Μαρία Σταματάκη, Στα πρώτα της ψηλοτάκουνα, Καστανιώτης 2009, σελ. 269
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα μυθιστόρημα για μεγάλους που εικονογραφεί την εφηβική ηλικία μιας κοπέλας, τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, και κυρίως την αδυναμία της να ξεφύγει από έναν ασφυκτικό κλειό.
Στο δεύτερο μυθιστόρημά της, υποπτευμόμαστε κατά το μάλλον ή ήττον αυτοβιογραφικό, η Μαρία Σταματάκη παίρνει την ηρωίδα της από την παιδική ηλικία όπου την άφησε στο πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Εγώ είμαι η τελευταία που μ’ αγαπούσα», το οποίο παρουσιάσαμε επίσης από το Λέξημα, και την παρακολουθεί στην εφηβική της ηλικία. Διαφορετικά τα προβλήματα εδώ, όμως οι ψυχολογικές εντάσεις, οι ματαιώσεις και οι απογοητεύσεις είναι παρόμοιες. Δεν είναι να απορούμε. Αφού η παιδική ηλικία της ηρωίδας της κάθε άλλο παρά χαρακτηριζόταν από την ξεγνοιασιά των παιδικών χρόνων, η εφηβεία με τα προβλήματά της δεν θα μπορούσε να είναι ανώδυνη. Ένας αδελφός με ένα «κουσούρι», με ελαφρά ατροφικό το ένα του πόδι εξαιτίας μιας αδεξιότητας του γιατρού στη γέννα, θέτει σε δοκιμασία τα αδελφικά της αισθήματα, ταλαντεύοντάς τα από την αδελφική αγάπη στην αποστροφή, πράγμα που την γεμίζει θλίψη και ενοχές. Επίσης μια σχέση που έχει δεν την καλύπτει καθόλου. Το αποτέλεσμα; «Ακριβοπλήρωνε σαν επιτίμιο την αναποφασιστικότητα τόσων ετών, να διαλύσει αυτό που είχε ξεκινήσει με τον Σωτήρη, σχεδόν παιδί, και την ψεύτικη ειδυλλιακή εικόνα που έκανε δώρο στη μάνα της, για να ζήσει και εκείνη μια στάλα δροσιάς, μέσα στο βαρύ κλίμα της σχέσης της με το σύζυγό της» (σελ. 208-209).
Όχι μόνο δεν θα διαλύσει τη σχέση αυτή, αλλά δεν θα αντιδράσει καν στο πραξικοπηματικό λογοδόσιμο που έκανε ο Σωτηράκης πίσω από την πλάτη της. Τελικά ο ερωτευμένος Σωτηράκης θα πάρει το θάρρος, ή μάλλον θα εξωθηθεί από τους γονείς του να δώσει τέλος στη σχέση, όταν μαθαίνουν ότι η φίλη του φλερτάρει και με άλλα άτομα.
Τελικά τα προβληματικά άτομα έλκουν και έλκονται από άλλα προβληματικά άτομα. Ο Μάνος δεν ήταν η καλύτερη επιλογή της Ελέσας. Δοκιμάζουν να κάνουν έρωτα αλλά αποτυγχάνουν. Αργότερα ανακαλύπτει και αυτή, όπως ο Αλκιβιάδης για τον Σωκράτη, ότι δεν είναι εραστής αλλά ερρωμένος, δηλαδή γκέι, και θα καταλάβει την αιτία της αποτυχίας εκείνης της προσπάθειας. Τελικά θα ξεφορτωθεί κυριολεκτικά την παρθενιά της, που νοιώθει να τη βαραίνει, με κάποιον που της είναι περίπου αδιάφορος.
Μπορεί θεματικά η Σταματάκη να κινείται στον ίδιο άξονα με το προηγούμενο μυθιστόρημά της, υφολογικά όμως έχει μετατοπισθεί αρκετά. Τα εφέ της επανάληψης, των ερωτηματικών, της δισημίας, της απαρίθμησης δεν εμφανίζονται εδώ, ή ίσως τόσο σπάνια που περνούν απαρατήρητα. Απεναντίας συναντούμε σε πολύ μεγάλη συχνότητα τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, ένα κράμα ευθύ λόγου και πλάγιου. Να δώσουμε ένα μικρό δείγμα:
«Όλα ήταν φρέσκα ακόμη και όλα την κατείχαν όταν την πήρε τηλέφωνο η Ζωή και μετά τα συνηθισμένα την προσκάλεσε στο βορρά. Γιατί δεν πηγαίνει; Να πάρει το πρώτο λεωφορείο και ν’ ανέβει. Την περιμένει. Έχει βρει κάτι τύπους πολύ εντάξει. Θα της αρέσουν. Γιατί θάβεται εκεί μέσα;» (σελ. 229).
Ο εσωτερικός μονόλογος απαντάται επίσης αρκετά συχνά, αναπαράγοντας σε υφολογικό επίπεδο τις ψυχικές εντάσεις της ηρωίδας, και αποτυπώνεται πολλές φορές σε ημερολογιακές σελίδες, σε ένα γραπτό λόγο ανεπεξέργαστο, θρυμματισμένο και ακατάστατο.
Η ψυχολογική ένταση συχνά εικονοποιείται με κάτι πολύ πιο ευρύ από μια μεταφορά.
(Της μιλάει ο πατέρας της:) «-Πολλές φορές μου κοστίζει η ανεμελιά μου. Έτσι παντρεύτηκα και τη μάνα σας. Μου στάθηκε εμπόδιο ένα ράσο και εγώ το έκανα πέρα.
Ένα μαλλιαρό ζώο, λύκος ή τίγρης, ξεπετάχτηκε αθόρυβα απ’ το σκοτάδι και κατηφόρισε ίσα, πάνω στην Ελέσα. Έντρομη εκείνη, προσπάθησε να το αποφύγει, καμπούριασε, διπλώθηκε στα δυο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να νιώσει τα κοφτερά δόντια στη σάρκα της.
Να μη μιλήσει!
Να μη μιλήσει!...
-Εσύ όμως τώρα άκου, άκου με και μη τσινίσεις. Δε θα κάνεις χωριό μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν είναι εντάξει για σένα. Δεν ταιριάζουν τα χνότα σας…
Χώθηκε πάλι το ζώο μες στο σκοτάδι, από κει που ξεφύτρωσε, ακούστηκε ο θόρυβος από τα χαμόκλαδα…» (σελ. 238).
Χώθηκε το ζώο όταν διαπίστωσε ότι ο πατέρας της ήταν σύμμαχός της, ότι, όπως και αυτή, δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Σωτηρ-Άκη, όπως τον αναφέρει κάθε φορά από τότε που άκουσε το υποκοριστικό του.
Τέλος η Σταματάκη αρέσκεται στα περίεργα ονόματα. Πλάι στα περίπου συνηθισμένα όπως Μάνος, Μαίρη, Ζωή, Φωτεινή, βλέπουμε το Σαββατιανός (ο αδελφός της ηρωίδας της, και ας τον φωνάζουν Σάββα), Ζώσιμος, Ανεκτή, Ευδόκιμος, Ελέσα. Την ίδια λατρεία για τα περίεργα ονόματα συναντήσαμε και στα πρώτα έργα του Γιάννη Ξανθούλη και του Γεράσιμου Δενδρινού.
Υφολογικά ανανεωμένη αλλά θεματικά στον ίδιο καταθλιπτικό άξονα της προ- και εφηβικής ηλικίας η Σταματάκη μας παρουσιάζεται και μ’ αυτό το δεύτερο μυθιστόρημά της σαν μια από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους μας. Και μας αφήνει με το σασπένς τι γίνεται η ηρωίδα της όταν ενηλικιώνεται. Αλλά φαντάζομαι αυτό θα μας το πει στο επόμενο μυθιστόρημά της, που θα ολοκληρώνει την τριλογία-εκτός κι αν τη φαντάζεται, βαγκνερικά, ως τετραλογία.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment