Tuesday, December 22, 2009

Καβάφης, ο ηδονικός και απαισιόδοξος

Καβάφης, ο ηδονικός και απαισιόδοξος

Γεραπετρίτικη Απόπειρα, τ. 29, Ιούλιος ’98, σελ. 20-24

  Η ζωή του Καβάφη είναι χωρίς διακυμάνσεις, όπως χωρίς διακυμάνσεις είναι και το έργο του. Ο Κάλβος είχε μια πολυτάραχη ζωή, ιδιαίτερα στα νεανικά του χρόνια. Τον βρίσκουμε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις για μεγάλα διαστήματα της ζωής του. Η ζωή του Σολωμού και του Παλαμά έχει λιγότερες εξωτερικές διακυμάνσεις και εντάσεις, βαίνει όμως παράλληλα προς την εξέλιξη του ποιητικού τους έργου, το οποίο μπορούμε να παρακολουθήσουμε σκαλί σκαλί στην ανοδική του εξέλιξη ανιχνεύοντας ταυτόχρονα βιογραφικές λεπτομέρειες που το φωτίζουν.
  Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τον Καβάφη. Η ζωή του, με εξαίρεση την παιδική του ηλικία, φαίνεται στερημένη από γεγονότα. Όσο για το έργο του, αυτό παρουσιάζει ακόμα λιγότερες διακυμάνσεις. Πρόκειται για την αργή, σταδιακή ανέλιξη στον
Παρνασσό της ποίησης ενός ανθρώπου υπερβολικά απαιτητικού απ’ τον εαυτό του - με εξαίρεση ίσως τον Σολωμό - που γράφει λίγα, μοιράζει λιγότερα σε στενούς φίλους, σε τυπωμένα μονόφυλλα, δημοσιεύει ακόμη λιγότερα, σβήνει και διορθώνει συνεχώς σε κάθε νέα έκδοση, αποκηρύσσει πολλά από τα παλιά του ποιήματα, για να μας κληροδοτήσει επίσημα ένα σύνολο 154 ποιημάτων, από τα οποία ελάχιστα ξεπερνούν τη μια σελίδα. Έτσι το έργο του πουθενά δεν φαίνεται άνισο. Παρόλο που τα ποιήματά του παρουσιάζουν κάποιες υφολογικές διαφοροποιήσεις με την πάροδο των χρόνων (περιορίζονται π.χ. οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις μέχρι που εξαφανίζονται τελείως), μόνο ένας προσεκτικός μελετητής θα μπορούσε να τα τοποθετήσει περίπου χρονολογικά. Μια δουλειά βέβαια χωρίς κανένα νόημα, όχι τόσο γιατί μας έχει δοθεί, τουλάχιστον στα τελευταία ποιήματα, μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση από τον ίδιο τον ποιητή, όσο γιατί είναι απότοκα μιας ενιαίας ποιητικής, και καθώς είναι όλα τους ξεδιαλεγμένα, δεν παρουσιάζουν ανισότητες. Έτσι οι μελετητές έχουν την τάση να τα εξετάζουν θεματικά περισσότερο παρά στη χρονολογική τους εξέλιξη.
  Παρόλο που η ζωή του Καβάφη πέρασε χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις όπως είπαμε, εν τούτοις κανενός ποιητή η βιογραφία δεν βοηθάει τόσο στην κατανόηση του έργου του όσο η δική του. Υπάρχουν ποιητές που στο έργο τους βαραίνουν περισσότερο τα κοινωνικά, πολιτικά και καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Ο Καβάφης φαίνεται να τα αγνοεί. Όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο Ε. Μ. Foster, φαινόταν να βρίσκεται «σε μια ελαφρά απόκλιση από το σύμπαν» (E.M. Foster, Η ποίηση του Κ.Π. Καβάφη, στο Κ.Π. Καβάφης, Κριτικές μελέτες, Αθήνα χχ, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 197). Όσο για την ποίησή του, αυτή έμεινε ολότελα μετέωρη. Δεν στηρίχτηκε σε καμιά παράδοση και έμεινε χωρίς συνεχιστές, όπως και η ποίηση του Κάλβου. Μόνο που ο Κάλβος πέρασε σαν διάττοντας αστέρας. Ο Καβάφης όμως στεκόταν εκεί, προκλητικός, μια ζωή.
  Αν στο έργο του δεν ανιχνεύονται εξωτερικές, κοινωνικές επιδράσεις, διαπιστώνουμε όμως έντονες τις επιδράσεις της ατομικής του ζωής. Και δεν εννοούμε φυσικά μόνο ή κυρίως τις ερωτικές του εμπειρίες που αποτυπώθηκαν στην ποίησή του· εννοούμε το συνολικό φάσμα της ζωής του, που του διαμόρφωσε μια ορισμένη ψυχολογική διάθεση και μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στη ζωή, που εκφράστηκε μέσα στην ποίησή του.
  Ο ποιητής γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863, όπου και πέθανε το 1933. («Είναι γλυκύς ο θάνατος/ μόνο όταν πεθαίνουμε/ εις την πατρίδα». Όμως ο Καβάφης ήταν αυτός που πέθανε στην πατρίδα, όχι ο Κάλβος). Ήταν το ένατο παιδί του Πέτρου και της Χαρίκλειας Καβάφη. Το 1870 πεθαίνει ο πατέρας του. Το 1872 η μητέρα του με τα παιδιά πηγαίνουν στο Λίβερπουλ της Αγγλίας όπου είχαν οικονομικά συμφέροντα. Το 1876 ξεσπά οικονομική κρίση στην Αίγυπτο και διαλύεται ο οίκος «Καβάφης και Σία». Η οικογένεια χάνει όλη σχεδόν την περιουσία της. Το 1877 η μητέρα του Καβάφη μένει για ένα διάστημα στο Λονδίνο και μετά επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, που βομβαρδίζεται από τον βρετανικό στόλο. Το διαμέρισμά τους καίγεται. Η Χαρίκλεια Καβάφη έχει προλάβει όμως να φύγει στην  Κωνσταντινούπολη με τα μικρότερα παιδιά της. Θα επιστρέψουν το 1885. Το 1889 πεθαίνει ο φίλος του ποιητή Μικές Ράλλης. Από τότε κατά τακτά χρονικά διαστήματα χάνει και από ένα αγαπημένο πρόσωπο. Το 1891 πεθαίνει ο αδελφός του Πέτρος, σε ηλικία 40 χρονών. Το 1899 η μητέρα του, που τη λάτρευε. Ο πιο μεγάλος αδελφός του Γεώργιος πεθαίνει το 1900 σε ηλικία 50 χρονών. Το 1902 ο Αριστείδης, πάλι 50 χρονών. Το 1905 ο Αλέξανδρος, γύρω στα 50 και αυτός. Το 1920 ο Παύλος, γύρω στα 60, και το 1932 ο Τζων. Δεν θα ήταν (σελ. 20) υπερβολή να πούμε ότι έθαψε όλη του την οικογένεια.
  Η πτώχευση της οικογένειας τον αναγκάζει να εργασθεί. Εργάζεται για λίγο ως μεσίτης στο χρηματιστήριο βάμβακος, για να τακτοποιηθεί το 1892 στην υπηρεσία αρδεύσεως, απ’ όπου θα παραιτηθεί το 1922.
  Στην Αθήνα πήγε όλες κι όλες τέσσερις φορές. Η τελευταία ήταν το 1932, για να κάνει εγχείρηση καρκίνου του λάρυγγα. Επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια, όπου θα τον βρει λίγο μετά ο θάνατος.
  Είπαμε και προηγουμένως ότι πολλοί μελετητές του αντιμετωπίζουν τον Καβάφη θεματικά. Ο Στρατής Τσίρκας έγραψε για τον πολιτικό Καβάφη. Ο Παπανούτσος
παθιάζεται με τον διδακτικό Καβάφη. Οι κάθε είδους αρνητές του τα ’χουν με τον ηδονικό Καβάφη.
  Ο ίδιος ο Καβάφης χώρισε τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ηδονικά, τα
φιλοσοφικά και τα ιστορικά. Η κατάταξη αυτή είναι πολύ βολική, γιατί αυτά τα
στοιχεία δεσπόζουν πράγματι στην ποίησή του: η λατρεία της ηδονής, ο φιλοσοφικό στοχασμός και ο ιστορικός διάκοσμος. Φυσικά τα περισσότερα ποιήματά του εντάσσονται σε δυο, ή ακόμη και στις τρεις κατηγορίες.
  Πίσω από τον διαχωρισμό όμως αυτό υπάρχει ο συναισθηματικός τόνος του ποιητή που τις τέμνει εγκάρσια, και ο οποίος βρίσκεται μέσα, αλλά συχνά και πέρα από τα όρια των προθέσεών του.
  Όμως ποιος είναι ο συναισθηματικός τόνος της ποίησης του Καβάφη;
  Ας πάρουμε από κάθε κατηγορία ένα ποίημα. Οι «Θερμοπύλες» είναι από τα πιο γνωστά του φιλοσοφικά ποιήματα, με εμφανή τον διδακτικό χαρακτήρα.
  Το διδακτικό μήνυμα του ποιητή διατυπώνεται απερίφραστα ήδη στον πρώτο στίχο του ποιήματος: «Τιμή σε κείνους, που στη ζωή τους όρισαν να φυλάττουν Θερμοπύλες». Το μήνυμα κλιμακώνεται στους τελευταίους στίχους: «Και περισσότερη τιμή τους πρέπει/ όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)/ πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος/ και οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». Η ηθική πράξη απογυμνώνεται από τον ωφελιμιστικό καιροσκοπισμό της πιθανής επιτυχίας. Όμως ο κυρίαρχος συναισθηματικός τόνος του ποιήματος αποκαλύπτεται καθώς πασχίζει να κρυφθεί πίσω από τον κυριολεκτικά παρενθετικό χαρακτήρα της φράσης «(και πολλοί προβλέπουν)». Αν παραληφθεί το ποίημα δεν χάνει σε τίποτε από το διδακτικό του μήνυμα. Όμως η εμβόλιμη αυτή φράση αποκαλύπτει τη βαθιά απαισιοδοξία του ποιητή. Η προδοσία εμφωλεύει παντού στη ζωή.
 Η απαισιοδοξία και ο μελαγχολικός τόνος είναι κάτι το εγγενές στην ηδονή, είτε πρόκειται για την μεταρσιωμένη της διάσταση, τον έρωτα, είτε για την καθαρή σεξουαλική ικανοποίηση, πράγμα που εκφράζεται βέβαια και στην καλλιτεχνική της αναπαράσταση. Περιπτώσεις ποιητών που να τραγουδούν ευτυχισμένα τον έρωτα είναι σπάνιες.
  Η ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου υφίσταται πολλές ματαιώσεις - στη
διαπίστωση αυτή άλλωστε στηρίχθηκε ο Φρόυντ και διατύπωσε την ψυχαναλυτική του θεωρία - και πολύ περισσότερο βέβαια όταν πρόκειται για ομοφυλόφιλες σχέσεις, όπου η δυσκολία ανεύρεσης σεξουαλικού συντρόφου είναι πιο μεγάλη, και ακόμη πιο μεγάλη είναι η δυσκολία δημιουργίας μόνιμου δεσμού, μια και συνήθως οι σχέσεις αυτές δεν στηρίζονται σε μια βάση αμοιβαιότητας αλλά είναι πληρωμένες. Ίσως αυτός είναι ένας λόγος που το ερωτικό στοιχείο απουσιάζει εντελώς από τα ποιήματα του Καβάφη (παρόλο που μιλάει για τα ερωτικά του αισθήματα σε κατ’ ιδίαν σημειώσεις) ενώ την κύρια θέση την κατέχει το σεξουαλικό στοιχείο, η ηδονή.
  Ακόμη, οι ματαιώσεις που υφίσταται η ομοφυλόφιλη ηδονή από εσωτερικές αναστολές («Ωμνύει») και εξωτερικές απαγορεύσεις κάνουν την ικανοποίηση που προσφέρει, αν όχι και την έντασή της, πολύ μεγάλη. Εδώ εμπεριέχεται κάτι από τη γλύκα του απαγορευμένου καρπού, ή τη χαρά που νιώθουμε για κάτι που δύσκολα αποκτήσαμε.
  Όμως το στοιχείο της μελαγχολίας φαίνεται να ενυπάρχει ακόμη και στην ίδια την πλήρωση της ηδονής. Οι ρωμαίοι έλεγαν post coitum omnia animalia trista sunt (μετά τον οργασμό όλα τα ζώα είναι μελαγχολικά). Κάθε κατάσταση έντασης τη διαδέχεται μια κατάσταση χαλάρωσης, τη χαρά τη διαδέχεται η λύπη.
  Η ιδιαίτερη αυτή ματαίωση, η αδυναμία να διατηρήσεις την ηδονή επ’ άπειρον,
ενέχει ένα έντονο στοιχείο απογοήτευσης και μελαγχολίας. Και αυτό βέβαια ισχύει περισσότερο για τους μονομανείς της ηδονής, όπως είναι οι ομοφυλόφιλοι.
  Έτσι λοιπόν, για να συνοψίσουμε, ένας μελαγχολικός τόνος είναι αδυσώπητα
εγγενής σε κάθε πραγμάτευση της ερωτικής και σεξουαλικής ικανοποίησης. Μόνο που στον Καβάφη ο τόνος αυτός επιτείνεται με κάποιες ιδιαίτερες τεχνικές.
  Ο ποιητής δεν μιλάει ποτέ για τις τωρινές του ερωτικές εμπειρίες. Φαίνεται να
διακατέχεται από μια απόλυτη περιφρόνηση για το παρόν, το οποίο θεωρεί ανάξιο να το πραγματευθεί ποιητικά. Έτσι, όταν μιλάει για τους έρωτές του αναφέρεται στο
παρελθόν, όπως και όταν θέλει να διεκτραγωδήσει (ή να διακωμωδήσει) το παρόν, θα καταφύγει στην ιστορία. Μάλιστα μ’ αυτή την τεχνική πετυχαίνει και έναν έκδηλο στόχο: μας υποβάλλει την αίσθηση ότι οι ερωτικές στιγμές που ένιωσε ήσαν πραγματικά υπέροχες, μια και τις αναπολεί τόσα χρόνια μετά. Δημιουργείται όμως και μια δεύτερη εντύπωση, που αυτή χωρίς άλλο ξεφεύγει από την (συνειδητή τουλάχιστον) πρόθεση του ποιητή. Η αναπόληση τόσων παλιών ηδονών υποβάλλει την αίσθηση ενός στερημένου παρόντος. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ερωτική ζωή του ποιητή είχε σταματήσει, όπως θέλει μια μερίδα της κριτικής, αφού στα ώριμα χρόνια του αναφέρεται σε έρωτες που έζησε σε εποχές που συνέγραψε ερωτικά ποιήματα, για αλλοτινούς καιρούς κι αυτά. Η στέρηση αυτή είναι σχετική, και ίσως περισσότερο ψυχολογική. Φαίνεται να στηρίζεται περισσότερο στο ανικανοποίητο των ομοφυλόφιλων ορέξεων, που έχει τη βάση του αφενός στις εσωτερικές αναστολές και τις εξωτερικές ματαιώ (σελ. 21) σεις, και αφετέρου στην μεγαλύτερη προσδοκία ηδονής. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Μια νύχτα».
Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη
κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ’ το παράθυρο φαίνονται το σοκάκι,
το ακάθαρτο στενό. Από κάτω
ήρχονταν οι φωνές κάτι εργατών
που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.

Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεβάτι
είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη
τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης -
τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα
που γράφω, έπειτα από τόσα χρόνια!
μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.
  Όλος ο μελαγχολικός διάκοσμος του ομοφυλόφιλου έρωτα εκφράζεται εδώ πολύ παραστατικά. Όμως και πάλι το αίσθημα της προσωπικής μελαγχολίας και θλίψης του ποιητή εκφράζεται με μια απλή νύξη, για το «μονήρες» σπίτι του.
  Αν στα ηδονικά και στα φιλοσοφικά ποιήματα του ποιητή οι πεσιμιστικές του
διαθέσεις εκφράζονται έμμεσα και υπαινικτικά, στα ιστορικά του ποιήματα εκφράζονται πιο άμεσα. Ο συμβιβασμός («Η μάχης της Μαγνησίας»), ο ηθικός ξεπεσμός («Η δυσαρέσκεια του Σέλευκου», «Ο Βασιλεύς Δημήτριος», «Ο Ηρώδης Αττικός»), η αδυναμία μπροστά σε ανώτερες δυνάμεις, το αδυσώπητο πεπρωμένο που καραδοκεί («Τρώες») αποτελούν μόνιμα μοτίβα του. Αυτό ο ποιητής το εκφράζει απερίφραστα σε πρώιμα ποιήματά του όπως οι «Τρώες» χρησιμοποιώντας την παρομοίωση και το πρώτο πρόσωπο: «Είν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων. Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων». Αν  παραληφθούν αυτοί οι στίχοι και το πρώτο πρόσωπο γίνει τρίτο, το ποίημα γίνεται καθαρά ιστορικό.
  Αργότερα ο ποιητής, νιώθοντας ότι οι προθέσεις του είναι ολότελα διάφανες, καταργεί τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές. Οι ιστορικές αντιστοιχίες πρέπει για τον επαρκή αναγνώστη να είναι προφανείς. Για να μην υπάρξει όμως αμφιβολία ως προς τη φύση των προθέσεών του, συνθέτει τα λεγόμενα ψευδοϊστορικά ποιήματα, όπου τις αντιλήψεις του για το παρόν τις ντύνει με ιστορικό ένδυμα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι ολότελα φανταστικά, και αυθεντικός είναι μόνο ο ιστορικός διάκοσμος.
  Ο Σεφέρης παρομοιάζει το πλαίσιο, και κυρίως το ιστορικό, των ποιημάτων του
Καβάφη με την «αντικειμενική συστοιχία» (objective correlative) του T.S.Eliot. Σε τέτοιες αντικειμενικές συστοιχίες που ξεπερνούν το πλαίσιο του συμβόλου βρίσκεται η μαγεία του διδακτικού και του φιλοσοφικού Καβάφη. Ενώ το διδακτικό μέρος της ποίησης του Κάλβου και του Σολωμού (το τέλος του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν») είναι ελάσσονος τόνου, ο Καβάφης βρίσκεται εδώ στις πιο ευτυχισμένες του στιγμές. Η «Ιθάκη» και οι «Θερμοπύλες» είναι κορυφαία διδακτικά ποιήματα, παρόλο που κι εδώ η αίσθηση της ιστορίας είναι έντονη, και ο ποιητής θέλει να την εντείνει περισσότερο βάζοντας τους κατάλληλους τίτλους. Σε ποιήματα όπως τα «Τείχη» και τα «Κεριά», δεν είναι τόσο ο συμβολισμός τους όσο η υποβλητική εικονοποιία τους που επιδρούν έτσι άμεσα στον αναγνώστη.
  Πολλοί μελετητές αποφάνθηκαν ότι ο Καβάφης αποτελεί ένα σύμπτωμα της παρακμής της εποχής του, την οποία και εκφράζει με το έργο του. Πρόκειται κυρίως για μελετητές συγκαιρινούς του, τις γνώμες των οποίων επαναλαμβάνουν και κάποιοι νεότεροι.
  Όμως οι μελλοντικές γενιές κρίνουν συνήθως μια εποχή διαφορετικά από ότι έκρινε εκείνη τον εαυτό της. Έτσι ενώ η λέξη «παρακμή» βρισκόταν στο πνευματικό λεξιλόγιο της εποχής εκείνης, σήμερα απουσιάζει εντελώς. Εμείς πιστεύουμε, όπως είπαμε και πιο πριν, ότι η ποίηση του Καβάφη ερμηνεύεται καλύτερα με βάση το ατομικό του ιστορικό (που δεν είναι τυπικό, δηλαδή μια ιδιαίτερη έκφραση του κοινωνικού) παρά με τις όποιες κοινωνικές επιδράσεις. Και ο πεσιμισμός του δεν είναι τόσο έκφραση της παρακμής της κοινωνίας όπου ζούσε, όσο προσωπικών εμπειριών.
  Μια εξαιρετική τραυματική εμπειρία για τον ποιητή πρέπει να ήταν ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του, που τον βρήκε όταν ο ποιητής ήταν μόλις πέντε χρονών. Όμως οι συνέπειες αυτού του θανάτου, η οικονομική καταστροφή, η μείωση της κοινωνικής θέσης που αυτή συνεπάγεται, η ανάγκη για επιβίωση που τον έσπρωξε στη βιοπάλη, πρέπει να ήσαν πιο αποφασιστικοί  παράγοντες για τον συγγραφέα. Η άχαρη δουλειά στην υπηρεσία αρδεύσεων που του στερούσε πολύτιμο χρόνο από την ενασχόλησή του με την ποίηση, τον βάραινε ιδιαίτερα. Με ανακούφιση θα την παρατήσει 30 χρόνια αργότερα, το 1922. Μεγάλο αίσθημα ανασφάλειας θα του δημιούργησαν και οι ταραχές του 1882, εξαιτίας των οποίων κάηκε το σπίτι του και έφυγε με τη μητέρα του στην Κωνσταντινούπολη. Οι αλλεπάλληλοι επίσης θάνατοι προσφιλών του προσώπων πρέπει να επέδρασαν αποφασιστικά στην ψυχολογία του.
  Σίγουρα όμως πιο αποφασιστική επίδραση στις ψυχολογικές του διαθέσεις έπαιξε η ομοφυλοφιλία του. Τότε η ομοφυλοφιλία ήταν αντικείμενο στιγματισμού. Η κοινωνική ανοχή, και συχνά η αποδοχή, που τη συνοδεύει σήμερα, τότε δεν υπήρχε ούτε στο ελάχιστο.
  Και δεν ήταν μόνο αντικείμενο εξωτερικών απαγορεύσεων. Οι απαγορεύσεις αυτές, έχοντας εσωτερικευθεί, δημιουργούσαν εσωτερικές αναστολές, συνοδευόμενες με χίλια δυο αισθήματα ενοχής. Εκφράζεται γι’ αυτά στο προσωπικό του ημερολόγιο, ενώ στην ποίησή του μάταια πασχίζει να κρυφθεί πίσω από το τρίτο πρόσωπο, όπως
φαίνεται χαρακτηριστικά στο «Ωμνύει». Πολλά χρόνια θα χρειαστεί να περάσουν για να ξεπεράσει τις ενοχές και τις αναστολές του, ώστε να μπορέσει να εκφραστεί απροκάλυπτα, σε πρώτο πρόσωπο:
   Τα χρόνια της νεότητάς μου, ο ηδονικός μου βίος -
   πως βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.
   Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες... («Νόησις»). (σελ. 22)
  Το οικονομικό ήταν ένα πρόβλημα που τον πίεζε αρκετά. Την οικονομική αυτάρκεια που θα τον απαλλάξει από τη βιοπάλη, μόνο προς το τέλος της ζωής του θα την
πετύχει. Το ίδιο και την αναγνώρισή του ως ποιητή. Δεν αμφιβάλλει καθόλου για την αξία της ποίησής του, όμως στον ευρύτερο ελληνικό χώρο μεσουρανούν άλλοι ποιητές, και η καταξίωση θα έλθει αργά και επίπονα. Μπορεί να κατάφερε να φτάσει τελικά στην Ιθάκη της αναγνώρισης, όμως τις μεγαλύτερες χαρές του τις πρόσφερε το ταξίδι, η ίδια η ποιητική του ενασχόληση. Πέθανε πριν καλά καλά προλάβει να χαρεί τις δάφνες της δόξας του.
  Ένας άλλος, ο Καζαντζάκης, θα γνωρίσει και αυτός αργά την αναγνώριση. Θα μιλήσει κι αυτός για τη συνεχώς μετακινούμενη κορφή, που δεν την φτάνει κανείς ποτέ και μένει μόνο με τη χαρά της ανάβασης.
  Όμως η «Ιθάκη» αποτελεί μια προσπάθεια απόκρυψης της παθιασμένης του μανίας για αναγνώριση. Θέλει να πείσει τον εαυτό του ότι δεν τον ενδιαφέρει αυτός ο στόχος, που όμως κατά βάθος τον λαχταρά. Αλίμονο σε όποιον καταφερθεί ενάντια στο έργο του! Του Τίμου Μαλάμου του έκοψε την καλημέρα γιατί του έκανε κάποια ανώδυνη κριτική. Κι όμως αυτός, αν και μαλωμένος με τον ποιητή, συμμετείχε σε μια προσπάθεια ματαίωσης μιας αντικαβαφικής εκδήλωσης. Με τον αδελφό του Τζων, ο οποίος του μετέφρασε αρκετά ποιήματά του στα αγγλικά, ένιωσε πικραμένος, γιατί του άφησε μόνο 1000 λίρες στη διαθήκη του μετά τον θάνατό του, ενώ το μεγαλύτερο μέρος το άφησε στην ανιψιά του.
  Αδικαιολόγητα ή όχι, από τους ανθρώπους ένιωθε απογοητευμένος. Καθώς ήταν μονήρης από ιδιοσυγκρασία και περιχαρακωμένος στον εαυτό του, δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Γι’ αυτό και οι ανθρώπινες φιγούρες επισύρουν τον αδυσώπητο σαρκασμό του. Τον θαυμασμό του θα τον φυλάξει μόνο για τα ωραία νεανικά κορμιά.
  Στα «Τείχη» και στην «Πόλη» το νόημα αμφιταλαντεύεται ακόμη ανάμεσα στον
σαρκασμό και στην ηττοπάθεια. Όμως στο «Η συνοδεία του Διονύσου» ο σαρκασμός του φτάνει στο αποκορύφωμά του. Σαρκάζει τους ομοτέχνους του που «πουλάνε» την  τέχνη τους για κάτι το ευτελές, όπως «να πολιτεύεται κι αυτός μες στη βουλή, κι αυτός στην αγορά». Αν μάλιστα θεωρήσουμε τον πολιτευόμενο ως σύμβολο του ανθρώπου που επιδιώκει τη γενικότερη αποδοχή και αναγνώριση, τότε σίγουρα κρύβεται εδώ ένας αθέλητος αυτοσαρκασμός.
  Στην απαισιοδοξία του θα αντιτάξει τις άμυνές του. Μπροστά στην κατάρρευση των πάντων, υπάρχουν ακόμη δυο αξίες από τις οποίες μπορεί να κρατηθεί κανείς. Αυτές είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια («Θερμοπύλαι», «Απολύπειν ο θεός Αντώνιον») και η ομορφιά, εξίσου στην τέχνη και στην ανθρώπινη μορφή. Τον ηδονισμό του μάλιστα καταφέρνει να τον αποπνευματοποιήσει σε λατρεία του ωραίου σώματος, παραπέμποντας έμμεσα στις πλαστικές αξίες της κλασικής εποχής, η οποία τόσο κατά τα άλλα απουσιάζει από το έργο του.
  Υπάρχει και η άλλη άμυνα, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, τόσο διάχυτη στην ποίησή του. Αυτή του επιτρέπει τη λήψη μιας κριτικής απόστασης από μια κοινωνική πραγματικότητα που τον πληγώνει, από τον ξεπεσμό μιας κοινωνίας που είναι τόσο απόλυτος, ώστε ακόμη και οι βάρβαροι «θα ήσαν μια κάποια λύση». Ο σαρκασμός είναι το μέσο που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να μην ξεπέσει στο μοιρολόι. Όμως και το μοιρολόι του, όπου υπάρχει, απεκδύεται τον συναισθηματικό τόνο και παίρνει τη μορφή ενός μεταφυσικού στοχασμού, ενός διαλογισμού πάνω στο νόημα της ύπαρξης, κυρίως σε ποιήματα όπως τα «Κεριά» και η «Μονοτονία».
  Η απροκάλυπτη εκδήλωση των συναισθημάτων εθεωρείτο πάντοτε έκφραση πληβειακή, έλλειψη αυτοελέγχου, ενώ η απόκρυψη των αισθημάτων ήταν στοιχείο ριστοκρατικότητας. Ο Καζαντζάκης τόσο θαυμάζει τους ανέκφραστους Γιαπωνέζους. Από αυτή την άποψη, ο Καβάφης είναι  ένας αριστοκράτης ποιητής. Ο λόγος του δεν είναι καθόλου ξέχειλος, είναι ολότελα λιτός και υπαινικτικός. Θαυμάζουμε την ικανότητά του να «κρύβει» τα συναισθήματά του. Πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε από την κριτική ως ο ποιητής της απόκρυψης. Ίσως να ασκήθηκε στην τέχνη της απόκρυψης προσπαθώντας να κρύψει την ερωτική του ζωή, που πιέζοντας ορμητικά να αποκαλυφθεί, όπως κάθε απωθημένο, έδωσε μια ξεχωριστή ποιότητα στην ποίησή του. Ο στίχος του Καβάφη «δεν υμνεί, δεν τραγουδά, δεν σπαράζει από πάθος, αλλά είναι ένας στίχος που σκέπτεται», λέγει ο Τίμος Μαλάμος.
  Πολύ πετυχημένη πράγματι η απόκρυψη. Ο στίχος του Καβάφη δίνει όντως αυτή την εντύπωση. Κατά βάθος όμως σπαράζει από πάθος. Πολλοί κριτικοί το εντόπισαν, και απερίφραστα χαρακτηρίζουν τον Καβάφη λυρικό.
  Είναι πράγματι λυρικός, αλλά με τον τρόπο του, όπως και με τον τρόπο του είναι ποιητής, γι’ αυτό και πολλοί δεν θα του αναγνωρίσουν αυτή την ιδιότητα. «Ο Καβάφης είναι ένα όριο, όπου η ποίηση απογυμνώνεται προσεγγίζοντας την πρόζα», λέει ο Σεφέρης.
  Το πεζολογικό ύφος του Καβάφη εντάσσεται κι αυτό μέσα στις τεχνικές απόκρυψης. Ο πεζός λόγος δεν έχει την αμφι - και την πολυσημία του ποιητικού λόγου, υποβάλλει μόνο μια μορφή ανάγνωσης. Έτσι απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια από τον αναγνώστη να «ξεσκεπάσει» τον ποιητή, να τον αποκαλύψει στις διαφορετικές του διαστάσεις.
  Το ότι το πεζολογικό ύφος του εξυπηρετεί την τεχνική της απόκρυψης και τον έλεγχο των λυρικών ξεσπασμάτων δεν σημαίνει ότι επινοήθηκε εκ του μηδενός από τον ποιητή. Απεναντίας το πήρε και το υιοθέτησε από την ελληνιστική παράδοση των επιγραμμάτων. Τα επιγράμματα αυτά τόσο πολύ τον επηρέασαν, ώστε κάποια από τα ποιήματά του θα μπορούσαν να θεωρηθούν επιτάφια επιγράμματα. Εκτός από τα επιγράμματα η ποίησή του επηρεάστηκε και από τους αλεξανδρινούς μίμους. Μόλις τότε είχαν ανακαλυφθεί σε πάπυρο, μέσα στην άμμο της ερήμου, οι «Μιμίαμβοι» του Ηρώνδα. (σελ. 23)
  Από τους μίμους πήραν τα ποιήματά του τον δραματικό τους χαρακτήρα, την αίσθηση ότι πρόκειται για δραματικούς μονόλογους ή θεατρικά μονόπρακτα, στην περίπτωση που ακούγονται πάνω από μια φωνές, όπως στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους», όπου ένας υποθετικός επισκέπτης συνομιλεί με ένα υποθετικό κάτοικο της πόλης.
  Η γλώσσα του Καβάφη, αυτό το μίγμα δημοτικής και καθαρεύουσας, του στοίχισε οξείες και άδικες επιθέσεις από την πλευρά των δημοτικιστών. Ο Ψυχάρης τον χαρακτήρισε «καραγκιόζη της δημοτικής». Ο Καβάφης όμως, απτόητος, μένει μακριά από τις συγκρούσεις των καθαρολόγων και των δημοτικιστών. Σ’ ένα γράμμα του στον Σαρηγιάννη ο Καβάφης λέει ειρωνικά ότι ο Μυστριώτης μας συμβουλεύει να ρίξουμε τη μισή γλώσσα στη θάλασσα σαν άχρηστη, και το ίδιο και ο Ψυχάρης για την άλλη μισή. Όμως «όλα αυτά είναι γελοία. Τη γλώσσα μας πρέπει να την μελετήσουμε γιατί δεν την ξεύρουμε. Έχει κρυμμένους μέσα της θησαυρούς - και τι θησαυρούς! Η έννοια μας πρέπει να είναι πώς θα την πλουτίσουμε, πώς θα φέρουμε στο φως εκείνο που κρύβει εκείνη μέσα της».
  Στην πραγματικότητα ο Καβάφης γράφει τη γλώσσα που μιλιέται εκείνη την εποχή στην Αλεξάνδρεια, η οποία είναι πράγματι ένα κράμα δημοτικής και καθαρεύουσας. Από μια άποψη μάλιστα είναι ακραιφνής δημοτικιστής. Πριν χρησιμοποιήσει μια λέξη, παρέσυρε τους συνομιλητές του με τη συζήτηση ώστε να τη χρησιμοποιήσουν. Όταν την άκουγε από το στόμα τους, την έβαζε ανενδοίαστα πια στα ποιήματά του. Και στο ζήτημα της γλώσσας υπήρξε λοιπόν παρεξηγημένος, όπως και για τόσα άλλα πράγματα στην ποίησή του. (σελ. 24)

2 comments:

  1. Ένα άρθρο εξαιρετικό που συμπληρώνει και σ εμέ κενά πάνω στην καθαρή την ποίηση του ασκητικού αντάρτη της Τέχνης μας μεγάλου μάστορα Καβάφη.... και που απ την δική μας την ασχήμια τα προσπεράσαμε δίχως να παίρνουμε χαμπάρι την Ωμορφιά του Λόγου του σε μια ποίηση συμπυκνωμένη για όλα τα απλούστερα τα όσα αναπάντητα Διαχρονικά μας βάζει σαν διλήμματα στην Λογική και στο Συναίσθημα μας η ίδια η πολύτροπος και γιατί όχι ή ίδια η πολύπαθος του καθενός μας η Ζωή .... Μελετήστε το και δίχως των δειλών τα παρακάλια αυτοκαθαρθείτε από τις ανωφέλετες τουλάχιστον τις ματαιώσεις, εξαγνισμένοι αν φθάσετε στην λάμπουσα Αλήθεια σας, του Ναι ή και του Όχι• που μόνο η τόλμη σας, και όχι η υποκρισία σας, σας το επιτρέπει• στο Φωτεινό βυθό του, εκεί που τα εργαστήρια των Ηφαιστείων νυχθημερόν δουλεύουν πλάθοντας άγγελους και εφιάλτες..... Η Σχιζοφρένεια είναι αυτή που ταλανίζει την Ζωή και την Ελευθερία Όλων….. Aggelos Kotsaris

    ReplyDelete
  2. Άγγελε, σ' ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Ο Καβάφης είναι όντως εξαιρετικός, ένας μεγάλος δάσκαλος.

    ReplyDelete