Book review, movie criticism

Sunday, May 31, 2015

Λάκης Παπαστάθης-Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον




Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον (2001)

Την ταινία τη βρήκα στο youtube. Μου τη σύστησε θερμά ένας φίλος και αποφάσισα να τη δω. Είδα κάπου 25 λεπτά και μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να (ξανα)διαβάσω το διήγημα του Βιζυηνού πριν δω την υπόλοιπη ταινία. Έτσι κι έκανα, και διαπίστωσα για μια ακόμη φορά ότι η οποιαδήποτε κινηματογραφική μεταφορά είναι αδύνατον να ξεπεράσει το λογοτεχνικό έργο. Το χιούμορ που υπάρχει στον Βιζυηνό δεν αποδόθηκε στην ταινία, προφανώς γιατί ήταν δύσκολο να αποδοθεί.
Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον στην πραγματικότητα ήταν το μόνο της ζωής του ταξείδιον-του παππού του. Από την Κωνσταντινούπολη όπου εργαζόταν ως μαθητευόμενος ράπτης τον πήρε ένας συγγενής άρον άρον να προλάβει τον παππού του που ήταν ετοιμοθάνατος. Όμως αυτός συνήλθε, για λίγο όπως αποδείχτηκε, ίσα ίσα για να έχει μια συνομιλία μαζί του πάνω στο λοφάκι όπου κατέφευγε συχνά, μακριά από την τσαούσα γυναίκα του που ματαίωνε όλα του τα ταξίδια. Τις ιστορίες που ήξερε και είχε αφηγηθεί στον εγγονό του δεν τις είχε ζήσει ο ίδιος, τις είχε ακούσει από τη γιαγιά του, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει στο τέλος. Και οι ιστορίες αυτές δεν ήταν αληθινές ιστορίες, ήταν παραμύθια, όπως αυτό με τη φώκια που εμείς το ξέρουμε σαν το παραμύθι με τη γοργόνα που ρωτάει «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» αλλά στα μάτια του μικρού εγγονού φάνταζαν αληθινές.
Το λαογραφικό στοιχείο που βρίσκουμε στο διήγημα και που δεν μπορούσε να αποδοθεί πλήρως στην ταινία είναι η αντίληψη ότι ο ετοιμοθάνατος δεν πεθαίνει αν δεν δει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο που πεθυμά. Ο παππούς τον εγγονό του είχε επιθυμήσει και έστειλε να τον φέρουν. Η μητέρα  ενός φίλου μου δεν ξεψύχησε παρά μόνο αφού είδε την εγγονή της, που ήλθε από την Αθήνα.
Το ιστορικό στοιχείο που δείχθηκε αρκούντως στο έργο είναι ότι οι γονείς παρακαλούσαν να κάνουν κορίτσι, γιατί τα αγόρια τα άρπαζαν και τα έκαναν γενίτσαρους. Ο παππούς μεγάλωσε σαν κοριτσάκι, ντυμένος κοριτσίστικα, και όταν έγινε δέκα χρονών σταμάτησαν τη μεταμφίεση και τον πάντρεψαν με μια γειτονοπούλα με την οποία έπαιζαν μαζί. Οι τούρκοι δεν έπαιρναν τα παντρεμένα αγόρια.
Το μοναδικό του ταξίδι ο παππούς το έκανε τις παραμονές του γάμου του, όταν το έσκασε για ένα μακρινό βουναλάκι που, όπως το έβλεπε από μακριά, νόμιζε ότι συνόρευε με τον ουρανό. Πήρε μαζί του και μια σκάλα για ν’ ανέβει. Όμως καθώς είδε ότι ο ουρανός βρισκόταν ακόμη μακριά και ο ίδιος είχε κουραστεί, τα παράτησε και γύρισε πίσω.
Αυτό ήταν το μοναδικό του ταξείδιον, ανολοκλήρωτο, και το ολοκλήρωσε την επομένη της άφιξης του εγγονού του. Με το θάνατό του πήγε τελικά στον ουρανό.
Πολύ καλή η ταινία, αλλά πολύ καλύτερο το διήγημα.


Friday, May 29, 2015

Πάνος Κούτρας-Μουσακάς, Αληθινή ζωή, Στρέλλα και Ξενία


Η επίθεση του γιγάντιου μουσακά (1999)

Είναι η πρώτη ταινία του Κούτρα, του έλληνα Αλμοδοβάρ, την οποία όμως είδα τελευταία. Τη βρήκα στο youtube. Πρόκειται για μια σπαρταριστή κωμική σάτιρα. Λέω κωμική γιατί υπάρχει και αγέλαστη σάτιρα. Αυτό που σατιρίζει ο Κούτρας είναι η τηλεόραση, κυρίως τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις ειδήσεις, αλλά και τον κόσμο της πολιτικής. Σχεδόν στο ένα τρίτο της ταινίας βλέπουμε εγκιβωτισμένη στη μεγάλη οθόνη τη μικρή. Και όλα αυτά με πρόσχημα ένα στόρι επιστημονικής φαντασίας.
Έναν υπουργό τον βαφτίζει Αντώνη Μπουντάλα. Το Μπουντάλα το καταλαβαίνουμε, αλλά το Αντώνη μπορεί πολλοί να μην το καταλαβαίνουν. Δεν ξέρω αν λέγεται και αλλού, αλλά στην Κρήτη λέμε «Ο νου σου και του Αντώνη, κι ένα κομμάτι ακόμη». Μάλλον βγήκε από κάποιον Αντώνη που δεν του πολυέκοβε.
Υπάρχουν άφθονοι νεκροί, όμως καθόλου δεν φρικάρουμε γιατί δεν έχουμε την ιλουζιονιστική αίσθηση του κινηματογράφου, ούτε καν την αίσθηση της μαύρης κωμωδίας, γιατί ο γιγάντιος μουσακάς που επιτίθεται και σκοτώνει τους ανθρώπους λειτουργεί αποστασιοποιητικά, και ακόμη περισσότερο οι τέσσερις γκόμενες μέσα στον ιπτάμενο δίσκο που είναι με τα μαγιό τους σαν να κάνουν επίδειξη σε καλλιστεία. Η πέμπτη παγιδεύτηκε μέσα στο μουσακά, και μέχρι να την απεγκλωβίσουν οι φίλες της σκορπίζει άθελά της το θάνατο.
Υπάρχει και το ρομάντζο, ανάμεσα στην τραβεστή Τάρα και τον αστροφυσικό Αλέξη, που πρώτος αντιλαμβάνεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει (θυμήθηκα τώρα τη «Μπαλάντα της Τάρα» του Bahram Beizai· τον ιρανικό κινηματογράφο θα τον διαφημίζω με κάθε ευκαιρία).
Και κάτι άλλο· ο κος Zhu Shengpeng, καθηγητής μου στον ελληνοκινεζικό σύνδεσμο, πρόεδρος του Τμήματος Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σαγκάης, μας έλεγε ότι όταν ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής στη Θεσσαλονίκη έτρωγε κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, μουσακά στην πανεπιστημιακή λέσχη. Και να σκεφτείς ότι οι δικοί μας τρέχουν στα κινέζικα εστιατόρια, σαν πιο in.


  Γράφοντας πρόσφατα για τους «Αισθηματίες» του Νίκου Τριανταφυλλίδη αναφέρθηκα εκτενώς στο σασπένς, στα δύο κύρια είδη του, το «σασπένς του τι» θα γίνει και το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σε αυτό που έγινε. Ο κινηματογράφος όμως, έγραψα παλιά, έχει αφηγηματικά κενά που συχνά είναι δύσκολο να τα γεφυρώσεις, και υπάρχουν αφηγηματικές αναμονές που σε σπρώχνουν σε συγκεκριμένες υποθέσεις. Η «Αληθινή ζωή» του Πάνου Κούτρα ξεκινάει με ένα τροχαίο πριν τα γράμματα της αρχής. Φτιαγμένος με ναρκωτικά ο οδηγός στουκάρει πάνω σε ένα άλλο αμάξι. Εδώ πρέπει να συμπληρώσω ότι και στο «σασπένς του πώς» μπορεί να ενυπάρχει και «σασπένς του τι». Πώς έφτασαν στο ατύχημα; Και τελικά σώθηκε ο οδηγός με την κοπέλα του;
Σε κάποιο σημείο της ταινίας κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο για επεισόδιο που έπρεπε να δημιουργήσει σασπένς αλλά για ένα «πολυμοναδικό» γεγονός όπως λέμε στη αφηγηματολογία, που είναι συνηθισμένο στον κινηματογράφο μια και η εικόνα δεν μπορεί να δώσει την «συμπερίληψη» που δίνει ο λόγος. Το μαθαίνουμε από τη μητέρα του: «-συχνά ο γιος μου έρχεται σπίτι με ασθενοφόρο».
Καθώς ξαναδιαβάζω αυτές τις γραμμές σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να κάνω μια μικρή συγκριτολογική μελέτη ανάμεσα στην αφήγηση στην πεζογραφία και στον κινηματογράφο. Το διδακτορικό μου είναι πάνω στην αφηγηματολογία, και τώρα συνταξιούχος βλέπω ένα σωρό ταινίες. Εξάλλου έχω δηλώσει από παλιά ότι θεωρώ πως η πεζογραφία συγγενεύει περισσότερο με τον κινηματογράφο παρά με την ποίηση.
Θα μπορούσα. Γιατί το πιο πιθανόν είναι να βαρεθώ. Εκτός κι αν μαζέψω τις σκόρπιες σκέψεις μου στις κριτικές των ταινιών για ένα μικρό δοκίμιο.  
Υπάρχουν πολλές ανατροπές και απροσδόκητα σε αυτή την ταινία, σε ένα στόρι όπου πρωταγωνιστούν μεγαλοαστοί, σε αντίθεση με τις δυο επόμενες ταινίες του Κούτρα.
Για ποιο λόγο ο νεαρός είναι διαταραγμένος ψυχολογικά ώστε να χρειάζεται να καταφεύγει στα ναρκωτικά; Τι μυστικό κρύβει ο θάνατος του πατέρα του; Και ο μουγγός κηπουρός τι ρόλο παίζει πραγματικά;
Το κουβάρι των αποκαλύψεων θα ξετυλίξει καταιγιστικά στο τέλος.
Ευφάνταστος στην πλοκή όπως φάνηκε και από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, συγκινητικά ποιητικός στο τέλος, ο Κούτρας αναδεικνύεται σε έναν από τους καλύτερους έλληνες σκηνοθέτες.

 Strella (2009)

Εδώ θα πρέπει να εξομολογηθώ την αμαρτία μου: απορροφημένος από τον ιρανικό κινηματογράφο και απασχολημένος με το να βλέπω πακέτο ξένους σκηνοθέτες δεν ασχολήθηκα με τον ελληνικό κινηματογράφο τον οποίο, με εξαίρεση δυο τρία ονόματα – το πρώτο είναι φυσικά ο Αγγελόπουλος – δεν θεωρούσα ιδιαίτερα σημαντικό. Δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω από αυτές τις γραμμές τον facebook- φίλο μου ντοκιμαντερίστα Δημήτρη Γκουζιώτη (μην ξανακούσω αυτή τη μαλακία ότι το διαδίκτυο καταστρέφει την πραγματική επικοινωνία) που μου υπέδειξε κάποιες από τις καλύτερες ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η «Στρέλλα».
Ήταν μια ταινία που με εντυπωσίασε, αλλά πάλι δεν είχα πειστεί για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο. Έγραψα απλά δυο κουβέντες γι’ αυτήν, όπως και για όλες τις άλλες που είδα. Όμως στη συνέχεια άλλαξα γνώμη. Καθώς είδα και άλλες ταινίες των ίδιων, αλλά και άλλων, σκηνοθετών, σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να αγνοώ πια τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο και ότι αξίζει να τον παρακολουθήσω από κοντά.
«Πώς ο πατέρας τελικά αποδέχεται τον ομοφυλόφιλο γιο του. Πολύ καλή». Αυτό μόνο. Αυτό είναι και το μήνυμα του έργου. Για την ευφάνταστη πλοκή, για τη σχέση του σαρανταπεντάχρονου πρώην φυλακισμένου με τον εικοσιπεντάχρονο τρανσέξουαλ δεν έγραψα τίποτα.
Και εδώ υπήρξαν εντυπωσιακές ανατροπές, με την πιο σημαντική να έχει να κάνει με τις σχέσεις αίματος, όπως και στην «Αληθινή ζωή». Όμως το χάπι εντ νομίζω ότι είναι πια δεδομένο στα έργα του Κούτρα.

Xenia (2014)

Ο ομοφυλόφιλος γιος επιστρέφει, από Σουηδία νομίζω, στην Ελλάδα. Βρίσκει τον αδελφό του και τον πληροφορεί ότι πέθανε η μητέρα τους. Μπλέκει σε διάφορα επεισόδια, σε ένα μάλιστα τραβάει πιστόλι και πυροβολεί, όμως ο αδελφός του τον ξεμπλέκει. Θα πάνε στη Θεσσαλονίκη να βρουν τον πατέρα τους (δεν ήταν παντρεμένος με την αλβανίδα μητέρα τους) μήπως του πάρουν χρήματα και παραδεχτεί την πατρότητα.
Θα αρνηθεί τα πάντα. Μαθαίνουμε ότι έκλεψε τη μητέρα τους και έφυγε. Τα παιδιά τού παίρνουν κάποια χρήματα, τους τα χρωστάει εξάλλου, και καθώς η συνάντηση ήταν συγκρουσιακή δεν ενδιαφέρονται πια για τεστ πατρότητας.
Το έργο έχει χάπι εντ. Ο μικρός θα πάει να συναντήσει έναν άλλο νεαρό ομοφυλόφιλο που συνάντησε τυχαία, και ο αδελφός του το κορίτσι με το οποίο τα έφτιαξε πριν λίγο. Ένας από τους πιο μόνιμους φίλους της μητέρας τους είχε δηλώσει ότι αν δεν τους αναγνωρίσει ο πατέρας τους θα τους αναλάβει αυτός.
Εξαιρετικός ο Κούτρας, παραμυθιακά ποιητικός σε κάποιο σημείο, θα ξαναπώ ότι είναι από τους καλύτερους σκηνοθέτες που διαθέτουμε.

Thursday, May 28, 2015

Γιάννης Ξανθόπουλος, Πέντε λεπτά ακόμη (2006)




Πέντε λεπτά ακόμη (2006)

Πολύ ωραία κομεντί. Ο ζηλιάρης φίλος που παίρνει πίσω τη φίλη του με τη μηχανή, έχει τροχαίο. Χάνοντας τις αισθήσεις του φαντασιώνεται ότι σκοτώνεται, αλλά του έχουν χαριστεί πέντε λεπτά τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει για να επανέλθει στη ζωή, όσες φορές θέλει, χωρίς όμως να υπερβεί το σύνολο των πέντε λεπτών. Συμβαίνουν διάφορα κωμικά επεισόδια καθώς επεμβαίνει στη ζωή της φίλης του, κάποιες φορές τρομοκρατώντας τη. Στο τέλος βέβαια του έργου συνέρχεται, φανερά θεραπευμένος. Όπως όμως συμβαίνει στις κωμωδίες, το έργο τελειώνει με μια ακόμη έκρηξης ζήλειας.

Wednesday, May 27, 2015

Βασίλης Μυριανθόπουλος, Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης, Μόλις χώρισα και Σούλα έλα ξανά





  Ξεκαρδιστική κωμωδία με ευφάνταστο σενάριο και έξυπνες ατάκες. Ο Πέτρος, φύσει μονογαμικός, δεν μπορεί να «λειτουργήσει» κάθε φορά που σκέφτεται να ξενοπηδήσει. Ο φίλος του τον συμβουλεύει να χωρίσει. Είναι η μέρα των γενεθλίων της Ηλέκτρας, της φίλης του. Της αφήνει μήνυμα στον τηλεφωνητή ό,τι χωρίζουν και την πέφτει σε μια πελάτισσα. Η Ηλέκτρα υποτίθεται ότι θα πάει να τον συναντήσει με την παρέα της στο κλαμπ όπου εργάζεται ως dj μετά το κόψιμο της τούρτας. Οι φίλοι της ακούνε κατά λάθος το μήνυμα πριν προλάβει να το ακούσει η ίδια, και το μεγαλύτερο μέρος του έργου αποτελείται από τα κωμικά επεισόδια που συμβαίνουν στην προσπάθειά τους να της το κρύψουν. Όμως κάποια στιγμή αυτή ανακαλύπτει τον τηλεφωνητή στο ψυγείο. Τι γυρεύει ένας τηλεφωνητής στο ψυγείο; Ακούει το μήνυμα και ακολουθούν άλλα κωμικά επεισόδια. Στο τέλος βέβαια έχουμε το αναπόφευκτο χάπι εντ της συγχώρεσης.
Η γρήγορη κινηματογραφική αφήγηση με μικρά πλάνα να διαδέχονται με ταχύτητα το ένα το άλλο, όπως στη διαφήμιση, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του ύφους του Μυριανθόπουλου. Όσο για το team των ηθοποιών ένα μέρος από το οποίο το ξέρουμε από το «Παρά πέντε», ήταν όλοι τους εξαιρετικοί.


Η Ζέτα Μακρυπούλια, θέλοντας να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό της όταν πατήσει τα τριάντα να βρει γαμπρό, δοκιμάζει τέσσερις πρώην. Όλοι τους έχουν κάποιο ελάττωμα. Ο ένας είναι μαμάκιας, ο άλλος είναι γυναικάς, ο τρίτος είναι τσιγκούνης και ο τέταρτος δεν κατάλαβα. Τελικά παντρεύεται τον ορκισμένο εργένη φίλο της, ο οποίος μάλλον άρχισε να ζηλεύει όταν είδε τους τέσσερις υποψήφιους γαμπρούς. Κομεντί με στοιχεία μιούζικαλ, δεν θυμάμαι να γέλασα πολύ, τελικά οι κωμωδίες μου αρέσουν περισσότερο από τις κομεντί.


Πάντα πίστευα ότι οι θεατρικές κωμωδίες είναι καλύτερες από τις κινηματογραφικές, έστω και μόνο γιατί έχουν πιο έξυπνες ατάκες. Κάθε μεταφορά στον κινηματογράφο αποκλείεται να είναι κάτω από καλή. Η μεταφορά της κωμωδίας «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Άκη Δήμου από τον Βασίλη Μυριανθόπουλο ήταν πολύ πετυχημένη.
Η Ιοκάστη βρίσκεται από έκπληξη σε έκπληξη, με το γιο της, με την κόρη της (Κλέλια Ρενέση, να ρωτήσω τη φίλη μου την Ντίνα Ρενέση, τη γυναίκα του φίλου μου του Γιάννη του Πούλου, αν έχουν συγγένεια), με τον συνέταιρο του άντρα της, με τον λιθουανό μπάτλερ, κ.λπ. Μια μπερδεμένη οικογενειακή κατάσταση, όπου οι έξυπνες ατάκες ξεπερνάνε το στόρι. Κάποια στιγμή εμφανίζεται και το φάντασμα του άντρα της και τα κωμικά επεισόδια πολλαπλασιάζονται.
Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω φάντασμα σε κωμωδία. Η πρώτη φορά ήταν στο Blithe spirit (1945), κινηματογραφική μεταφορά από τον David Lean του ομώνυμου θεατρικού έργου του Noël Coward, μια επίσης σπαρταριστή κωμωδία. Έχω γράψει για τις περισσότερες ταινίες του Lean, και φυσικά και γι’ αυτήν.
Μα υπάρχουν φαντάσματα;
Όποιος πιστεύει σ’ αυτά τον κοιτάζουν με μισό μάτι, και μια κωμωδία με φαντάσματα, ε, κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτή.
Τουλάχιστον αυτό σκέφτηκε ο συγγραφέας, γι’ αυτό και παρουσίασε όλη αυτή την ιστορία σαν όνειρο της Ιοκάστης. Στο τέλος τους βλέπουμε όλους μαζί, με τον άντρα της ζωντανό, χαρούμενους και αγαπημένους, όπως ταιριάζει στο τέλος μιας κωμωδίας.
Το έργο παίζεται ακόμη.