Μαρία Φιλουμένη-Δέλλιου, «Το στέκι της εθνικής αντίστασης», Αθήνα 2003.
Δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το «Στέκι στην πλατεία της εθνικής αντίστασης» είναι το τίτλος της δεύτερης ποιητικής συλλογής της Μαρίας Φιλουμένης Δέλλιου (Αθήνα 2003). Προηγήθηκε η συλλογή «Φωνές Ελλήνων» (Παρουσία 2001).
Η Μαρία Δέλλιου είναι μια από τους ελάχιστους επιγόνους του Καβάφη. Ο Καβάφης δεν άφησε σχολή. Η μοναχική φωνή του άργησε να βρει την αναγνώριση, σε αντίθεση με τους δυο νομπελίστες ποιητές μας, από τους οποίους ο πρώτος μάλιστα ευτύχησε να δει την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή σχολιασμένη σε εκτενές δοκίμιο που κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τόμο. Ο Καβάφης πήρε βέβαια τη ρεβάνς του με το να είναι σήμερα ο πιο καταξιωμένος και πολυδιαβασμένος Έλληνας ποιητής στο εξωτερικό, όπως αναγνωρίζει και ο βιογράφος του Σεφέρη Ρόντερικ Μπήτον σ’ αυτή την ίδια τη βιογραφία του.
Στην ποίηση της Δέλιου αναγνωρίζουμε τα περισσότερα χαρακτηριστικά της ποίησης του Καβάφη, ήδη από την πρώτη της συλλογή.
Και πρώτα πρώτα η διαύγεια ύφους, που δίνει στην ποίησή της ένα χαρακτήρα πεζολογικό. Ούτε στιγμή δεν αμφιταλαντεύεσαι για το νόημα στο επίπεδο του σημαίνοντος, αντίθετα από ότι συμβαίνει συνήθως με τη σύγχρονη ποίηση, που λειτουργεί αφαιρετικά και συνειρμικά. Δυο εξαιρέσεις υπάρχουν στην πρώτη συλλογή της. Η μια είναι το πολύστιχο «Ο γιος του Ερωτόκριτου»: «Κανείς δεν φοβάται μην τον κατακτήσεις/ όλοι θα ονειρεύονται/ να σε παντρευτούν».
Εδώ, επειδή ξεφεύγει από το στυλ της, δεν διστάζει να αναγνωρίσει πιο άμεσα τις καβαφικές οφειλές της με τη διακειμενική παράθεση των καβαφικών στίχων «σαν έτοιμος από καιρό/ σα θαρραλέος», όχι για να αποχαιρετήσει ο γιος του Ερωτόκριτου μιαν Αλεξάνδρεια που έτσι κι αλλιώς θα τη χάσει, αλλά για να αντιμετωπίσει ένα Σπιθόλιοντα που πρέπει να τον νικήσει, για να κερδίσει το στεφάνι της αγαπημένης. Αυτό το καινούριο context δίνει μια καινούρια διάσταση σ’ αυτούς τους καβαφικούς στίχους, όχι της απαισιοδοξίας μπροστά στο επερχόμενο τέλος αλλά της αισιοδοξίας μπροστά στη ζωή. Όμως η καβαφική οφειλή αναγνωρίζεται πιο ξεκάθαρα στο ποίημα «Σαν Καβάφης».
Η δεύτερη εξαίρεση είναι «Ο γιος της χήρας», μια ειρωνική αντιστροφή του ήρωα στο ομώνυμο δημοτικό τραγούδι. Δεν είναι πια ο ακρίτης ήρωας, αντίθετα μάλιστα: «Στη μικρασιατική καταστροφή κατάλαβε/ ότι κι αυτόν οι Άγγλοι τον είχανε πουλήσει/ στην Κατοχή τον ξαναγόρασαν/ και τον ξαναπουλήσαν/ σε πολύ καλή τιμή». Στο ποίημα «Το φρουραρχείο» όπου επανεμφανίζεται, είναι «γόνος παλαιάς οικογενείας»: «Μα κι αυτός έχει μια πάθηση/ στη σπονδυλική στήλη,/ κάθε φορά που βλέπει ευρωπαίο/ ή αμερικάνο αστό/ του έρχεται να σκύβει».
Η Μαρία Δέλλιου, φιλόλογος με κλασική παιδεία, αντλεί όπως και ο Καβάφης από την κλασική γραμματεία και την αρχαία ιστορία. Οι Ατρείδες και ο Όμηρος βρίσκονται στην πηγή της έμπνευσής της. «Το όνειρο της Ιφιγένειας», «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», «Σικελική εκστρατεία», είναι ενδεικτικοί τίτλοι.
Η Δέλλιου στα ποιήματά της αυτά σχολιάζει τα πρόσωπα, αιτιολογεί τα γεγονότα, εκσυγχρονίζει τους μύθους. Σε ένα από τα ποιήματα της πρώτης συλλογής δίνει ένα εκπληκτικό πορτραίτο του «Αρχίλοχου του Πάριου». Ο Ορέστης εξομολογείται στους πρώτους στίχους του ομώνυμου ποιήματος: «Κάθομαι με τις ώρες/ και βλέπω τηλεόραση»… για να καταλήξει «και το μέλλον της ανθρωπότητας/ τώρα αυτό θα είναι/ το χαμόγελο ενός ηλίθιου/ μπροστά σε κάθε τι σοβαρό». Στο «Όνειρο της Ιφιγένειας» η Ιφιγένεια βλέπει «φωτογραφίες του πατέρα απ’ την Τροία/ αποκόμματα απ’ τις εφημερίδες/ ο πορθητής, ο νικητής πρωτοσέλιδα/ αφιερώματα στον Αγαμέμνονα… η δόξα/ κι από πίσω οι θρήνοι/ το πλιάτσικο/ κι από πίσω η ύβρη…».
Γιατί καταδικάστηκε ο Σωκράτης; «Ο σοφός δικαστής» μας λέει τους λόγους που τον καταδίκασε στο τέλος του ομώνυμου ποιήματος: «Γιατί ήθελε να εξισωθεί με μας/ και να μας προσπεράσει,/ αφού αυτός θα σιτιζόταν δια βίου,/ για να μπορεί τις συζητήσεις του να κάνει./ Μα ποιος νόμιζε πώς ήταν;». Στο ποίημα αυτό βλέπουμε μια αντιστροφή με το καβαφικό «Πλην Λακαιδεμονίων». Κι εδώ το ποίημα τελειώνει με ένα ερωτηματικό: «για Λακαιδεμονίους θα μιλάμε τώρα;». Στο καβαφικό ποίημα ο αφηγητής ειρωνεύεται τους Λακαιδεμονίους. Στο ποίημα της Δέλλιου αντικείμενο της ειρωνείας είναι ο ίδιος ο αφηγητής.
Στους «Μνηστήρες της Πηνελόπης» Η Δέλλιου χρησιμοποιεί τον μύθο για να κάνει το σχόλιό της πάνω στην Ιστορία: «(Ο Οδυσσέας) ξέροντας πια πώς η αδικία/ δημιουργεί τη συγκυρία-/ ενωμένος με την Τηλέμαχο/ σχεδίαζαν την μνηστηροφονία».
Το καβαφικό ύφος είναι πιο έντονο και αποκρυσταλλωμένο στη δεύτερη συλλογή. Η διαύγεια ύφους είναι μεγαλύτερη, οι παρατηρήσεις πιο διεισδυτικές, η ειρωνεία και η σάτιρα πιο κοφτερές. Εδώ αντί να διευρύνει τη σημασία του μύθου, συχνά την αντιστρέφει. Στις «Ελπίδες των λαών» βλέπουμε τους Έλληνες όχι να περιμένουν με ανυπομονησία τον ούριο άνεμο για να πλεύσουν στην Τροία, αλλά να ελπίζουν ότι τώρα πια που προϋπόθεση για να πνεύσει ούριος άνεμος είναι να θυσιάσει ο Αγαμέμνων την κόρη του, μπορεί και να πάνε στα σπίτια τους. Ποιος θυσιάζει έτσι εύκολα την κόρη του;
Στο «Τραγικό όνειρο του Ορέστη» η Δέλλιου εκσυγχρονίζει το μύθο, προεκτείνοντάς τον μετά το τέλος των τραγικών γεγονότων: «Ήταν πάντα ο ίδιος/ -τι κι αν γέρασε κι αν πέρασαν τα χρόνια-/ όταν φορούσε το μπλου τζην/ και την κάσκα της μοτοσικλέτας/ κι έπιανε το σαρανταπεντάρι του,/ ένιωθε πάντα όπως τότε,/ την πρώτη φορά/ που σημάδεψε ψυχρά/ τον κρόταφο της Κλυταιμνήστρας,/ που είχε μουγκαθεί από την έκπληξη/ και τον τρόμο…» για να τολμήσει μια ψυχογραφία του ήρωα: «αγιάτρευτα πληγωμένος μελαγχολικός/ γόνος ιστορικής οικογένειας…» Εδώ θα διαφωνήσουμε με την ποιήτρια. Μελαγχολικός ήταν ο Άμλετ. Μια ζωή αναβλητικός, δίσταζε να εκδικηθεί τη δολοφονία του πατέρα του, αντίθετα με τον Ορέστη, που μόλις ενηλικιώνεται πηγαίνει στο Άργος και την ίδια μέρα σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της.
Στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» επίσης εκσυγχρονίζει τον μύθο: «Μένω εδώ πιο κάτω/ από το σταθμό Λαρίσης,/… Η Ισμήνη κάποτε/ έρχεται και με βλέπει:/ έχει παντρευτεί/ και μένει σ’ άλλη συνοικία».
«Ο ιδανικός πολίτης» είναι ένα εξαιρετικά πρωτότυπο ποίημα. Χρησιμοποιώντας τη μεταφορά δίνει την «ιδανική εικόνα» του πολίτη ενός ουργουελικού κόσμου: «Την βρήκανε παγωμένη/ μέσα σ’ ένα ντουλάπι/ εντελώς τυχαία…. Ούτε μιλούσε, ούτε κοιτούσε/ ούτε έτρωγε, /ένα θαύμα της φύσης./ Είχε καταφέρει να γίνει/ μέσα στο ντουλάπι/ ο ιδανικός πολίτης».
Η επικαιρότητα δεν κατονομάζεται, αλλά θίγεται: «Ήρθαν τα φορτηγά/ -made in USA-/ και ξεφόρτωσαν τόνους ολόκληρους το φόβο/ έξω απ’ το σπίτι τους». Πού αλλού, στο Ιράκ.
Τα αγωνιστικά πρότυπα στην εποχή της ιδιώτευσης άλλαξαν. Το «Ένας παλαιός αγωνιστής» είναι μια updated εικόνα του αγωνιστή. «Τώρα η αντίσταση, είπε,/ δεν γίνεται παράνομα στο βουνό,/… Τώρα η αντίσταση/ είναι να πατάς/ το κουμπί με πείσμα,/ όταν έστω και λίγο/ κάτι σε προσβάλλει/ ή σε διαστρέφει».
Το να πηγαίνεις ενάντια στο ρέμα, αδιαφορώντας για τις μόδες της εποχής, είναι κάτι που μου αρέσει στους ποιητές. Ο Καζαντζάκης είναι ο μεγάλος που την εποχή του σουρεαλισμού γράφει σε παραδοσιακό στυλ. Η Μαρία Δέλλιου δεν ακολουθεί τη λεωφόρο, αλλά ένα απάτητο μονοπάτι. Μπορεί να μην την οδηγήσει μακριά, αλλά αφού το ευχαριστιέται υποκλινόμαστε στην επιλογή της.
No comments:
Post a Comment