Book review, movie criticism

Friday, May 27, 2016

Η Ελλάδα στα κινέζικα



Η Ελλάδα στα κινέζικα

   Ξεκινάω με ένα κείμενο που μου έστειλαν με e-mail.
  «Οι Κινέζοι προσπάθησαν να αποδώσουν στη γλώσσα τους τη λέξη Hellas. Για να τη γράψουν, χρησιμοποίησαν δύο ιδεογράμματα (希腊) τα οποία επέλεξαν με βάση την προφορά. Δηλαδή πήραν ένα ιδεόγραμμα που προφέρεται «σι», άλλο ένα που προφέρεται «λα», τα ένωσαν για να φτιάξουν τη λέξη «Σι-Λα» με την οποία προσδιορίζουν την Ελλάδα.
Το πρώτο ιδεόγραμμα σημαίνει «ελπίδα» και το δεύτερο αντιστοιχεί στον μήνα Δεκέμβριο του παραδοσιακού κινεζικού ημερολογίου. Και τα δύο όμως μαζί, όταν ενωθούν, σημαίνουν «ο άλλος μεγάλος πολιτισμός». Αυτό για να δείτε με πόσο σεβασμό αντιμετωπίζουν τη χώρα μας. Δεν είναι καθόλου άσχημος αυτός ο συμβολισμός για μια χώρα, όπως λένε, τόσο ταλαιπωρημένη και παράλληλα τόσο πλούσια σε Ιστορία και πολιτισμό, όπως η δική μας. Οι Κινέζοι άλλωστε είναι ίσως ο μοναδικός λαός στον κόσμο που δεν αποκαλεί την Ελλάδα «Greece» ή κάτι παρόμοιο. Περίπου το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού που ομιλεί κινεζικά αποκαλεί την Ελλάδα «Σι-Λα».
  Ο φίλος μου ο Τέλης διαβάζοντάς το αναρωτιέται:
  Προφανώς και σωστά, η έννοια του κινέζικου ιδεογράμματος σ’ ότι αφορά την Ελλάδα αφορά τους προγόνους μας. Την σημερινή Ελλάδα πώς να την λένε άραγε......;;;;
  Εγώ απαντώ.
  Τέλη μου, τη σημερινή Ελλάδα τη λένε και πάλι Σι Λα, όμως γράφεται αλλιώς
奚落, και σημαίνει «Χλευάζω, εμπαίζω».   
  Στην προώθηση που έκανα είχα προσθέσει και το παρακάτω:
  Και το Βυζάντιο, να προσθέσω εγώ, το λένε 东罗马, Dong Lou Ma, Ανατολική Ρώμη. 
(Το αντέγραψα από το you have memories του facebook. Είδα ότι δεν το είχα βάλει στα "διάφορα μικρά" και επί τη ευκαιρία είπα να το αναρτήσω και εδώ).
27-5-2013

Wednesday, May 25, 2016

Άρης Χαραλαμπάκης, Σάμος αγαπημένη και Πάτμος ευλογημένη



Άρης Χαραλαμπάκης, Σάμος αγαπημένη και Πάτμος ευλογημένη, εκδόσεις Αγγελάκη 2016, σελ. 80 και 74

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Δύο ποιητικές συλλογές, η μια για τον γενέθλιο τόπο και η άλλη για το νησί της ορθοδοξίας

Ναι, πρόκειται για δυο βιβλία που εκδόθηκαν ταυτόχρονα. Μάλιστα οι «Ευχαριστίες» είναι το ίδιο κείμενο με ελάχιστες προσαρμογές. Ένας ύμνος για τον γενέθλιο τόπο το πρώτο, ένας αίνος για το νησί της ορθοδοξίας το δεύτερο. Αντιγράφουμε από τις «Ευχαριστίες».
«Στην απανταχού παρουσία του Γιώργου μας που οδηγεί τη γραφίδα μου, λες και μου υπαγορεύει τους στίχους».
Ναι, τους στίχους δεν τους υπαγορεύει πάντοτε η μούσα.
Επίσης:
«Στο γιο μου Γιάννη, συμβολαιογράφο, και στη σύζυγό του, Μαριέττα Μικρούλη-Χαραλαμπάκη, πληροφορικό».
Ο λόγος;
Για τις εξαιρετικές φωτογραφίες με τις οποίες κοσμούν τα δυο βιβλία.
Έχω δηλώσει ότι η ποίηση δεν μου αρέσει και ότι ο λόγος είναι η σκοτεινότητά της. Οι  σύγχρονοι ποιητές με τον ελεύθερο στίχο γράφουν συχνά τόσο ακαταλαβίστικα, ώστε πρέπει να σταματάς σε πολλούς στίχους τους για να καταλάβεις τι λένε, λες και πρόκειται να λύσεις γρίφο. Προτιμώ περισσότερο την παραδοσιακή ποίηση με τα παραδοσιακά μέτρα και στιχουργίες, όπου όλα είναι διάφανα και δεν χρειάζεται να λύνεις αινίγματα. Ο Σολωμός έγραψε σε παραδοσιακά μέτρα και θεωρείται από τους κορυφαίους ποιητές μας. Και δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρω τον Κορνάρο.
Ο Χαραλαμπάκης δεν παρασύρθηκε από τις σειρήνες του μοντερνισμού. Γράφει στα παραδοσιακά μας μέτρα, στην παραδοσιακή στιχουργία, μια ποίηση που για να την απολαύσεις το μόνο που χρειάζεται είναι να ξέρεις ανάγνωση.
Έχουμε γράψει για άλλα τέσσερα βιβλία του Άρη Χαραλαμπάκη: «Του ουρανού το φως», «Κόκκινο φεγγάρι», «Ικάριος άνεμος» και «Νεοέλληνες». Σ’ αυτά προστίθενται με τη σημερινή μας ανάρτηση και η «Σάμος αγαπημένη» και η «Πάτμος ευλογημένη». Ο δήμαρχος της Σάμου γράφει στον πρόλογο, ανάμεσα στα άλλα:
«Ο Άρης Χαραλαμπάκης κρατά σήμερα τη λύρα με την ίδια άνεση που ως γιατρός κρατάει το στηθοσκόπιο. Λαμπερές εικόνες και ευρηματικές ρίμες χαρακτηρίζουν την ποίησή του, η ευαισθησία του αγκαλιάζει τη φύση και τους ανθρώπους με την ίδια απροσχημάτιστη αμεσότητα».
 Ο καθηγούμενος και πατριαρχικός έξαρχος Πάτμου γράφει:
 «Ο Αριστογείτων, ο δικός μας Άρης, αγαπάει το νησί της Αποκάλυψης και η αγάπη του αυτή αναδύεται από τον ψυχικό του κόσμο με απλότητα, με σεβασμό, στοχασμό και εκτίμηση για την Πάτμο, που τον εμπνέει και τον ξεκουράζει. Αναδύεται μια βαθιά, ανεπιτήδευτη, χωρίς ψιμύθια, πίστη και ευλάβεια στο Θεό, που τον βρίσκει παντού…».
 Συνεχώς γίνεται συζήτηση για την ελληνικότητα. Τι είναι αυτή η ελληνικότητα; Νομίζω η Άρης Χαραλαμπάκης δίνει την απάντησή του σ’ αυτές τις δυο συλλογές: Είναι η Ελλάδα για την οποία ο γενέθλιος χώρος στέκει μετωνυμικά και η ορθοδοξία.
Και ένα απόσπασμα από τον χαιρετισμό του δημάρχου Πάτμου.
«Ο κεντρικός πυρήνας της θεματολογίας της ποίησής του έχει να κάνει με την έννοια του χρόνου, και συγκεκριμένα με την τεράστια αξία της στιγμής. Ο ποιητής, αναλογιζόμενος τη μοναδικότητα της κάθε στιγμής που ζει στο πανέμορφο νησί μας, τη μεταφέρει στα ποιήματά του και αυτή εισπράττεται από τον αναγνώστη ανάλογα, είτε ως θύμηση είτε ως ελπίδα».
Αν τη «Σάμο την αγαπημένη» τη χαρακτηρίζει ο λυρισμός της γενέθλιας γης, την «Πάτμο την ευλογημένη» τη χαρακτηρίζει ένας θρησκευτικός λυρισμός.
Είπαμε ότι ο Χαραλαμπάκης γράφει στα παραδοσιακά μέτρα και στην παραδοσιακή στιχουργία. Την πρωτοκαθεδρία βέβαια την έχει ο ίαμβος, συχνά ο δεκαπεντασύλλαβος, που όμως ο Χαραλαμπάκης συχνά τον σπάζει στην τομή δίνοντας δύο στίχους. Έτσι δυο δεκαπεντασύλλαβοι που ομοιοκαταληκτούν ζευγαρωτά, γίνονται δύο οκτασύλλαβοι και δύο επτασύλλαβοι που ομοιοκαταληκτούν σταυρωτά. Θα δώσουμε ως παράδειγμα τις δυο πρώτες στροφές από το «Δοξαστικό».

Δόξα στην ιστορία σου
στις δάφνες της στολής σου
στους άξιους φιλοσόφους σου
στους δουλευτές της γης σου.

Δόξα στον Πολυκράτη σου,
Αίσωπο, Πυθαγόρα,
Επίκουρο, Αρίσταρχο
στο τότε και στο τώρα (Σάμος, σελ. 16).

  Αλλού χρησιμοποιεί τον δεκαπεντασύλλαβο σε πλεχτή ομοιοκαταληξία, όπως στην παρακάτω στροφή από την «Οδύσσεια της προσφυγιάς».

Κατατρεγμένοι, αφήνουνε τα ρημαγμένα σπίτια
μάνες γυρεύουν τα παιδιά και τα παιδιά μανάδες,
σε λέμβους – φέρετρα κινούν να βρουν λίγη βοήθεια
και «σώζονται» ή πνίγονται κατά εκατοντάδες (Σάμος, σελ. 70).

  Και μια έκπληξη, τροχαϊκός δεκαπεντασύλλαβος. Παραθέτουμε μια στροφή από το ερωτικό «Φιλί στην πλώρη».

  Μες στα μάτια μου το δείλι όλο ζωγραφίστηκε
  και στη φλογερή καρδιά μου έρωτας εσκίρτησε (Πάτμος, σελ. 26)

  Ο Χαραλαμπάκης πρωτοτυπεί μέσα στην παράδοση. Στο ποίημά του «Ήρθαν στον Πύργο οι τσιγγάνοι», δίπλα στους ιαμβικούς στίχους που βέβαια κυριαρχούν βλέπουμε στίχους σε δάκτυλο («Δίνουν παράσταση και κοροϊδεύουν», «γέροι αδύνατοι πλέκουν καλάθια», κ.ά., σελ. 31).
Αλλού βλέπουμε τον ανάπαιστο, όπως στην «Κραυγή».

Τα παιδιά που πεινάνε πονάω
και στους πρόσφυγες τρέχει ο νους
με τρελαίνει το ρήμα «πεινάω»
κι οι νεκροί από βόμβες, πνιγμούς

Μες στης Πάτμου την άκρα γαλήνη
στου Σπηλαίου το θάμβος σκυφτός
μια ευχή το κερί μου αφήνει
να ημερώσει ο κόσμος αυτός! (Πάτμος, σελ. 47)

  Πρωτότυπη είναι η στιχουργία στη "Θαμπή μέθη", όπου στις τετράστιχες στροφές σε τροχαϊκό μέτρο ομοιοκαταληκτούν οι δυο πρώτοι οκτασύλλαβοι στίχοι, όχι όμως και ο τρίτος, επίσης οκτασύλλαβος, ενώ ο τέταρτος είναι πεντασύλλαβος

Μια παράξενη μανία
θαμπή μέθη κι αγωνία
κατακλύζει τη ζωή μας
     και τη χάνουμε (Σάμος, σελ. 59).  

Σε άλλα ποιήματα όμως ο τροχαίος είναι στο στιχουργικό σχήμα του «Ύμνου στην Ελευθερία», όπως στο «Τραγούδι».

Χέρι-χέρι σε πηγαίνω
Στην ξανθή την αμμουδιά,
Στο πανόραμα του Γροίκου
Στην «Καλικατζού» μπροστά (Πάτμος, σελ. 37).

Διαβάζουμε:

Βλέπω σε θάλασσες-βουνά
της Σάμου μας τα κάλλη,
στον κόσμο όλο είναι μια
και δεν υπάρχει άλλη! (Σάμος, σελ. 20).

  Τελικά ο Άρης είναι πολύ σωβινιστής, κατά το ανέκδοτο.
-Μπαμπά, τι είναι σωβινιστής;
-Σωβινιστής παιδί μου είναι αυτός που πιστεύει ότι ο τόπος του είναι καλύτερος από την Κρήτη.
Δεν θα εκπλησσόμουν καθόλου αν μάθαινα ότι ο Χαραλαμπάκης έχει κρητικές ρίζες. Το επώνυμο Χαραλαμπάκης απαντάται συχνά στην Κρήτη. Έχουμε και εμείς ένα διακεκριμένο τέκνο Χαραλαμπάκη, τον γλωσσολόγο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη.
Εξαιρετικές και αυτές οι ποιητικές συλλογές του Άρη Χαραλαμπάκη, του ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδες.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Monday, May 23, 2016

Χρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ.



Χρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ., Γαβριηλίδης 2016, σελ. 307

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Πρωτότυπη αφηγηματικά στο πρώτο της μυθιστόρημα η συγγραφέας

  Μετά τη συλλογή διηγημάτων της «Το δόντι του λύκου» η Χρύσα Φάντη (σπούδασε παιδαγωγικά και νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας) μας δίνει ένα μυθιστόρημα, την «Ιστορία της Σ.», παραπέμποντας διακειμενικά στην «Ιστορία της Ο.».
  Διαβάζοντας το μυθιστόρημα αυτό συνειδητοποίησα για μια ακόμη φορά το αριστοτελικό «πράξη σπουδαία». Και η «Ιστορία της Σ.» είναι «σπουδαία», με τη σημασία ότι δεν είναι μια συνηθισμένη ιστορία, καθώς συνηθισμένη δεν είναι η αιμομιξία, η σεξουαλική κακοποίηση παιδιού και η απόπειρα αυτοκτονίας, όπως και ο φόνος φυσικά. Όμως και κάτι ακόμη: οι «αποκλίνοντες» ήρωες, οι ήρωες που κουβαλάνε μια τραυματική ιστορία που έχει καθορίσει ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό τους, είναι αφηγηματικά πιο ενδιαφέροντες. Πιστεύω ότι εκεί οφείλεται αυτό που ονόμασα «παριολατρία» στη λογοτεχνία μας, τουλάχιστον των προτελευταίων δεκαετιών για την οποία έχω καλύτερη εικόνα. Η Σ. βέβαια δεν είναι ακριβώς παρίας, όμως δεν είναι και ένα συνηθισμένο παιδί. Κουβαλάει ψυχικά τραύματα.
  Ενώ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής συνήθως ως παντογνώστης αφηγείται με διαύγεια, εδώ, εστιάζοντας στην ηρωίδα, αφηγείται ως πρωτοπρόσωπος σε ένα περίπου εσωτερικό μονόλογο με «ύφος μοντέρνου μπαρόκ, γλώσσα ασθμαίνουσα», όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Αυτό δίνει μια ποιητική διάσταση στη γραφή της Φάντη, που τονίζεται με τις κενές γραμμές που χωρίζουν τις παραγράφους σαν να επρόκειτο για ποιήματα. Να σημειώσουμε όμως ότι κάποια στιγμή είδαμε τον αφηγητή να εμφανίζεται ως ενδοδιηγητικός, με το να απευθύνεται σε έναν αποδέκτη της αφήγησης:
  «Μήνα Ιούλιο κάτω από την κληματαριά της αυλής της αφηγείσαι τα πάντα» (σελ. 132) και πιο κάτω: «Καλοκαίρι του ’69, μετά από την αποφοίτησή της η Σ. μετακομίζει στο σπίτι σας» (σελ. 202).
  Μια πρωτοτυπία στην αφήγηση είναι οι εκδοχές. Κάποια επεισόδια ο αφηγητής το αφηγείται σε διάφορες εκδοχές που παρατίθενται αριθμητικά. Για παράδειγμα σε κάποια «Εκδοχή νο 2» καταλήγει: «Στην προκυμαία κόσμος πολύς, φορτηγάκια πολλά, σαματάς. Είδε γύφτους πολλούς, κι άλλους που είχανε μαζευτεί γύρω από ένα κοπάδι γίδες. Ζωέμπορους, χασάπηδες. Ήταν και μερικοί με στολή.

Χωροφύλακες;» (σελ. 158).
  Όμως η «Εκδοχή νο 3» ξεκινάει ως εξής:
  «Η Σ. δεν θυμάται. Ούτε χωροφύλακες ούτε γύφτους. Θυμάται άνδρες ξυπόλυτους, κοκαλιάρηδες, κουρελήδες» (σελ. 158).
  Μου άρεσαν πολύ οι εκδοχές γιατί τις χρησιμοποίησα κι εγώ σε κάποια από τα διηγήματά μου («Το Φραγκιό», ΑΛΔΕ 2011). Και μου ήλθαν βέβαια στο μυαλό και οι «Εκδοχές της Πηνελόπης» της Αγγέλας Καστρινάκη, καθώς και η ταινία «Απρόσμενος έρωτας» του Peter HowitSliding doors» ο αγγλικός τίτλος), όπου υπάρχουν δυο εκδοχές στην πλοκή.  
  Κανένα κεφάλαιο δεν τιτλοφορείται, ούτε καν χαρακτηρίζεται αριθμητικά, όμως ξεκινάει με αποσπάσματα από διάφορους συγγραφείς με τους οποίους «συνομιλεί» η Φάντη γράφοντας το μυθιστόρημά της. Ο Ηλίας Βενέζης, η Μαργαρίτα Καραπάνου αλλά και ο Dante είναι κάποιοι απ’ αυτούς.
  «Το σίδερο λύγισε, ξύπνησε, ερεθίστηκε. Και βγήκε πάλι απ’ το αγρίμι μια κραυγή που τα σκέπασε όλα» (Απόσπασμα από το Νούμερο 31328 του Βενέζη, σελ. 114). Μάλιστα στις αρχικές σελίδες του μυθιστορήματος κάποια αποσπάσματα τα ενσωματώνει στην κυρίως αφήγηση.
  Ένα υφολογικό σχήμα που συναντήσαμε δυο φορές είναι το εφέ της επανάληψης σε συνδυασμό με το εφέ της απαρίθμησης. Τη δεύτερη φορά μάλιστα μαζί με το εφέ της παράφρασης σε λειτουργία παρωδίας: «Έρως αδίστακτος, έρως της σάρκας, έρως ως μαλακόν παξιμάδι δια τους μη έχοντας δόντια» (σελ. 196). Με τη λέξη «έρως» ξεκινάνε πέντε σύντομοι παράγραφοι, στο εσωτερικό των οποίων επίσης επαναλαμβάνεται η λέξη «έρως» δυο τρεις φορές.
  Η οιονεί ποιητική γραφή όμως της Φάντη εκφράζεται και με άλλο τρόπο. Διαπιστώσαμε φράσεις, ακόμη και ολόκληρες περιόδους, σε ανάπαιστο, δάχτυλο αλλά και αμφίβραχυ. Από παλιά είχα εθιστεί να ανιχνεύω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους (στην αντίληψή μου έπεσαν μόνο δύο «Πάρε καλέ μου κύριε, πάρτε κι εσείς κυράδες» (σελ. 44) και «Σταφιδιασμένα μάγουλα, σύννεφα σαπουνάδας, σελ. 16) όμως τώρα, ξεκινώντας από την «Πολυφίλητη» του Νίκου Ψιλάκη, αρχίζω να εθίζομαι και στην ανίχνευση άλλων μέτρων. Τα μέτρα που ανέφερα τα βρήκα σε πάρα πολύ μεγάλη πυκνότητα στο έργο της Φάντη. Έχω κάνει πάρα πολλές υπογραμμίσεις, αλλά θα παραθέσω δειγματικά τις παρακάτω:
  Σε ανάπαιστο:
  «Ραβασάκια σε σχήμα σαΐτας» (σελ. 302).
  «Με τις ώρες στο στόμα το σίχαμα;» (σελ. 287, σημειώνουμε και τις παρηχήσεις του σ και του τ).
  «Τα ρουθούνια της τρύπιες φυσούνες» (σελ. 247).
  «Υγρασία παλιού ντουβαριού διαδέχεται εκείνην του δρόμου» (σελ. 205).
  Σε δάχτυλο:
  «Μένει κλεισμένος στο σπίτι» (σελ. 218).
  «Ήχοι παράσιτα, θόρυβοι ρύποι» (σελ. 191).
  «Αν τελικά κοιμηθεί; Θα μπορέσει μετά να ξυπνήσει; (σελ. 186).
  Σε αμφίβραχυ:
  «Το φως στο δωμάτιο σβήνει» (σελ. 243, πρόταση-παράγραφος, που χωρίζεται με κενό   
από την προηγούμενη και την επόμενη παράγραφο. Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες προτάσεις).
  «Τις πταίει πρωτίστως για τούτη την κόντρα;» (σελ. 244. Να σημειώσουμε και τη μεγάλη πυκνότητα με την οποία απαντώνται τα ερωτηματικά).
  «Στην όχθη του βάλτου ακούς τα βατράχια να ρεύονται» (σελ. 136).
  Έκανα και μια ακόμη παρατήρηση. Καθώς τα μέτρα αυτά τις περισσότερες φορές δεν εκτείνονται σε όλη την περίοδο (εγώ επέλεξα κυρίως τα αποσπάσματα όπου εκτείνονται) δημιουργείται κάποιες φορές το ερώτημα αν το μέτρο είναι αμφίβραχυ ή δάχτυλος. Για παράδειγμα έχουμε την πρόταση «Χαμογελά σε ρόλο κρυφής ερωμένης» (σελ. 189). Αν αγνοήσουμε το «χαμογελά» το μέτρο είναι αμφίβραχυ. Αν όμως αγνοήσουμε και το «σε», τότε έχουμε δάχτυλο. Συνάντησα και άλλες τέτοιες περιπτώσεις.
  Διαβάζουμε:
  «Στην Κεντρική Αφρική προτιμώνται ως σύζυγοι κορίτσια που διακρίθηκαν για τους πολλούς εραστές» (σελ. 245).
  Υποθέτω δεν θα υπάρχει καμιά ισλαμική χώρα εκεί. Και ούτε θα γίνεται εκεί κλειτοριδεκτομή, που στόχο έχει την αποθάρρυνση της σεξουαλικότητας της γυναίκας.
  Διαβάζουμε:
  «Και τελικά; Τι έκρυβε το χάρτινο αεροπλανάκι; Τι έγραφε η ξαδερφούλα στο ραβασάκι; “Το φεγγάρι οι Άγγλοι το λένε μουν;” Και μετά, δήθεν, σε ρώταγε για το φεγγαράκι. –Λοιπόν; Και το φεγγαράκι;» (σελ. 134).
  Και θυμήθηκα κι εγώ τα μαθητικά μου χρόνια, που ρωτάγαμε: -Πώς λένε στα αγγλικά «Ο κρεοπώλης πάει στη σελήνη;».
  Πολύ ωραίο το μυθιστόρημα της Χρύσας Φάντη, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Saturday, May 21, 2016

Elchin Musaoglu, Nabat




  Εξαιρετική η ταινία του Elchin Musaoglou, από το Αζερμπαϊτζάν.
  Η Ναμπάτ ζει κοντά σε ένα χωριό που βρίσκεται στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, όταν μαίνεται η σύγκρουση ανάμεσα στους αρμένιους και τους αζερμπαϊτζανούς, γύρω στο 1992 (άκουσα ότι αναζωπυρώθηκαν πρόσφατα οι συγκρούσεις). Το χωριό κάποια στιγμή εκκενώνεται μπροστά στην προοπτική να το καταλάβουν οι αρμένιοι και να υπάρξουν θύματα ανάμεσα στους κατοίκους. Κάποιοι γέροι όμως δεν έχουν διάθεση να μετακινηθούν, και οι δικοί τους δεν μπορούν να τους εγκαταλείψουν. Ο διοικητής δίνει εντολή. Θα απομακρυνθούν με τη βία.
Η Ναμπάτ που πηγαίνει καθημερινά στο χωριό και πουλάει το γάλα από την αγελάδα της, ένα πρωί το βρίσκει εγκαταλειμμένο. Ακόμη και εκείνος στον οποίο πουλούσε το γάλα έχει φύγει. Περιφέρεται στα σπίτια. Σε κάποια φαίνονται τα ίχνη μιας βιαστικής αναχώρησης. Ανάβει τις λάμπες. Το βράδυ, από μακριά, με τις λάμπες αναμμένες, το χωριό φαίνεται κατοικημένο.
Κάπου στο τέλος της ταινίας ο αζερμπαϊτζανός διοικητής αναρωτιέται πώς και δεν καταλήφθηκε. Μάλλον οι αρμένιοι δεν ήθελαν να ρισκάρουν, βλέποντας το χωριό φωτισμένο. Καθώς φαίνεται να έχει αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων στην περιοχή, επιστρέφουν οι στρατιώτες. Η πρώτη κίνηση που κάνουν είναι να στυλώσουν το πεσμένο τηλεγραφόξυλο.  
Ο άντρας της είναι κατάκοιτος. Τον περιποιείται. Σε λίγο θα πεθάνει. Μεγάλος έρωτας, την είχε κλέψει. –Έτσι νομίζεις, του λέει. Είναι γνωστό ότι η γυναίκα κάνει πάντα το δικό της, αφήνοντας τον άντρα να πιστέψει ότι το κάνει αυτός.
Και ένα συγκινητικό επεισόδιο.
Ακούει ουρλιαχτό λύκου. Ψάχνει. Ένας λύκος έχει πέσει μέσα σε ένα λάκκο-παγίδα. Πηγαίνει σπίτι και παίρνει το τουφέκι. Σκοπεύει. Μετανιώνει. Ρίχνει μια σανίδα. Στην τρίτη απόπειρα ο λύκος, ή μάλλον η λύκαινα, βγαίνει. Είναι λύκαινα, γιατί σε λίγο την βλέπουμε να πηγαίνει στα μικρά της.
Από μακριά παρακολουθεί συχνά τη Ναμπάτ, λες και θέλει να της εκφράσει την ευγνωμοσύνη της που την έσωσε. Κάποια στιγμή η Ναμπάτ της μιλάει, τη ρωτάει γιατί δεν φεύγει.
Ο γιος της σκοτώθηκε στον πόλεμο, στρατιώτης, και τη μοναδική φωτογραφία που είχαν την έχασε ο φωτογράφος που του την είχαν δώσει για μεγέθυνση. Μετά το θάνατο του άντρα της η θλίψη την έχει καταβάλει. Σε κάποια σκηνή στο τέλος τη βλέπουμε ακουμπισμένη στην ταφόπλακα στο μνήμα του γιου της, όπου πριν λίγες μέρες είχε σκάψει και είχε θάψει και τον άντρα της. Στην τελευταία σκηνή τη βλέπουμε καθισμένη σε ένα κορμό δένδρου που στηριγμένος σε δυο κούτσουρα λειτουργεί σαν πάγκος. Όσο την πλησιάζει η κάμερα τόσο επιβεβαιώνεται αυτό που υποπτευόμασταν: είναι νεκρή. Αρχίζει να πέφτει χιόνι. Και η κάμερα απομακρύνεται, δείχνοντας τις νιφάδες να πέφτουν όλο και πιο πυκνές.
Όσο δεν μου αρέσει η ποίηση, άλλο τόσο μου αρέσει ο ποιητικός κινηματογράφος, εφόσον ο λυρισμός της εικόνας υπηρετεί την αφήγηση. Ήξερα από την πρώτη σκηνή ότι αυτό που επρόκειτο να δω θα μου άρεσε. Ένα σπιτάκι πέρα στη βουνοπλαγιά, και ένας δρόμος που καταλήγει στην κάμερα. Μετά από λίγο βλέπουμε μια φιγούρα να πλησιάζει. Είναι η Ναμπάτ, που κρατάει δυο μπουκάλες με γάλα.
Αργοί η ρυθμοί της ταινίας, ο Μουσάογλου δεν βιάζεται να πει την ιστορία του, και ο λόγος περιορισμένος στο ελάχιστο. Αζερμπαϊτζανός Αγγελόπουλος.
Εξαιρετική στο ρόλο της η ιρανή Fatemeh Motamed-Arya, την οποία έχω δει σε πάρα πολλά ιρανικά έργα.