Tuesday, July 28, 2009

Μάνος Ελευθερίου, Ο καιρός των χρυσανθέμων

Μάνος Ελευθερίου, Ο καιρός των χρυσανθέμων, Μεταίχμιο 2004.

Είχε κάνει αίσθηση όταν κυκλοφόρησε. Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος. Το αγόρασα, στην έκδοση τσέπης, με την απόφαση να το διαβάσω κάποια στιγμή. Το ξεκίνησα στο πλοίο πριν μια βδομάδα, την παραμονή του Προφήτη Ηλία, κατεβαίνοντας στην Κρήτη.
Το στόρι του βιβλίου χονδρικά είναι το εξής: Ο θίασος της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου κατεβαίνει να δώσει παραστάσεις στη Σύρο το χειμώνα του 1896. Δεξιώνεται από μια αρχοντική οικογένεια του νησιού, το τελευταίο βράδυ, μετά την τιμητική της πρωταγωνίστριας. Μια θεομηνία, κάτι σαν τσουνάμι, θα πλήξη το νησί. Παρασύρει το σπίτι στη θάλασσα, που θα σκαλώσει σε ένα βράχο. Τους έντρομους ηθοποιούς, οικοδεσπότες και υπηρετικό προσωπικό θα σώσει μια διερχόμενη θαλαμηγός. Μια πύρινη λάβα υψώνεται από το νησί, στο σημείο όπου βρισκόταν το σπίτι. Και το βιβλίο τελειώνει: «Βούλιαζε φλεγόμενο στη θάλασσα, καταπίνοντας και παίρνοντας μαζί του νεκρούς και ζωντανούς, και μαζί σχεδόν τη μισή χρυσοπλοκώτατη πόλη».
Το τέλος αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μια βιασμένη μίμηση του τέλους από τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες, αν οι ήρωες της ιστορίας δεν σώζονταν. Αποτελεί μάλλον μια αλληγορία για την παρακμή μιας άλλοτε ακμάζουσας πόλης, της Ερμούπολης της Σύρου, που είχε μια έντονη πνευματική, και ιδιαίτερα θεατρική, ζωή.
Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί σαν μια βιασμένη επανόρθωση. Σε μια σχεδόν προσχηματική ιστορία που έχει στόχο να δειχθεί το φόντο της, που είναι αφενός η Ερμούπολη και αφετέρου το θέατρο και κυρίως η ζωή των ηθοποιών, ο Ελευθερίου επιλέγει ένα τέτοιο εντυπωσιακό τέλος. Ήδη από τα μέσα του έργου αρχίζει να διαμορφώνεται κάτι σαν σασπένς με την εμφάνιση της Μοσχάνθης, της φτωχούλας που είχε ερωτευθεί ο Πινάς στα νιάτα του. Την αφήνει έγκυο, αλλά ο πατέρας του τη διώχνει από το νησί δίνοντάς της πολλά χρήματα με την εντολή να κάνει έκτρωση. Αυτή δεν ρίχνει το παιδί αλλά το δίνει για υιοθεσία σε μια αμερικανική οικογένεια. Παντρεύεται έναν πλούσιο του τόπου, ζουν στο εξωτερικό, και κάποια στιγμή η κόρη της από αυτόν τον γάμο τα φτιάχνει με το γιο του Πινά και ετοιμάζονται να παντρευτούν. Ο γάμος αυτός θα είναι σωτήριος για τον Πινά, που βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Με αυτή την quasi θεατρική παρωδία ο Ελευθερίου φαίνεται να απολογείται για το υποτυπώδες της πλοκής του έργου του.
Πολλά από τα επεισόδια μοιάζουν πραγματικά. Ο Ελευθερίου φαίνεται να άντλησε από άφθονο αρχειακό υλικό, που βρέθηκε στη διάθεσή του καθώς επιμελήθηκε τους τέσσερις τόμους του έργου «Το θέατρο στην Ερμούπολη τον 20ο αιώνα», όπως και τα «Νεοκλασική Ερμούπολη» και «Ερμούπολη: Μια πόλη στη λογοτεχνία».
Ο Ελευθερίου, προκειμένου να εξυπηρετήσει το στόχο του, γίνεται αφηγηματικά πολύ ευρηματικός. Ένα μεγάλο μέρος του έργου δίνεται σε δεύτερο επίπεδο αφήγησης. Ένας εγκιβωτισμένος αφηγητής αφηγείται, αλλά κυρίως σχολιάζει, στον ετοιμοθάνατο Πατρίδη, έναν ηλικιωμένο ηθοποιό που είχε πάθει εγκεφαλικό κατά τη διάρκεια μιας παράστασης και νοσηλεύεται τώρα στο νοσοκομείο της πόλης.
Ένας εγκιβωτισμένος αφηγητής διαθέτει την περιορισμένη οπτική κάθε πρωτοπρόσωπου αφηγητή, είτε είναι αυτοδιηγητικός είτε είναι ετεροδιηγητικός. Εδώ όμως ο Ελευθερίου υπερβαίνει τις κλασικές ταξινομήσεις της αφηγηματολογίας παρουσιάζοντας τον εγκιβωτισμένο αφηγητή του με τα χαρακτηριστικά του εξωδιηγητικού-ετεροδιηγητικού αφηγητή, δηλαδή του τριτοπρόσωπου αφηγητή του κλασικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος που έχει την οπτική ενός παντογνώστη θεού. Γιατί αυτό; Γιατί ο Ελευθερίου, αξιοποιώντας την παράδοση του μαγικού ρεαλισμού, παρουσιάζει τον ίδιο τον Σαίξπηρ αυτοπροσώπως στο κρεβάτι του πόνου του Πατρίδη, να του αφηγείται και να του σχολιάζει. Στο τέλος πάλι ο Ελευθερίου, σε μια αλληγορική σκηνή, παρουσιάζει τους ηθοποιούς να περπατάνε πάνω στο νερό της θάλασσας, κάτι που είναι αδύνατο για κάποια από τα άλλα πρόσωπα, που προσπαθούν να κάνουν το ίδιο. Ηθοποιός σημαίνει εξουδετέρωση του νόμου της βαρύτητας – για να μην πούμε το άλλο, που έχει γίνει πια μια θεόνεκρη μεταφορά από την πολυχρησία.
Σε ένα μεγάλο μέρος ο Σαίξπηρ μιλάει για τους «φρουρούς» στον Άμλετ, τη σημασία τους για το έργο, επίσης σε μια αλληγορία για τους ηθοποιούς που παίζουν δεύτερους ρόλους και δεν αξιώθηκαν ποτέ, οι περισσότεροι τουλάχιστον, να επιδείξουν το ταλέντο τους σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τα δοκιμιακά και πληροφοριακά μέρη του έργου νομίζω ότι κλέβουν τελικά την παράσταση (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς μια μεταφορά από το θέατρο) σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Εγώ έμαθα για παράδειγμα αρκετά πράγματα για τη δουλειά του υποβολέα.
Ο Ελευθερίου φαίνεται να λατρεύει την καθαρεύουσα. Τα άφθονα αποσπάσματα που παραθέτει από μεταφράσεις του Άμλετ της εποχής θα μπορούσαν να τοποθετηθούν απλά μέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής ανασύστασης της εποχής, αν δεν υπήρχαν και αρκετά άλλα αποσπάσματα καθαρεύουσας και αρχαΐζουσας. Ψάχνοντας για τη λέξη «χρυσόπλοκος» στο google («χρυσοπλοκώτατη» είναι η προτελευταία λέξη του έργου) βρήκαμε το «χρυσόπλοκος» στην ακολουθία «Πάντων των νεοφανών μαρτύρων». Επίσης στο Scriptorium βρήκαμε ότι συναντάται άπαξ στον Πίνδαρο και στον Ρωμανό τον Μελωδό, από όπου μάλλον πηγαίνει στην ακολουθία.
Μπα, απ’ αλλού την πήρε ο Ελευθερίου. Ψάχνοντας πάλι στο google με τις δυο τελευταίες λέξεις του μυθιστορήματος, πέφτω πάνω στον ίδιο τον Μάνο Ελευθερίου που μας λέει, σε έναν από τους 10 λόγους για τους οποίους κάνει διακοπές στη Σύρο, ότι πήρε τη λέξη από τον Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα. (Παρεμπιπτόντως, ο πρώτος λόγος που αναφέρει είναι ότι είναι η πατρίδα του. Και για μένα ο πρώτος λόγος που κάνω διακοπές στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας όπου γράφω τώρα αυτές τις γραμμές, είναι ότι είναι το χωριό μου).
Ένα από τα εφέ που χρησιμοποιούν συχνά οι συγγραφείς είναι το εφέ της μακροπεριόδου. Στις σελίδες 363-368 συναντάμε αλλεπάλληλες μακροπεριόδους. Η μεγαλύτερη ξεκινάει από τα μισά της σελίδας 366 και τελειώνει στα μισά της σελίδας 367. Η μακροπερίοδος δίνει μια αίσθηση ασθματικής εξομολόγησης. Δεν ξέρω αν γράφεται το ίδιο ασθματικά από τον συγγραφέα, πάντως «ασθματικά» διαβάζεται από τον αναγνώστη, δηλαδή λαχανιαστά, ψάχνοντας με αγωνία μια τελεία για να πάρει ανάσα. Αν θυμάμαι καλά, το «Φθινόπωρο ενός Πατριάρχη» του Μάρκες είναι ολόκληρο μια μακροπερίοδος (αν είχα γράψει και γι αυτό δυο λογάκια, θα το έβρισκα τώρα και δεν θα έγραφα ‘αν θυμάμαι καλά’. Αλλά όταν το διάβασα δεν υπήρχαν τα blogs). Εκεί δικαιολογείται από το θέμα: ο γηραιός δικτάτορας κάνει έναν απολογισμό ζωής. Πάντως όχι μέσα από κελί φυλακής, στη Λατινική Αμερική οι δικτάτορες τη βγάζουν καθαρή, μόνο ο Πινοτσέτ βρέθηκε για λίγο σε κατ’ οίκον περιορισμό. Εμείς εδώ δεν πιστεύαμε το Καραμανλικό «Όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια», αλλά κάναμε λάθος.
Το μυθιστόρημα αυτό του Μάνου Ελευθερίου είναι από τα καλύτερα της νεοελληνικής μας πεζογραφίας. Τόσο το βραβείο όσο και το μεγάλο τιράζ αυτό δείχνουν. Αν αμφιβάλλετε, δεν έχετε παρά να το διαβάσετε για να το διαπιστώσετε.

2 comments:

  1. Μία ένσταση μονάχα. Του Ελευθερίου δεν του αρέσει η καθαρεύουσα. Αυτό φροντίζει συχνά να το κάνει γνωστό μέσα από το έργο του. Προσωπικά, τον έχω δει να την καταγγέλλει σε κάποια του ποιήματα. Αλλά και στον "Καιρό των Χρυσανθέμων" φροντίζει να το ξεκαθαρίσει κατά κάποιο τρόπο βάζοντας την Πιπίνα Βονασέρα, μια άλλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου να λέει στην Παρασκευοπούλου:

    "Αυτά που σου λέω είναι λόγια φρονιμάδας κι εκτίμησης από μια παλαιότερη συνάδελφο που σ' αγαπά και σε θαυμάζει και κυρίως σε ζηλεύει που μιλάς τόσο ωραία την καθαρεύουσα. Εγώ αδύνατον να τη μάθω. Τους ρόλους μου τους μαθαίνω παπαγαλία. Δεν ξέρω τι λέω, και γι' αυτό νομίζω ότι είναι χαμένη υπόθεση αυτή η γλώσσα. [...] Μα δεν το καταλαβαίνεις ότι μιλάς τη γλώσσα των νεκρών;"

    Τα υπόλοιπα σχόλιά σας με καλύπτουν απόλυτα σαν αναγνώστη.

    Φιλικά

    ReplyDelete
  2. Σε ευχαριστώ για την επισήμανση, εγώ δεν εκφράστηκα καλά, το να χρησιμοποιείς λέξεις από όλες της περιόδους της γραμματείας μας δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι λατρεύεις την καθαρεύουσα.

    ReplyDelete