Saturday, December 31, 2016

Hans Canosa, Memoirs of a teenage amnesiac




  Δεν ήξερα για τον Hans Canosa, όμως το έργο του «Συζητήσεις με άλλες γυναίκες» με είχε εντυπωσιάσει, και έχω αναφερθεί σ’ αυτό τουλάχιστον μια φορά σε άλλο μου κείμενο. Τώρα, με την ευκαιρία που είδα το «Αναμνήσεις μιας κοπέλας που πάσχει από αμνησία» είπα να διαβάσω το βιογραφικό του στη βικιπαίδεια. Και βρήκα το εξής ανατριχιαστικό. Αντιγράφω.
  Canosa was born in Holden, Massachusetts, USA, where he received a Fundamentalist Christian education from his parents. Because their beliefs did not support films, Canosa did not go to a movie theater until he was 17 years old. He chose to attend Harvard College, for which he was disinherited by his parents.
  Αυτή τη φορά θα μεταφράσω.
  Ο Κανόζα γεννήθηκε στο Holden της Μασαχουσέτης, ΗΠΑ, όπου έλαβε μια φονταμενταλιστική χριστιανική εκπαίδευση από τους γονείς του (Πατήστε στο αγγλικό κείμενο τον σύνδεσμο για να δείτε τι είναι οι «Φονταμενταλιστές χριστιανοί»).  Επειδή τα πιστεύω τους δεν υποστήριζαν τον κινηματογράφο (παρένθεση: ούτε και οι φονταμενταλιστές ισλαμιστές στο Ιράν υποστήριζαν τον κινηματογράφο, και μάλιστα έβαζαν φωτιά στις κινηματογραφικές αίθουσες. Διαβάστε σχετικά την ανάρτησή μου για την ταινία του Parviz Sayyad, «Cinema Rex trial») ο Κανόζα δεν πήγε σε σινεμά μέχρι που έγινε δεκαεπτά χρονών. Επειδή επέλεξε να φοιτήσει στο Κολέγιο Χάρβαρντ, οι γονείς του τον αποκλήρωσαν.
  Να γονείς να μάλαμα. Να τι αποτελέσματα φέρνει ο κάθε λογής φονταμενταλισμός.
  Αλλά να μιλήσουμε για την ταινία.
  Το σενάριο βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Gabrielle Zevin, η οποία έγραψε και το σενάριο για το  «Συζητήσεις με άλλες γυναίκες».
  Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στην Ιαπωνία. Οι ήρωες της ταινίας είναι μαθητές και μαθήτριες στο αμερικανικό κολέγιο. Οι περισσότεροι είναι γιαπωνέζοι, όμως βλέπουμε και μη ασιάτες.
  Η Ναομί είναι η ηρωίδα της ταινίας, γύρω από την οποία περιστρέφονται τρεις άνδρες. Ο ένας είναι ο Ace, ο αμερικάνος φίλος της, που στην προσπάθειά του να την πείσει να ολοκληρώσουν τις σχέσεις τους το μόνο που καταφέρνει είναι να τα χαλάσουν. Ο Yuji, ο οποίος βρίσκεται κοντά της όταν πέφτει από τα σκαλιά του κολλεγίου και είναι δίπλα της όταν μεταφέρεται στο νοσοκομείο, θα τα φτιάξει μαζί της. Όμως έχει ψυχολογικά προβλήματα που έχουν προκληθεί από το θάνατο του αδελφού του. Απόπειρα αυτοκτονίας και νοσηλεία θα είναι τα επακόλουθα. Όταν γνωρίζεται με την Ναομί ανησυχεί μήπως ξανακυλήσει. Και ξανακυλάει. Και της λέει να τον ξεχάσει.
  Ο Μιράι είναι ο κολλητός της, μαζί φτιάχνουν το ετήσιο λεύκωμα του σχολείου. Η Ναομί με το πάθος της για την φωτογραφία είναι ο ιδανικός βοηθός. Είναι ερωτευμένος μαζί της, το υποψιαζόμαστε από την πρώτη στιγμή. Χάνει την ευκαιρία να της το πει όταν τα χαλάει με τον Ace, τον αμερικάνο. Όμως ο έρωτάς του στο τέλος θα ευοδωθεί, σε ένα αναμενόμενο happy end.
  Εξαιρετικός σκηνοθέτης ο Κανόζα. Οι τρυφερές σκηνές της Ναομί με τον Yuji είναι πραγματικά υπέροχες. Όμως πάλι θα ξεχωρίσω τον εξαιρετικό λόγο της σεναριογράφου. Τα λόγια του πατέρα της  Ναομί για τη μνήμη, τη μνήμη που διαγράφει πρόσωπα και γεγονότα σιγά σιγά, και αυτή η διαγραφή μας επιτρέπει να προχωρούμε στη ζωή (χήρος, μόλις έχει κάνει ένα καινούριο γάμο), είναι γεμάτα βάθος.
  (Το «σε θυμάμαι αμυδρά» που είπε κάποιος επώνυμος στον παλιό συμμαθητή του και φίλο μου Νίκο Παναγιώτου δεν έχει να κάνει με αυτό, είναι μια άλλη ιστορία, πολύ μεγάλη, για να τη συζητήσουμε εδώ). 
  Εξαιρετική η ταινία, μου άρεσε πάρα πολύ. Παρεμπιπτόντως μου αρέσει «ακουστικά» η γιαπωνέζικη γλώσσα όταν τη μιλάνε γυναίκες. Το θυμάμαι από τότε που μάθαινα γιαπωνέζικα. Αντίθετα οι άντρες, στις πολεμικές ταινίες, όταν μιλάνε είναι σαν να γρούζουν σκύλοι, όπως είπε κάποτε εύστοχα η συγχωρεμένη η μητέρα του φίλου μου του Μιχάλη.  
  Κόντεψα να το ξεχάσω: άκουσα δυο φορές το «σ’ αγαπώ» στα γιαπωνέζικα.  Λέγεται aishitere. Το http://translate.google.com το έκανε πιο μακρύ, στο επίσημο わたしは、あなたを愛しています.  Ουατάσιουά, εγώ, ανάταγουά, εσένα, άισιτεημας, αγαπώ. Επέλεξα τις συλλαβές που άκουσα, εκτός από το re που δεν υπάρχει, και που μάλλον είναι μοντέρνος ή νεανικός τύπος: 愛してre. Τα γιαπωνέζικα τα παράτησα στο μισό του δεύτερου τόμου της assimil, αλλά βέβαια ξέρω αρκετά για τη γλώσσα.  Το ιδεόγραμμα (τα κινέζικα ιδεογράμματα λέγονται kanji) που σημαίνει αγαπώ, προφέρεται όπως και στα κινέζικα: άι. Τα δυο άλλα γράμματα στο συλλαβικό αλφάβητο hirakana προφέρονται shi και te. To re πώς κολλάει δεν ξέρω.
  Ας το γράψουμε και στα κινέζικα, 我爱你, γουό άι νιι.
  Μάθετέ τα και, πού ξέρετε, μπορεί να σας χρειαστούν.

Thursday, December 29, 2016

Κάποια βιβλία μου σε pdf



Κάποια βιβλία μου

Αγαπητές μου φίλες, αγαπητοί μου φίλοι, όταν ανέβαζα κάποια βιβλία μου στο scribd, το scribd μου έκανε την ερώτηση αν θέλω να βγάζω λεφτά απ’ αυτά. Απαντούσα όχι, για να είναι ελεύθερα downloadable από τον οποιοδήποτε. Το τσεκάριζα, αυτό όντως συνέβαινε. Τώρα είπα να ξανατσεκάρω «Το μυστικό των εξωγήινων» με αφορμή την βιβλιοκριτική του φίλου μου του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη, και είδα ότι απαιτεί εγγραφή. Έτσι αποφάσισα να τα αναρτήσω στην τέταρτη ιστοσελίδα μου, και σας παραθέτω τους συνδέσμους.

Wednesday, December 28, 2016

Saeed Roustayi, Life and a day



Saeed Roustayi, Life and a day (2016)

  Να ξεκινήσουμε από τον τίτλο: Τι σημαίνει «Ισόβια  και μια μέρα;». Το ακούμε σε κάποιο σημείο της ταινίας: ισόβια κάθειρξη, αλλά που το συμπλήρωμα «και μια μέρα» δηλώνει ότι πρέπει να μη γίνει μείωση της ποινής με κανένα τρόπο, το αδίκημα ήταν πάρα πολύ σοβαρό. Αλλά στο ίδιο επεισόδιο ακούμε επίσης ότι με μια εξαιρετικά καλή διαγωγή μπορεί να αποφυλακισθεί κανείς στα δεκαπέντε χρόνια.
  Πρώτη ταινία του Σαήντ Ρουσταγί και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Κέρδισε οκτώ βραβεία και ήταν υποψήφια για άλλα τρία, όπως διαβάζουμε στον σύνδεσμο imdb.
  Η ταινία αναφέρεται σε ένα οικογενειακό δράμα. Φτωχή οικογένεια, πολυμελής, με τον πατέρα πεθαμένο και τη μητέρα να κινείται, σε μεγάλο μέρος της ταινίας, με Π. Τα θηλυκά μέλη της είναι η Σομαγιέ και η Λεϊλά, ανύπαντρες, και η Σαχνάζ και η Αζάμ, χήρες. Η Λεϊλά έχει παρατήσει την δουλειά της και βγάζει ένα χαρτζιλίκι περιθάλποντας τραυματισμένα και άρρωστα ζώα. Η Σαχνάζ, χήρα 8 χρόνια, έχει έναν γιο που χαράκωσε το πρόσωπό του με ένα μαχαίρι για να ανέβη το γόητρό του στη νεανική συμμορία της γειτονιάς και μένει μόνος του, σε άλλο σπίτι.
  Τα αρσενικά μέλη είναι ο Μορτεζά, ο Μοχσέν, μπλεγμένος στο εμπόριο ναρκωτικών, και ο μικρός Ναβίντ, αριστούχος στο σχολείο του.
  Και ο Μορτεζά έπαιρνε ναρκωτικά πριν τρία χρόνια, όμως τα έχει κόψει και προσπαθεί να αποτραβήξει τον αδελφό του. Μια φορά, ο Μοχσέν μόλις που κατάφερε να σωθεί από τα χέρια της αστυνομίας, χάρη στην πονηριά του μικρού αδελφού. Επίσης μια άλλη φορά, πριν προφτάσει η αστυνομία να έλθει σπίτι για έρευνα, μόλις που πρόλαβαν να εξαφανίσουν τα ναρκωτικά, ρίχνοντάς τα σε γειτονικές ταράτσες και στη λεκάνη της τουαλέτας. Όμως νοιάζεται πραγματικά για την τύχη της αδελφής του, και είναι αντίθετος στο να «πουληθεί» στους αφγανούς, όπως και οι άλλοι άλλωστε. Όμως η Σομαγιέ είναι αποφασισμένη να παντρευτεί, για να ξεφύγει από το νοσηρό κλίμα της οικογένειας.
  «Θέλω να αρχίσουμε να ζούμε ξανά σαν κανονικοί άνθρωποι», είναι μια ατάκα στην ταινία που δίνει και το στίγμα της. Όμως πώς;
  Ο Μορτεζά κάνει την προσπάθειά του. Η Σομαγιέ έχει κανονίσει να παντρευτεί στον πλούσιο αφγανό, να ξεφύγει από αυτή τη νοσηρή κατάσταση. Ο μικρός κλαίει, την παρακαλάει. Του λέει τότε να κρατήσει ένα μυστικό: δεν πρόκειται να φύγει, απλά μιλάει για το γάμο της μήπως μ’ αυτό τον τρόπο σταματήσει η φαγωμάρα στην οικογένεια.
  Και η ανατροπή: βλέπουμε να έρχονται οι αφγανοί να την παίρνουν. Στο αμάξι μέσα ακούει μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει, και βέβαια δεν υπάρχουν υπότιτλοι στη συνομιλία των αφγανών.
  Και η ανατροπή της ανατροπής:
  Τη γυναίκα στο Ισλάμ, ως γνωστό, την πληρώνεις. Ο Μορτεζά, όπως φάνηκε, ήταν σε συνεννόηση με την αδελφή του. Μια καντίνα που είχαν και που άφηνε ελάχιστα κέρδη καθώς κανείς δεν πήγαινε να ψωνίσει εξαιτίας της κακής φήμης του αδελφού, την άφησαν και άνοιξαν ένα κανονικό φαστφουντάδικο κάπου αλλού. Αυτό έγινε με τα «έδνα» των αφγανών, για να θυμηθούμε και την ανάλογη αρχαιοελληνική συνήθεια για την οποία διαβάζουμε στον Όμηρο.
  Βλέπουμε την Σομαγιέ να επιστρέφει στο σπίτι. Παίρνουν τηλέφωνο τον Μορτεζά. Μα και βέβαια, θα επιστρέψει τα χρήματα. Προφανώς θα κάνει ένα διακανονισμό να τα επιστρέψει σιγά σιγά. Και η ταινία τελειώνει.
  Χαμηλού προϋπολογισμού η ταινία, οι περισσότερες σκηνές γυρίζονται σε ένα φτωχόσπιτο. Γρήγοροι ρυθμοί, τσακωμοί με μεγάλη ένταση που δεν προλαβαίνεις να διαβάσεις τους υπότιτλους, και με τους ηθοποιούς να ερμηνεύουν εξαιρετικά τους ρόλους τους. Πραγματικά εξαιρετική. 

Saturday, December 24, 2016

Frank Capra, Meet John Doe, It's a wonderful life and A hole in the head




    Έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι είμαι φαν της κωμωδίας. Σε μια από τις ελεύθερες προβολές του «Σχολείου του σινεμά» (την προηγούμενη Κυριακή, προσκεκλημένος του Γιάννη του Καραμπίτσου, που όταν γνωριστήκαμε μου είπε ότι χρησιμοποιούσε το διδακτορικό μου στα μαθήματά του για το σενάριο, μίλησα για καμιά ωρίτσα στο τμήμα σεναρίου για τις αφηγηματικές τεχνικές) είδαμε την εξαιρετική κωμωδία του Κάπρα «It happened one night» (1934). Ενθουσιάστηκα. Ενώ δεν τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση για τον χολιγουντιανό κινηματογράφο και σπάνια γράφω για αγγλοσάξονες, κάποιες ασπρόμαυρες κωμωδίες του μεσοπολέμου που είχα δει μου άρεσαν ιδιαίτερα. Με την ευκαιρία λοιπόν αυτής της προβολής αποφάσισα να δω όσες κωμωδίες είχα του Κάπρα.
  Τις πήρα χρονολογικά. Έγραφα δυο λογάκια γι’ αυτές στο αρχείο μου «tenies pou ida ke den egrapsa gi aftes». Εδώ αποφάσισα να κάνω μια εξαίρεση. Για δυο λόγους: ο πρώτος είναι ότι δίνει το στίγμα του Κάπρα περισσότερο ίσως από κάθε άλλη ταινία του, και ο δεύτερος ότι είναι επίκαιρη, χριστουγεννιάτικη, και όχι μόνο.
  Την Barbara Stanwyck την απολύει από την εφημερίδα όπου εργάζεται ο εκδότης μαζί με αρκετούς άλλους εργαζόμενους καθ’ υπόδειξη του καινούριου αφεντικού. Όμως να παραδώσει πρώτα το τελευταίο άρθρο της. Θέλει διορθώσεις. Και αυτή τι κάνει; Το σχίζει και γράφει ένα άλλο.
  Αναφέρεται σε κάποιον John Doe (δηλαδή ανώνυμος) που της έστειλε ένα γράμμα, λέγοντάς της ότι θα αυτοκτονήσει, όχι μόνο γιατί βρίσκεται σε χάλια οικονομική κατάσταση, αλλά και σαν διαμαρτυρία για την κατάντια και τη διαφθορά που επικρατεί στη χώρα. Στις δώδεκα η ώρα, την παραμονή των Χριστουγέννων, θα πέσει από τη στέγη του δημαρχείου.
  Ο διευθυντής τσατίζεται, αλλά αυτή τον καθησυχάζει: δεν ήθελε κάτι εντυπωσιακό που να αυξήσει την κυκλοφορία της εφημερίδας; Να το λοιπόν.
  Πρέπει να βρουν ένα John Doe. Βάζουν αγγελία. Εμφανίζονται ένα τσούρμο, φουκαράδες και άνεργοι. Ανάμεσά τους και ο Γκάρυ Κούπερ. Τον προσλαμβάνουν. Βγάζει ένα λόγο που του τον γράφει η Μπάρμπαρα, διαβάζοντας τα ημερολόγια του πατέρα της. Μιλάει για τις κοινωνικές αδικίες. Ενθουσιάζει. Σε μια γειτονιά ιδρύεται μια λέσχη John Doe. Οι γείτονες που έβλεπαν με επιφύλαξη ο ένας τον άλλο γίνονται πια φίλοι. Ακολουθούν και άλλες λέσχες John Doe. Τις ενισχύει οικονομικά ο καινούριος ιδιοκτήτης της εφημερίδας, έχοντας σκοπό να κατέβει στην πολιτική και να προσελκύσει τα μέλη των λεσχών σαν ψηφοφόρους. Στο συνέδριο των λεσχών όμως ο Γκάρυ Κούπερ δεν σκοπεύει να διαβάσει την ομιλία που του έγραψε, όπου ανάμεσα στα άλλα ζητάει την ψήφο των συνέδρων. Τη σχίζει. Έχει σκοπό να αποκαλύψει την απάτη, που όμως είχε τόσο θετικά αποτελέσματα. Πιο πριν όμως ο ιδιοκτήτης της εφημερίδας θα ανακοινώσει στον τύπο την απατεωνιά. Οι εφημερίδες με την είδηση φτάνουν στους συνέδρους. Τον γιουχάρουν. Αυτός το σκάει.
  Έχει αποφασίσει να πέσει πραγματικά από τη στέγη του δημαρχείου. Η Μπάρμπαρα τρέχει να τον εμποδίσει. Τον έχει ερωτευθεί στο μεταξύ. Αυτός είχε ήδη εξομολογηθεί τον έρωτά του στη μητέρα της. Έρχεται και μια ομάδα από τις λέσχες. Του λένε ότι ήταν σπασμωδική η αντίδρασή τους. Το κίνημα των λεσχών John Doe δεν πρέπει να σβήσει.
  Μπα, νομίζω ότι περισσότερο τον έπεισε η Μπάρμπαρα, όταν του είπε ότι τον αγαπά.  
  Ο Κάπρα κάνει πολιτική και κοινωνική σάτιρα, περισσότερο ίσως σ’ αυτή από κάθε άλλη κωμωδία του. Αγκαλιάζει τον απλό λαό, που δεν έχει συνέλθει ολότελα από την κρίση του 1929-1933. Η φτώχια και η ανεργία μαστίζουν ακόμη μεγάλες λαϊκές μάζες, που είναι εξάλλου και το κοινό του. Σατιρίζει τους πολιτικούς και την πλουτοκρατία, που πίνουν το αίμα του λαού.
  Ακούσαμε και αυτό: Κάποιος, κλεισμένος στο σπίτι του, πουλούσε ένα ένα τα έπιπλά του για να ζήσει. Κάποτε τέλειωσαν. Όμως ντρεπόταν να καταφύγει στη ζητιανιά, και πολύ περισσότερο να φάει ψάχνοντας στους σκουπιδοτενεκέδες, όπως έκαναν άλλοι.
  Απαξίωση της πολιτικής, φτώχεια, ανεργία και πείνα, σίγουρα θυμίζουν τα καθ’ ημάς. Κατά κάποιο τρόπο η ταινία αυτή μας γίνεται επίκαιρη.  
  Να σημειώσω τις εξαιρετικές ερμηνείες. Barbara Stanwyck, με το τσαχπίνικο, ελαφρά ειρωνικό και πονηρό χαμόγελο. Γκάρυ Κούπερ, πανύψηλος, εσωστρεφής, ανέκφραστος, συμπαθέστατος.
  Τελικά η χριστουγεννιάτικη ταινία είναι η «Its a wonderful life» (1946) που είδα αμέσως μετά.
  Ο Τζέημς Στιούαρτ διευθύνει μια μικρή τράπεζα που βοηθάει κάθε φτωχό να αποκτήσει το σπίτι του, χωρίς να παίρνει τηλέφωνα, όπως κάνουν οι δικές μας τράπεζες, αυτούς που καθυστερούν να πληρώσουν τη δόση. Είναι μια τράπεζα που σκέφτεται το φτωχό, και ο μεγαλοκαρχαρίας που έχει μετοχές και σ’ αυτήν προσπαθεί να την διαλύσει ή να τη βάλει στο χέρι του. Όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν. Φαίνεται όμως ότι θα τα καταφέρει. Ο θείος του Τζέημς, υποδιευθυντής της εταιρείας, ακούμπησε σε ένα πάγκο 8.000 δολάρια, τυλιγμένα σε μια εφημερίδα, για πληρωμή λογαριασμών. Ο μεγαλοκαρχαρίας που βρέθηκε κοντά τα βρήκε και τα βούτηξε. Η τράπεζα θα χρεοκοπήσει. Θα καταλήξουν στη φυλακή για υπεξαίρεση, ο μεγαλοκαρχαρίας που είναι μέτοχος στέλνει την αστυνομία να τον συλλάβει.
  Και εδώ ο Κάπρα μπάζει το θέμα της αυτοκτονίας, που το πραγματεύεται όμως με το φανταστικό. Ένας φύλακας άγγελος στέλνεται από τον ουρανό να τον βοηθήσει. Ολομέθυστος ο Στιούαρτ, ακουμπισμένος στα κάγκελα μιας γέφυρας, βλέπει κάποιον να πέφτει στο ποτάμι. Βουτάει και τον σώζει. Είναι ο άγγελος. Του λέει ότι έχει έλθει για να τον βοηθήσει. Πώς;
  Του παρουσιάζει τον κόσμο όπως θα ήταν αν δεν υπήρχε. Διάφορα δυσάρεστα θα είχαν συμβεί, με τελευταίο το ότι η γυναίκα του θα είχε μείνει γεροντοκόρη. Όλα αυτά βέβαια ο Κάπρα τα πραγματεύεται κωμικά. Εξακολουθεί μήπως να θέλει να αυτοκτονήσει;
  Παρακαλεί το θεό να τον επαναφέρει στην προηγούμενη κατάστασή του. Πηγαίνει στο σπίτι ξανανιωμένος, έχει ξεχάσει τα 8.000 δολάρια, είναι παραμονή Χριστουγέννων, οι εφοριακοί περιμένουν, όμως αυτός τρέχει και αγκαλιάζει χαρούμενος τα παιδιά του. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο είναι ολοστόλιστο.
  Το επόμενο επεισόδιο είναι τυπικό του Κάπρα. Όταν μαθαίνουν οι συμπολίτες για την απώλεια των χρημάτων κάνουν έρανο μεταξύ τους για να μαζέψουν το ποσό. Ο θείος καταφθάνει με ένα πανέρι γεμάτο λεφτά. Και συνεχώς έρχονται άτομα να καταθέσουν τον οβολό τους.
  Κάνε το καλό και ρίξε το στο γιαλό, λέει ο λαός.
  ΚΑΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 

  Τελικά ήταν γραφτό να συνεχίσω με μια ακόμη ταινία.
  «A hole in the head» (1959).
  Η ταινία δείχνει την αγαπησιάρικη σχέση ενός πατέρα με τον μικρό του γιο. Μου θύμισε την ταινία του Gennaro Nunziante, Sole a Catinelle (2013). Ανεπρόκοπος ο Φρανκ Σινάτρα, θέλει οπωσδήποτε να βρει 5.000 δολάρια, διαφορετικά πάει το ξενοδοχείο του. Ο αδελφός του για πρώτη φορά αρνείται να τον βοηθήσει. Αυτός και η γυναίκα του θέλουν να του πάρουν το γιο, δεν είναι κατάλληλος για πατέρας. Ο γιος παρακαλεί τον πατέρα του να μην τον δώσει, θέλει να μείνει μαζί του. Στο τέλος όμως αυτός θα τον διώξει νιώθοντας ότι δεν μπορεί να του προσφέρει ό,τι θα έπρεπε σαν πατέρας. Τον παίρνουν οι θείοι, όμως δεν θα πάνε μακριά. Θα γυρίσουν φέρνοντάς τον πίσω. Του είναι αδύνατο να ζήσει χωρίς τον πατέρα του. Στην παραλία που τον πετυχαίνουν βρίσκεται και η γυναίκα που του προξένευαν, ωραία γυναίκα, χήρα κι αυτή. Του άρεσε, αλλά δεν ήθελε να δεσμευτεί με γάμο. Όμως η γκόμενα που είχε, μια παλαβιάρα, μόλις πήρε χαμπάρι το προξενιό που του ετοίμαζαν και είδε και την υποψήφια νύφη το έβαλε στα πόδια.
  Ο παρακάτω διάλογος εξαιτίας του οποίου γράφω για την ταινία είναι ανάμεσα σε πατέρα και γιο, εν αναμονή της συνάντησης με την υποψήφια νύφη. Ο γιος προετοιμάζεται πυρετωδώς για τη συνάντηση του πατέρα με την υποψήφια νύφη.  
Πατέρας: -Προς τι η όλη προετοιμασία; Τη Μέριλιν Μονρόε περιμένεις; Καμιά ξεραμένη τομάτα θα είναι, τι άλλο; Γιατί το κάνεις υπερπαραγωγή;
Γιος: Είπες ότι αν μας άρεσε και στους δυο…
Πατέρας: Εν τάξει, το είπα. Αλλά φέρεσαι σαν να περιμένεις τη Μέριλιν Μονρόε.
Γιος: Τι τόσο υπέροχο έχει η Μέριλιν Μονρόε; Όλο γι’ αυτή μιλάς.
Πατέρας: Κάνε μου αυτή την ερώτηση σε πέντε χρόνια και θα σου πω τι είναι αυτό το σπουδαίο που έχει η Μέριλιν Μονρόε.
  Είναι πολύ μικρός για να του πει τώρα, είναι μόλις έντεκα χρονών. Τι θα του έλεγε μετά από πέντε χρόνια, όταν θα γινόταν δεκάξι.
  Και τι είναι αυτό που θα του έλεγε;   
  Ότι έχει αισθησιακό σώμα, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια.
  Όμως, η τραγική ειρωνεία: Η ταινία γυρίστηκε το 1959 και η Μέριλιν Μονρόε πέθανε, από υπερβολική δόση υπνωτικών, πριν περάσουν τα πέντε χρόνια, το 1962.
  Όμως να γράψω κάποια συγκριτολογικά, για τις κωμωδίες που είδα.
  Το μοτίβο της σταχτοπούτας το είδαμε αρχικά στο «Mr. Deeds goes to town» (1936), που όμως ο πλούσιος είναι στην πραγματικότητα νεόπλουτος, κληρονόμος ενός πάμπλουτου θείου. Στη συνέχεια το συναντήσαμε στο «You cant take it with you» (1938).
  Το μοτίβο του σταχτοπούτου το είδαμε στα έργα «It happened one night» (1934), ενώ στο «Platinum blond» (1931) ανατρέπεται, με τον «σταχτοπούτο» να χωρίζει από την πλούσια και να παντρεύεται τη συνάδελφο που τον αγαπάει. 
  Έχουμε την «απάτη» με τη δημοσιογράφο, τόσο στο «Meet Jonh Doe» όσο και στο «Mr. Deeds goes to town». Οι δημοσιογράφοι και οι φωτορεπόρτερ εμφανίζονται σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Κάπρα.
  Οι δυο αδελφές, στο «Mr. Deeds goes to town» είναι απλώς χαζές, ενώ στο «Arsenic and old lace» είναι ψυχασθενείς δολοφόνοι, κάτι σαν την φόνισσα του Παπαδιαμάντη, δηλητηριάζοντας μοναχικούς ηλικιωμένους που ζητάνε να νοικιάσουνε δωμάτιο.  
  Ένα κοράκι, ή καρακάξα, ή κάτι ενδιάμεσο, δεν είμαι ορνιθολόγος, που είδαμε στο «You cant take it with you», το είδαμε και στο «, Arsenic and old lace (1944). Κυκλοφορεί ελεύθερο στο σπίτι. Μια ελαφρά νότα χιούμορ.