Αλέξης Σταμάτης, Σκότωσε ό, τι αγαπάς, Καστανιώτης 2009.
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα με εντυπωσιακές ανατροπές
Ο Αλέξης Σταμάτης, παρά το ότι εμφανίστηκε καθυστερημένα στα ελληνικά γράμματα, έχει διανύσει μέχρι τώρα μια εντυπωσιακή πορεία. Στα τριανταοκτώ του εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια, σε απόσταση μόλις ενός ή δυο χρόνων το ένα από το άλλο άλλα έξι, τα περισσότερα από τα οποία μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες. Για να ακριβολογούμε, στα γράμματα είχε εμφανισθεί πέντε χρόνια πιο πριν με μια ποιητική συλλογή για να ακολουθήσουν στη συνέχεια άλλες δύο, όμως φαίνεται ότι ο πεζογράφος νίκησε τον ποιητή.
Ο Σταμάτης σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακά στην αρχιτεκτονική και στον κινηματογράφο στο Λονδίνο. Στην εργογραφία του συγκαταλέγεται και το σενάριο για την ταινία «Καταιγίδα» του Χάρη Πατραμάνη, το οποίο εγκρίθηκε από το πρόγραμμα «Ορίζοντες» του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου όπου αναγράφεται το βιογραφικό του.
Κεντρικός ήρωας σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ο Άρης Μανιάτης (καμιά σχέση με τον Γιάννη Μανιάτη του Λέξημα). Ο Μανιάτης έχει γράψει ένα σενάριο, και ένας τυφλός γιατρός τού κάνει υποδείξεις για να το βελτιώσει. Μαθαίνουμε αρκετά για την τεχνική συγγραφής ενός σεναρίου, και στο τέλος του βιβλίου έχουμε και ένα μικρό δείγμα.
Το σενάριο είναι αυτοβιογραφικό, όχι τόσο με την έννοια της πιστότητας στα γεγονότα όσο με την έννοια της πιστότητας σε μια αλήθεια ζωής και σε μια ουσίας ύπαρξης (τελικά η ύπαρξη προηγείται της ουσίας ή η ουσία της ύπαρξης; Κουίζ: ποια απάντηση έδωσε ο Σαρτρ;) Αυτή την αλήθεια προσπαθεί να εκμαιεύσει ο γιατρός από τον Μανιάτη, σε μια ενδοοικιακή αλληλογραφία (φιλοξενείται από μια κοπέλα μετά από ένα τροχαίο που του συνέβη, και στο σπίτι της μένει ο ηλικιωμένος τυφλός γιατρός, που κριτικάρει και καθοδηγεί τον Μανιάτη στη επεξεργασία του σεναρίου του). Επικοινωνούν με γράμματα, κι ας βρίσκονται στο ίδιο σπίτι. Μετά από ένα γράμμα στον γιατρό διαβάζουμε:
«Το ’χα γράψει στο χέρι. Είχα σβήσει και πάλι τα σημεία που δεν ήθελα να δει (να σημειώσουμε εδώ μια πρωτότυπη επινόηση: Οι διαγραμμένες προτάσεις και λέξεις υπάρχουν στο κείμενο, σε έναν ακραίο νατουραλισμό). Το ξαναδιάβασα. Μια, δυο, τρεις φορές. Με καθαρό μυαλό. Όσο καθαρό δηλαδή επέτρεπε η ζάλη από το χτεσινό ποτό. Ήταν ένα ποιητικό παραλήρημα. Το είδος του κειμένου που κάποτε λάτρευα και από το οποίο είχα από καιρό αποφασίσει να ξεφύγω. Από εκείνα που, εάν ήμουν συγγραφέας, θα εκτελούσα πρώτα, ακολουθώντας την προτροπή ‘σκότωσε ό, τι αγαπάς’» (σελ. 150).
Παραθέσαμε αυτό το απόσπασμα αφενός γιατί εμπεριέχει τον τίτλο του μυθιστορήματος και αφετέρου γιατί από αυτό αντλούμε την κριτική μας. Γιατί όντως δεν σκότωσε αυτό που αγαπούσε ο Σταμάτης. Η γραφή του στη μεγαλύτερη έκταση είναι ελλειπτικά πυκνή και αφαιρετική, και, κρίνοντας εξ ιδίων, αναρωτιόμαστε κατά πόσο ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει αυτόν τον διάλογο ανάμεσα στον Μανιάτη και στο γιατρό πάνω σε ένα θέμα στο οποίο σίγουρα είναι αδαής όπως η συγγραφή ενός σεναρίου. Υπάρχουν βέβαια αφηγηματικές νησίδες ιδιαίτερα συναρπαστικές, για τις οποίες αναρωτιέται κανείς σε πιο βαθμό είναι αυτοβιογραφικές όταν βλέπει να παρελαύνουν σ’ αυτές ονόματα όπως ο Φίνος, ο Διονύσης, η Νόρα. Και μια και ο Φίνος είναι ο γνωστός Φίνος της Φίνος φιλμ, δεν είναι δύσκολο να μαντεύσουμε τα επίθετα στα παραπάνω ονόματα.
Το τέλος όμως του μυθιστορήματος δεν είναι απλώς καλό, για να θυμηθούμε την παροιμία «Τέλος καλό όλα καλά», αλλά κυριολεκτικά συναρπαστικό. Λύνεται και το ενδιάμεσο σπασπένς: τελικά έκανε έρωτα με την κοπέλα εκείνο το βράδυ; Ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν θυμόταν.
Δεν έκανε. Και δεν έκανε γιατί όλη η προηγούμενη αφήγηση δεν ήταν παρά η αφήγηση ενός παραληρήματος, όχι ποιητικού αυτή τη φορά. Ο αφηγητής νοσηλεύεται στην εντατική μετά από ένα τροχαίο που είχε με τη μηχανή του, και σε ημικωματώδη κατάσταση, ή σε κατάσταση καταστολής, έχει παραισθήσεις. Ο γιατρός δεν είναι τελικά παρά ο γιατρός που τον κουράρει, και δεν είναι τυφλός, και η Δάφνη δεν είναι παρά μια νοσοκόμα.
Θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι η (αφηγηματική) τεχνική για την τεχνική δεν έχει (και τόσο) νόημα, αν δεν υπηρετεί κάτι πιο ουσιαστικό. Η αφήγηση ενός επεισοδίου την οποία ο Μανιάτης κάνει στο γιατρό ως δήθεν το πραγματικό γεγονός το οποίο παραλλάσσεται στο σενάριο, είναι στην πραγματικότητα κι αυτή πλασματική. Η αλήθεια είναι, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, ότι παράτησε τον φίλο του στο έλεος των ΜΑΤ, από μια υποσυνείδητη παρόρμηση να τον ξεφορτωθεί και να του πάρει το κορίτσι. Έτσι ο τίτλος φαίνεται δισημικός: Να μη διστάσεις να αφαιρέσεις πράγματα που σ’ αρέσουν σε ένα κείμενό σου, και…, εδώ δεν κολλάει η προστακτική. Σκότωσε, ναι, σκότωσε, αλλά το σκότωσε είναι σε χρόνο αόριστο. Σκότωσε ό, τι αγαπούσε. Σκότωσε τον καλύτερό του φίλο.
Με θεματοποιημένο τον κινηματογράφο, το μυθιστόρημα είναι τελικά μια ιστορία απώθησης και ενοχής. Το τέλος είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό.
«Ξαφνικά χάνομαι σε μια παιδική ανάμνηση, σαράντα τόσα χρόνια πριν, να κοιτάζω πρώτη φορά μέσα από μια κάμερα.
Και αμέσως σε μια μεταγενέστερη. Πίσω από ένα αυτοκίνητο, ανάμεσα στους καπνούς.
Η κάμερα αυτονομείται, ανυψώνεται. Το πλάνο ανοίγει. Πλέον κοιτάζει κάθετα, από ψηλά, από τον ουρανό. Από το θόλο.
Το βλέμμα περνάει τα σύννεφα, τους καπνούς, τους ανθρώπους. Ένα πεσμένο σώμα. Καταματωμένο. Αγαπημένο. Νεκρό. Κι εσύ ο δολοφόνος.
Και ξέρεις πως μόνο αν το ξυπνήσεις, εσύ που το σκότωσες, μπορείς ν’ αγαπηθείς ξανά.
FADE OUT
19 Ιανουαρίου-6Μαρτίου 2009
Οι σύγχρονοι αφηγηματικοί κώδικες στηρίζονται στο «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, σε αντίθεση με τους κώδικες της τραγωδίας, όπου η υπόθεση είναι γνωστή, και αυτό που μετράει είναι η λογοτεχνικότητα της «αφήγησης» του «πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος. Ζητώ συγνώμη ως βιβλιοκριτικός που μαρτύρησα το τέλος. Η λογοτεχνικότητα της αφήγησης όμως σ’ αυτό το βιβλίο αφθονεί, ώστε να αξίζει να το διαβάσετε παρά το ότι σας αποκάλυψα το τέλος.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment