Νίκου Δερμιτζάκη, Η μεταμόρφωση των αποσιωπητικών, Ηράκλειο 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ο Νίκος Καζαντζάκης έγραψε κάπου ότι στην υψηλότερη κορφή της προσπάθειας είναι η απροσπάθεια. Η ποίηση, όταν φτάνει στα όριά της, γίνεται σιωπή. Ένας νεαρός 24 χρόνων, με βαθύτατες ποιητικές ευαισθησίες, θέλοντας να κοινωνήσει το ποιητικό του όραμα, μεταμορφώνει τη σιωπή του σε ποίηση. Έτσι, ενώ τα αποσιωπητικά έπονται του λόγου, εδώ προηγούνται, και ακολουθεί ο λόγος, ένας λόγος μεστός νοημάτων αλλά και με τολμηρή εικονιστική δύναμη.
Μιλώντας για την ποίηση του Νίκου θα ξεκινήσω από το τελευταίο ποίημα της συλλογής, τη «Λύτρωση», που δείχνει πιο πλατιά την ποιητική του:
Στην κιτρινιά της εξοχής
ακλάδευτα τα χέρια των κλημάτων
τεντώνονται ν’ αρμέξουν μια υπόσχεση
από τα λαβωμένα χείλη τ’ ουρανού.
Χαμογελά το σιωπηλό ξωκλήσι
με μια μισοσπασμένη πόρτα ν’ αφήνει χαραμάδες
για τους φτερωτούς προσκυνητές
ένα κερί ν’ ανάψουν στην άκρη της ανάμνησης
των καμένων χελιδονοφωλιών.
Το τοπίο είναι ελληνικό, πιο συγκεκριμένα γεραπετρίτικο, και ακόμη πιο συγκεκριμένα αορίτικο. Τη γενέθλια γη οι ποιητές (π.χ. Ηλίας Κεφάλας) και περισσότερο οι Κρήτες (π.χ. Μανόλης Πρατικάκης) την κουβαλάνε πάντα μαζί με τις άλλες ποιητικές τους αποσκευές.
Πιάνει το μέγα ρόπαλο, τον ήρωα τον διώχνει
κ από την κούνια των παιδιών όλα τα φίδια πνίγει.
Ο στίχος είναι ελληνικός, ο δεκαπεντασύλλαβος το δημοτικού μας τραγουδιού. Η διακειμενική αναφορά είναι διάφανη, από την ελληνική μυθολογία.
Το «Παραμυθάκι», ένα άλλο από τα ποιήματα της συλλογής, είναι γραμμένο εξ’ ολοκλήρου στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με σχήματα της δημοτικής μας ποίησης όπως στους παρακάτω στίχους:
Και τ’ άτι εκαρφώθηκε στους κλώνους μιας οξιάς
Και η οξιά μαράθηκε απ’ του ουρανού τη λύπη.
Κι η λύπη εσκορπίστηκε στους πέντε τους ανέμους
κι οι άνεμοι εφώλιασαν στα μάτια των ανθρώπων.
Ο Νίκος Δερμιτζάκης δεν στρέφει την πλάτη στην παράδοση, αλλά, εκτιμώντας τη, της αποτίει φόρο τιμής. Κάποτε ο Πικάσο που κατηγορήθηκε ότι οι κυβιστικοί του πίνακες είναι κάτι εύκολο, ζωγράφισε πίνακα στο αναγεννησιακό στυλ, που θυμίζει φωτογραφία, και υποτίθεται ότι είναι πιο δύσκολο. Η απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας στη σύγχρονη ποίηση δεν διευκολύνει τον ποιητή, αλλά τον δυσκολεύει, γιατί την έλλειψη αυτή πρέπει να την αναπληρώσει με μια ευφάνταστη χρήση των λέξεων και με βάθος νοήματος. Αν η περισσότητα, για να μιλήσουμε με όρους της σημειολογίας, είναι το χαρακτηριστικό της παραδοσιακής ποίησης, η αφαιρετική πυκνότητα είναι το χαρακτηριστικό της σύγχρονης, όπου ένα τυπογραφικό λάθος μπορεί καμιά φορά να ανατρέψει εκ βάθρου τα νοήματα.
Τα «Επικίνδυνα παιχνίδια» είναι ένα πεζοτράγουδο στην παράδοση των «Πεζών ρυθμών» του Ζαχαρία Παπαντωνίου στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, που περνάει ένδοξα μέσα από τα αφηγηματικά κείμενα του «Άξιον εστί» του Ελύτη.
Το ’χα βρει σαν παιχνίδι: ν’ αυτονομούμαι από τη θέαση του ονείρου, ξεκινάει ο ποιητής, για να καταλήξει στο εναγώνιο ερώτημα κάθε ποιητή: Ακούει κανείς ή παίζω μονάχος;
Η σύγχρονη ποίηση τρέφεται από τον σουρεαλισμό της πρωτοπορίας του Εγγονόπουλου και του Εμπειρίκου. Οι νεότεροι, εγκαταλείποντας τον αυτοματισμό της γραφής που οδηγούσε την ποίηση σε αυτισμό, χρησιμοποιούν τις σουρεαλιστικές εικόνας σαν φορείς νοημάτων, αλλά καμιά φορά παίζουν μ’ αυτές εικαστικά, δίνοντας σουρεαλιστικούς πίνακες α λα Μιρώ και Νταλί, αλλά με λέξεις:
Σε ειρηνική πεδιάδα
Αξεδιάλυτη απ’ ουρανό
μια ξύλινη καρέκλα
κι ένα άμπατρος νεκρό
μονάχα υπάρχουν.
γράφει στο «Απορίες σε φόντο γαλάζιο», το οποίο κλείνει με τον εξαίρετο στίχο: …το γαλάζιο που άλλο δεν είναι παρά των θαλασσοπουλιών το δικό τους επέκεινα.
Αλλού η εικόνα είναι ρεαλιστική, και αναδεικνύεται στην ποιητικότητά της από τις τολμηρές μεταφορές του ποιητή, μεταφορές που στις συνυποδηλώσεις τους εκφράζεται και το σχόλιό του γι αυτή.
Ραστώνης ήχος.
Άνυδρα χείλη θαμώνων
θηλαστών των γυάλινων μαστών
μιας πλήξης κατασταλτικής.
Σε σκέλια χάρτινα λαίμαργα εκσπερμάτωναν
το ενδιαφέρον για τα συντελούμενα ανά περιοχή και ανθρώπων κατηγορία,
όταν ανεπαίσθητα ο χτύπος του μεγάλου ξύλινου ρολογιού
δεν ήρθε για χάρη των εξήντα νεογέννητων λεπτών:
Ήταν υπέργηρος αυτός ο κούκος. Έμφραγμα. Τέλος αναπότρεπτο.
Το παιδί που γελούσε συναγωνίζεται επάξια το παιδί με το γρατζουνισμένο γόνατο του Ελύτη στην τολμηρή σουρεαλιστική εικονοπλασία του:
Το παιδί που γελούσε
όταν εκτεθειμένο άφηνε στο λευκό του πέλμα
να τρέχει η τραχύτητα του καλοκαιριού,
στο στέρνο του να φτάνει και να φυτρώνουν
οι πρώτες αχιμάδες, όπως γελούσε
η βασίλισσα σαν έβλεπε τις σκυμμένες μέλισσες
να κουβαλούν τον ασβέστη
για το πιο γλυκό ανάκτορο
που κάποτε θα έλιωνε στο στόμα του παιδιού.
Οι ποιητές έχουν ένα ιδεοψυχαναγκασμό με ορισμένες λέξεις τις οποίες επαναλαμβάνουν στα ποιήματά τους, είτε για το μεταφορικό-συμβολικό τους περιεχόμενο, είτε για την εικόνα του αντικειμένου αναφοράς που φαίνεται να ασκεί μια μαγική επίδραση πάνω τους. Η θάλασσα, πολυσημική και επιβλητική, εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Δερμιτζάκη. Ακολουθούν τα όνειρα, από τα οποία πλάθεται η ποίηση αλλά και οι ελπίδες των ανθρώπων. Σειρά έχουν τα αγάλματα, μια χαρακτηριστική σεφερική εμμονή, και τα άλμπατρος, το θαλασσινό αντίστοιχο του αετού σαν σύμβολο επιβλητικότητας.
Ο Νίκος Δερμιτζάκης με την πρώτη του αυτή ποιητική συλλογή, με ποιήματα που κανείς δεν θα μπορούσε να ονομάσει πρωτόλεια αφού αποκαλύπτουν ένα δυνατό ποιητικό ταλέντο, με μεγάλη εικονοπλαστική δύναμη και τόλμη στη χρήση των λέξεων, έχει κατοχυρώσει τη θέση του στην επόμενη γενιά των μεγάλων ποιητών μας. Θα κλείσω αυτή την παρουσίαση δίνοντας τον λόγο σ’ αυτόν, παραθέτοντας ένα εξαίσιο ερωτικό του:
Θα ’θελα να πεθάνω Άνοιξη.
Για να θαφτώ όσο πιο βαθιά γίνεται
σε ένα απ’ τους δυο λάκκους
στα πλαϊνά των χειλιών σου
όταν χαμογελάς
και κάνεις τα χελιδόνια να ’ρχονται
τα δέντρα να ανθίζουν.
No comments:
Post a Comment