Monday, March 30, 2009

Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Αιωνιότητα και μια μέρα.

Την ταινία την είχα ξαναδεί, αλλά το είχα ξεχάσει. Το 1998 πήρε το χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών. Ξαναβλέποντάς τη κατάλαβα γιατί το πήρε.
Ο Αγγελόπουλος εδώ εγκαταλείπει τον άνθρωπο μέσα στην ιστορία, και μάλιστα τον Έλληνα μέσα στην ελληνική ιστορία για την οποία δεν μπορούν να ενδιαφέρονται οι ξένοι, και καταπιάνεται με τον άνθρωπο σαν υπαρξιακή οντότητα. Η ταινία δεν αποτελεί παρά ένα σχόλιο πάνω στη μοναξιά, το φόβο και το θάνατο.
Ο γερο-συγγραφέας ετοιμάζεται για ταξίδι. Η ανατροπή έρχεται λίγο αργότερα: το ταξίδι αυτό είναι το ταξίδι προς το θάνατο. Κτυπημένος προφανώς από καρκίνο, σύμφωνα με την οδηγία του γιατρού του, όταν αρχίσουν οι πόνοι θα πρέπει να πάει σε νοσοκομείο (Θυμάμαι εδώ κάτι ανάλογο με τον γιατρό-φίλο του ζευγαριού, στο «Κουκλόσπιτο» μάλλον, σίγουρα σε έργο του Ίψεν). Η μοίρα τον φέρνει κοντά σε ένα από τα παιδιά των φαναριών, ελληνάκι από τη Βόρειο Ήπειρο. Στο πιο «φλύαρο» σημείο του έργου ο ήρωας αναρωτιέται με μια σειρά «γιατί», μιλώντας στη μητέρα του που βρίσκεται σε γηροκομείο: «Γιατί πρέπει να σαπίζουμε αβοήθητοι ανάμεσα στον πόνο και την επιθυμία, γιατί έζησα τη ζωή μου στην εξορία (ε, δεν είναι εύκολο να εγκαταλείψεις ολότελα την ιστορία) και μια σειρά άλλα γιατί. «Μείνε μαζί μου», λέει ο συγγραφέας σε μια άλλη σκηνή στο βορειοηπειρωτάκι, που αυτό λέει με τη σειρά του «φοβάμαι». Πριν λίγο, με τη βοήθεια του συγγραφέα, είχε αποχαιρετήσει το φίλο του το Σελήμ που σκοτώθηκε στα φανάρια, στο νεκροτομείο. Θα κάψει τελετουργικά τα πράγματά του, με θεατές τα άλλα παιδιά.
Ο Αγγελόπουλος έχει το προσωπικό του ύφος, εύκολα αναγνωρίσιμο. Δεν είναι και πολλοί οι σκηνοθέτες που βλέποντας λίγα μόνο λεπτά φιλμ αναγνωρίζεις τον δημιουργό του. Η εμμονή με τις σκηνές πλήθους υπάρχει και εδώ, εντυπωσιακή στο κάψιμο των πραγμάτων του Σελήμ, ενώ στη σκηνή στα σύνορα, οι άνθρωποι πίσω από τα συρματοπλέγματα, με τα χέρια ψηλά στο θολό, χιονισμένο τοπίο, μοιάζουν με καρτούν.
Εντυπωσιάζει βέβαια και ο «μαγικός ρεαλισμός» του Αγγελόπουλου, που όχι μόνο δραματοποιεί τον Σολωμό δείχνοντάς τον να πληρώνει για να του φέρνουν λέξεις, αλλά στο τέλος της ταινίας τον βάζει μέσα στο ίδιο λεωφορείο με τους δυο ήρωες, στο τελευταίο δίωρο πριν χωριστούν και ο μικρός πάρει το πλοίο. Στο ίδιο λεωφορείο βλέπουμε και τη σουρεαλιστική εικόνα κάποιων μουσικών να στήνουν τα αναλόγια με τις παρτιτούρες και να παίζουν. Ο Σολωμός απαγγέλει τη «Μέρα της Λαμπρής», παραλείποντας την τελευταία φράση μετά το «γλυκιά ειν’ η ζωή». Αυτό το κάνει ο Αγγελόπουλος όχι για να κολακεύσει τον επαρκή θεατή αλλά για να την τονίσει στην απουσία της, μια και αποτελεί μια κεντρική ιδέα της ταινίας: «κι ο θάνατος μαυρίλα».
Αυτό με το Σολωμό να πληρώνει για να του φέρνουν λέξεις άγνωστές του είναι ένα εύρημα – να μην αρχίσω πάλι να ψάχνομαι όπως στο περιβόητο «ντοκιμαντέρ» για την δήθεν συνάντηση Καβάφη-Πεσσόα – που μπορεί να φαίνεται εντυπωσιακό – ο Καζαντζάκης ξέρω ότι είχε αυτή τη συλλεκτική μανία – όμως εμένα δεν μου πολυγεμίζει το μάτι. Ο Καβάφης δεν είχε τέτοιο βίτσιο. Μπορεί η άγνωστη λέξη να προσθέτει λογοτεχνικότητα σε ένα κείμενο από τη μια μεριά, από την άλλη όμως του αφαιρεί, όχι για την πιθανή αδυναμία κατανόησής της από τον αναγνώστη –τα συμφραζόμενα συνήθως βοηθούν- αλλά για την έλλειψη συνδηλώσεων που τη διακρίνει, εκτός βέβαια και αν είναι σύνθετη.
Η μουσική της Καραΐνδρου που ακούγεται σαν λυγμός είναι επίσης ένα από τα μεγάλα συν στην ταινία.
Αυτά, είναι 1.54, μια ανάγνωση για να διορθώσουμε κανένα λάθος, και μετά ύπνο.
Α, ναι, ξέχασα και για τον τίτλο. Τι είναι το αύριο, ρωτάει ο συγγραφέας σε μια αναδρομή τη γυναίκα του στο τέλος της ταινίας. Και αυτή του δίνει σαν απάντηση τον τίτλο της ταινίας: Αιωνιότητα και μια μέρα.
Αν ήταν να κάνω εγώ ένα δικό μου διάλογο για το τέλος της ταινίας, που θα ήταν πολύ πιο κοντά στην κεντρική της ιδέα, θα έλεγα –Τι είναι η ζωή; -Μια μέρα μέσα στην αιωνιότητα. Δεν θα ένιωθα υποχρεωμένος να επαναλάβω τον τίτλο της ταινίας.
Μου ήλθε στο νου όταν έβλεπα την ταινία ότι δεν μπορεί, θα υπάρχουν και άλλες ταινίες με πρωταγωνιστές έναν ηλικιωμένο και ένα παιδί. Θυμήθηκα μια: «Ο κύριος Ιμπραήμ» με τον Ομάρ Σαρίφ.
Αυτά.

2 comments:

  1. Καταπληκτική η ταινία με τον Ομάρ Σαρίφ...

    ReplyDelete
  2. Όντως καταπληκτική. Αυτή απόδειξε ότι ο Ομάρ Σαρίφ δεν ήταν απλώς ένας ζεν πρεμιέρ αλλά και μεγάλος ηθοποιός.

    ReplyDelete