Gaspar Noe, Σάρκα,1991
Μια και αναφέραμε τον Gaspar Noe, είπαμε να δούμε μια ταινία του.
Είδαμε το Carne, Σάρκα.
Δεν ήταν δυνατόν, θα υπήρχε κι εδώ μια σκηνή που δεν θα μπορούσα να αντέξω. Ήταν η σκηνή που ο πατέρας μπήγει το χασαπομάχαιρό του στο στόμα του νεαρού που νόμιζε ότι είχε αποπλανήσει την κόρη του. Κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά για μένα ήταν αφόρητη, απόστρεψα το βλέμμα μου αμέσως. Καμιά σύγκριση βέβαια με τα 10 λεπτά βιασμού της Μόνικα Μπελούτσι στο «Μη αναστρέψιμος».
Τον έχω πάρει από κακό μάτι τον Gaspar Noe, και ξεκίνησα την παρουσίαση με αυτά που δεν μου άρεσαν. Η ταινία πήρε κάποια βραβεία, και ως αφηγηματολόγος, έστω και στην λογοτεχνία, τη βρήκα αφηγηματολογικά πολύ αξιόλογη, και θεματολογικά αρκετά πρωτότυπη στην πραγμάτευση του θέματος.
Είδαμε τις λυρικές ταινίες του Σοκούρωφ, «Μητέρας και γιος» και «Πατέρας και γιος». Μέσα από καθημερινές σκηνές δείχνουν την σχέση αγάπης ανάμεσα στα δυο πρόσωπα. Το έργο του Noe θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «Πατέρας και κόρη».
Εδώ όμως ξεκινάνε τα δύσκολα. Δεν υπάρχει κανένας λυρισμός, παρά ένας σκληρός νατουραλισμός.
Η μητέρα εγκαταλείπει τον πατέρα όταν η κόρη είναι μωρό. Ο πατέρας τη μεγαλώνει με μεγάλη στοργή. Τόση στοργή, που της κάνει ο ίδιος μπάνιο ενώ έχει πια τη διάπλαση κανονικής Λολίτας. Βλέπουμε τα στήθη της, καθώς ο πατέρας τής σκουπίζει με την πετσέτα του μπάνιου το βρεγμένο σώμα. Και ο ίδιος τα βλέπει.
Και δημιουργούνται λαθεμένες αφηγηματικές αναμονές. Αναμένουμε την αιμομιξία, πράγμα που στην πραγματική ζωή, σε τέτοιες συνθήκες, δεν είναι καθόλου απίθανη.
Τίποτα τέτοιο. Ο πατέρας τρέφει μια παθολογική αγάπη για την κόρη του, που είναι «σάρκα και αίμα» του. Η αιμομικτική διάθεση μένει απωθημένη.
Η κόρη είναι ελαφρά καθυστερημένη. Σαν το «Σοφάκι» του Μανώλη Πρατικάκη, αρνείται να μεγαλώσει. Παρακολουθεί ένα σατανιστικό σήριαλ για μικρά παιδιά. Χαζεύει το ξύλινο αλογάκι που την ανέβαζε ο πατέρας της όταν ήταν παιδί, με εμφανή την επιθυμία της να το καβαλήσει. Ο νεαρός που είναι δίπλα του τη βρίσκει εύκολο θύμα. Την ξεμοναχιάζει κάπου, όμως κάποιος τρέχει και το μαρτυράει στον πατέρα της. Αυτός, βλέποντας το αίμα πάνω της, που εμείς ξέρουμε ότι ήταν από τα πρώτα της έμμηνα, γίνεται τούρκος. Αρπάζει το μαχαίρι, και τρέχει να βρει το βιαστή. Του το μπήγει στο στόμα.
Καταλήγει στη φυλακή. Η κόρη του πηγαίνει σε ένα ίδρυμα. Αποφυλακίζεται, αλλά δεν έχει δικαίωμα να τη βλέπει. Προφασιζόμενος ότι θα φύγει για το εξωτερικό, ζητάει να τη συναντήσει. Την αγκαλιάζει, και ο απωθημένος του ερωτισμός εκδηλώνεται: τη φιλάει στο στόμα.
Τα φτιάχνει με την ματρόνα του μπαρ που συχνάζει, μια θεόχοντρη γυναίκα. Την αφήνει έγκυο. Όταν το μαθαίνει, κάνει τις ίδιες σκέψεις που κάνει και η Φραγκογιαννού: Αν γεννηθεί κορίτσι, θα γίνει μια δυστυχισμένη. Προσπαθεί να την πείσει να κάνει έκτρωση. Ονειρεύεται να φτιαχτεί, και να ζήσει μια μέρα μαζί με την κόρη του.
Σκληρό έργο, όπως ήταν και το «Μη αναστρέψιμος», και υποπτεύομαι και τα άλλα δύο που μένει ακόμη να δω. Όμως αφηγηματικά είναι πρωτότυπα λιτός. Δίνει σκόρπιες σκηνές, που μάλιστα στην αρχή του έργου απέχουν και χρόνια μεταξύ τους. Είναι σαν ένα κόμικς που του έχουν αφαιρέσει εικονίδια, αλλά αυτά που μένουν είναι αρκετά για να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία. Πολύ έξυπνα κράτησε την ταινία στα 37 λεπτά. Με τέτοια αφηγηματική αφαίρεση μια μεγαλύτερη διάρκεια μάλλον θα κούραζε τον θεατή.
Η σκληρότητα, η διαστροφή, το μη συνηθισμένο, φαίνεται να μαγεύουν τον Noe. Αλλιώς δεν εξηγείται η ομοφυλόφιλη σχέση του πατέρα με τον συγκρατούμενό του στη φυλακή, χωρίς να είναι ο ίδιος ομοφυλόφιλος. Δεν φαίνεται να δένει καθόλου με την οικονομία του έργου, παρά μόνο με την ατμόσφαιρα που θέλει να δημιουργήσει ο Noe σ’ αυτό.
O Noe είναι επινοητικός και στον τίτλο. Ο τίτλος είναι δίσημος, με τη «σάρκα» στην κυριολεκτική και τη μεταφορική της σημασία. Ο πατέρας είναι χασάπης, και μάλιστα πουλάει αλογίσιο κρέας. Το έργο ξεκινάει με τη σκληρή σκηνή ενός αλόγου που σφάζεται. Ουδεμία σχέση με την «Αρκούδα» του Ζαν Ζακ Ανό, όπου βεβαιώνεται ότι τα ζώα δεν υπέστησαν καμιά κακομεταχείριση στην ταινία. Τον βλέπουμε σε πάρα πολλές σκηνές να κόβει κρέας με το μαχαίρι του πάνω στον πάγκο. Το αλογίσιο κρέας είναι η κυριολεκτική σημασία. Και η μεταφορική, η κόρη ως «σάρκα» του πατέρα, στη γνωστή φράση που αναφέραμε.
Δυο έργα μας μείνανε, κάπου μιάμιση ώρα το καθένα, τι να γίνει, θα τα δούμε κι αυτά.
Μια και αναφέραμε τον Gaspar Noe, είπαμε να δούμε μια ταινία του.
Είδαμε το Carne, Σάρκα.
Δεν ήταν δυνατόν, θα υπήρχε κι εδώ μια σκηνή που δεν θα μπορούσα να αντέξω. Ήταν η σκηνή που ο πατέρας μπήγει το χασαπομάχαιρό του στο στόμα του νεαρού που νόμιζε ότι είχε αποπλανήσει την κόρη του. Κράτησε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά για μένα ήταν αφόρητη, απόστρεψα το βλέμμα μου αμέσως. Καμιά σύγκριση βέβαια με τα 10 λεπτά βιασμού της Μόνικα Μπελούτσι στο «Μη αναστρέψιμος».
Τον έχω πάρει από κακό μάτι τον Gaspar Noe, και ξεκίνησα την παρουσίαση με αυτά που δεν μου άρεσαν. Η ταινία πήρε κάποια βραβεία, και ως αφηγηματολόγος, έστω και στην λογοτεχνία, τη βρήκα αφηγηματολογικά πολύ αξιόλογη, και θεματολογικά αρκετά πρωτότυπη στην πραγμάτευση του θέματος.
Είδαμε τις λυρικές ταινίες του Σοκούρωφ, «Μητέρας και γιος» και «Πατέρας και γιος». Μέσα από καθημερινές σκηνές δείχνουν την σχέση αγάπης ανάμεσα στα δυο πρόσωπα. Το έργο του Noe θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «Πατέρας και κόρη».
Εδώ όμως ξεκινάνε τα δύσκολα. Δεν υπάρχει κανένας λυρισμός, παρά ένας σκληρός νατουραλισμός.
Η μητέρα εγκαταλείπει τον πατέρα όταν η κόρη είναι μωρό. Ο πατέρας τη μεγαλώνει με μεγάλη στοργή. Τόση στοργή, που της κάνει ο ίδιος μπάνιο ενώ έχει πια τη διάπλαση κανονικής Λολίτας. Βλέπουμε τα στήθη της, καθώς ο πατέρας τής σκουπίζει με την πετσέτα του μπάνιου το βρεγμένο σώμα. Και ο ίδιος τα βλέπει.
Και δημιουργούνται λαθεμένες αφηγηματικές αναμονές. Αναμένουμε την αιμομιξία, πράγμα που στην πραγματική ζωή, σε τέτοιες συνθήκες, δεν είναι καθόλου απίθανη.
Τίποτα τέτοιο. Ο πατέρας τρέφει μια παθολογική αγάπη για την κόρη του, που είναι «σάρκα και αίμα» του. Η αιμομικτική διάθεση μένει απωθημένη.
Η κόρη είναι ελαφρά καθυστερημένη. Σαν το «Σοφάκι» του Μανώλη Πρατικάκη, αρνείται να μεγαλώσει. Παρακολουθεί ένα σατανιστικό σήριαλ για μικρά παιδιά. Χαζεύει το ξύλινο αλογάκι που την ανέβαζε ο πατέρας της όταν ήταν παιδί, με εμφανή την επιθυμία της να το καβαλήσει. Ο νεαρός που είναι δίπλα του τη βρίσκει εύκολο θύμα. Την ξεμοναχιάζει κάπου, όμως κάποιος τρέχει και το μαρτυράει στον πατέρα της. Αυτός, βλέποντας το αίμα πάνω της, που εμείς ξέρουμε ότι ήταν από τα πρώτα της έμμηνα, γίνεται τούρκος. Αρπάζει το μαχαίρι, και τρέχει να βρει το βιαστή. Του το μπήγει στο στόμα.
Καταλήγει στη φυλακή. Η κόρη του πηγαίνει σε ένα ίδρυμα. Αποφυλακίζεται, αλλά δεν έχει δικαίωμα να τη βλέπει. Προφασιζόμενος ότι θα φύγει για το εξωτερικό, ζητάει να τη συναντήσει. Την αγκαλιάζει, και ο απωθημένος του ερωτισμός εκδηλώνεται: τη φιλάει στο στόμα.
Τα φτιάχνει με την ματρόνα του μπαρ που συχνάζει, μια θεόχοντρη γυναίκα. Την αφήνει έγκυο. Όταν το μαθαίνει, κάνει τις ίδιες σκέψεις που κάνει και η Φραγκογιαννού: Αν γεννηθεί κορίτσι, θα γίνει μια δυστυχισμένη. Προσπαθεί να την πείσει να κάνει έκτρωση. Ονειρεύεται να φτιαχτεί, και να ζήσει μια μέρα μαζί με την κόρη του.
Σκληρό έργο, όπως ήταν και το «Μη αναστρέψιμος», και υποπτεύομαι και τα άλλα δύο που μένει ακόμη να δω. Όμως αφηγηματικά είναι πρωτότυπα λιτός. Δίνει σκόρπιες σκηνές, που μάλιστα στην αρχή του έργου απέχουν και χρόνια μεταξύ τους. Είναι σαν ένα κόμικς που του έχουν αφαιρέσει εικονίδια, αλλά αυτά που μένουν είναι αρκετά για να παρακολουθήσει κανείς την ιστορία. Πολύ έξυπνα κράτησε την ταινία στα 37 λεπτά. Με τέτοια αφηγηματική αφαίρεση μια μεγαλύτερη διάρκεια μάλλον θα κούραζε τον θεατή.
Η σκληρότητα, η διαστροφή, το μη συνηθισμένο, φαίνεται να μαγεύουν τον Noe. Αλλιώς δεν εξηγείται η ομοφυλόφιλη σχέση του πατέρα με τον συγκρατούμενό του στη φυλακή, χωρίς να είναι ο ίδιος ομοφυλόφιλος. Δεν φαίνεται να δένει καθόλου με την οικονομία του έργου, παρά μόνο με την ατμόσφαιρα που θέλει να δημιουργήσει ο Noe σ’ αυτό.
O Noe είναι επινοητικός και στον τίτλο. Ο τίτλος είναι δίσημος, με τη «σάρκα» στην κυριολεκτική και τη μεταφορική της σημασία. Ο πατέρας είναι χασάπης, και μάλιστα πουλάει αλογίσιο κρέας. Το έργο ξεκινάει με τη σκληρή σκηνή ενός αλόγου που σφάζεται. Ουδεμία σχέση με την «Αρκούδα» του Ζαν Ζακ Ανό, όπου βεβαιώνεται ότι τα ζώα δεν υπέστησαν καμιά κακομεταχείριση στην ταινία. Τον βλέπουμε σε πάρα πολλές σκηνές να κόβει κρέας με το μαχαίρι του πάνω στον πάγκο. Το αλογίσιο κρέας είναι η κυριολεκτική σημασία. Και η μεταφορική, η κόρη ως «σάρκα» του πατέρα, στη γνωστή φράση που αναφέραμε.
Δυο έργα μας μείνανε, κάπου μιάμιση ώρα το καθένα, τι να γίνει, θα τα δούμε κι αυτά.
No comments:
Post a Comment