. «…ακούει ξαφνικά σαν σε όνειρο το όνομά του από το κλειστό ιατρείο στο βάθος. Σηκώνεται βαρύθυμος, ακολουθώντας μια άσπρη μπλούζα, για τα περαιτέρω» (σελ. 10).
 «Καταπονημένη τώρα κοιτάει παλιές φωτογραφίες στην πολυθρόνα με το νυχτικό μπρος στο παράθυρο, στη φθινοπωρινή λιακάδα. Γάμοι, γεννητούρια, βαφτίσια και πάλι γάμοι και γεννητούρια εις τους αιώνας των αιώνων» (σελ. 17).
Αιώνια επιστροφή.
«Με αρπάζουν οι αναμνήσεις από το λαιμό» (σελ. 23).
Το παρελθόν δεν έρχεται πάντα σαν ευτυχισμένη αναπόληση, κάποιες φορές είναι ένα ιδεοψυχαναγκαστικό μαρτύριο.
Το «Εις στην πόλιν» δεν είναι ακριβώς ένα οδοιπορικό στην Ισταμπούλ, είναι η αφήγηση σε φίλες ενός ταξιδιού. Δεν περιγράφει τα αξιοθέατα αλλά το ταξίδι. Ο Σαραμάγκου τη συνοδεύει, αλλά μπορεί να περιμένει. Στην αφήγηση αυτή εμφιλοχωρούν και αρκετά  χιουμοριστικά επεισόδια.
Στο «Ολόγυρα οι φίλοι» διαβάζουμε:
«Ο Θοδωρής, από εύπορη οικογένεια της Κρήτης, είπε πως πήγε ένα φεγγάρι – το πενήντα έξι θα ήτανε – στο Δημοτικό, στο χωριό των παππούδων από τη μεριά της μάνας του, Σκοπή Σητείας… Έγινε γρήγορα φίλος των παιδιών στη γειτονιά, μόνο που εκεί τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο ξυπόλυτα. Του κακοφάνηκε ν’ αποτελεί εξαίρεση. Έτσι κι αυτός έκανε την επανάστασή του. Αγκάθια και τριβόλια και πέτρες από κάτω, αλλά αυτός έβγαλε τα παπούτσια του-οι πατούσες του απάτητες, παρενέβη η Ανθούσα, με τη σιγουριά της συντρόφου που ξέρει καλύτερα – τα άλλα παιδιά είχαν σόλα σωστή για πατούσα» (σελ. 55-56).
Κι εγώ το πενήντα έξι πήγα στο δημοτικό. Κι εμείς περπατάγαμε ξυπόλυτοι, όχι όμως από υπερβολική φτώχεια – το χωριό μου, το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, ήταν το κεφαλοχώρι του νομού εκείνη την εποχή – αλλά επειδή μας άρεσε. Όμως όχι το χειμώνα που έκανε κρύο. Την άνοιξη, μόλις άνοιγε ο καιρός, τα πετάγαμε, και τα ξαναφοράγαμε το φθινόπωρο, με τα πρωτοβρόχια.
Ένας συμμαθητής μας όμως που ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια περπατούσε χειμώνα καλοκαίρι χωρίς παπούτσια, και έτσι είχε κι αυτός, όπως τα παιδιά της Σκοπής, «σόλα σωστή για πατούσα».
Κάποτε ο δάσκαλος, δεν θυμάμαι τι κάναμε, θέλησε να μας τιμωρήσει με φάλαγγα (ναι, την φάλαγγα δεν την επινόησε η χούντα, την επινόησαν οι δάσκαλοι). Καθόμασταν στη σειρά ένας ένας, σηκώναμε το πόδι προς τα πίσω κρατώντας το με το αντίστοιχο χέρι μπροστά από τον αστράγαλο, και ο δάσκαλος μας χτύπαγε με τη βέργα.
Κάποια στιγμή ήλθε και η σειρά αυτού του συμμαθητή μας. –Κύριε, κύριε, τον καρφώσαμε εμείς, μην τον χτυπήσετε στην πατούχα γιατί δεν πονάει, κτυπήστε τον καλύτερα στα χέρια.
Η μνήμη στις αναμνήσεις μπορεί να είναι εξαιρετική, ανασύροντας μέχρι και την πιο μικρή λεπτομέρεια. Στο διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή δυο φίλοι συναντώνται μετά από χρόνια. Θυμούνται που είχαν πάει μαζί σε κάποιο ματς. Μετά πέρασαν από το σπίτι της μητέρας του αφηγητή. Και ο φίλος του τι θυμήθηκε; «Τι φαγητό ήταν εκείνο, ρε, που μας έβγαλε η μάνα σου, ακόμα η γεύση του μοσχοβολάει στο μυαλό μου-αρνάκι φρικασέ» (σελ. 58).
Το ματς αυτό ήταν ΠΑΟΚ-ΠΑΝΑΧΑΪΚΗ.
«Η ΠΑΝΑΧΑΪΚΗ, κι αυτή μεγάλη ομάδα. Δαβουρλής, Μιχαλόπουλος, Στραβοπόδης κι άλλοι. Μεγάλοι παίχτες» (σελ. 58). 
Ποιος ο λόγος που παραθέτω αυτό το απόσπασμα;
Να, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να διαφημίσω το βιβλίο του φίλου μου του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη που κυκλοφόρησε πρόσφατα, «Κώστας Δαβουρλής, ο Πελέ της Ευρώπης».
Εξαιρετική η Αρχοντούλα διαβάτη.
Το διήγημα «Εις στην πόλιν» τελειώνει με τη λέξη ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
Περιμένουμε λοιπόν τη συνέχεια.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Thursday, November 26, 2015

Γονεϊκή αγάπη



Γονεϊκή αγάπη

  Έχω μάθει να μην θεωρώ τίποτα στη ζωή μου δεδομένο, for granted. Όμως εκείνη τη φορά το παράκανα.
  Πήγαινα στο δημοτικό. Θυμάμαι τον δάσκαλο, τον κο Λασιθιωτάκη, συμμαθητή του πατέρα μου, όμως δεν θυμάμαι σε ποια τάξη, γιατί μας έκανε μάθημα σε τρεις συνεχόμενες τάξεις, τρίτη τετάρτη και πέμπτη. Μας έβγαζε ένα μικρό λόγο για το πόσο οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, τι θυσίες κάνουν γι’ αυτά, κ.λπ. κ.λπ.
  Αφού είχα περάσει τα λεγόμενά του από κριτική σκέψη, και πριν τελειώσει το λογύδριό του, μου ξεφεύγει και λέω δυνατά: -Ντα κι έμενα (δηλαδή κι εμένα οι γονείς μου με αγαπούν, κάνουν θυσίες για μένα, κ.λπ. κ.λπ.).
  Όλη η τάξη ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Το αρχαίο γνωμικό «μη προτρεχέτω η γλώττα του νοός» το έμαθα αργότερα, στο γυμνάσιο.  

Wednesday, November 25, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια



Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια   

Ἐσίμωσε τὸ ξύλο μου, τὸ ράξιμο γυρεύγει,
ἦρθε σ' ἀνάβαθα νερά, καὶ πλιὸ δὲν κιντυνεύγει.         
Θωρεῖ τὸν Οὐρανὸ γελᾶ, τὴ Γῆ καὶ καμαρώνει,
κ' εἰς-ε λιμιώνα ἀνάπαψ[ης] ἤραξε τὸ τιμόνι.
Σ' βάθη πελάγου ἁρμένιζα, μὰ ἐδά 'ρθα στὸ λιμιώνα,
πλιὸ δὲ θυμοῦμαι ταραχές, μάνητες, καὶ χειμώνα.

Οι στίχοι αυτοί είναι από τους τελευταίους του «Ερωτόκριτου». Με την «Οδύσσεια» τέλειωσα το «(ξανα)διαβάζοντας τον Καζαντζάκη» και ένοιωσα μια ανακούφιση ανάλογη μ’ αυτή που ένιωσε ο Κορνάρος τελειώνοντας το αριστούργημά του.
Όμως δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο παρέθεσα αυτούς τους στίχους. Διαβάζοντας την «Οδύσσεια» δεν μπορούσα να μην κάνω την σύγκριση.
Καθώς δεν μου αρέσει η ποίηση δεν είχα ποτέ καμιά πρεμούρα, παρά την αγάπη μου για τον Καζαντζάκη, να διαβάσω την «Οδύσσειά» του. Είχα διαβάσει κάποια αποσπάσματα, και ο δεκαεπτασύλλαβός του δεν μου άρεσε καθόλου. Το ίδιο δεν είχα διαβάσει και τα θεατρικά του, αυτά που βρίσκονται στους τρεις τόμους. Όταν τελικά τα διάβασα και αυτά είπα να μην μείνω στην ουρά, παρόλο που η ουρά ήταν τεράστια, 33.333 στίχοι.
Ενώ τα θεατρικά του, ακόμη και τα ποιητικά, μου άρεσαν, όχι βέβαια όσο τα μυθιστορήματά του, δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την «Οδύσσεια». Και δεν ήταν μόνο ο δεκαεπτασύλλαβος που με δυσκόλεψε· οι 900 σελίδες του και το σκληρό εξώφυλλο το κάνουν ιδανικό βιβλίο για να στολίζει το ράφι μιας βιβλιοθήκης, ταυτόχρονα όμως και πολύ βαρύ, πράγμα που με δυσκόλευε καθώς συνηθίζω να διαβάζω καθισμένος σε καρέκλα, δίπλα στο παράθυρο με το φως της μέρας, και όχι σε γραφείο.
Πριν σχολιάσω τον δεκαεπτασύλλαβο θα ήθελα να πω δυο λόγια για το έπος.
Το κύριο χαρακτηριστικό του έπους είναι η λαϊκότητά του. Η «Ιλιάδα» και η «Οδύσσεια» μεταδίδονταν προφορικά, και ο Πεισίστρατος παράγγειλε την καταγραφή τους. Ο «Ερωτόκριτος», αυτό πια είναι σε όλους γνωστό, έγινε αγαπητό ανάγνωσμα από τον απλό κρητικό, και πολλοί τον ήξεραν απ’ έξω. «Ο καπετάν Καζάνης και η Κριτσοτοπούλα, τα δυο τελευταία κρητικά έπη» που γράφηκαν στις αρχές του περασμένου αιώνα (1909 και 1912 αντίστοιχα) από τον Μιχάλη Διαλιννά (έχω μιλήσει γι’ αυτά σε ένα συνέδριο δίνοντας αυτό τον τίτλο στην εισήγησή μου) λειτούργησαν «επικά», παρά το ήσσον λογοτεχνικό τους ενδιαφέρον. Η μητέρα μου, και όχι μόνο, τα ήξερε απ’ έξω. Μάλιστα συγκρίνοντας την απαγγελία της την οποία κατέγραψα στο κασετόφωνό μου ένα χρόνο πριν πεθάνει (1978.  Την έχω αναρτήσει στο youtube) με το γραπτό κείμενο αποπειράθηκα κάποια συμπεράσματα για τους λόγους που στην εποχή μας δεν είναι πια δυνατόν να γραφτούν έπη. Ο χαρακτηρισμός λοιπόν της «Οδύσσειας» του Καζαντζάκη ως έπους θα έλεγα ότι είναι καταχρηστικός.
Και τώρα ας έλθουμε στο στίχο.
Ο δεκαεπτασύλλαβος με δυσκόλεψε τρομερά στην ανάγνωση, και αυτός ίσως είναι ο κύριος λόγος που δεν μου άρεσε. Αν η «Οδύσσεια» ήταν γραμμένη στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, έστω και τον ανομοιοκατάληκτο του δημοτικού τραγουδιού, πιθανότατα να μου άρεσε. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του «Ερωτόκριτου» κάνει την ανάγνωση να κυλάει με μεγάλη άνεση. Με τον δεκαεπτασύλλαβο του Καζαντζάκη έπεφτα συχνά σε κοτρώνες.
Ποιες είναι αυτές οι κοτρώνες;
Να πούμε όμως πρώτα τι είναι τομή:
Αντιγράφω από το διαδίκτυο: «Η τομή είναι ένα φυσικό σταμάτημα της φωνής μας, κάπου στα μισά τού στίχου. Το σταμάτημα αυτό μας το υπαγορεύει το ίδιο το νόημα. Με τον τρόπο αυτό ο στίχος χωρίζεται σε δύο μέρη, πού τα λέμε ημιστίχια».
Και συνεχίζουμε:
Ο δεκαεπτασύλλαβος της «Οδύσσειας» στην συντριπτική πλειοψηφία των στίχων της  έχει την τομή (ευτυχώς) στη δέκατη συλλαβή. Έτσι ο στίχος χωρίζεται σε ένα δεκασύλλαβο ημιστίχιο, που όμως εγώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις δεν μπορούσα να διαβάσω στο ιαμβικό μέτρο αλλά σαν πεζό κείμενο, και σε ένα ιαμβικό επτασύλλαβο, που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το ημιστίχιο ενός ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου.
Ας παραθέσουμε τους πρώτους τρεις στίχους.
«Ήλιε, μεγάλε ανατολίτη μου, χρυσό σκουφί του νου μου
αρέσει μου στραβά να σε φορώ, πεθύμησα να παίξω,
όσο να ζεις, όσο να ζω κι εγώ, για να χαρεί η καρδιά μας».
Το κόμμα που υπάρχει στη δέκατη συλλαβή δημιουργεί φυσικά και αβίαστα την τομή.
Όμως τα πράγματα δεν είναι πάντα έτσι. Παράδειγμα:
«Μαγνάδι λαμπερό, στο αχνό το ουρανοθάλασσο, και χάθη» (Β, 239).
Εδώ η τομή γίνεται μετά τη λέξη «αχνό» παρόλο που δεν υπάρχει κόμμα και χωρίς να υπαγορεύεται από το νόημα, χωρίζοντας τον στίχο σε ένα οκτασύλλαβο και ένα εννεασύλλαβο ημιστίχιο και όχι σε ένα δεκασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο, όπως ήταν οι προηγούμενοι στίχοι.
Ο παρακάτω στίχος είναι καλύτερος.
«Κι είδα σε, γιέ μου, στο γιαλό, το χέρι αντήλιο, ν’ αγναντεύεις» (Β, 232).
Εδώ υπάρχει κόμμα μετά τη λέξη «γιαλό», με το πρώτο οκτασύλλαβο ημιστίχιο σε ολοκληρωμένο νόημα, σαν το πρώτο ημιστίχιο ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Όμως, καθώς έχεις συνηθίσει το πρώτο ημιστίχιο να είναι δεκασύλλαβο, «σκοντάφτεις».  
Σε αρκετούς στίχους η τομή μπορεί να γίνει κατά βούληση, καθώς στη μέση του στίχου  υπάρχει λέξη δισύλλαβη. Έτσι μπορούμε να έχουμε είτε ένα οχτασύλλαβο και ένα εννεασύλλαβο ημιστίχιο, είτε ένα δεκασύλλαβο και ένα επτασύλλαβο. Παράδειγμα:
«Όλα ’ναι φάδια της κοιλιάς, παιδιά, και το ψωμί στημόνι» (Τ, 1384). Εδώ ο Καζαντζάκης για να κάνει τον δεκαεπτασύλλαβο από την κρητική παροιμία βάζει στη μέση τη λέξη «παιδιά», ανάμεσα σε δυο κόμματα. Η τομή μπορεί να γίνει είτε πριν είτε μετά τη λέξη.
Αλλού προσθέτει στη λέξη ένα συνθετικό για να μετατρέψει τον δεκαπεντασύλλαβο σε δεκαεπτασύλλαβο, όπως:
«Γλυκομηλιά μου με τα μήλα σου και μυγδαλιά μου αφράτη» (Β, 507).
Αν αφαιρέσουμε το «γλυκο-» έχουμε έναν ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που λες και πάρθηκε (ίσως πράγματι να πάρθηκε) από δημοτικό τραγούδι.
Είναι περίεργο που ο Καζαντζάκης, ενώ χρησιμοποιεί πολύ συχνά τόπους και υφολογικά σχήματα του δημοτικού τραγουδιού δεν χρησιμοποίησε και το στίχο του. Να σημειώσουμε όμως εδώ ότι όσο προχωρούμε προς το τέλος της «Οδύσσειας» τόσο μεγαλύτερη χρήση τους κάνει, ενώ ταυτόχρονα μειώνονται οι στιχουργικές ανωμαλίες.
Διαβάζουμε:
«Αχ, πέθανε καλέ να σ’ αγαπώ, ζήσε να σ’ έχω αμάχη» (Α, 260).
Και εδώ καταστρέφει τον δεκαπεντασύλλαβο της λαϊκής παροιμίας (την επιβεβαίωσα ψάχνοντας στο διαδίκτυο) προσθέτοντας το «καλέ» για να φτιάξει τον δεκαεπτασύλλαβό του.
Αλλού τη λέξη αυτή την προσθέτει στην αρχή, όπως στο παρακάτω παράδειγμα:
«Ώχου, κι όποιος κοιμάται δίπλα σου τον ύπνο λαχταρίζει» (Ε, 555).
Είναι ο δεύτερος στίχος μιας μαντινάδας. Ο πρώτος στίχος είναι «Όποιος φιλεί τα χείλη σου ζάχαρη πιπιλίζει». Την πρωτάκουσα από τον συγχωρεμένο τον Μουντάκη.
  «Τρώτε, τρώτε και πίνετε, άρχοντες, κι εγώ θα τραγουδήσω» (Θ, 325).
Εδώ ο Καζαντζάκης για να φτιάξει τον δεκαεπτασύλλαβο από τον δεκαπεντασύλλαβο διπλασιάζει τη λέξη «τρώτε». Είναι στίχος από το γνωστό ριζίτικο, στον οποίο όμως το «κι εγώ θα σας δηγούμαι» το παραλλάσσει σε «εγώ θα τραγουδήσω».
Το ίδιο κάνει και στον παρακάτω στίχο, διπλασιάζοντας τη λέξη «μικρό»:
«Μικρό μικρό πουλί  ’ταν διάβηκε, παιχνίδι και συντρίφτη» (Γ, 53).
Ακούοντας την απαγγελία του Βασίλη Διαμαντόπουλου στο youtube, όπου ανάμεσα στα αποσπάσματα που διαβάζει βρίσκεται και ο παραπάνω στίχος, παρατηρώ ότι στον στίχο «ξεπάτωσε έριζα όλο το νησί και το κατάπιε η μνήμη», το «σε» του «ξεπάτωσε» δεν το προφέρει ως μια συλλαβή με το «ε» του «έριζα», με αποτέλεσμα να καταστρέψει τον δεκαεπτασύλλαβο, αφού κάνει τις συλλαβές του δεκαοκτώ. Να λοιπόν που έκανα καλά να παραιτούμαι συχνά από το να διαβάζω ρυθμικά τους στίχους και να τους διαβάζω, αντίθετα, σαν πεζό κείμενο. Και η παραπάνω απαγγελία μου έδωσε αυτή την αίσθηση, ότι ήταν ανάγνωση πεζού κειμένου – ή σύγχρονης ποίησης, η οποία είναι χωρίς μέτρο.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισα διαβάζοντας τους δεκαεπτασύλλαβους του Καζαντζάκη είναι η χρήση ασυναίρετων τύπων που μου χαλούσαν την αίσθηση του μέτρου.
«κι ολοζωής του πια την παρατάει στη χαμωγής να υφαίνει» (Β, 470).
Και ο Κάλβος προτιμά τους ασυναίρετους τύπους, όμως αυτό δίνει μια πρόσθετη μεγαλοπρέπεια στις «Ωδές» του. Εδώ όμως μου φαίνεται ότι η χρήση είναι άστοχη, και ξενίζει ιδιαίτερα εμάς τους κρητικούς, που στις μαντινάδες και στα ριζίτικα χρησιμοποιούμε τους συνηρημένους τύπους: 
Εμάθαν το πως σ’ αγαπώ  του μπαλκονιού σου οι βιόλες
κι όταν περνώ απ’ το στενό μοσκομυρίζουν όλες.
Αγαπώ, όχι αγαπάω. Περνώ, όχι περνάω.
Στην ίδια ιστοσελίδα από όπου παρέθεσα για την τομή διάβασα και το παρακάτω: «Από τις 15 συλλαβές κι απάνω ο στίχος δύσκολα συμπίπτει με την κανονική ανθρώπινη αναπνοή και γι’ αυτό αποφεύγεται».
Όχι, ο Καζαντζάκης δεν θα τον αποφύγει.
Τι ήταν αυτό που τον ώθησε να χρησιμοποιήσει τον δεκαεπτασύλλαβο; Μήπως σαν λύση στις συχνά σύνθετες λέξεις που χρησιμοποιεί; Μήπως διότι νόμιζε ότι ο στίχος αυτός, σαν στίχος μπαρόκ, έχει μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια; Μήπως για να ξεχωρίσει από τον Σολωμό και τον Παλαμά, στους οποίους δεν είδα να κάνει καμιά αναφορά ποτέ;
Γιατί άραγε;
Αν συναντηθούμε ποτέ στην ίδια παράδεισο ή στην ίδια κόλαση θα τον ρωτήσω.
Δεν μου ήταν εύκολο να παρακολουθώ πάντα την πλοκή. Η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «Νίκος Καζαντζάκης, ένας τραγικός» δίνει μια εκτενή περίληψη.
  Ο Οδυσσέας έκανε τόσα χρόνια να γυρίσει σπίτι του αλλά μόλις γύρισε βαρέθηκε, δεν τον χωρούσε. Άφησε το θρόνο στο γιο του και με κάμποσους συντρόφους κίνησε για την περιπέτεια. Σταματούν στη Σπάρτη και παίρνει μαζί του την Ελένη, κρυφά από τον Μενέλαο εννοείται. Έπειτα πηγαίνουν στην Κρήτη και βοηθούν τους επαναστάτες σε μια επανάσταση. Στην Αίγυπτο βοηθούν άλλους επαναστάτες. Κατόπιν πηγαίνουν σε άλλα μέρη της Αφρικής, φτάνουν μάλιστα μέχρι τις πηγές του Νείλου. Μια λεοπάρδαλη τους ακολουθεί. Συναντάνε τον Χριστό, τον δον Κιχώτη και το Βούδα. Στο δρόμο όλο και κάποιος σύντροφος εγκαταλείπει, όλο και κάποιος πεθαίνει. Στη συνέχεια τον βρίσκουμε στον βόρειο πόλο με τους Εσκιμώους, για να πεθάνει τέλος μόνος του πάνω σ’ ένα παγόβουνο. Τα φαντάσματα των πεθαμένων συντρόφων τον επισκέπτονται στο ψυχομάχημά του.
Στην αφήγηση αυτής της περιπλάνησης βλέπουμε αρκετά ανθρωπολογικά στοιχεία, όπως π.χ. τον τρόπο που σκοτώνουν την αρκούδα οι Εσκιμώοι, ή τη θανάτωση σκλάβων στον τάφο του βασιλιά, για να τον υπηρετούν οι ψυχές τους στην άλλη ζωή. Σαν πεζό θα ήταν ένα συναρπαστικό πικαρέσκο μυθιστόρημα με τον Οδυσσέα και τους desperados συντρόφους του, σαν ποίημα όμως αμφιβάλω.  
Στο έργο αυτό βλέπουμε ξανά τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης και σ’ άλλα έργα του («… αναστήθη ο σκούληκας και πεταλούδα εγίνη») και βέβαια ξαναδιαβάζουμε  για τις ιδέες και τις εμμονές του, δεν έχει νόημα να τις επαναλάβουμε. Να προσθέσω μόνο ότι εδώ φαίνεται πιο καθαρά η έννοια της élan vital, της «ζωικής ορμής» του δασκάλου του Ανρί Μπερξόν.
«Εγώ το χρέος μου έκανα του γιου, ξεπέρασα τον κύρη·
τώρα και συ ξεπέρνα με, αν μπορείς, στο νου και στο κοντάρι» (Α, 279-280).
Πάντως το παράκανε. Σε κάθε ζευγάρωμα παρουσιάζει το ζευγάρι σαν να ζευγαρώνουν για να κάνουν απογόνους. Όμως εγώ πιστεύω ότι τα πράγματα ήταν τότε όπως και σήμερα· τα ζευγάρια, πολλές φορές ακόμη και όταν είναι παντρεμένα, συνήθως τρέμουν στη σκέψη μιας εγκυμοσύνης.
  Και η θρησκεία θεωρεί ότι το σεξ βρίσκεται στην υπηρεσία της αναπαραγωγής. Ο Φρόιντ όμως και γενικά η ψυχανάλυση το θεωρούν ως την κύρια έκφραση της αρχής της ηδονής. Όσο για τους ηθολόγους, αυτοί πιστεύουν ότι συντελεί στη σύσφιξη των σχέσεων του ζεύγους, τόσο αναγκαία για την ανατροφή των παιδιών.
Διαβάζουμε:
«καλή πραμάτεια ’ναι ο θεός, παιδιά, ξεπουλημό δεν έχει!» (Ν, 709).
Ε, δεν είναι να απορεί κανείς που λίγο έλλειψε να τον αφορίσουνε.
Δεν μπορώ να ξέρω πόσο διαβάστηκε η «Οδύσσεια», πιστεύω όμως ότι διαβάστηκε λιγότερο από τα μυθιστορήματά του. Ο Καζαντζάκης τη θεωρούσε ως έργο ζωής – την έγραψε επτά φορές – όμως εμένα δεν μου άρεσε. Αλλά, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Ή, όπως έλεγαν οι λατίνοι, de gustibus non est disputandum.

Είδα χθες (21-3-2017) ένα ντοκιμαντέρ μιάμισης ώρας για την "Οδύσσεια". Εκεί άκουσα τον Peter Bian να υποθέτει ότι μόνο καμιά πενηνταριά άτομα διάβασαν ολόκληρη την "Οδύσσεια". Η Αγγέλα Καστρινάκη υποθέτει επίσης ότι ολόκληρη τη διάβασαν μόνο οι μεταφραστές. Ξέρω ότι η Βιργινία Βέργη Νέρη τη διάβασε ολόκληρη. Πριν λίγους μήνες ανάρτησα ένα βίντεο για τον Καζαντζάκη στο Youtube. Εκεί κάποιος έκανε το παρακάτω σχόλιο. "The Odyssey a modern Sequel" I consider to be the greatest book since the Bible. I took my Touchstone paperback copy with me to Skopelos in 1999,and read it on a nondescript inlet beach ,on very fine pebbles, to at least say " I have read a bit of it in Greece." It was early Spring, too cold to swim. Thank you for this small documentary! Regards from Jack