Thursday, July 22, 2021

Michael Curtiz, Casablanca (1942)

Michael Curtiz, Casablanca (1942)

 


Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.

  Πάλι καλά που το θυμόμουνα.

  Θυμόμουνα ότι την «Καζαμπλάνκα» την είχα δει και είχα γράψει γι’ αυτήν. Ψάχνω για την ανάρτηση στην ιστοσελίδα-αρχείο, δεν υπάρχει, ψάχνω στο google, δεν υπάρχει, ψάχνω τέλος στις κριτικές, τη βρίσκω. Είχε ημερομηνία 29-9-2018. Μήπως ξέχασα να βάλω το σύνδεσμο της ανάρτησης στην ιστοσελίδα-αρχείο, όπως έχει συμβεί κάποιες φορές;

  Ψάχνω μια μια τις αναρτήσεις, δεν τη βρίσκω.

  Τελικά είχα ξεχάσει να αναρτήσω. 

  Κατά καιρούς πέφτω πάνω σε ταινίες για τις οποίες έγραψα και ξέχασα να αναρτήσω. Πόσες τέτοιες άραγε να υπάρχουν ακόμα;

 

  Μια ακόμη κλασική ταινία στην οποία αναφέρεται ο Syd Field στο βιβλίο του «Τα θεμέλια της σεναριακής γραφής» και είπα να την ξαναδώ.

  Καζαμπλάνκα, 1942. Τότε γυρίστηκε και η ταινία, με τον πόλεμο να μην έχει πάρει ακόμη την αποφασιστική καμπή υπέρ των συμμάχων. Το Μαρόκο είναι ελεύθερη Γαλλία, αλλά η ελεύθερη Γαλλία, αλλιώς η Γαλλία του Βισύ (όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το Παρίσι υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης, με τους Γερμανούς να κρατάνε τα εδάφη στα οποία είχαν προελάσει ενώ η υπόλοιπη Γαλλία έμεινε τυπικά «ελεύθερη», υποχείρια όμως των Γερμανών).

  Πολλοί χρησιμοποιούν την Καζαμπλάνκα όπως και οι λαθρομετανάστες την Ελλάδα σήμερα: σαν μια προσωρινή στάση για να πάνε στη Λισαβώνα και από εκεί στην Αμερική. Όμως τα διαβατήρια κοστίζουν ακριβά.

  Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έχει ένα κέντρο διασκέδασης που ένα δωμάτιό του λειτουργεί σαν κέντρο τυχερών παιχνιδιών. Ανθρωπιστής, βοηθάει όσους μπορεί. Σημείο Α στην πλοκή που εισάγει στο δεύτερο μέρος: η εμφάνιση της Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Είχαν σχέση στο Παρίσι, όμως ενώ είχαν αποφασίσει να φύγουν μαζί και να έλθουν στην Καζαμπλάνκα, μάταια την περίμενε στο σταθμό.

  Η Μπέργκμαν επισκέπτεται τον Μπόγκαρτ ικετεύοντάς τον να δώσει ένα διαβατήριο για να φύγει ο άντρας της. Του εξηγεί και τον λόγο που δεν τον ακολούθησε, ότι ο άντρας της (του είχε κρύψει τότε ότι ήταν παντρεμένη) τελικά δεν ήταν νεκρός αλλά είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και έμενε άρρωστος σε ένα βαγόνι στο Παρίσι. Ο Μπόγκαρτ συμφωνεί.   

  Σημείο Β στην πλοκή, με ένα εφέ έκπληξης που ανυψώνει άλλη μια φορά τον Μπόγκαρτ στη συνείδησή μας, είναι ότι τους δίνει δυο διαβατήρια και όχι ένα όπως είχε συμφωνηθεί. Ξέρει ότι η Ίνγκριντ τον αγαπά, όμως η θέση της είναι δίπλα στον άντρα της, πρέπει να τον στηρίξει στον αντιναζιστικό του αγώνα. Φτάνει μάλιστα στο σημείο να σκοτώσει τον Γερμανό αξιωματικό που ήλθε να τους εμποδίσει.

  Εξαιρετική ταινία, όμως θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου. Τι διαφορετικό δηλαδή έκαναν οι Γερμανοί καταλαμβάνοντας τη Γαλλία από ό,τι οι Γάλλοι καταλαμβάνοντας το Μαρόκο και όλο το Μάγκρεμπ, καθώς και ένα σωρό άλλες αποικίες στην Αφρική και στην Ασία;

 

Thursday, July 8, 2021

Alain Resnais, Πέρυσι στο Μάριενμπαντ (L'année dernière à Marienbad, 1961)

Alain Resnais, Πέρυσι στο Μάριενμπαντ (L'année dernière à Marienbad, 1961)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.

  Δίχασε η ταινία, διαβάζω στη βικιπαίδεια, τους κριτικούς, και σίγουρα και τους θεατές. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς το γιατί.

  Η πλοκή είναι απλή, όμως σουρεαλιστική.

  Αυτός την πλησιάζει, της λέει ότι συναντήθηκαν πέρυσι στο Μάριενμπαντ. Αυτή δεν θυμάται.

  Είναι δυνατόν να μη θυμάται;

  Για τον Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ όλα είναι δυνατά, ακόμη και να υπάρχει μυθιστόρημα χωρίς ανθρώπινους χαρακτήρες. Το διάβασα αυτό στον μικρό τόμο που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις Κάλβος με διηγήματα δικά του και της Ναταλί Σαρώ, σαν τους πιο εκπροσωπευτικούς συγγραφείς του Nouveau Roman, του Νέου Μυθιστορήματος.

  Η πρωτότυπη σκηνοθεσία εικονογραφεί το κείμενο του Ρομπ-Γκριγιέ, που είναι ο λόγος του άνδρα καθώς προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα ότι βρέθηκαν πέρυσι το καλοκαίρι, αναφέροντάς της περιστατικά από τη συνάντησή τους. Ο quasi μονόλογός του διακόπτεται κατά διαστήματα από το λόγο της γυναίκας, που του λέει ότι δεν θυμάται.

  Θα μπορούσε κάλλιστα να παιχτεί στο «θέατρο στο ραδιόφωνο».

  Υπάρχει και ο άντρας της, και έτσι ολοκληρώνεται το ιψενικό τρίγωνο.

  Τελικά τι έγινε, θυμήθηκε;

  Δεν μου φάνηκε να συνέβη κάτι τέτοιο.

  Αξίζει λοιπόν να δει κανείς αυτή την ταινία;

  Αξίζει, γιατί όπως δεν ξαναγράφηκε βιβλίο σαν τον «Οδυσσέα»  του Τζόυς, έτσι δεν ξαναγυρίστηκε ταινία σαν το «Πέρυσι στο Μάριενμπαντ». Η σπάνις δημιουργεί αξία, είναι γνωστό αυτό.

  Το πιο χαρακτηριστικό υφολογικό στοιχείο της ταινίας είναι ότι τα πρόσωπα στέκονται τις περισσότερες φορές ακίνητα (πρόσωπα του φόντου) λες και τους έχουν δώσει φωτιστικό.

  Τι είναι αυτό το φωτιστικό;

  Το πιο ανώδυνο καψόνι που μας έκαναν οι βητάδες στη Σχολή Αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών. Όταν πέφτει μια φωτοβολίδα, πρέπει να μείνεις ακίνητος, γιατί αλλιώς θα σε αντιληφθεί ο εχθρός. Όταν λοιπόν ο βητάς φώναζε «φωτιστικό», εμείς έπρεπε να κοκκαλώσουμε σε όποια στάση και αν βρισκόμαστε.

  Ακόμη κάποιες φορές βλέπουμε την κάμερα να περιφέρεται στην αίθουσα δεξιώσεων του ξενοδοχείου σαν θεατής που ρίχνει τυχαίες ματιές και ακούει τυχαία κάποιους διαλόγους.

  Ο άντρας της καλεί συμπαίχτες για ένα παιχνίδι. Στήνονται πούλια, τραπουλόχαρτα, σπίρτα, ανάλογα με το τι βρίσκεται διαθέσιμο, σε σχήμα ισοσκελούς τριγώνου. Στη γωνία υπάρχει ένα και στην απέναντι πλευρά τα περισσότερα. Μπορεί να πάρει κάθε παίχτης μέχρι και τρία πούλια. Αυτός που θα πάρει το τελευταίο είναι ο χαμένος.

  Πάντα κερδίζει.

  Και η σύμπτωση:

  Ένα τέτοιο παιχνίδι κρατούσε χθες και η οκτάχρονη κινεζούλα που τη βοηθάω στα ελληνικά. Η πληρωμή μου; Η μητέρα της μου κάνει κινέζικα.

  Μπροστά στο αμάξι η μαμά με τη γιαγιά (πηγαίναμε επίσκεψη χθες σε ένα φίλο τους) και πίσω εμείς.

  Ούτε μια φορά δεν την κέρδισα.

  Παίξαμε και τον «Ύμνο στη χαρά», αυτή στη φυσαρμόνικα κι εγώ στη φλογέρα.

  Αξίζει να δείτε την ταινία, που εξάλλου έχει πολύ υψηλή βαθμολογία στο IMDb (7,8), έστω και μόνο για τη μοναδικότητά της.