Umberto Eco, Ερμηνεία και υπερερμηνεία, Ελληνικά Γράμματα, 1993.
Κατ' αρχήν εύχομαι σε όλους τους επισκέπτες του blog μου ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ
Σε σχόλια στις τελευταίες αναρτήσεις μου για κινηματογραφικά έργα χρησιμοποίησα τον όρο «υπερερμηνεία». Ψάχνοντας λοιπόν το «ράφι των τύψεων» τώρα που κατέβηκα στην Κρήτη, βρήκα και το βιβλίο του Umberto Eco «Ερμηνεία και υπερερμηνεία». Είπα να το διαβάσω.
Θα προσπαθήσω να καταγράψω κάποιες σκέψεις που μου προκάλεσε η ανάγνωση του βιβλίου, το οποίο αποτελείται από μια εισαγωγή του Stefan Kollini, τρεις ομιλίες του Έκο, σχόλια πάνω σ’ αυτές των Richard Rorty, Jonathan Culler και Christine Brooke-Rose, και κλείσιμο με την Απάντηση του Έκο.
Κατ’ αρχήν θα συμφωνήσω με την αντίληψη του Έκο, που αντιτίθεται στην «απεριόριστη σημείωση» και «… διερευνά τρόπους για να περιοριστεί ο αριθμός των αποδεκτών ερμηνειών και να χαρακτηριστεί μια κατηγορία κειμένων ως υπερερμηνεία» (Kollini, σελ. 21).
Δεν μπορούν όλες οι ερμηνείες να θεωρηθούν έγκυρες. Όμως δέχομαι τις υπερερμηνείες σαν παιχνίδι μιας ευφάνταστης ρητορικής, όπως κάνουν οι αποδομιστές, τοποθετώντας τις όμως σε μια κατηγορία ολότελα διακριτή από τις ερμηνείες. Θα απολάμβανα π.χ. μια υπερερμηνεία που θα θεωρούσε τον Γκόργκι ως ένθερμο χριστιανό αν είχε κάποια «οιονεί πειστικά» επιχειρήματα, χωρίς βέβαια να ανατρέπουν την πεποίθησή μου ότι ήταν ένας στρατευμένος λογοτέχνης στην υπόθεση του σοσιαλισμού. Ο Kollini παραθέτει τον Culler που λέει «όπως όλες οι πρακτικές, έτσι και η ερμηνεία είναι ενδιαφέρουσα μόνο όταν είναι ακραία» (σελ. 35). Ο Έκο δεν διαφωνεί, απλώς τις ακραίες ερμηνείες τις κατατάσσει στις υπερερμηνείες, ή αλλιώς λαθεμένες ερμηνείες. Έτσι κι εμείς, απολαμβάνουμε την υπερερμηνεία αλλά δεν την συγχέουμε με την ερμηνεία.
Διαβάζω στην Απάντηση: «Ο C.S. Peirce… προσπάθησε να καθιερώσει ένα ελάχιστο παράδειγμα αποδοχής μιας ερμηνείας στο πλαίσιο της ομοφωνίας της κοινότητας (πράγμα που δεν διαφέρει της ιδέας του Gadamer μιας ερμηνευτικής παράδοσης). Τι είδους εχέγγυα μπορεί να δώσει μια κοινότητα; Νομίζω ότι είναι μια πραγματική εγγύηση» (σελ. 189).
Όμως και η εγγύηση αυτή έχει κάποια όρια. Έχω ένα προσωπικό παράδειγμα. Διορθώνω διδακτική Νέων Ελληνικών στον προηγούμενο ΑΣΕΠ. Το κείμενο προς διδασκαλία ήταν το «Πρώτο σκαλί» του Καβάφη. Ο νέος ποιητής παραπονιέται ότι σε ένα χρόνο μέσα έκανε ελάχιστα πράγματα. Ο φτασμένος ποιητής τον παρηγορεί λέγοντάς του ότι και στο πρώτο σκαλί που έφτασε, δεν είναι λίγο, ξεχωρίζει από τον απλό κόσμο, είναι ποιητής. Είχα βαρεθεί να διορθώνω γραφτά στα οποία υποστηριζόταν ότι ο φτασμένος ποιητής ενθάρρυνε τον νέο να προσπαθεί για να ανέβει ψηλότερα. Σίγουρα ήταν η ερμηνευτική προσέγγιση φροντιστηρίων. Εγώ είχα αντίθετη άποψη. Ο ποιητής, αυτό που σκέφτεται και το λέει κομψά στον νέο, είναι ότι «ταλέντο δεν έχεις, για πάντα θα μείνεις στο πρώτο σκαλί, αλλά πρέπει να είσαι ικανοποιημένος γιατί όπως και να έχει το πράγμα, είσαι ποιητής». Μετά από λίγες μέρες (πάλι οι συμπτώσεις), ξεσκονίζοντας τα βιβλία μου, ανοίχτηκε τυχαία ένα βιβλίο του Δημήτρη Κουκουλομάτη (καθηγητή λογοτεχνίας) σε μια σελίδα όπου σχολίαζε το ποίημα αυτό του Καβάφη. Με ικανοποίηση είδα ότι είχε την ίδια ερμηνευτική άποψη για το ποίημα. (Δυστυχώς το σχετικό post το έσβησα πανικόβλητος, μαζί με τα σόκιν ανέκδοτα, μόλις πήρα την ειδοποίηση για την ΕΔΕ που μου έκαναν, και έτσι δεν μπορώ να παραπέμψω σ’ αυτό). Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς, άλλη η κοινότητα των διδακτόρων και άλλη η κοινότητα των υποψηφίων. Όμως οι υποψήφιοι επαναλαμβάνουν αυτό που τους λένε στα φροντιστήρια, και στα φροντιστήρια κάνουν μάθημα κατά τεκμήριο διδάκτορες.
Αναφέρεται από τον Έκο συχνά η διάκριση σε «πρόθεση του συγγραφέα», «πρόθεση του έργου» και «πρόθεση του αναγνώστη». Βέβαια αυτές οι διακρίσεις γίνονται σε σημειωτική-γλωσσολογική βάση κυρίως. Για μένα πιο χρηστική είναι η διάκριση ανάμεσα σε συνειδητή πρόθεση του συγγραφέα και στις ασυνείδητες προθέσεις του, που θα μπορούσαν να ταυτιστούν με την πρόθεση του έργου, και για τις οποίες μπορεί να μιλήσει καλύτερα η ψυχανάλυση. Τέτοιες ασυνείδητες προθέσεις συγγραφέων προσπάθησα να επισημάνω στο κείμενό μου «Η τιμωρία της μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα».Στην ιστοσελίδα μου βρίσκεται στην κατηγορία "Άρθρα", αριθ. 35. Και σε σε αγγλική μετάφραση στο CLCWeb journal.
Διαβάζω στο κείμενο του Rorty: O Έκο «…επιμένει σε μια διάκριση μεταξύ της ερμηνείας και της χρήσης των κειμένων. Αυτή φυσικά είναι μια διάκριση την οποία εμείς οι πραγματιστές δεν επιθυμούμε να κάνουμε» (σελ. 126). Ίσως έχει δίκιο ο Rorty, όμως, διαβάζοντας το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» της Αζάρ Ναφισί, για το οποίο έχουμε γράψει στο blog μας, συνειδητοποίησα ότι μάλλον πρέπει να δεχθούμε τη διάκριση που κάνει ο Έκο, βλέποντας τη χρήση (καταγγελία του φαλλοκρατισμού, ιδιαίτερα έντονος σε ένα ισλαμικό θεοκρατικό καθεστώς όπως αυτό του Ιράν), να οδηγεί σε κάτι περισσότερο από παρερμηνεία: σε λαθεμένη ανάγνωση του κειμένου.
Διαβάζω, επίσης στον Rorty: «Ουδείς αναγνώστης, από όσο μπορώ να ξέρω, γοητεύτηκε ή συνταράχτηκε από το Heart of Darkness» (σελ. 143). Παραθέτω το απόσπασμα για να δηλώσω και εγώ ότι είμαι ένας από τους «ουδείς».
Όμως θέλω να τελειώσω με κάποιες δικές μου σκέψεις πάνω στους παραπάνω προβληματισμούς. Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας που οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας παθιάζονται με τη σημασία. Έχουν απαξιώσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις αφηγηματικές στρατηγικές, τα υφολογικά παιχνίδια, αυτά που παλιά χαρακτηρίζαμε ως μαθητές «καλολογικά στοιχεία». Νομίζω ότι στα περισσότερα έργα, αναμφισβήτητα στη στρατευμένη λογοτεχνία, δεν υπάρχει πρόβλημα ερμηνείας, οι προθέσεις είναι διάφανες. Αυτό που κάνει ενδιαφέροντα τα έργα είναι οι αφηγηματικές τους τεχνικές και τα υφολογικά μέσα που χρησιμοποιούν. Σ’ αυτά σήμερα η θεωρία αναφέρεται πολύ λίγο. Η ανακάλυψη των «σημασιολογικών ισοτοπιών» στην οποία αναφέρεται ο Έκο δεν αποκαλύπτει τη σημασία, αλλά το υφολογικό παιχνίδι που υπογραμμίζει περισσότερο τη σημασία.
Ποια είναι η σημασία (καλύτερα το νόημα, το θέμα) του βιβλίου «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» της Μάιρας Παπαθανασοπούλου; Εντελώς διάφανη, η καταγγελία του μοιχού. Και η αρετή του, που εκτίναξε τις πωλήσεις του στα ύψη; Στα υφολογικά του στοιχεία (να μην το επαναλαμβάνουμε κάθε φορά, κατά τη γνώμη μας). Όμως ας παραπέμψουμε καλύτερα στη βιβλιοκριτική που κάναμε για το βιβλίο (είναι στην ιστοσελίδα μας, στην κατηγορία «βιβλιοκριτικά σημειώματα», αριθμός 117).
Αυτά. Και πάλι ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ.
Καλησπέρα Μπάμπη. Πολύ ενδιαφέρον το κείμενό σου, θίγει τόσα σημαντικά ζητήματα για την ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αφορμή για μία ολόκληρη σειρά αναρτήσεων. Πολύ πετυχημένα τα παραδείγματα που δίνεις από συγκεκριμένα πεζογραφικά έργα, καθώς και το παράδειγμα του Καβάφη.
ReplyDeleteΠολλά φιλιά.
Γεια σου Εύα, δεν θίγω εγώ τα προβλήματα, ο Έκο τα θίγει, εγώ απλώς εκφράζω τη συμφωνία ή τις αντιρρήσεις μου. Σίγουρα είχα πολύ περισσότερα πράγματα να πω, αλλά σε μια ανάρτηση δεν μπορείς να γράψεις και πολλά πράγματα. Πάντως ίσως όταν πάρω σύνταξη και έχω χρόνο, να γράψω περισσότερα για τη θεωρία της λογοτεχνίας. Ελπίζω θα τα πούμε κανένα σάββατο στην Άγκυρα. Πολλά φιλιά.
ReplyDeleteΝα συμπληρώσω ότι δεν θεώρησα λαθεμένες τις απαντήσεις, να μην κάψω τα παιδιά.
ReplyDeleteΞαναδιαβάζοντας το κείμενο για να το αναρτήσω στην "Υψηλή λογοτεχνία" του φίλου μου του Γιώργου, έχω να συμπληρώσω και για την "κομψότητα" της ερμηνείας. Θα παραπέμψω σε ένα άρθρο μου όπου μιλάω σχετικά.
http://hdermi.blogspot.gr/2011/07/blog-post.html