Sunday, December 6, 2009

Διδακτική προσέγγιση στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα


Διδακτική προσέγγιση στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα

Λόγος και  Πράξη, τ. 49, Ιούν-Αυγ.1992, σελ. 5-14. Είναι το κείμενο της εισήγησης σε σεμινάριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων με θέμα «Η Διδασκαλία της Φιλοσοφίας στη Μέση Εκπαίδευση», Καβάλα,  Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 1989.
 
  Ο τρόπος προσέγγισης του «Πρωταγόρα» από τον εκπαιδευτικό έχει να κάνει με διδακτικά προβλήματα που έχουν την προέλευση τους στο αναλυτικό πρόγραμμα και τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν στη Μέση Εκπαίδευση. Από τη στιγμή που προβλέπεται ότι δε θα διδαχθεί ολόκληρος ο Πρωταγόρας αλλά ένα μεγάλο τμήμα του θα δοθεί σε περίληψη, κάθε συνολική, σφαιρική προσέγγιση του έργου θα στηρίζεται κατά κάποιο τρόπο στο κενό. Αλλά και από το τμήμα που προβλέπεται από το αναλυτικό πρόγραμμα να διδαχθεί, πάλι μόνο ένα μέρος του θα προλάβουν οι συνάδελφοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία να διδάξουν, ένα μέρος που μόλις καλύπτει την έκθεση των ιδεών του Πρωταγόρα. Ο Πλάτωνας, από τον κόσμο των ιδεών που κατοικεί, δε θα πρέπει να είναι καθόλου ικανοποιημένος βλέποντας τους έλληνες μαθητές να διδάσκονται μόνο εκείνο το τμήμα του έργου του όπου ο Πρωταγόρας εκθέτει τις αντιλήψεις του και όχι εκείνο το τμήμα όπου ο λαμπρός δάσκαλος του, ο Σωκράτης, τις αναθεωρεί. Έτσι, με δεμένα τα χέρια από το αναλυτικό πρόγραμμα και από τα χρονικά περιθώρια που έχουμε στη διάθεση μας, το πρόβλημα μας σήμερα είναι τι το καλύτερο θα μπορούσαμε να κάνουμε με τον Πρωταγόρα.
  Ένα γενικότερο πρόβλημα με την ανάλυση λογοτεχνικών ή φιλοσοφικών έργων είναι ότι τα σημαντικότερα πράγματα τα λέμε (ή μπορούμε να τα πούμε) μόνο στη συνολική θεώρηση του έργου. Στην Αντιγόνη π.χ., όπου αντιμετωπίζουμε το ίδιο πρόβλημα, τι έγκυρο θα μπορούσαμε να πούμε για τον Κρέοντα, τη στιγμή που τουλάχιστον το τελευταίο τρίτο της τραγωδίας δεν προλαβαίνει να διδαχθεί;
  Άλλο πρόβλημα της διδακτικής του κειμένου είναι η επικέντρωση της διδασκαλίας μας. Το αναλυτικό πρόγραμμα λέει ότι τα συντακτικά και γραμματικά σχόλια περιορίζονται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο για την κατανόηση του κειμένου, ενώ το κύριο βάρος πρέπει να πέφτει στην ερμηνεία του. Όμως (σελ. 5) στις 10 έως 15 σειρές που είναι το μάθημα της ημέρας, αν πραγματικά ρίξουμε το βάρος μόνο στο σχολιασμό τους, κινδυνεύουμε να απεραντολογούμε για ασήμαντα πράγματα, όπως το τι ήταν ο Ζεύξις ο Ηρακλεώτης ή για τους Σκύθες τοξότες που «εξαίρονται τους ενοχλούντας κελευόντων των πρυτάνεων». Οι μαθητές που σκοπεύουν να ακολουθήσουν την τρίτη δέσμη, αντί του τέτοιου είδους σχολιασμό δικαιολογημένα θα προτιμούσαν περισσότερη συντακτική ή γραμματική ανάλυση. Και οι συνάδελφοι βέβαια, αφού εκεί οδηγούν τα πράγματα, διαισθητικά ή από πεποίθηση, καταλήγουν σ’ αυτή την αντιμετώπιση του κειμένου, και κατά τη γνώμη μας, με τους δοσμένους όρους και συνθήκες διδασκαλίας, καλά κάνουν.
  Το πνεύμα του αναλυτικού προγράμματος, η ερμηνευτική δηλαδή προσέγγιση, είναι βέβαια το σωστότερο, είναι όμως καταδικασμένο, με βάση την κατάσταση αυτή, να μένει νεκρό γράμμα.
  Δεν θα μπορούσαμε άραγε να το ζωντανέψουμε;
  Κατά τη δική μας αντίληψη, ένας μόνος τρόπος υπάρχει. Και αυτός είναι ο συνεχής φωτισμός της διδακτικής ενότητας κάτω από το φως μιας συνολικής ερμηνευτικής προσέγγισης του έργου. Έτσι μπορεί να αποφευχθεί ο βυζαντινισμός στους επί μέρους σχολιασμούς.
  Πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό;
  Κατά τη γνώμη μας, πριν από την εισαγωγή στο κείμενο, θα πρέπει να δοθεί μια αρκετά εκτενής περίληψη του έργου, όλου του έργου. Στην περίληψη αυτή θα υπεισέρχονται νύξεις που θα αφορούν τα κύρια σημεία και τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου και παράλληλα θα επιχειρείται και η συνολική παρουσίαση των ιδεών και των στόχων του Πλάτωνα όταν έγραφε το έργο (Παραγωγική μέθοδος, όπως την ορίζει ο Χρήστος Χρηστίδης την οποία και προκρίνει). Έτσι η διδασκαλία μετά, κάθε ξεχωριστής ενότητας, θα γίνεται κάτω από το φως της συνολικής υπόθεσης του έργου και μιας πρώτης ερμηνευτικής προσέγγισης. Η προσέγγιση αυτή θα πλουτίζεται και ενδεχόμενα θα τροποποιείται με την πρόοδο της διδασκαλίας.
  Εγώ προσωπικά, σαν φιλόλογος που πρέπει να διδάξω το έργο, να τι θα κάνω.
  Καταρχάς θα διαβάσω μια εισαγωγή για το έργο. Αυτό θα με διευκολύνει να προσανατολισθώ στην ανάγνωση όλου του έργου που θα κάνω αμέσως μετά. Αφού διαβάσω το έργο, θα ξαναδιαβάσω την ίδια εισαγωγή. Έτσι θα την αφομοιώσω περισσότερο, αφού θα έχει προηγηθεί η ανάγνωση του κειμένου. Στη συνέχεια θα διαβάσω οποιαδήποτε σχετική βιβλιογραφία.
  Η παραπάνω διαδικασία δεν αποτελεί παρά εφαρμογή της μεθόδου που ορίζεται σχηματικά σαν γενικό-ειδικό-γενικό (ερμηνευτικός κύκλος). Αντιμετωπίζουμε το θέμα γενικά, για να έχουμε ένα μπούσουλα να το αντιμετωπίσουμε μετά πιο ειδικά. Η ειδική αντιμε (σελ. 6) τώπιση θα μας επιτρέψει στο τέλος να το προσεγγίσουμε πιο ολοκληρωμένα γενικά.
  Αφού κάνω αυτές τις προεργασίες θα ξαναδιαβάσω το κείμενο και θα το  χωρίσω σε ενότητες. Μετά θα γράψω μια περίληψη, την οποία θα δώσω στους μαθητές μου. Η περίληψη αυτή θα γραφεί κάτω από το πρίσμα της γενικής αντίληψης που θα έχω αποκτήσει για το έργο. Έτσι θα προσανατολίσω τους μαθητές στα σημαντικά του μέρη και φυσικά στην ίδια την ουσία του. Στην πορεία της διδασκαλίας θα προβώ σε ένα πιο ειδικό σχολιασμό ιδεών και αντιλήψεων, που θα ξεφεύγουν από τα πλαίσια του κειμένου, παραθέτοντας ό, τι εξειδικευμένες πληροφορίες διαθέτω.
  Αφού ολοκληρώσω αυτή την περίληψη θα τη βγάλω σε φωτοτυπίες και θα τη μοιράσω στους μαθητές μου. Μετά θα τη διδάξω σε δυο ή τρεις διδακτικές ώρες, επιμένοντας στην αφομοίωση της, αφού από αυτή θα εξαρτηθεί κατά πολύ η πορεία της μετέπειτα διδασκαλίας, ακόμη και με την απειλή ενός τεστ.
  Θα εγερθεί η αντίρρηση: όλα τα παραπάνω δεν περιέχονται στην εισαγωγή του σχολικού βιβλίου;
  Υπάρχουν τρεις απαντήσεις. Η πρώτη, ότι η περίληψη του περιεχομένου είναι πάρα πολύ σύντομη. Η δεύτερη, ότι έχω γνωρίσει και άλλες ιδέες για το έργο εκτός από αυτές που περιέχονται στη σχολική εισαγωγή και τρίτον μετά από μια τέτοια διαδικασία θα έχω εγώ ο ίδιος αφομοιώσει περισσότερο τον Πρωταγόρα, ώστε η διδασκαλία του να γίνει από μέρους μου πιο αποτελεσματική.
  Παρεμπιπτόντως να αναφέρουμε ότι η διδασκαλία μας είναι πιο αποτελεσματική και στα άλλα μαθήματα αν το ψάχνουμε το θέμα αρκετά μόνοι μας, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο το αντικείμενο που θα έχουμε να διδάξουμε το αφομοιώνουμε περισσότερο και μπορούμε έτσι να το αναπαράγουμε πιο αποτελεσματικά κατά τη διδασκαλία, δίνοντας περισσότερες πληροφορίες στο μαθητή. Επειδή όμως το πρόβλημα με την πλειοψηφία των μαθητών είναι ότι απλώς θέλουν να ξεμπερδέψουν με το μάθημα όσο γίνεται πιο γρήγορα και νομίζουν ότι ξεμπερδεύουν αν μάθουν αυτά που γράφει μόνο το βιβλίο και για τη δική σου άποψη ή τις πρόσθετες πληροφορίες που θα τους έχεις δώσει δεν θυμούνται τίποτα την επομένη, γι’ αυτό πιστεύω ότι πρέπει να μοιρασθεί σε φωτοτυπίες η παραπάνω δουλειά και να δουλευτεί στα πλαίσια της εισαγωγής, μια και υπάρχει στους μαθητές (και όχι μόνο) ο φετιχισμός του γραπτού κειμένου, και γι’ αυτό το λόγο μάλιστα το κείμενο ενδείκνυται να είναι δακτυλογραφημένο.
  Η γενική εντύπωση που έχω αποκομίσει εγώ για το έργο είναι ότι ο Πλάτωνας εδώ δίνει περίπου ένα μυθιστόρημα, με την έννοια ότι δεν τον ενδιαφέρει τόσο η έκθεση κάποιων φιλοσοφικών ιδεών, όσο η αναπαράσταση της ατμόσφαιρας του όλου σοφιστικού κινήματος. Και μια και για τους σοφιστές δεν τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση, κυρίαρχος τόνος του έργου του είναι η ειρωνεία.
  Καταρχάς στο πρόσωπο του Ιπποκράτη ο Πλάτωνας ειρωνεύεται τη μεγάλη λαχτάρα που είχε ο κόσμος να ακούσει τους σοφιστές. Ο Ιπποκράτης, μόλις μα (σελ. 7) θαίνει από τον αδελφό του ότι έφτασε ο Πρωταγόρας, είναι έτοιμος να τρέξει να βρει το Σωκράτη για να τον παρακαλέσει να μεσολαβήσει, ώστε να τον δεχτεί ο Πρωταγόρας σαν μαθητή. Είναι όμως πολύ αργά και έτσι πέφτει να κοιμηθεί. Η ανυπομονησία του δεν τον αφήνει να χορτάσει ύπνο και ξυπνάει αξημέρωτα. Τρέχει αμέσως στο σπίτι του Σωκράτη και αρχίζει να βαράει ανυπόμονα την πόρτα με το μπαστούνι του. Μόλις του ανοίγουν ορμάει μέσα σαν σίφουνας λέγοντας ότι βιάζεται, και φωνάζει τον Σωκράτη αν ξύπνησε ή κοιμάται ακόμη, προφανώς για να τον ξυπνήσει μ’ ένα εύσχημο τρόπο αν τύχει και κοιμάται. Ο Σωκράτης με το δίκιο του ανησυχεί.
— Μήπως σου έκανε τίποτα ο Πρωταγόρας; τον ρωτάει.
Μπα, δεν του έκανε τίποτα, απλώς βιάζεται να γίνει μαθητής του, για να γίνει και αυτός σοφός.
— Μα αν τον πληρώσεις θα σε κάνει και σένα σοφό, του λέει ο Σωκράτης.
— Μακάρι να είναι μόνο ζήτημα χρημάτων, γιατί είμαι διατεθειμένος να ξοδέψω όλα μου τα χρήματα, και αν δεν φτάνουν και των φίλων μου, απαντάει ο νεαρός.
  Με τη σαρκαστική αυτή υπερβολή ο Πλάτωνας αφενός υπαινίσσεται την μομφή ότι οι σοφιστές δίδασκαν επ’ αμοιβή, σε αντίθεση με το δάσκαλο του, και αφετέρου ειρωνεύεται όλους εκείνους που ξοδεύουν του κόσμου τα λεφτά για να γίνουν μαθητές των σοφιστών.
  Στη συνέχεια ο Σωκράτης παρομοιάζει τους σοφιστές με εμπόρους, που έχουν κάθε λόγο να διαφημίσουν την πραμάτεια τους, είτε είναι καλή είτε όχι. Όμως ο Ιπποκράτης μπορεί άραγε να ξεχωρίσει την ποιότητα της;
  Φτάνοντας στο σπίτι του Καλλία όπου φιλοξενείται ο Πρωταγόρας αντιμετωπίζουν την δυσφορία του θυρωρού, που έχει βαρεθεί όλο αυτό το συρφετό των σοφιστών που συρρέουν στο σπίτι, και τον βρίσκουν ολότελα απρόθυμο να τους ανοίξει.
  Στη συνέχεια ο Σωκράτης αναφέρεται στο πλήθος του κόσμου που βρίσκονται εκεί. Οι περισσότεροι είναι ξένοι από άλλες πόλεις, τους οποίους ο Πρωταγόρας μάγεψε τόσο πολύ, ώστε αποφάσισαν να τον ακολουθήσουν. Ο σεβασμός μάλιστα προς το δάσκαλό τους είναι τόσο μεγάλος, ώστε προσέχουν καθώς περπατούν στην αυλή να μη βρίσκονται ποτέ μπροστά του. Μόλις φτάσουν στην άκρη της αυλής και αυτός κάνει μεταβολή, αυτοί χωρίζονται στα δυο και φροντίζουν να βρεθούν πάλι πίσω του.
  Υπάρχουν ειρωνικές αναφορές και σε άλλα πρόσωπα. Τον Ιππία, να απαντά στις ερωτήσεις του ακροατηρίου του καθισμένος πάνω σε ένα θρόνο. Τον Πρόδικο, να είναι ξαπλωμένος στη μικρή αποθήκη που έχουν μετατρέψει σε ξενώνα για να δεχθούν τον τόσο κόσμο, σκεπασμένο με ένα σωρό σκεπάσματα. Η μπάσα φωνή του προκαλεί ένα βόμβο στο δωμάτιο, πράγμα που δεν άφηνε τον Σωκράτη να ξεδιακρίνει τα λεγόμενα του.
  Ο Πλάτων, με το στόμα του Πρωταγόρα, κάνει αναφορά στο ότι οι σοφιστές (σελ. 8) ήσαν μισητοί στις πόλεις που πήγαιναν, γιατί έκαναν τους καλύτερους νέους να παρατούν τις οικογένειες τους και να τους ακολουθούν. Έτσι, λέει, πολλοί απεποιούντο τον τίτλο του σοφιστή, όπως ο Όμηρος, ο Ησίοδος και άλλοι, για λόγους προληπτικούς, πράγμα όμως που είναι αναχρονισμός από τη μεριά του Πλάτωνα, μια και τότε ο όρος σοφιστής δεν είχε την αρνητική σημασία που απέκτησε στην εποχή του. Ο Πρωταγόρας όμως, αρκετά θαρραλέα, προτιμά να μην υποκρίνεται, αλλά να δηλώνει απερίφραστα ότι είναι σοφιστής.
  Ο Σωκράτης, υπαινισσόμενος τη ματαιοδοξία του Πρωταγόρα, λέει ότι, έχοντας διαβλέψει τη διάθεσή του να επιδειχθεί στον Πρόδικο και στον Ιππία για τους νεοφερμένους που ήλθαν σαν θαυμαστές του, του προτείνει να καλέσουν και τους άλλους να παρακολουθήσουν τη συζήτηση.
  Με τη συζήτηση αρχίζει και το τμήμα του έργου που πρόκειται να διδαχθεί. Ο Πρωταγόρας σε σχετική ερώτηση του Σωκράτη παραδέχεται ότι διδάσκει την πολιτική τέχνη, δηλαδή την τέχνη να κάνει τους άνδρες αγαθούς πολίτες. Όμως ο Σωκράτης φέρνει αντιρρήσεις για το αν μπορεί να διδαχθεί η πολιτική αρετή. Ο Πρωταγόρας αναλαμβάνει να το αποδείξει. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί «μύθον» και «λόγον», παραδείγματα δηλαδή από τη μυθολογία και λογικές αποδείξεις. Αυτό είναι και το μόνο τμήμα του έργου που προλαβαίνει να διδαχθεί.  Έτσι εκτός του ότι δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόθεση του Πλάτωνα στο διάλογο αυτό είναι η πραγμάτευση του διδακτού ή όχι της αρετής, δεν προλαβαίνουμε να ακούσουμε και το σωκρατικό αντίλογο.
  Στη συνέχεια ο Σωκράτης κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τους δημηγόρους, που βγάζουν μακρούς λόγους και όταν απαντούν σε τυχόν απορίες των ακροατών τους πάλι μακρηγορούν. Τους παρομοιάζει μάλιστα με τα χάλκινα αγγεία, που όταν τα χτυπήσει κανείς βγάζουν μακρύ ήχο, ο οποίος δεν σταματάει παρά μόνο όταν ακουμπήσει κανείς το χέρι του πάνω τους. Ο υπαινιγμός είναι σαφής, όμως για τον Πρωταγόρα παραδέχεται ότι είναι ικανός για αληθινή συζήτηση, όταν ερωτάται δηλαδή να μην κατατείνει «δόλιχον τον λόγον» αλλά να απαντά με βραχυλογία, και όταν ερωτά να περιμένει την απάντηση.
  Είναι φανερό ότι θέλει να αντιμετωπίσει τον Πρωταγόρα στο δικό του έδαφος, με τη μέθοδο δηλαδή της μαιευτικής. Την χρησιμοποιεί όμως με ένα τρόπο καθαρά σοφιστικό, οδηγώντας τον Πρωταγόρα σε διαδοχικές αντιφάσεις. Ο Σωκράτης, αφού με μια σειρά συλλογισμών τον παρασύρει να παραδεχτεί ότι κάθε πράγμα έχει ένα μόνο αντίθετο, τον σπρώχνει στη συνέχεια να παραδεχτεί ότι η αφροσύνη είναι αντίθετη με την σωφροσύνη. Πιο πριν όμως είχε παραδεχτεί ότι αντίθετο της αφροσύνης είναι η σοφία, με αποτέλεσμα η αφροσύνη να φαίνεται ότι έχει δύο αντίθετα, τη σοφία και τη σωφροσύνη. Μήπως λοιπόν αυτά τα δυο είναι όμοια; Όμως πιο πριν πάλι ο Πρωταγόρας είχε πει ότι τα μόρια της αρετής, στα οποία συγκαταλέγονται η σοφία και η σωφροσύνη, δεν είναι όμοια. Με τέτοιου είδους διαλεκτικά τερτίπια δεν είναι περίεργο που ο Πρωταγόρας αρχίζει να δυσανασχετεί. (σελ. 9)
  Στη συνέχεια ο Πρωταγόρας ξεχνιέται και αρχίζει πάλι να μακρηγορεί. Ο Σωκράτης προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Ο Πρωταγόρας, αφού την έπαθε προηγουμένως, είναι εξαιρετικά απρόθυμος.
— Πιστεύεις, του λέει, ότι αν έκανα μια συζήτηση με τον τρόπο που θα ήθελε ο συνομιλητής μου, θα γινόμουνα ποτέ αυτός που είμαι και θα ακουγόταν το όνομα μου σε όλη την Ελλάδα;
  Αυτό θα μπορούσε να το έχει πει πράγματι ο Πρωταγόρας, χαριτολογώντας. Ο Πλάτωνας, αξιοποιώντας αυτό το ενδεχόμενο, παρουσιάζει τους σοφιστές σαν άτομα που τη φήμη τους τη χρωστάνε στο λόγο και μάλιστα όχι στον οποιοδήποτε λόγο, αλλά αυτόν που μπορούν οι ίδιοι να καθορίσουν και να ελέγξουν.
  Ο Σωκράτης βέβαια δεν είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει. Προφασίζεται ότι έχει κάποια δουλειά και δεν μπορεί να καθυστερεί, ανεχόμενος τον Πρωταγόρα να μακρηγορεί.
  Το τέχνασμα είναι προφανές. Ο Σωκράτης θέλει να πει με έμμεσο τρόπο ότι δεν έχει νόημα να χάνεις το χρόνο σου για να πεις κάτι που μπορείς να το πεις με λιγότερα λόγια. Μάλιστα η περιεκτικότητα και η συντομία των απαντήσεων είναι όχι μόνο αρετή, αλλά αυτή η ίδια η αληθινή φιλοσοφία. Πιο κάτω θα αναπτύξει πιο διεξοδικά την αντίληψη ότι «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν».
  Ο Πλάτωνας αφήνει τους αναγνώστες του να πάρουν μια ανάσα βάζοντας τους ακροατές της συζήτησης να προσπαθούν να πείσουν τους συνομιλητές να συνεχίσουν. Πιθανώς ο Πλάτωνας εδώ αναπαράγει μια πραγματική κατάσταση που θα παρουσιαζόταν συχνά σε συνομιλίες σοφιστών. Όταν μια συζήτηση περιήρχετο σε αδιέξοδο, η ομήγυρη, ενθουσιασμένη από την μονομαχία των δύο συνομιλητών και από το ίδιο το περιεχόμενο της συζήτησης, θα προσπαθούσε ασφαλώς με κάθε τρόπο να τους πείσει να συνεχίσουν. Στις τέτοιες παρεμβολές των ακροατών, σε όλο το έργο, ο Πλάτωνας αφήνει να εκφραστούν κύριες αντιλήψεις των σοφιστών. Εδώ εκφράζεται από τον Ιππία η αντίληψη για την υπεροχή της φύσης έναντι του νόμου, του φυσικού έναντι του συμβατικού.
  Και ενώ γίνεται αποδεκτή μια μέση λύση, στην πράξη τη βλέπουμε να εγκαταλείπεται καθώς, προχωρώντας στην ερμηνεία ενός ποιήματος του Σιμωνίδη, εγκαταλείπουν και οι δυο τους την τεχνική των ερωταποκρίσεων, και εδώ είναι ο Σωκράτης που «κατατείνει δόλιχον τον λόγον». Ο Πρωταγόρας, μια και βρίσκεται σε οικεία εδάφη, δε διαμαρτύρεται.
  Ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι ο Σιμωνίδης αντιφάσκει σε κάποιο του  ποίημα και επιχειρηματολογεί αρκετά επιτυχημένα, ώστε να αποσπάσει την επιδοκιμασία του ακροατηρίου. Ο Σωκράτης «ποζάρει» σιωπώντας, αφήνοντας τάχα το συνομιλητή του να χαρεί μια πύρρεια νίκη, υποβάλλοντας την αίσθηση ότι σε λίγο θα σαρώσει όλα του τα επιχειρήματα. Η αλήθεια βέβαια είναι, όπως παραδέχεται στο φίλο του χαμογελώντας πονηρά, ότι είχε περιέλθει σε αμηχανία. Και προκειμένου να βρει κάποιο χρόνο για να σκεφτεί τα ουσιαστικά του επιχειρήματα, αρπάζεται από τη διπλή σημασία της λέξης «χαλεπόν» που βρίσκεται σε ένα από τα (σελ. 10) δυο αποσπάσματα που του παραθέτει ο Πρωταγόρας, με τη συνεπικουρία και του Πρόδικου, του οποίου τη μαρτυρία, σαν πατριώτη του Σιμωνίδη, επικαλείται ο Σωκράτης.
  Εδώ η σοφιστική επιχειρηματολογία φτάνει τα όρια του κωμικού, αφού ο Σωκράτης προσπαθεί να υποστηρίξει, συνειδητά μάλιστα, κάτι ολοφάνερα παράλογο. Ο Πλάτωνας τεχνηέντως δεν αφήνει τον Πρωταγόρα να προβάλει τη μόνη αποστομωτική απάντηση (πράγμα που σε πραγματικές συνθήκες δε θα ολιγωρούσε καθόλου να κάνει), ότι το ανυπόστατο αυτής της ερμηνείας αποδεικνύεται από τον αμέσως επόμενο στίχο, πράγμα που θα κάνει ο ίδιος ο Σωκράτης όταν θα του έλθουν στο μυαλό τα πιο ουσιαστικά του επιχειρήματα, παραδεχόμενος ότι ανέπτυξε την προηγούμενη επιχειρηματολογία αστεϊζόμενος.
  Όμως και εδώ δεν εγκαταλείπει τις σοφιστείες, προκειμένου να ανατρέψει την αντίληψη του Πρωταγόρα ότι ο Σιμωνίδης αντιφάσκει. Επιχειρηματολογεί με εξαιρετική επιτυχία σχολιάζοντας τη λέξη «εκών», ενάντια μάλιστα στην ίδια του την αντίληψη ότι «ουδείς εκών κακός» την οποία θα υποστηρίξει εκτενώς παρακάτω μια και έτσι εξυπηρετείται εδώ η επιχειρηματολογία του.
  Ο Πλάτων, προκειμένου να διακωμωδήσει τους σοφιστές, παρουσιάζει τον Σωκράτη σοφιστή ανώτερο και ικανότερο από τον πιο επιφανή τους εκπρόσωπο, τον Πρωταγόρα. Από πολλές απόψεις εξάλλου ο Σωκράτης ήταν σοφιστής. Ο Αριστοφάνης, διακωμωδώντας τον στις «Νεφέλες» (στίχοι 98-104) σα σοφιστή, απηχεί προφανώς αντιλήψεις μιας πλατιάς μερίδας των συμπολιτών του.
  Οι δυο συνομιλητές, αφού παρατήσουν την ποίηση, καταπιάνονται πάλι με το πρώτο τους θέμα. Ο Πρωταγόρας πιστεύει ότι ενώ όλα τα μόρια της αρετής μοιάζουν, η ανδρεία διαφέρει αρκετά. Γιατί υπάρχουν άνδρες ανδρείοι, λέει, που όμως είναι άδικοι, ανόσιοι, ακόλαστοι και αμαθέστατοι. Ο Σωκράτης αναλαμβάνει πάλι να τον γελοιοποιήσει, αναγκάζοντας τον να παραδεχθεί με την γνωστή του τεχνική της μαιευτικής ότι η ανδρεία είναι ζήτημα γνώσης, ότι «ανδρεία εστί η σοφία των δεινών και μη δεινών». Και όχι μόνο η ανδρεία, αλλά και «πάντα χρήματα εστί επιστήμη και η δικαιοσύνη, και η σωφροσύνη και η ανδρεία», ώστε τελικά να αποδεικνύεται ότι η αρετή είναι διδακτή αφού είναι επιστήμη.
  Η πλατωνική ειρωνεία της σοφιστικής είναι εδώ εμφανής. Μιας σοφιστικής, της οποίας ο αναγνώστης πέφτει θύμα όχι λιγότερο από ό, τι ο Πρωταγόρας. Ο αναγνώστης πείθεται στην αρχή από την επιχειρηματολογία του Σωκράτη ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Στο τέλος πάλι, ο ανυποψίαστος αναγνώστης αφήνεται να παρασυρθεί από τη μια εξίσου πειστική επιχειρηματολογία, τις λογικές συνέπειες της οποίας ο Σωκράτης τις εκθέτει μόλις στην τελευταία παράγραφο: η αρετή, μια και εξαρτάται από την επιστήμη, όπως έγινε προηγουμένως αποδεκτό για τα μόρια της, είναι τελικά διδακτή. Έτσι ο Σωκράτης αποδεικνύεται πιο ικανός σο (σελ. 11) φιστής από τον δάσκαλο ο οποίος «δίδασκε τους μαθητές του να αναπτύσσουν τα υπέρ και τα κατά της ίδιας υπόθεσης» (Βλ. W.K.Guthrie, Οι σοφιστές, μετάφραση Δαμιανού Τσεκουράκη, σελ. 27, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1989).
  Η προειδοποίηση του Πλάτωνα είναι σαφής: σοφιστική είναι η τέχνη να παρασύρεις τον ακροατή σου να πιστεύει αυτό που θέλεις εσύ, ακόμη και αν πρόκειται για τα πιο ανυπόστατα και αντιφατικά πράγματα.
  Παρολαυτά ο Πλάτων δείχνει να εκτιμά το ανώτερο, σχεδόν ιπποτικό ήθος των αντιπάλων συζητητών, καθώς τους παρουσιάζει να ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις που σε μεγάλο βαθμό τις εννοούν. Αναπαριστά έτσι το εκλεπτυσμένο διανοητικό ήθος της εποχής.
  Ο Πλάτων, αξιοποιώντας την τέτοια κατάληξη της συζήτησης, υποστηρίζει με το πρόσωπο του Σωκράτη ότι κανένα φιλοσοφικό θέμα δεν είναι οριστικά κλεισμένο, ότι πρέπει να ερευνάται ξανά και ξανά, μήπως ο Επιμηθεύς μας εξαπατήσει, όπως τότε στη μοιρασιά των εφοδίων που παρείχαν οι θεοί στα ζώα σύμφωνα με τον μύθο που εξέθεσε ο Πρωταγόρας, και κάνει τη σκέψη μας να σφάλλει.
  Τα δύο κύρια ζητήματα που έχουν σχέση με το διάλογο και που θα πρέπει να συζητηθούν διεξοδικά στην τάξη, είναι το ζήτημα της σοφιστικής και το ζήτημα του διδακτού της αρετής. Στα πλαίσια της σύντομης αυτής εισήγησης, μόνο πολύ περιληπτικά, σχεδόν αφοριστικά, μπορώ να εκθέσω τις δικές μου απόψεις.
  Οι σοφιστές έχουν θεωρηθεί από πολλούς σαν το αντίστοιχο των εγκυκλοπαιδιστών ή των philosophes. Πιστεύω ότι ήσαν οι ιδεολογικοί εκπρόσωποι μιας ανερχόμενης εμποροβιοτεχνικής, τηρουμένων των αναλογιών θα λέγαμε αστικής, τάξης, η οποία διεκδικούσε την εξουσία από τους γαιοκτήμονες. Η προσπάθειά τους είναι διπλή: αφενός να ανατρέψουν την αριστοκρατική ιδεολογία και αφετέρου να αναπτύξουν στους νέους αστούς την ικανότητα να εκπροσωπούν αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους στην εκκλησία του δήμου, στα δικαστήρια και αλλού. Έτσι αποτελούν τους πατέρες της ρητορικής και της σοφιστικής, της επιτυχημένης δηλαδή επιχειρηματολογίας.
  Ο Καίσαρ είχε πει: η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει να είναι μόνο τίμια, αλλά και να φαίνεται. Ένας σοφιστής θα μπορούσε να συμπληρώσει: ή έστω να φαίνεται και ας μην είναι.
  Η αλήθεια για να γίνει δεκτή, πρέπει να παρουσιάζεται με τρόπο πειστικό. Αν αποκτήσει όμως κανείς αυτή την τέχνη, τι θα τον εμποδίσει να παρουσιάσει με τρόπο πειστικό το ψέμα σαν αλήθεια;
  Το κεντρικό σημείο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης γαιοκτημόνων εμποροβιοτεχνών είναι το ζήτημα του διδακτού της αρετής. Οι αστοί πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί να γίνει κτήμα μέσω διδασκαλίας και έχουν να πληρώσουν τους δασκάλους τους γι’ αυτό. Για λόγους έστω και μόνο συντεχνιακούς, ο Πρωταγόρας δεν μπορεί παρά να υποστηρίξει αυτή την ιδέα. Και ο Σωκράτης βέβαια θα την υποστηρίξει, γιατί αλλιώς η φιλοσοφία και η ηθική του διδασκαλία παύουν να έχουν νόημα. Δηλαδή εδώ τα «συμφέροντα», με την καλή και την κακή ση (σελ. 12) μασία του όρου, του Πρωταγόρα και του Σωκράτη, συγκλίνουν. Υπάρχει όμως μια κεφαλαιώδης διαφορά, που φαίνεται καταρχήν αμελητέα, μια και ο Πλάτων δεν την αναπτύσσει σ’ αυτό το διάλογο. Ο Σωκράτης θέλει να διδάξει την επιστήμη, δηλαδή την αλήθεια, η οποία πιστεύει ότι αποτελεί το θεμέλιο της αρετής, ενώ ο Πρωταγόρας επαγγέλλεται ότι διδάσκει την τέχνη του να χειρίζεται αποτελεσματικά κανείς τα του οίκου του και τα της πόλης, τεχνικές δηλαδή δεξιότητες, όπου και περιορίζει το νόημα της πολιτικής αρετής.
  Το αδιέξοδο της φυσικής φιλοσοφίας των Ιώνων προσωκρατικών ευνοεί και προετοιμάζει το σχετικισμό των σοφιστών, που εκφράστηκε επιγραμματικά με το περίφημο απόφθεγμα του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Το αδιέξοδο όμως της σχετικιστικής τους διδασκαλίας και η ηθική έκπτωση στην οποία οδηγεί σαν ακραία συνέπεια, συνεπικουρούμενης και από τα προβλήματα του πελοποννησιακού πολέμου, κάνουν αναγκαία τη σωκρατική αντίδραση. Ο Σωκράτης επιδιώκει πάλι την απόλυτη αλήθεια, στην οποία θα στηρίξει την ηθική κάθαρση των συμπολιτών του. Ο ίδιος δίνει το παράδειγμα. Ζει μέσα στη φτώχεια, ενώ θα μπορούσε να κερδίσει αρκετά από τη διδασκαλία του αν ακολουθούσε το παράδειγμα των σοφιστών. Στη ζωή του επίσης τον διακρίνει η εγκράτεια. Η ασκητική κάθαρση αποτελεί πάντα την αντίδραση ενάντια στην τρυφηλότητα της παρακμής.
  Από εκεί και ύστερα υπάρχουν διάφορα ζητήματα που μπορεί να θίξει κανείς. Ένα από αυτά είναι το ζήτημα της άμεσης δημοκρατίας και των θεσμών της, όπως η κλήρωση, η ανακλητότητα, η περιορισμένη θητεία, η εκκλησία του δήμου σαν κυρίαρχο όργανο, όπου οι Αθηναίοι όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σ’ αυτό το διάλογο, ανέχονταν και τον τελευταίο πολίτη να πει τη γνώμη του για τα κοινά.
  Ένα άλλο είναι το πρόβλημα της τιμωρίας. Η τιμωρία δεν έχει χαρακτήρα εκδίκησης, αλλά αποτροπής. Μπορεί να αναφερθεί η σύγχρονη προβληματική πάνω σε αυτά τα ζητήματα, η συμβολή των ωφελιμιστών (Μπένθαμ κ.λπ.) (Harry Burrows Acton, Εμπειρισμός και Εξελικτισμός στο Encycolopedie de la pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 19ος-20ός αιώνας. Η εξελικτική φιλοσοφία, εθνικές φιλοσοφικές σχολές. Μετάφραση: Μαριλίζας Μήτσου-Παππά, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1979, σελ. 13-14) και οι γενικότερες επιδράσεις παρόμοιων αντιλήψεων πάνω στο σύγχρονο σωφρονιστικό μας σύστημα.
  Ένα άλλο ζήτημα που μπορεί να σχολιασθεί είναι η σύγχρονη εκδοχή του διδακτού ή μη της αρετής, της σχετικής επίδρασης δηλαδή των περιβαλλοντικών και των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση ενός ατόμου, η σχέση αυτών των αντιλήψεων με πολιτικές θεωρίες και πρακτικές, το φαινόμενο του ρατσισμού κ.λπ.
  Δεν χρειάζεται να αναφερθούν όλα τα σημεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο σχολιασμού. Απλώς πιστεύω ότι ανάλογα με την εξέλιξη του μαθήματος, με τις δέκα μόνο αράδες που έχει να διδάξει περίπου ο συνάδελφος (σελ. 13) τη διδακτική ώρα, θα πρέπει να θίξει ζητήματα που αποτελούν σημεία προβληματισμού σήμερα. Έτσι ίσως θα καταφέρει να κεντρίσει το ενδιαφέρον των συνήθως υπνωττόντων μαθητών του, ώστε να τον παρακολουθήσουν. Η διεύρυνση επίσης της θεματολογίας του, αν και μπορεί να έχει μικρή μόνο σχέση με το κείμενο, πλουτίζει τους μαθητές με ιδέες που μπορεί να τις αξιοποιήσουν στις εκθέσεις τους, μια και τα κοινωνικά ερεθίσματα σήμερα κάθε άλλο παρά ευνοούν την ανάπτυξη τέτοιου είδους προβληματισμών, και απ’ αυτή την άποψη η ευθύνη που έχουμε σαν εκπαιδευτικοί είναι μεγαλύτερη.

Βιβλιογραφία

1. W.K.C. Guthrie, Οι σοφιστές, μετάφραση Δαμιανού Τσεκουράκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1989.
2. Zeller-Nestle, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετάφραση Χρήστος Θεοδωρίδης, Κάλβος, Αθήνα 1969.
3. Bertrand Russell, History of the Western Philosophy, George Allen and Unwin, London 1961.
4. Γιάννη Κορδάτου, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Μπουκουμάνης, Ε' έκδοση, Αθήνα 1972.
5. Χρήστου Χρηστίδη, Προτάσεις για μια ευχάριστη διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών, Αθήνα 1989.
6. Harry Burrows Acton, Εμπειρισμός και Εξελικτισμός, στο Encycolopedie de la pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 19ος-20ός αιώνας. Η εξελικτική φιλοσοφία, εθνικές φιλοσοφικές σχολές. Μετάφραση: Μαριλίζας Μήτσου-Παππά, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1979.
7. Πλάτωνα Πρωταγόρας, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Κ.Ν. Πετρόπουλου, Πατάκης, Αθήνα 1981.
8. Βασ. Α. Κύρκος, Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Ιωάννινα 1986.
9. W.K.C. Guthrie, Οι Έλληνες φιλόσοφοι, μετάφραση Αντ. Η. Σακελλαρίου, Παπαδήμας, Β' έκδοση, Αθήνα 1988.
10. Κ. Μπαλάσκας, Οι τρεις τάσεις της αρχαίας σοφιστικής, στο αφιέρωμα στον Ευάγγελο Παπανούτσο, τόμος 1ος, Αθήνα 1980.

No comments:

Post a Comment