Sunday, August 9, 2009

Florian Henckel von Donnersmarck, Οι ζωές των άλλων, (2006).

Κάποιοι φίλοι μου μίλησαν με ενθουσιασμό για την ταινία. Την βρήκα, είπα πως κάποια στιγμή θα τη δω. Στην Αθήνα όμως προτεραιότητα έχει πάντα ο τριτοκοσμικός κινηματογράφος. Είναι και η δουλειά που δεν αφήνει πολύ χρόνο για ταινίες. Όμως τώρα βρίσκομαι στην Κρήτη, σε διακοπές, και όταν μου μίλησε ένας ξάδελφός μου με ενθουσιασμό για την ταινία, είπα θα τη δω.
Η υπόθεση της ταινίας σε γενικές γραμμές είναι η εξής: Ένας πράκτορας της Stasi, της μυστικής αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας, παρακολουθεί έναν θεατρικό συγγραφέα. Παρακολουθώντας τη ζωή του συγκινείται, και τον καλύπτει. Μη καταφέρνοντας να φέρει σε πέρας την επιχείρηση παρακολούθησης, και επειδή οι προϊστάμενοί του είχαν υποψιαστεί ότι κάτι συμβαίνει, τον διώχνουν από την υπηρεσία και τον ξαποστέλλουν σε ένα ταχυδρομείο, όπου μοιράζει γράμματα. Μετά την πτώση ο θεατρικός συγγραφέας μαθαίνει ότι τον παρακολουθούσαν, και απορεί πως δεν εντόπισαν ότι είχε γράψει ένα άρθρο που αναφερόταν στον υψηλό αριθμό αυτοκτονιών που συνέβαιναν στη χώρα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Spiegel. Κατάλαβε ότι αυτός που τον παρακολουθούσε τον κάλυψε, και έψαξε να τον βρει. Αφιερώνει το καινούριο του βιβλίο, τη «Σονάτα του καλού ανθρώπου», που από τον τίτλο φαίνεται αυτοβιογραφικό, στον πράκτορα. Αυτός βλέπει τη διαφημιστική αφίσα του βιβλίου σε ένα βιβλιοπωλείο, και μπαίνει μέσα να το αγοράσει. Το ανοίγει και βλέπει την αφιέρωση: Στον HGW XX/7. Αφιερωμένο με ευγνωμοσύνη.
Η σονάτα του καλού ανθρώπου είναι η απασιονάτα του Μπετόβεν. Κάπου μέσα στην ταινία αναρωτιέται κάποιος «Πώς μπορεί κανείς να ακούει την απασιονάτα του Μπετόβεν και να είναι κακός;».
Καλογυρισμένη η ταινία, αν και πιστεύω ότι αυτό που άρεσε στο κοινό ήταν περισσότερο το σενάριο.
Ο ξάδελφός μου μου είπε ότι η ιστορία της ταινίας ήταν πραγματική. Από πού πήρε αυτή την πληροφορία; Δεν ξέρω. Πρέπει να τον ρωτήσω. Ψάχνοντας στο ίντερνετ βρήκα ότι δεν ήταν αληθινή. Και έκανα κάποιες σκέψεις, και γι αυτές γράφω αυτό το post.
Το στόρι ενός μυθιστορήματος, μιας ταινίας, ενός θεατρικού έργου, πραγματεύεται γεγονότα που θα μπορούσαν να συμβούν στην πραγματικότητα, εκτός και αν πρόκειται για επιστημονική φαντασία. Και εγώ αναρωτήθηκα: συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα ένας πράκτορας να προστατεύσει το άτομο την παρακολούθηση του οποίου του έχουν αναθέσει, απλά και μόνο γιατί έγινε μέσα του μια συνειδησιακή μεταστροφή;
Πολύ αμφιβάλλω. Όμως ένα τέτοιο στόρι αρέσει φαίνεται πολύ στο κοινό, που κατά βάθος θέλει να πιστεύει ότι «ουδείς εκών κακός», και ότι για όλους τους κακούς υπάρχει η δυνατότητα να διορθωθούν. Δεν είναι τυχαίο που το «Λάθος» του Σαμαράκη έκανε φοβερές πωλήσεις, και μεταφράστηκε σε πάνω από τριάντα γλώσσες. Πραγματεύεται ανάλογο θέμα: Ο αστυνομικός συνοδεύει τον κρατούμενο που είναι ύποπτος για ανατρεπτική δραστηριότητα, για να τον μεταφέρει στην πρωτεύουσα όπου θα ανακριθεί. Αναπτύσσεται μια φιλική σχέση μαζί τους. Όταν ο κρατούμενος επιχειρεί να το σκάσει, δεν προσπαθεί να τον συλλάβει αλλά τον αφήνει να φύγει.
Πάει χρόνια που διάβασα το μυθιστόρημα, δεν καλοθυμόμουνα την υπόθεσή του, και ψάχνοντας στο ίντερνετ έπεσα πάνω στη βιβλιοκριτική του Αλέξανδρου Κοτζιά. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ανεπιφύλακτα, ο συγγραφέας του «Αρνούμαι» έγραψε ένα μυθιστόρημα, που συναρπάζει, που ρουφιέται από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα• όχι όμως και ένα σπουδαίο βιβλίο». Στη συνέχεια κάνει τις κριτικές παρατηρήσεις του, που τον οδήγησαν στην αντίληψη ότι το βιβλίο δεν είναι σπουδαίο. Διάβασα μια παρόμοια βιβλιοκριτική για το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή (δεν είμαι σίγουρος για το όνομα του βιβλιοκριτικού και γι αυτό δεν το γράφω) που το θάβει κανονικά. Μπορεί ο βιβλιοκριτικός να φαίνεται ως πιο επαρκής αναγνώστης, τελικά όμως τον τελευταίο λόγο φαίνεται να τον έχει ο απλός αναγνώστης. Αυτό σαν παρένθεση.
Ο ξάδελφός μου μού μίλησε με ενθουσιασμό για το τέλος του έργου. Έχει ένα ειδικό εφέ, το εφέ της δισημίας, που καθώς βρίσκεται στο τέλος διπλασιάζεται η δυναμική της επίδρασής του, και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εφέ τέλους. Ο ταμίας ρωτά τον πρώην πράκτορα: -Είναι για δώρο; Και αυτός απαντάει, -Όχι, είναι για μένα. Η δισημία βρίσκεται στο ότι το βιβλίο είναι για να το κρατήσει ο ίδιος, και στο ότι η αφιέρωση είναι γι αυτόν. Το εφέ αυτό μάλλον ήταν που ενθουσίασε τόσο τον ξάδελφό μου για να μου το αναφέρει.
Το πιο καταπληκτικό εφέ τέλους που έχω συναντήσει, ένα εφέ αντίθεσης, βρίσκεται στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη. –Τετέλεσται. Κι ήταν σαν να ’λεγε: όλα αρχίζουν.

2 comments:

  1. Εμένα δε με ενθουσίασε αυτή η ταινία, ακριβώς όπως λες δε με έπεισε το σενάριο. Ίσως αν ο πράκτορας ήταν μαθητευόμενος θα μπορούσε να συγκινηθεί, αλλά ένας έμπειρος πρακτορας της στάζι.. Δηλαδή δεν είχε ξαναδει στην καριέρα του αγνούς ερωτευμένους καλλιτέχνες και ιδεαλιστές αντιφρονούντες;

    ReplyDelete
  2. Ούτε εμένα με ενθουσίασε, είναι μια ταινία για το ευρύ κοινό. Είπα να τη δω επειδή επέμενε ο ξάδελφός μου. Είναι από τις ταινίες που βλέπω ευχάριστα αλλά που δεν θα με απογειώσουν. Και επειδή δεν έχουμε και πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μας, τέτοιες ταινίες βλέπω μόνο σε στιγμές απίστευτης βαρεμάρας.

    ReplyDelete