Book review, movie criticism

Saturday, October 31, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Κούρος



Νίκος Καζαντζάκης, Κούρος

  Στην προηγούμενη ανάρτησή μας κάναμε μια αναφορά στο σημειωτικό τετράγωνο, υποστηρίζοντας ότι δεν βοηθάει στην ερμηνευτική κατανόηση. Αυτό φαίνεται να ισχύει απόλυτα στην περίπτωση του «Κούρου».
Παρά τον τίτλο, η υπόθεση του έργου είναι εμπνευσμένη από την ιστορία του Θησέα και του Μινώταυρου.
Ο Θησέας έχει έλθει στην Κρήτη μαζί με την αποστολή των επτά νέων και των επτά νεανίδων, φόρος των υποτελών αθηναίων στον Μίνωα, σαν θυσία στον Μινώταυρο. Σκοπός του; Να εξοντώσει τον Μινώταυρο. Βοηθός του; Η Αριάδνη, που τον έχει ερωτευθεί. Αντίμαχος; Μάλλον κανένας.
Θα σκοτώσει το Μινώταυρο;
Εδώ έχουμε την παραλλαγή του μύθου, με την οποία στόχο έχει ο Καζαντζάκης να εικονογραφήσει την αντίληψή του για τον άνθρωπο που αγωνίζεται να ξεπεράσει τη φύση του και να αρθεί σε κάτι ανώτερο. Ο Υπεράνθρωπος για τον Καζαντζάκη δεν είναι ένας άριος που έχει σαν αποστολή να εξοντώσει τις κατώτερες φυλές, όπως έκανε ο homo sapiens που εξόντωσε τον νεαντερτάλιο, τουλάχιστον όπως υποστηρίζεται από πολλούς, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος που με τον αγώνα του αίρεται στο επίπεδο του υπεράνθρωπου. Χρησιμοποιεί ένα τριαδικό σχήμα, σχήμα που έχει χρησιμοποιηθεί κι άλλες φορές, όπως για παράδειγμα «αγριότητα-βαρβαρότητα-πολιτισμός», «ανιμισμός-θρησκεία-φιλοσοφία», για να συσχετίσει την εξέλιξη της ανθρωπότητας με το βαθμό ανθρωπομορφισμού των θεών. Ο Μίνωας αγωνίστηκε με τον θεό-ταύρο, και κατάφερε και του έδωσε ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε όλο του το σώμα εκτός από το κεφάλι, όπως είναι οι ζωόμορφοι αιγυπτιακοί θεοί. Ο αγώνας του Θησέα με τον Μινώταυρο είναι μια μεταφορά επίσης.
«Δε μου αρέσουν οι θεοί που έχουν κεφάλι σκύλου ή τσακαλιού ή ταύρου· που δεν μπόρεσαν ακόμη να νικήσουν το χτήνος» (σελ. 294).
Και πιο κάτω:
«Εσύ, εσύ, Μίνωα, Μεγάλε βασιλιά, με τον αγώνα σου, με το μυαλό σου και με την πράξη, νικώντας τους ανθρώπους, χαλινώνοντας τα πάθη τα δικά σου, μετουσιώνοντας το χάος σε αρμονία, έσμιξες με το θεό, έκαμες τον Ταύρο Μινώταυρο. Παραπάνω δεν μπόρεσες» (σελ. 323).
Το παραπάνω το καταφέρνει ο Θησέας. Παλεύοντας μαζί του τον κάνει να χάσει το ταυρίσιο κεφάλι του και να πάρει ανθρώπινο κεφάλι. Παίρνοντας ανθρώπινο κεφάλι γίνεται ένα με τον Κούρο, και η πάλη τελειώνει με ένα θερμό εναγκαλισμό. Το τριαδικό σχήμα του Καζαντζάκη είναι λοιπόν «Ταύρος-Μινώταυρος-Κούρος».
Όμως και εδώ υπάρχει εξέλιξη, εκτός όμως πλαισίου της ιστορίας. Ο Κούρος είναι με αλύγιστο σώμα και με τα χέρια κολλημένα στους γοφούς, ακίνητος. Είναι ο Κούρος της αρχαϊκής εποχής. Στην ιστορική εποχή τα χέρια του Κούρου θα ξεκολλήσουν, τα γόνατά του θα λυγίσουν, το αρχαϊκό του χαμόγελο θα εξαφανιστεί και θα μεταμορφωθεί στους ανθρωπόμορφους ολύμπιους θεούς με τη γαλήνια, γεμάτη αυτοπεποίθηση, έκφραση.
Όμως ας δούμε κάποια αποσπάσματα. Και ξεκινάμε με το θέμα της Ελευθερίας και της Αναγκαιότητας, που θίξαμε και στην ανάρτησή μας για τα «Σόδομα και τα Γόμορρα».
«ΜΙΝΩΑΣ: Να κάνω βούληση δικιά μου την Ανάγκη. Αυτό, αλίμονο! αυτό μονάχα, στη γης ετούτη, θα πει ελευθερία.
ΘΗΣΕΑΣ: Ελευθερία θα πει να κάνει η Ανάγκη ό,τι εγώ θέλω» (σελ. 319-320).
«ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Κι ό,τι κι αν δείτε, κι ό,τι κι αν ακούσετε, κι ο Χάρος να προβάλει ομπρός στα μάτια σας, να μην τρομάξετε· όλα ετούτα είναι ένας χωρατάς του νου, ένα πιτήδειο παιχνίδισμα του αγέρα, τίποτα δεν υπάρχει, όλα όνειρο!» (σελ. 337).
Σχεδόν τριάντα χρόνια πέρασαν από τον «Βούδα», και ο Καζαντζάκης κατατρύχεται ακόμη απ’ αυτόν.
Συνειδητοποιεί βέβαια ότι και αυτός είναι όπιο, όπως όλες οι θρησκείες.
«ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ: Βάρα λοιπόν το τούμπανο· δεν τους λυπάσαι; Βόηθα με να τους κάνω να πεθάνουν και να θαρρούν ότι ονειρεύονται πώς πεθαίνουν» (σελ. 339).
Όμως η θρησκεία δεν είναι μόνο όπιο, είναι και κάτι άλλο, αλλά πάνω σ’ αυτό δεν αποφάνθηκε αποφθεγματικά ο Μαρξ, παρόλο που ασφαλώς το πίστευε.
«Τώρα που δε θ’ ακούει πια ο λαός το θεό να μουγκρίζει κάτω από τη γης, θα ξεδιαντραπεί και θα σηκώσει κεφάλι. Εγώ δεν έχω ανάγκη από θεό να μουγκρίζει· μουγκρίζω εγώ· μα ο λαός, αν του λείψει ο τρόμος, ξεχαρβαλώνεται, ξεκαπιστρώνεται, πετάει κατά γκρεμού τον καβαλάρη και γκρεμίζεται κι αυτός στο χάος!» (σελ. 368).
Και θα κλείσουμε με μιαν αντίληψη και έμμεση παραίνεση του Μίνωα.
«Να βλέπεις με ατάραχο μάτι τη Μοίρα που χιμάει με φωτιές και τσεκούρια να σε τρομάξει, να τη βλέπεις και να χαμογελάς, αυτή ’ναι η πιο αψηλή κορυφή, όπου μπορεί να φτάσει η δύναμη του ανθρώπου» (σελ. 375).
Θα ξαναπαραθέσω τους στίχους της Αρετούσας:
Μοίρα, δεν σε φοβούμαι μπλιο, κι ό,τι κι αν θέλεις κάμε.
Κι ανε γυρεύεις να με βρεις, κάτεχε πως επά ’μαι.
Είπαμε τώρα, να μην τη φοβάσαι, αλλά όχι και να της χαμογελάς κιόλας, λες και είναι γκόμενα.

Νίκος Καζαντζάκης, Χριστόφορος Κολόμβος



Νίκος Καζαντζάκης, Χριστόφορος Κολόμβος

  Δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση τον δομισμό σαν εργαλείο λογοτεχνικής ανάλυσης που τάχα σε οδηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση, παρόλο που κάποτε ασχολήθηκα με ενθουσιασμό μ’ αυτόν, και αργότερα από υποχρέωση, όταν δούλευα πάνω στο διδακτορικό μου. Καθώς ετοιμάζομαι να γράψω για τον «Χριστόφορο Κολόμβο» βλέπω ότι πολλά από τα έργα του Καζαντζάκη θα μπορούσαμε να τα βάλουμε στον προκρούστη του σημειωτικού τετράγωνου του Greimas. Και αυτό γιατί οι περισσότεροι ήρωές του έχουν στη συνείδησή τους ότι πρέπει να εκτελέσουν μια ηθική αποστολή. Στο συγκεκριμένο έργο έχουμε ως πρώτο ζευγάρι δρώντων το Υποκείμενο-Κολόμβος, Αντικείμενο-Αμερική. Ως δεύτερο ζευγάρι το Εντολέας-Θεός, Αποδέκτης-Κολόμβος, και ως τρίτο ζευγάρι Βοηθός-Ελισάβετ, Αντίπαλος-εξεγερμένοι ναύτες κ.ά.
Όμως ας αφήσουμε το σημειωτικό τετράγωνο και τις νεοθετικιστικές επιδράσεις στη θεωρία της λογοτεχνίας και ας αναπτύξουμε με λόγια το τι προσλάβαμε από το έργο αυτό.
Όπως οι περισσότεροι ήρωες του Καζαντζάκη, εμπνέεται και αυτός από την αίσθηση μιας υψηλής αποστολής. Την αποστολή αυτή, την οποία νοιώθει σαν ηθική υποχρέωση, ενισχύουν και εξωτερικοί παράγοντες. Ο Θεός τον οποίο χρησιμοποιεί σαν σύμβολο ο Καζαντζάκης για να αναπτύξει πιο ελκυστικά τη μυθοπλασία του, στην πραγματικότητα είναι μια διπλοτυπία της εσωτερικής ηθικής παρόρμησης, της ανάγκης που νοιώθει ο ήρωας να πετύχει κάτι υψηλό, το οποίο εντάσσεται στο γενικότερο καζαντζακικό σχήμα «να κάνει τη σάρκα πνέμα». Και φυσικά, για να έχει ενδιαφέρον η ιστορία, αλλά και γιατί έτσι συμβαίνει και στην πραγματικότητα, βλέπουμε άτομα που τον ενισχύουν στην προσπάθειά του, αλλά και άτομα που του μπαίνουν εμπόδιο. Η γυναίκα για παράδειγμα στα έργα του δεν εντάσσεται στο γνωστό στερεότυπο μούσα-βοηθός, είναι αντίμαχος. Τέτοια είναι η Εμινέ στον «Καπετάν Μιχάλη», τέτοιες είναι οι δυο κόρες του Λωτ στο «Σόδομα και Γόμορρα», τέτοια είναι η Μαγδαληνή στον «Τελευταίο Πειρασμό».
Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει σαν οιωνό το ότι και ο Κολόμβος και η Ελισάβετ της Ισπανίας γεννήθηκαν την ίδια μέρα, 22 Απριλίου 1451. Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι η ημερομηνία γέννησης του Κολόμβου εικάζεται μεταξύ 26 Αυγούστου και 31 Οκτωβρίου. Όμως όντως γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, και ο Κολόμβος πέθανε δυο χρόνια αργότερα από την Ισαβέλλα (1506).
Δεν συμπίπτει η γέννησή τους, σύμπτωση όμως είναι ότι την ίδια χρονιά που έγινε η Reconquista, η ανακατάληψη δηλαδή της Ιβηρικής χερσονήσου που ήταν υπό αραβική κατοχή για επτά αιώνες, έγινε και η ανακάλυψη της Αμερικής, το 1492.
Για φαντάσου, επτά αιώνες!!! Εμείς οι κρητικοί ευτυχώς τους άραβες τους ξεφορτωθήκαμε πιο σύντομα, σε ενάμιση αιώνα. Μας φορτώθηκαν όμως άλλοι αργότερα, τετρακόσια τόσα χρόνια οι ενετοί, διακόσια τόσα χρόνια οι τούρκοι.
Όμως ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
«Όσο λίγο κι αν έχω, βασίλισσα, μου φτάνει· όσο πολύ κι αν έχω, δε με φτάνει! (σελ. 254).
Ο Καζαντζάκης αρέσκεται σε τέτοιου είδους οξύμωρα. Να παραθέσω ένα από τον «Φτωχούλη του Θεού»:
-Παππού, δώσ’ μου μια συμβουλή.
-Φτάσε όπου μπορείς.
-Δώσ’ μου κι άλλη μια.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς.
Γενικά βλέπω στις τραγωδίες του να επαναλαμβάνονται σύμβολα και φράσεις κλισέ, αποκαλυπτικά των αντιλήψεών του. Ουρανός, Καρδιά, Θεός, Σάρκα, Πνέμα, Ψυχή, Πεταλούδα, Σκουλήκι, είναι λέξεις που τις συναντάμε συχνά.
«Πρέπει… ν’ αφανίσουμε εντός μας τη γης και τη θάλασσα, και ν’ απομείνει μονάχα ο ουρανός» (σελ.160).
«Πού θαρρείτε πως πλέμε ολοζωής; Σε γαληνά νερά; Αλίμονό σας! Η ψυχή πηδάει και γκρεμίζεται από καταρράχτη σε καταρράχτη» (σελ. 273).
Και θυμήθηκα τη μαντινάδα:
Η ευτυχία είντα θαρρείς πως είναι κατά βάθος
Λίγες στιγμές απ’ τη ζωή που κάνει ο πόνος λάθος
Οι στιγμές δηλαδή που μεσολαβούν μέχρι να πέσουμε από τον ένα καταρράχτη στον άλλο.
Στο τέλος του έργου βλέπουμε το θέμα της επιλογής σαν έκφραση της ελευθερίας, για την οποία μιλήσαμε στην προηγούμενη ανάρτησή μας για τα «Σόδομα και Γόμορρα».
«Β΄ΑΓΓΕΛΟΣ:...              Δέχεσαι το μαρτύριο, δεν το δέχεσαι; Αποκρίσου!
Α΄ΑΓΓΕΛΟΣ:  Μην τον βιάζεις· λεύτερος είναι, παίρνει απόφαση.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ: (Πετιέται απάνω, κάνει το σταυρό του, σηκώνει αψηλά το χέρι, ήσυχα.).
Δέχουμε!».
Διαβάζοντας τον «Χριστόφορο Κολόμβο» είδα ότι χωλαίνει σαν σύμβολο του αγωνιζόμενου ανθρώπου.
Για δυο κυρίως λόγους.
Ενδοκειμενικά, τον βλέπουμε να σκοτώνει τον άνθρωπο που του έδωσε το χάρτη με τις οδηγίες για το πώς να φτάσει στην Ανατολή, για να μην τον ξαναφτιάξει από μνήμης και τον δώσει σε άλλο. Αυτό το μακιαβελικό «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» μας απωθεί, ιδιαίτερα σήμερα που το βλέπουμε να εφαρμόζεται από τους ισλαμιστές της ISIS, και όχι μόνο.
Εξωκειμενικά, στη συνείδηση πολλών η ανακάλυψη της Αμερικής συνδέεται με τη γενοκτονία των ινδιάνων.
Αναρωτήθηκα κάποια στιγμή γιατί ο Καζαντζάκης δεν έγραψε κανένα έργο για τον Ναπολέοντα. Υπάρχει καλύτερο παράδειγμα ανθρώπου που δεν το βάζει κάτω, που η αποτυχία δεν τον απελπίζει, που δραπετεύει από την εξορία για να ξεκινήσει εκ νέου τον αγώνα; Τον θαύμασαν τόσοι και τόσοι, από τον συμπατριώτη του Σταντάλ μέχρι τους «εχθρούς» γερμανούς Γκαίτε και Μπετόβεν, γιατί να μην τον θαυμάσει και ο Καζαντζάκης;  

Srdan Golubović, Απόλυτα 100, Η παγίδα, Οι κύκλοι




Absolute 100 (Απόλυτα 100, 2001)

  Το «Απόλυτα 100» είναι ένα ακόμη έργο εκδίκησης, η πρώτη από τις τρεις μέχρι τώρα ταινίες του Σέρβου σκηνοθέτη Srdan Golubović.
  Ο Saša Gordić είναι ένας ταλαντούχος σκοπευτής που έχει βάλει στόχο να συμμετάσχει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ο αδελφός του Ιγκόρ πήρε χρυσό μετάλλιο στους πανευρωπαϊκούς αγώνες νέων το 1991. Πήγε εθελοντικά στον πόλεμο, όπου πήρε και αυτός το μερίδιό του από τα εγκλήματα πολέμου. Αλλά, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, σαν εγκληματίας δεν στάθηκε στο ύψος του. Τα πρόσωπα των ανθρώπων που εκτέλεσε εν ψυχρώ τον καταδιώκουν. Θα καταντήσει ναρκομανής, καταχρεωμένος στο φίλο του που στο εξής του φέρεται με αρκετή περιφρόνηση· του πήρε μάλιστα και την κοπέλα. Τα χρέη τον αναγκάζουν να πουλήσει το σκοπευτήριό του, κληρονομιά από τον πατέρα τους, σε ένα καθίκι. Ο Σάσα, αγανακτισμένος με τη συμπεριφορά του απέναντι στον αδελφό του, θα τον εκτελέσει. Σειρά θα έχει ο φίλος του αδελφού του που τον πιέζει να γίνει βαποράκι για να βγάλει τα χρέη του. Όταν όμως δυο μπράβοι του απαιτούν το χρέος λέγοντας ότι δεν διαγράφηκε, ότι με το θάνατό του μεταβιβάστηκε σ’ αυτούς, ο Σάσα θα κοιτάξει να τους καθαρίσει και αυτούς. Όμως βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, παρά το ότι είναι δεινός σκοπευτής δεν θα τα καταφέρει. Ο ένας θα πληγωθεί, ο άλλος θα τον κυνηγήσει. Θα του ξεφύγει όμως.
  Η αστυνομία ταυτοποιεί το αμάξι με το οποίο ξεφεύγει: είναι του αδελφού του. Αυτός του λέγει να φύγει. Σε λίγο καταφτάνουν οι ειδικές δυνάμεις και περικυκλώνουν το κτίριο. Τους περιμένει με μια καραμπίνα στο χέρι. Αφού ανταλλάσσει δυο λόγια με τον επί κεφαλής, βάζει την κάνη στο στόμα του και πυροβολεί.
  Ο αστυνομικός που έχει καταλάβει ποιος είναι ο πραγματικός εκτελεστής συμβουλεύει τον Σάσα να σταματήσει. Διαφορετικά, του λέει, η αυτοκτονία του αδελφού σου (με την οποία ενοχοποιείται για τις δυο εκτελέσεις) πήγε τσάμπα. Και, μην ανησυχείς, οι δυο αυτοί τύποι δεν θα σε ξαναενοχλήσουν.
  Ο τρόπος που το λέει υπονοεί ότι τους καθάρισαν.
  Βαρύ το τίμημα του πολέμου, ξυπνά τα πιο άγρια ένστικτα στον άνθρωπο. Ο Ιγκόρ οδηγήθηκε από τις τύψεις, όταν με το τέλος του πολέμου τα ένστικτα αυτά καταλάγιασαν, στα ναρκωτικά. Ο φούρναρης στο Daratt (2006) του Mahamat Saleh Haroun, σκηνοθέτη από το Τσάντ για τον οποίο αναρτήσαμε χθες, οδηγήθηκε στη φιλανθρωπία.
  Και τα δυο είναι έργα εκδίκησης, που διαφέρουν όμως αφάνταστα ως προς το τέλος.

Klopka (Η παγίδα, 2007)

  Ως πού μπορεί να φτάσει ένας πατέρας προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για μια εγχείρηση καρδιάς του γιου του, μια εγχείρηση μάλιστα που δεν σηκώνει αναβολή, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορεί να πεθάνει;
  Δεν τον δανείζει κανείς, δεν έχει την οικονομική επιφάνεια. Η γυναίκα του, καθηγήτρια αγγλικών, τελικά θα δεχθεί να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μια μαθήτριά της (ανεπίτρεπτο, οι εκπαιδευτικοί το ξέρουν αυτό πολύ καλά). Ελπίζει έτσι ότι ο πατέρας της θα τους δανείσει τα χρήματα που χρειάζονται. Θα σοκαριστεί μαθαίνοντας ότι μια κορνίζα που αγόρασε κόστισε περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονται για την εγχείρηση του γιου της.
  Πιο πριν θα βάλει αγγελία, παρά την αντίθεση του άντρα της, ζητώντας την οικονομική ενίσχυση των φιλάνθρωπων για αυτή την εγχείρηση. Κάποιος θα τηλεφωνήσει. Θα δώσει ραντεβού με τον άντρα της. Λέει ότι θα του δώσει τα χρήματα, όμως με ένα αντάλλαγμα: να σκοτώσει κάποιον.
  Μετά από μια κρίση που περνάει ο γιος του θα δεχθεί. Με έκπληξη θα διαπιστώσει ότι αυτός που πρέπει να σκοτώσει είναι ο πατέρας μιας συμμαθήτριας του γιου του. Με τη μητέρα του συναντούνται συχνά στο πάρκο. Όμως δεν είναι ώρα για δισταγμούς, θα τον σκοτώσει.
  Αυτός που του ανέθεσε τη δουλειά και του έδωσε και μια μικρή προκαταβολή θα εξαφανιστεί. Θα καταφέρει όμως να τον βρει. Και θα αποκαλυφθεί ότι είναι άφραγκος. Απλά χρωστούσε στον εκτελεσθέντα που ήταν «φίλος» του, μάλιστα τον είδαμε και στην κηδεία, και ήταν έτοιμος να του βγάλει το σπίτι στο σφυρί.
  Όταν θα παρουσιαστεί στην αστυνομία για να ομολογήσει τον φόνο θα τον διώξουν λέγοντάς του ότι είναι τρελός. Φυσικά ξέρουν ότι δεν είναι τρελός, απλά είναι και αυτοί διαπλεκόμενοι στην υπόθεση.
  Η γυναίκα του σκοτωμένου θα δώσει τα χρήματα για την εγχείρηση, ανώνυμα. Πιο πριν αυτός είχε αρνηθεί την προσφορά της. Την επισκέπτεται. Της λέγει ότι αυτός σκότωσε τον άντρα της. Της δίνει μάλιστα και το πιστόλι. Αυτή δεν φαίνεται να εκπλήσσεται. Ξέρει ότι ο άντρας της έκανε όχι και τόσο παστρικές δουλειές. Όταν φεύγει του δηλώνει ότι είναι ο καλύτερος άνθρωπος που συνάντησε ποτέ.
  Όχι, το έργο δεν έχει το happy end του «Απόλυτα 100». Οι μαφιόζοι είναι πανίσχυροι. Θα τον εκτελέσουν.
  Με αδιάπτωτο σασπένς, όπως και η προηγούμενη, η ταινία αυτή καθηλώνει τον θεατή.

Circles (Κύκλοι, 2013)

  Η ταινία βασίζεται σε πραγματικό γεγονός όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, στο φόνο ενός σέρβου στρατιώτη στη Βοσνία από τρεις άλλους σέρβους στρατιώτες, καθώς προσπάθησε να τους εμποδίσει να σκοτώσουν ένα μουσουλμάνο.
  Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία συγνώμης, που όμως δεν έχει να κάνει με τις δυο κοινότητες αλλά με τις οικογένειες και τους φίλους των εμπλεκόμενων στρατιωτών. Παρακολουθούμε τρεις ιστορίες και κάποια στιγμή μας αποκαλύπτονται τα νήματα που τις συνδέουν.
  Ο γιος ενός από τους τρεις στρατιώτες ζητάει δουλειά στον πατέρα του δολοφονημένου. Αυτός θα αρνηθεί, αλλά θα υποκύψει μπροστά στην επιμονή του νεαρού. Η μητέρα του επίσης είναι αντίθετη, γιατί φοβάται ότι στο πρόσωπο του γιου της θα εκδικηθεί το νεκρό του γιο. Τα πράγματα βέβαια εξελίσσονται διαφορετικά, η δυσπιστία του πατέρα σιγά σιγά διαλύεται, και όταν βλέπει το ενδιαφέρον του νεαρού για τα προβλήματα υγείας του αρχίζει να τον βλέπει με άλλο μάτι. Στο ασθενοφόρο που μεταφέρει τον νεαρό μετά από ένα ατύχημα, στην ερώτηση του τραυματιοφορέα αν ο νεαρός είναι γιος του απαντάει «Ναι, είναι γιος μου».
  Στη δεύτερη ιστορία βλέπουμε τον φίλο του νεκρού σέρβου στρατιώτη, που δεν παρενέβη όσο θα έπρεπε για να τον σώσει, να χειρουργεί έναν από τους τρεις που σκότωσαν το φίλο του, θύμα τροχαίου ατυχήματος. Τον σώζει προσωρινά, αλλά χρειάζεται δεύτερη εγχείρηση. Τόσο αυτός όσο και ο τραυματισμένος θα αρνηθούν να είναι αυτός που θα χειρουργήσει. Όμως είναι ο μόνος που μπορεί να την κάνει. Ο τραυματισμένος βλέπει ότι τελικά αυτός θα κάνει την εγχείρηση. Μήπως θα κοιτάξει τώρα να εκδικηθεί; Ξυπνάει από τη νάρκωση, ο γιατρός είναι από πάνω του. Είναι ζωντανός. Ένα δάκρυ τρέχει από το μάτι του.
  Στην τρίτη ιστορία που διαδραματίζεται στη Γερμανία, ο μουσουλμάνος του οποίου έσωσε τη ζωή ο σέρβος στρατιώτης με τίμημα τη δική του θα περιθάλψει την αρραβωνιαστικιά του σκοτωμένου. Αλκοολική, προφανώς από τη θλίψη για το θάνατο του αρραβωνιαστικού της αλλά και από την κακή σχέση που έχει με τον άντρα που παντρεύτηκε, προσπαθεί να του ξεφύγει παίρνοντας μαζί της το μικρό γιο τους που αυτός έχει υπό την κηδεμονία του. Ο μουσουλμάνος αυτός θα της προσφέρει καταφύγιο, όμως ο άντρας της θα ανακαλύψει ότι την κρύβει. Απαιτεί να του παραδώσει το παιδί γιατί αλλιώς… Αυτός στέλνει τις δυο μικρές κόρες του με τη μητέρα τους στους γονείς της φοβούμενος ότι μπορεί να τις απαγάγει, μέχρι να περάσει η μπόρα. Επίσης συμβουλεύει τη γυναίκα να επιστρέψει στη Τρεμπίντσε, όπου αυτός δεν μπορεί να έλθει να την αναζητήσει γιατί καταζητείται. Ο γιος της όμως δεν έχει διαβατήριο. Θα πληρώσει πανάκριβα για να του βγάλει ένα πλαστό. Θα φύγουν πράγματι, όμως ο άντρας της θα αναζητήσει τον μουσουλμάνο και θα τον σπάσει στο ξύλο. Προς στιγμή θέλει να τον σκοτώσει, αλλά μετανιώνει.
  Η ταινία τελειώνει με τη συνέχεια της αρχικής σκηνής, εκεί που οι τρεις σέρβοι στρατιώτες κτυπούν μέχρι θανάτου τον συνάδελφό τους. Το έχουμε ξαναγράψει, ο πόλεμος ξυπνάει τα πιο άγρια ένστικτα στους ανθρώπους.
  Πάντα εντυπωσιακός ο Γκαλουμπόβιτς, και σ’ αυτή την ταινία καθηλώνει τον θεατή.

Thursday, October 29, 2015

Τζων Φώουλς, «Ο μάγος»



Τζων Φώουλς, «Ο μάγος», Αθήνα 1997, Εστία, σελ. 775
(Δημοσιεύτηκε στη «Φωνή της Πεντέλης», Φεβρουάριος 1999)


  Ο «Μάγος» του Τζων Φώουλς, το πρώτο του μυθιστόρημα, εκδόθηκε και στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Εστία» και σε μετάφραση Φαίδωνα Ταμβακάκη, τριάντα δύο χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση στα αγγλικά, το 1965.
  Το έργο αυτό έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη, γιατί η μυθοπλασία του τοποθετείται στην Ελλάδα. Η Φράξος, όπως γράφει o συγγραφέας στον πρόλογό του, δεν είναι παρά οι Σπέτσες, όπου δίδαξε σε ένα ιδιωτικό κολέγιο το 1951-1952.
  Το έργο προσφέρει πλούσιο υλικό για μια «ιμαγκολογική» (imagologie) μελέτη, καθώς αφθονεί σε στερεότυπα με τα οποία συνήθως οι ξένοι βλέπουν την Ελλάδα και τους Έλληνες. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, οι ξένοι ψάχνουν πάντα για ίχνη των θεών και των μουσών, της αρχαίας ιστορίας και μυθολογίας, και στους Έλληνες χωρικούς αναζητούν στοιχεία από τους μακρινούς προγόνους τους.
  Το κύριο αφηγηματικό εφέ του συγγραφέα είναι το εφέ της έκπληξης. Ο αναγνώστης οδηγείται από ανατροπή σε ανατροπή, κυρίως όσον αφορά την ταυτότητα των προσώπων, που μετέρχονται μια σειρά από διαδοχικές μεταμφιέσεις. Η αβεβαιότητα ως προς την ταυτότητά τους και ως προς το παρελθόν τους είναι ένα χαρακτηριστικό που ανιχνεύεται σε όλα σχεδόν τα έργα του Φώουλς. Ο φίλος του θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ, στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου  «Η γυναίκα του Γάλλου ανθυπολοχαγού» του οποίου έγραψε το σενάριο, θα παίξει παραπέρα κι αυτός με τις ταυτότητες των προσώπων παρουσιάζοντας το έργο ως «μετακινηματογράφο», κατά το μεταθέατρο, με τις σχέσεις των δύο ηθοποιών (τον γυναικείο ρόλο τον έπαιζε η Μέρυλ Στριπ) να είναι αντίστροφες από ό,τι των ηρώων που υποδύονται στο έργο.
  Το εφέ του απροσδόκητου αποτελεί ένα από τα ελκυστικότερα για το ευρύ κοινό στοιχεία μιας μυθοπλασίας, και γι' αυτό του γίνεται κατά κόρον χρήση στον κινηματογράφο, όπου οι συντελεστές μιας ταινίας ενδιαφέρονται, περισσότερο από τη δόξα, να αποσβέσουν το κόστος του γυρίσματος. Έτσι δεν είναι περίεργο που τόσο ο «Μάγος», όσο και ο «Συλλέκτης» και η «Γυναίκα του Γάλλου ανθυπολοχαγού», γυρίστηκαν σε ταινία αμέσως σχεδόν μετά την έκδοσή τους..
  Για τον «Μάγο» όμως μπαίνει το ερώτημα, κατά πόσο είναι νόμιμο να παραβιάζεται τόσο πολύ ο «ορίζοντας προσδοκίας» του αναγνώστη με αυτές τις αλλεπάλληλες ανατροπές. Μήπως η κατάχρηση μιας τεχνικής φέρνει αντίθετα αποτελέσματα, κουράζοντάς τον, και ίσως εκνευρίζοντάς τον; Μήπως στην υπερβολή αυτή ο Φώουλς παραβλέπει τη μεσότητα, το μέτρο, των προγόνων μας, που τόσο φαίνεται να θαυμάζει; Στο τέλος ο Φώουλς μετατρέπεται σαν τον μικρό βοσκό του γνωστού μύθου, ο οποίος καλούσε τους χωριανούς σε βοήθεια λέγοντας ψέματα ότι ήρθε λύκος στο κοπάδι του, και όταν ήλθε πραγματικά ο λύκος κανείς δεν τον πίστεψε. Έτσι, υποψιασμένος κι εγώ, αρκετές δεκάδες σελίδες πριν την αποκάλυψη, ήξερα ήδη ότι η Άλισον δεν είχε αυτοκτονήσει και ότι ήταν ζωντανή. Όσο για την Τζότζο, είχα αμφιβολίες μήπως ήταν κι αυτή ένας από τους ηθοποιούς του Κόγχις.
  Τελειώνοντας το μυθιστόρημα, είχα την αίσθηση ότι ο συγγραφέας με περιέπαιζε, και ότι αυτός τελικά ήταν ο Κόγχις, κι εγώ ο αφηγητής-ήρωάς του.
  Νομιμοποιούμαστε να κάνουμε τη σύγκριση, μια και ο Φώουλς αρέσκεται σε τέτοιου είδους συγκρίσεις, με τις συνεχείς διακειμενικές αναφορές του, όπως π.χ. «Οι εικασίες με έδεναν, όπως τον Γκάλλιβερ οι Λιλιπούτειοι, με αμέτρητες κλωστές» (σελ. 544). Τα πιο χαρακτηριστικά του διακείμενα προέρχονται κυρίως από τον Σαίξπηρ («Τρικυμία», «Δωδεκάτη νύχτα», «Άμλετ», «Οθέλος»), αλλά και από τον Ντίκενς («Μεγάλες προσδοκίες»), την ελληνική μυθολογία (ο μύθος της Άρτεμης), τα ομηρικά έπη, κ.λπ., που λειτουργούν ως mise en abyme, ως αντικατοπτρικά επεισόδια όμως και όχι ως αντικατοπτρικές ιστορίες, με εξαίρεση ίσως την «Τρικυμία», όπου η μυθοπλασία της μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τη μυθοπλασία του «Μάγου»: ένα ερημικό νησί, ένας μάγος-Πρόσπερος, ένας Φερδινάνδος-αφηγητής, μια Μιράντα-Τζούλη. Η λατρεία του συγγραφέα για τα διακείμενα φτάνει μέχρι τη χρήση επιθέτων («ευριπίδεια μάτια»), συχνά σχεδόν αντικατοπτρικών («στρινμπεργκική μελαγχολία»).
  Αξίζει να σημειώσουμε εδώ μια πιο χαρακτηριστική περίπτωση παράλειψης απ’ αυτές που συζητάει ο Gérard Genette στο Discours du récit, μιλώντας για το έργο του Προυστ. Στην αναπαράσταση της σκηνής της σύλληψης των ανταρτών από τους γερμανούς, ο κρητικός, καθώς βασανίζεται, κραυγάζει μια λέξη.
  Δεν μας την λέει ο αφηγητής ποια είναι αυτή η λέξη, αλλά την υποψιαζόμαστε. Θα μπει ως τίτλος στο 53ο κεφάλαιο, το μόνο κεφάλαιο που φέρνει τίτλο, στο οποίο ο Κόγχις θα αφηγηθεί το επεισόδιο αυτό: «Ελευθερία». Έτσι, ως παρακείμενο, υποδηλώνει την κύρια θεματική του έργου το οποίο, ως roman a thése, αποτελεί ένα διαλογισμό πάνω στην ελευθερία, την οποία ο συγγραφέας θεωρεί ως τον ένα πόλο του αξεχώριστου δίπολου «ελευθερία-αναγκαιότητα».
  Ο Φώουλς μας πληροφορεί ότι μετά την πρώτη έκδοση επεξεργάστηκε το έργο ξανά. Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε κατά πόσο οι «προβλέψεις» για τη μεταπολεμική πορεία της Ευρώπης αποτελούν όντως προβλέψεις ή γράφτηκαν εκ των υστέρων. Μια σύγκριση από κάποιο μελλοντικό μελετητή των δύο εκδόσεων θα διακρίβωνε τα «παλίμψηστα». 
  Παρά τον διακηρυγμένο φιλελληνισμό του Φώουλς θα του καταμαρτυρήσουμε μια διαστρέβλωση των προθέσεων του αντάρτικου και μια ιστορική άγνοια. Την διαστρέβλωση μπορεί να την αρνηθεί, μια και είναι περισσότερο ζήτημα πεποίθησης παρά απόδειξης: Οι αντάρτες σκότωναν τους γερμανούς ώστε να προκαλέσουν τα αντίποινά τους, τα οποία, εξοργίζοντας τους χωρικούς, θα τους οδηγούσαν να πυκνώσουν τις γραμμές τους. Την ιστορική άγνοια όμως όχι. Στη σελίδα  489  διαβάζουμε: «Όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Ελλάδα το 1940,..... Οι Γερμανοί διαδέχτηκαν τους Ιταλούς...». Στην πραγματικότητα οι Έλληνες είχαν καταλάβει ιταλοκρατούμενα εδάφη της Αλβανίας, και θα την είχαν καταλάβει ολόκληρη αν δεν επενέβαιναν οι Γερμανοί.
  Μήπως το «κατέλαβαν» είναι ένα μεταφραστικό ατόπημα; Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Φαίδωνα Ταμβακάκη, υπάρχουν κάποια «ατοπήματα-νησίδες» στο έργο. Το «μοναστήρι του Αρκαδίου» μάλλον είναι η Μονή Αρκαδίου, με την οποία είναι συνδεμένη η πιο ένδοξη σελίδα της κρητικής επανάστασης. Το «τίγκα στα φίδια» είναι εντελώς αδόκιμο, ενώ το «φάνηκε τόσο γελοίο όσο ήταν» φαίνεται σαν μια κατά λέξη μετάφραση. Φυσικά αυτά δεν αλλοιώνουν την γενική θετική εντύπωση.