Το χιούμορ στην παιδική λογοτεχνία-Μια μαρτυρία, Τα παιδιά μας κι εμείς, (Χιώτικο περιοδικό) Μάης 1998, σελ. 4.
Με χαρά μου δέχτηκα την πρόταση του κ. Δημήτρη Κυριαζή να γράψω ένα κείμενο για την εφημερίδα «Τα παιδιά μας κι εμείς» του Ομίλου Eπιμόρφωσης Γονέων της Χίου. Δεν ήξερα όμως τι. Την ιδέα μου την έδωσε ένα κομμάτι από την ίδια την εφημερίδα, στο τελευταίο φύλλο της, το απόσπασμα που αναφερόταν στην εισήγηση της κ. Βαρελλά στη Γιορτή Παιδικού Βιβλίου 1998, με θέμα το Χιούμορ στην Παιδική Λογοτεχνία. Και αυτό γιατί είχα να καταγράψω μια δική μου εμπειρία.
Το 1989, όταν ο αγώνας των Οικολόγων - Εναλλακτικών ήταν στο φόρτε του και ο ελληνικός λαός άρχισε να γίνεται δεκτικός στα οικολογικά μηνύματα, έγραψα 12
οικολογικά παραμύθια και ιστορίες, των οποίων η θεματική ήταν κι από ένα
οικολογικό πρόβλημα. Όταν τα ξανακοίταξα φέτος εν όψει της έκδοσής τους,
διαπίστωσα με έκπληξη ότι τα περισσότερα κινιόντουσαν στο ζοφερό καταστροφολογικό κλίμα της οικολογικής ευαισθητοποίησης στο οποίο κινιόταν και κινείται η οικολογική προπαγάνδα.
Οι φόβοι μου βγήκαν αληθινοί. Το κοριτσάκι συναδέλφου, διαβάζοντας το παραμύθι για το καμένο δάσος, ήταν απαρηγόρητο. -Καλέ μαμά, ο συνάδελφός σου δεν θα μπορούσε να σώσει το σκιουράκι από το θάνατο;
Ούτε το σκιουράκι έσωσα, ούτε το ελατάκι, ούτε το Φρίξο και τη Μαρίνα, τα δυο ψαράκια που πέθαναν εξαιτίας του ευτροφισμού στη λίμνη που ζούσαν. Αποφάσισα ότι δεν έπρεπε να επαναλάβω το ίδιο λάθος. Το πρώτο παραμύθι από τα πέντε που έγραψα τώρα τελευταία για να καλυφθούν κάποια ακόμη οικολογικά θέματα δεν ήταν καθόλου καταστροφολογικό. Όμως κατά πόσο θα άρεσε στα παιδιά;
Η αφήγησή μου έγινε αρκετά ανάλαφρη, και σιγά σιγά έμπαιναν και κάποιες
χιουμοριστικές πινελιές. Στο τέλος μου ήλθε η έμπνευση. Στο τέταρτο παραμύθι
επιστράτευσα τον πρωταγωνιστή στα μαθητικά μας ανέκδοτα, τον Μπόμπο, για να μιλήσω για τους κινδύνους της κλωνοποίησης στο «αρνάκι άσπρο και παχύ». Νομίζω ότι είναι η ιστοριούλα που άρεσε περισσότερο, τουλάχιστον στους μεγάλους.
Δεν τον εγκατέλειψα τον Μπόμπο. Τον χρησιμοποίησα και στην ιστοριούλα «Η τλευταία μέρα στην τάξη» (για λόγους θεματικής κατάταξης δεν πήγε τελευταία), και αυτή πολύ χιουμοριστική. Ευτυχώς που ήλθε στη μνήμη μου ο Μπόμπος, και έτσι έσωσα τους μικρούς μου αναγνώστες από μια αγιάτρευτη απογοήτευση.
Πάντα πίστευα ότι το χιούμορ είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές της λογοτεχνίας, και με χαρά μου βλέπω ότι κατέχει μια σημαντική θέση σε πάρα πολλά έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, και σε αυτά που θεωρώ κορυφαία της δεκαετίας, τη «Μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι και τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά. Την ίδια θέση πρέπει να καταλάβει και στην παιδική λογοτεχνία, αν μου επιτρέπεται να απευθύνω μια φιλική συμβουλή στους συγγραφείς της.
Κάθομαι στο μπαλκόνι στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο Χανδρής και γράφω αυτές τις γραμμές ατενίζοντας την πανέμορφη χιώτικη θάλασσα και το μαγευτικό λιμάνι της Χίου (για το θεό, πεζοδρομήστε το δρόμο του, στην Ιεράπετρα το έχουμε κάνει από χρόνια). Είναι η τελευταία μου μέρα, από το δεύτερο τριήμερο του προγράμματος εξομοίωσης των δασκάλων. Χθες κάναμε μια υποδειγματική δραματοποίηση, χρησιμοποιώντας μια από τις οικολογικές ιστορίες. Φοβερά κουραστικό το πρόγραμμα της εξομοίωσης για τους δασκάλους, ένα χρόνο τώρα δεν έχουν ελεύθερο Σαββατοκύριακο. Πώς θα την άντεχαν;
Την άντεξαν, και με ευχαρίστηση μάλιστα. Η ιστοριούλα που χρησιμοποίησα ήταν η πιο χιουμοριστική της συλλογής, αυτή με τον Μπόμπο και την κλωνοποίηση.
No comments:
Post a Comment