Έίμαι στη σχολή αξιωματικών του Κέντρου Εφοδιασμού Μεταφορών στη Σπάρτη, χούντα εποχή. Διαβάζω τα ποιήματα του Σεφέρη. Ανάμεσα σ' αυτά που ξεχωρίζω είναι και το "Ο τόπος μας είναι κλειστός". Ένας δόκιμος φιλόλογος μου μιλάει για τον καινούριο δίσκο του Μαρκόπουλου, "Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους". Φεύγω με άδεια, ακούω το δίσκο, και εκεί βρίσκω το αγαπημένο μου ποίημα του Σεφέρη, στην πιο υπέροχη μουσική του Μαρκόπουλου. Η αγαπημένη μας Άλεφ αναρτά ένα απόσπασμα και μου το θυμίζει. Το βρίσκω στο you tube, με την Πασπαλά, καλή είναι, αν και εγώ προτιμώ την πρώτη εκτέλεση. Της χαρίζω την ανάρτηση. (Την Άλεφ την έχω στα favorites με τον τίτλο "Τη μαρτύρησα μια φορά,να μη την μαρτυρήσω και δεύτερη).
Αχ Μπάμπη μου πολύ με συγκινείς! Λατρεύω και τον Σεφέρη και το τραγούδι και την Πασπαλά αλλά πάνω απ' όλα εσένα! Φιλιά πολλά, τα άλλα, σήμερα από κοντά, ναι? Τί όμορφο σαββατιάτικο ξύπνημα! Και μαρτύρα με καλέ, εσύ ειδικά, όσες φορές θέλεις!
Μπάμπη μου καλέ, προσπαθώ επ' αδίκως να σ' ευχαριστήσω, να σου εκφράσω την αγάπη και την συγκίνησή μου, και δεν μ' αφήνει! Μπάμπη μου σ' ευχαριστώ και σ' αγαπώ, βγάλε αυτό το σκατομηχάνημα διότι με παιδεύει! Το λατρεύω το τραγούδι, τον Σεφέρη, μαρτύρα με όσο θες αλλά με πες του να μη με βασανίζει! Τα υπόλοιπα, σήμερα, κάτω, από κοντά! Μπάμπη, φιλιά! (αν μου το ξαναφάει το κείμενο, σ' έφαγα Μπάμπη!)
E, να μη βάλουμε και τους στίχους, αφού τους βρήκαμε;
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές. Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, απο ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.
Αχ Μπάμπη μου πολύ με συγκινείς! Λατρεύω και τον Σεφέρη και το τραγούδι και την Πασπαλά αλλά πάνω απ' όλα εσένα! Φιλιά πολλά, τα άλλα, σήμερα από κοντά, ναι? Τί όμορφο σαββατιάτικο ξύπνημα! Και μαρτύρα με καλέ, εσύ ειδικά, όσες φορές θέλεις!
ReplyDeleteΜπάμπη μου καλέ, προσπαθώ επ' αδίκως να σ' ευχαριστήσω, να σου εκφράσω την αγάπη και την συγκίνησή μου, και δεν μ' αφήνει! Μπάμπη μου σ' ευχαριστώ και σ' αγαπώ, βγάλε αυτό το σκατομηχάνημα διότι με παιδεύει! Το λατρεύω το τραγούδι, τον Σεφέρη, μαρτύρα με όσο θες αλλά με πες του να μη με βασανίζει! Τα υπόλοιπα, σήμερα, κάτω, από κοντά! Μπάμπη, φιλιά! (αν μου το ξαναφάει το κείμενο, σ' έφαγα Μπάμπη!)
ReplyDeleteΕλένη μου, δεν κατάλαβα τι εννοείς με το σκατομηχάνημα. Αλλά ναι, θα τα πούμε σήμερα και θα μου εξηγήσεις (είδες; σε μαρτύρησα).
ReplyDeleteE, να μη βάλουμε και τους στίχους, αφού τους βρήκαμε;
ReplyDeleteΟ τόπος μας είναι κλειστός,
όλο βουνά που έχουν σκεπή
το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος, κούφιος,
ίδιος με τη μοναξιά μας,
ίδιος με την αγάπη μας,
ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο
που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια,
τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά
στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα
ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν,
πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε
πηγάδια, δεν έχουμε πηγές.
Μονάχα λίγες στέρνες,
άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ο τόπος μας είναι κλειστός.
Τον κλείνουν οι δυο μαύρες
Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν
κατεβούμε ν' ανασάνουμε,
βλέπουμε να φωτίζουνται στο
ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα,
απο ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια
πώς ν' αγαπήσουν.