Τελικά άκουσα αντιφατικές κριτικές για τη «Σκόνη του χρόνου», άλλοι λένε ότι είναι η καλύτερη ταινία του Αγγελόπουλου και άλλοι πάλι λένε ότι δεν αξίζει τίποτα. Σε μια ιστοσελίδα κάποιος κινηματογραφικός κριτικός την έθαβε.
Βλέποντας το «Λιβάδι που δακρύζει» νομίζω κατάλαβα το λόγο (την ταινία την έγραψα για να τη δω εν ευθέτω χρόνω, όμως διάφορα προβλήματα με οδήγησαν από αναβολή σε αναβολή). Στο «Λιβάδι που δακρύζει» βρήκα τον γνωστό Αγγελόπουλο: τον ποιητικό (όπως ο Ταρκόφσκι, όπως ο Κουροσάβα στα «Όνειρα»), τον εικαστικό και τον λυρικό. Στη «Σκόνη του χρόνου» αυτά τα χαρακτηριστικά του Αγγελόπουλου υπάρχουν σε μικρότερο βαθμό. Εκείνοι που περίμεναν τον γνωστό Αγγελόπουλο κάπως απογοητεύτηκαν. Αυτοί που τον είδαν να προσεγγίζει κώδικες με τους οποίους ήταν πιο εξοικειωμένοι ενθουσιάστηκαν.
Όμως θέλω να γράψω δυο λόγια για το «Λιβάδι που δακρύζει» για να συνοψίσω ανάγλυφα την ποιητική του.
Ο Αγγελόπουλος είναι εικαστικός. Αν μπορούσε θα σταματούσε τα αργά πλάνα του, όμως αυτό θα ήταν ολότελα αντικινηματογραφικό. Το αργό τράβελινγκ της κάμερας δεν ξεγελάει. Είναι όμως σουρεαλιστικά εικαστικός, και γι αυτό εντονότερα ποιητικός. Τα δεκάδες απλωμένα σεντόνια, τα σφαγμένα αρνιά που κρέμονται από το δένδρο, οι προτομές του Στάλιν στοιβαγμένες σε μια αποθήκη στη «Σκόνη του χρόνου» είναι κάποιοι από τους πίνακές του. Ο αργός ρυθμός των ταινιών του για τον οποίο παραπονιούνται τόσοι θεατές έχει να κάνει με αυτή την εικαστικότητα. Οι άνθρωποι που ανεβαίνουν στις σκάλες στη «Σκόνη του χρόνου» σε ένα μεγάλο σε διάρκεια πλάνο, γενικά άνθρωποι που περπατούν και περπατούν, όπως σε αυτό το ενός τετάρτου πλάνο στο «Θίασο», συνιστούν ένα ξεχωριστό στοιχείο της ποιητικής του. Θυμίζουν την τεράστια πορεία των στρατιωτών, σε ένα δρόμο ζιγκ ζαγκ, την οποία παρακολουθεί από κάποιο κτήριο ο «Ιβάν ο τρομερός» στον Αϊζενστάιν.
Και βέβαια ο Αγγελόπουλος έχει το κύριο χαρακτηριστικό του Αϊζενστάιν, το στυλιζάρισμα, που φαίνεται έντονα στο τελευταίο μέρος στο «Λιβάδι που δακρύζει», στη συνάντηση των δυο αδελφών που βρίσκονται σε αντίθετες παρατάξεις στον Εμφύλιο, πάνω στη γραμμή του μετώπου. Και φυσικά στο εντυπωσιακά δραματικό τέλος, όπου βλέπουμε το θρήνο της μάνας πάνω στο νεκρό σώμα του γιου της να καταλήγει σε μια σπαραχτική κραυγή.
Η Ελένη μεγαλώνει σε μια ξένη οικογένεια που την περιμάζεψε. Όταν πεθάνει η θετή της μητέρα, ο θετός της πατέρας θα την αποπλανήσει. Δεν βλέπουμε βέβαια τις σκηνές, απλά ακούμε για τα δίδυμα που μεγαλώνουν σε ορφανοτροφείο, καρπός αυτής της σχέσης. Ο πατέρας θα θελήσει να την παντρευτεί, όμως αυτή το σκάει από την εκκλησία μαζί με το γιο του. (Μου θύμισε το «The pavillon of women», βασισμένο σε έργο της Περλ Μπακ. Δεν θυμόμουνα τον τίτλο. Έσπαζα το κεφάλι μου να τον θυμηθώ, μάταια. Ξαφνικά όμως θυμήθηκα ότι σ’ αυτό το έργο είχα ξαναδεί τον Willem Dafoe που έπαιζε στη «Σκόνη του χρόνου». Ψάχνοντας την βιογραφία του βρήκα και τον τίτλο του έργου. Στο έργο αυτό ο γιος το σκάει με τη νεαρή γυναίκα-παλλακίδα του πατέρα του). Ο γιος, μουσικός, θα ζήσει μαζί της για κάποιο διάστημα και μετά θα φύγει για την Αμερική, ψάχνοντας για μια καλύτερη τύχη και με την ελπίδα να τη φέρει κοντά του μαζί με τα παιδιά της, που τα έχει πάρει εν τω μεταξύ από το ορφανοτροφείο. Θα σκοτωθεί στη μάχη της Οκινάβα. Η Ελένη θα φυλακιστεί γιατί περιέθαλψε έναν αριστερό. Και το έργο τελειώνει όπως είπαμε, με τη συνάντηση των αδελφών και το θρήνο της μάνας πάνω στο πτώμα του αντάρτη γιου της. Τον στρατιώτη γιο της τον είχε θρηνήσει πιο πριν. Τα ζιγκ ζαγκ στο χρόνο υπάρχουν και εδώ, σε πολύ μικρότερο όμως βαθμό από ό, τι στη «Σκόνη του Χρόνου». (Και πάλι οι συνειρμοί, το τραγούδι του Θεοδωράκη «Δυο γιους είχες μανούλα μου…» και φυσικά οι «Αδελφοφάδες» του Καζαντζάκη).
Πριν λίγο είδα το τελευταίο μισάωρο του έργου. Πριν τρεις μέρες είχα δει τις πρώτες δυο ώρες. Θυμάμαι ότι είχα στο νου μου και κάτι άλλα πράγματα να γράψω, αλλά τα έχω ξεχάσει. Όταν γράφω μια βιβλιοκριτική, κοιτάζω τις τσεκαρισμένες σελίδες του βιβλίου με τα υπογραμμισμένα αποσπάσματα. Στην ταινία δεν έχεις αυτή την πολυτέλεια. Στο εξής θα φροντίζω όταν βλέπω μια ταινία να τη βλέπω ολόκληρη, όχι αποσπασματικά, και να γράφω γι αυτήν αμέσως μετά.
Είχα την τύχη να δω έργα του Αγγελόπουλου σε κινηματογραφικές αίθουσες χωρίς σχόλια των διπλανών μου, χωρίς να με αποσπά τίτποτα από την ταινία. Ε λοιπόν ουδέποτε δυσανασχέτησα για τα αργά του πλάνα, ίσα-ίσα που άφησα το ρυθμό τους να με οδηγήσει από την αρχή μέχρι το τέλος: Μπήκα στο καράβι και εμπιστεύτηκα τον καπετάνιο δηλαδή! Ο Αγγελόπουλος είναι και ποιητής, όπως σωστά λες, και δεν νομίζω να διαβάζει κανείς ποιήματα κοιτάζοντας πότε θα ξεμπερδέψει με δαύτα (εκτός αν κάνει βιβλιοκριτική, οπότε ok...)
ReplyDeleteΑυτά και σ' ευχαριστώ για τα καλά λόγια στο σχόλιό σου για τις απόψεις μου περί του βιβλίου του Eco.
Ωραίο πράγμα τα blog τελικά...
Χαίρομαι που σ' αρέσει ο Αγγελόπουλος, στους περισσότερους γύρω μου δεν αρέσει. Είδες τεικά τι ωραίο πράγμα είναι το blog?
ReplyDelete