Tuesday, June 30, 2009

Ηλίας Κεφάλας, Tα «Μνήστρα της αβύσσου»

Ηλίας Κεφάλας, Tα «Μνήστρα της αβύσσου»

Η βιβλιοπαρουσίαση αυτή δημοσιεύτηκε στο Λέξημα


Tα «Μνήστρα της αβύσσου», η τελευταία ποιητική συλλογή του Ηλία Κεφάλα, (Γαβριηλίδης 2002), ως τίτλος τουλάχιστον, βρίσκεται στον ίδιο «σκοτεινό» παραδειγματικό άξονα που βρίσκονται και οι τρεις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές: «Σκοτεινός μαγνήτης» (1989), «Το έρημο λυκόφως» (1992) και «Λόγος για την αβεβαιότητα» (1997 και 1999). Πρόκειται για μια ποίηση της οποίας ο κύριος άξονας είναι η αγωνία για την ύπαρξη, με παραμέτρους την αβεβαιότητα, την ερημιά, τη σκοτεινιά. Μια λέξη λάιτ μοτίφ σ’ αυτή τη συλλογή είναι η «μοναξιά», που ξεπερνάει την υπαρξιακή γενικά κατάσταση του καλλιτέχνη και παραπέμπει στις συνθήκες ζωής της σύγχρονης εποχής. Υπάρχει άλλωστε και ομότιτλο ποίημα στη συλλογή: Η ματαίωση είναι βάση της, όπως δείχνεται στα ποιήματα «Δεν θα μ’ ανοίξεις» και «Βογκάνε στη νύχτα τα μοτοσακό». «Η μορφή σου στη μνήμη πονάει και καίγεται», είναι οι καταληκτικοί στίχοι αυτού του ποιήματος. Είναι η μορφή της «Ευαγγελίας», (άλλος τίτλος ποιήματος) της κόρης του βάλτου, όπως την προσφωνεί στον πρώτο στίχο, ή της «συννεφοπαρμένης»; (άλλος τίτλος). Να είναι αυτή για την οποία λέει ο ποιητής «Δισταχτικός έρχομαι» (κι αυτός τίτλος) κι εσύ φεύγεις (επαναλαμβάνει και συνεχίζει τον τίτλο ο πρώτος στίχος), ή εκείνη στην οποία απευθύνει την απελπισμένη αποστροφή «Δεν θα μ’ ανοίξεις» (κι άλλος τίτλος), που η απλή έλλειψη ερωτηματικού, το οποίο συνοδεύει τη φράση στην καθημερινή της χρήση, είναι που δημιουργεί τη «λογοτεχνικότητα» εδώ, όπως θα έλεγαν οι φορμαλιστές.
Το φευγαλέο και η ασημαντότητα της ύπαρξης («Αντώνης Φουκαλής»), τα «Κλάματα» με τα οποία δεχόμαστε τον αναπόφευκτο χαμό μας, όταν έλθει η ώρα μας, παγιδευμένοι στο αδυσώπητο «Παιχνίδι του χρόνου», το οποίο εκφράζεται ακόμη πιο παραστατικά στον «Ροδώνα της ματαιότητας» και στο Αισώπεια αφηγηματικό «Πρωινός διάλογος», αποτελούν επίσης στίγματα της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητή.
Οι καλύτερες στιγμές όμως αυτής της ποίησης δεν είναι ο ανεικονικός εξπρεσιονισμός της υπαρξιακής αγωνίας του ποιητή, όσο ο εικονιστικός ιμπρεσιονισμός ενός κομπολογιού από χάντρες-πετράδια, 12 χάντρες, 12 «Από τις άπειρες στιγμές του δέντρου» (σελ. 63-64) δίστιχα χάι-κου, το ένα καλύτερο από το άλλο. Σταχυολογούμε στην τύχη
Ώ δένδρο – ενέδρα του φωτός
Περιχυμένο επιφωνήματα της ερημιάς

Με φύλλα πάνω χαιρετά τους ζωντανούς
Με ρίζες κάτω χαιρετά τους πεθαμένους

Κανένας, πάνω, δεν ακούει τίποτα.
Κι όμως από τις ρίζες του φλυαρεί μ’ όλο τον κόσμο.

Δεν είναι δέντρο. Είναι μουράγιο
Που δένουν τα πτηνά και τα πικρά φεγγάρια.

Στο δέντρο αναφέρονται και οι δυο «σάρισες», επίσης υπέροχα μονόστιχα:

Το δέντρο άγκιστρο σκιάς. Τραβάει εύκολα τον οδοιπόρο
Και
Το δέντρο κερί της μοναξιά. Πού οδοιπόρος, πού ίσκιος του.

Απόηχους μια παιδικής ποίησης απηχεί το «βροχή-βροχούλα», ενώ ανάλογους στίχους συναντούμε διάσπαρτους μέσα στη συλλογή. Πιο έντονος είναι ο απόηχος της δημοτικής μας ποίησης, με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο να στοιχειώνει, ενώ προσπαθεί να καλυφθεί, σε ποιήματα μάλιστα που μορφολογικά εμφανίζονται σαν πεζό κείμενο, σε γραμμές που τελειώνουν από τον κειμενογράφο και όχι από το χέρι του ποιητή. Σε αυτά ανήκει το «Παιχνίδι του χρόνου» στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Χωρίζουμε με slashes τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους:
Κάποια στιγμή πικράθηκα και μίσησα το χρόνο. /Όποια στιγμή τον ένιωσα του γύρισα την πλάτη,/ όποια στιγμή τον συναντούσα /σαν κλέφτης πάντα έφευγα κι όλο τον προσπερνούσα…
Έχουμε την εντύπωση ότι δεν κρύβει ο ποιητής τον στίχο, αλλά ο στίχος κρύβεται από τον ποιητή.
Κύριο υφολογικό στοιχείο στη συλλογή αυτή είναι η επιδίωξη μιας αυστηρής αρχιτεκτονικής σε ορισμένα ποιήματα, που θυμίζει παραδοσιακή ποίηση, από την οποία ο ποιητής, λες ηθελημένα, προσπαθεί να της ξεφύγει την τελευταία στιγμή. Στο «Απ’ όπου κι αν περνάς» (τώρα σταμάτησε, να τον πάλι τον δεκαπεντασύλλαβο), έχουμε ένα ποίημα με τέσσερις τετράστιχες στροφές, που μας δίνει την εντύπωση ότι στις δυο τελευταίες στροφές σκόπιμα έβαλε ο ποιητής και τέταρτο στίχο, για να μην θυμίζει σονέτο.
Ο δομικός όμως σκελετός σε πολλά ποιήματα είναι ένα εφέ της επανάληψης, που λειτουργεί σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστικά για να αμβλύνει αν όχι αισθήματα ενοχής, σίγουρα όμως ένα υπαρξιακό αίσθημα αγωνίας για τη ρευστότητα και το φευγαλέο της ύπαρξης, τόσο της ανθρώπινης όσο και των πραγμάτων. Στο ποίημα που αναφέραμε πιο πριν έχουμε επανάληψη του τίτλου ως πρώτο ημιστίχιο του πρώτου στίχου κάθε στροφής. Το ίδιο παρατηρούμε και στο ποίημα «Δεν θα μ’ ανοίξεις», όπου η φράση «Με πρόφτασε» επαναλαμβάνεται στον πρώτο στίχο κάθε στροφής, εκτός από τον τελευταίο, που λειτουργεί ως εφέ απροσδόκητου. Στο «Ερημοπούλι» η φράση που επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε στίχο είναι το «Πού πας».
Το υφολογικό παλίμψηστο, η επανάληψη, η υπαρξιακή αγωνία, αποτελούν τα κύρια στοιχεία της ποιητικής αυτής συλλογής του Ηλία Κεφάλα, με την οποία αναδεικνύεται για άλλη μια φορά ως μια από τις πιο αξιόλογες ποιητικές φωνές της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.

No comments:

Post a Comment