Saturday, January 2, 2010

Κωστής Παλαμάς, ο ποιητής της Μεγάλης Ιδέας

Κωστής Παλαμάς, ο ποιητής της Μεγάλης Ιδέας

Κρητικοί Ορίζοντες, (Περιοδική έκδοση Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου), τ. 7, Ηράκλειο 1998, σελ. 163-172.

  Η μετεπαναστατική Ελλάδα τις ίδιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον πολιτικό, αντιμετωπίζει και στον πνευματικό χώρο. Οι ίδιες συντηρητικές δυνάμεις που
κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή κυριαρχούν και στην πνευματική ζωή του τόπου. Ο Κάλβος αγνοείται, ο Σολωμός υποτιμάται, κύρια εξαιτίας της γλώσσας του. Υψηλαί ιδέαι ντυμένες με πενιχρό ένδυμα, θα χαρακτηρισθεί η ποίησή του.
  Οι πνευματικοί μας μέντορες τρέφουν την αφελή αυταπάτη ότι η ανασύσταση της αρχαίας γλώσσας θα αναστήσει και το αρχαίο πνεύμα, αντίληψη που βολεύει κάθε μορφής πολιτική συντήρηση, αφού δημιουργεί ένα ακόμη πρόσθετο φραγμό ανάμεσα στο λαό και στην οποιαδήποτε κοινωνική ελίτ. Και όπως από μια πεθαμένη γλώσσα δεν μπορεί να δημιουργηθεί παρά μια άψυχη ποίηση, καθώς τίθεται στην υπηρεσία μιας ψυχορραγούσας φεουδαρχίας, έτσι και η Ρομαντική Σχολή των Αθηνών που κυριάρχησε στα ελληνικά γράμματα από το 1830 έως το 1880, δεν πρόσφερε παρά μια ποίηση χαμηλής ποιότητας, που σήμερα δεν έχει παρά μόνο γραμματολογικό ενδιαφέρον. Ο ρομαντισμός σαν σχολή, ήδη στην υπηρεσία των αντιδραστικών δυνάμεων στην Ευρώπη, εκφράζει με την απαισιοδοξία του το ψυχορράγημα της τάξης που τον έθρεψε σαράντα ολόκληρα χρόνια.
  Όμως η κατάσταση αυτή δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Η νεοδημιουργούμενη αστική τάξη στην Ελλάδα άρχισε να διεκδικεί το μερίδιό της στην πολιτική εξουσία, προσπαθώντας να βγάλει την Ελλάδα από την οικονομική και κοινωνική αποτελμάτωση. Η πρώτη μεγάλη νίκη της τάξης αυτής έγινε την δεκαετία του ’80, δεκαετία που ονομάστηκε δεκαετία Τρικούπη, από το όνομα του πολιτικού εκπροσώπου της που κυριαρχούσε τότε στην πολιτική σκηνή. Ο Τρικούπης έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να οδηγήσει την Ελλάδα στο δρόμο του εκσυγχρονισμού, και τα επιτεύγματα υπήρξαν σημαντικά.
  Η δύναμη της νέας αστικής τάξης εκδηλώθηκε και στον πνευματικό χώρο με μια αναγέννηση στη λογοτεχνία, που ξεκινάει με τον Παλαμά (σελ. 163) και καθοδηγείται θα λέγαμε από την επιβλητική πνευματική του φυσιογνωμία, ενώ με τον Ψυχάρη αποδύεται σε ένα σφοδρό αγώνα για την καθιέρωση του γλωσσικού οργάνου με το οποίο επιχειρείται αυτή η ανανέωση στα γράμματα, δηλαδή τη δημοτική. Ο Παλαμάς, «ξεθάφτει» τους μεγάλους της Επτανήσου, αναζητώντας συμμάχους στον αγώνα του, και τους παρουσιάζει στο Πανελλήνιο.
  Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε το 1859 στην Πάτρα, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε δικαστικός. Στα εφτά του χρόνια έχασε τη μητέρα του και τον ανέλαβε ένας θείος του από το Μεσολόγγι. Το 1875 έρχεται στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά. Δημοσιεύει ποιήματα σε περιοδικά, και το 1866 την πρώτη του ποιητική συλλογή, όμως πτυχίο δεν επρόκειτο να πάρει ποτέ. Η λογοτεχνία τον είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά.
  Η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή, «Τα τραγούδια της πατρίδος μου», ήταν μια
συλλογή από τα μέχρι τότε ποιήματά του, δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά. Σ’ αυτή βλέπουμε ήδη τα κύρια χαρακτηριστικά της παλαμικής ποίησης: μια πλατειά θεματολογία που υπάγεται όλη κάτω από τον κοινό παρονομαστή που λέγεται «πατρίδα», μεγάλη ποικιλία μέτρων και στροφικών συμπλεγμάτων, και μια γλώσσα που δανείζεται συνεχώς από την ποίηση του λαού μας: τα τσακίσματα του δημοτικού τραγουδιού, τα μέτρα του μοιρολογιού, και φυσικά των ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Ο δανεισμός φτάνει μέχρι και σε λέξεις και εκφράσεις της καθημερινής ζωής. Ο λυρισμός του είναι στις πιο καλές του στιγμές, ενώ η μεγαλοστομία που χαρακτηρίζει μεταγενέστερα τον ποιητή, μόλις αχνοφαίνεται.
  Ο «Ύμνος στην Αθηνά» βραβεύεται στον Α. Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Ο τόνος εδώ χάνει την οικειότητά του, και σ’ όλο το ποίημα επικρατεί το στοιχείο της μεγαλοπρέπειας. «Μόνο αληθώς γλώσσα ζωντανή δύναται να μεταδώσει την πνοή της ζωής εις πλάσματα εκλελειπότων χρόνων και να συνάψει δι’ αφανών κρίκων τους δύο κόσμους»,1 θα πει στην εισήγησή του ο Νικόλαος Πολίτης, χτυπώντας έτσι έμμεσα την αρχαιοκαπηλεία των αρχαϊστών που με επικεφαλής τον Μυστριώτη θα κατηγορήσουν αργότερα τους δημοτικιστές, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως πράκτορες του σλαβισμού.
  Με την επόμενη συλλογή του (1892) ο ποιητής προχωράει σε έναν ελεύθερο στίχο, με αρκετές επιδράσεις από τον νιόφερτο τότε στην Ελλάδα συμβολισμό. Ο θαυμασμός του για τον Σολωμό φαίνεται από τον τίτλο της συλλογής: «Τα μάτια της ψυχής μου», παρμένος από τον γνωστό (σελ. 164) σολωμικό στίχο: «ανοικτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», εκφράζοντας μ’ αυτόν την πνευματική του εγρήγορση να δεχτεί κάθε καινούρια γόνιμη επίδραση (κυρίως από το χώρο των ιδεών, Νίτσε κ.λπ.), και να καταπιαστεί με μια πλατειά γκάμα θεμάτων. Πολλαπλό, πολύπλευρο, πολυπρόσωπο, πολυάνθρωπο, τον χαρακτηρίζει ο Αυγέρης. Οι αισθήσεις του Παλαμά είναι στραμμένες προς τα έξω, προς την πολλαπλότητα, προκειμένου να συλλάβουν και την πιο ανεπαίσθητη πτυχή της. Οι αισθήσεις του Σολωμού απεναντίας θα έλεγε κανείς ότι είναι νεκρωμένες, προκειμένου να μπορέσει να συλλάβει ο ποιητής απερίσπαστος τα μεταφυσικά του οράματα. Ποιητής της εξωτερικότητας ο ένας, ποιητής, της εσωτερικότητας ο άλλος.2 Ο ένας αποζητάει το σφρίγος της ζωής, ο άλλος την ιδεατή αφαίρεσή της. Έτσι ο «Ύμνος στη ζωή» δεν είναι κάτι το συμπτωματικό, αλλά οργανικό στην ποίηση του Παλαμά. Μέσα στη μέθη του διθυράμβου του εγκαταλείπει κάθε σύνεση, και αρνείται ανεπιφύλακτα τη μεταφυσική μιας άλλης ζωής.
  Το 1897 εκδίδεται η συλλογή «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι». Σ’ αυτήν περιέχονται σαράντα ποιήματα που είναι στιχουργικά ομοιόμορφα. Κάθε ποίημα αποτελείται από τρία τετράστιχα όπου εναλλάσσονται στίχοι ιαμβικοί και αναπαιστικοί. Εδώ ο ποιητής εκφράζει τη σημασία που αποδίδει στη φόρμα, και σ’ αυτή την τολμηρή επινόηση (εναλλαγή ιαμβικών και αναπαιστικών στίχων) είχε σαν βάση της έμπνευσής του τον Κάλβο, στον οποίο μάλιστα αφιερώνει και ένα ποίημα. Αυτός ο μορφικός αυτοπεριορισμός προσδίδει μια λιτότητα στην ποίησή του, κάτι το σπάνιο στην παλαμική τέχνη, την χυμώδη και πληθωρική. «Πως ανταμώνεται αξεχώριστα το παθητικό και το συνηθισμένο! Τι τέχνη που ξέρει τι θέλει, ακριβόλογη, γεμάτη χάρη!», θα γράψει γι’ αυτή τη συλλογή ο Jean Moreas.3 Εδώ περιέχεται και το γνωστό ποίημα «Καβάλα πάει ο χάροντας τον Διγενή στον Άδη».
  Η επόμενη συλλογή εκδίδεται πολύ γρήγορα, την επόμενη χρονιά, το 1898. Πρόκειται για τον «Τάφο», όπου ο ποιητής θρηνεί με μερικούς από τους ωραιότερους στίχους του το θάνατο του μικρού γιου του Άλκη. «Τι συντριβή για τον πατέρα! Και μαζί τι μεταλλείο για την έμπνευση του ποιητή!» θα πει το 1929 ο ποιητής.4 Η ένταση του βιώματος, η δύναμη της συγκίνησης και του πόνου, δίνουν βάθος στην έκφρασή του, που αναδίδει ένα αίσθημα γνησιότητας. (σελ. 165)
  Άφκιαστο κι αστόλιστο
  του Χάρου δε σε δίνω.
  Στάσου με τ’ ανθόνερο
  την όψη σου να πλύνω.
  Στην «Ασάλευτη ζωή» που εκδόθηκε το 1904 περιέχονται ποιήματα της προηγούμενης δεκαετίας. Σ’ αυτή τη συλλογή βρίσκουμε, λέει ο Δημαράς, «όλο τον κόσμο του Παλαμά, σε μια τέλεια ενορχήστρωση, σε μια αδευτέρωτη κλίμακα μέτρων και ρυθμών. Από την απλή τρυφερότητα ως τον υψηλό φιλοσοφικό στοχασμό, από το πάθος ως την ασκητική γαλήνη».5 Ξεκινάει με τις «Πατρίδες», σειρά σονέτων αφιερωμένων σε διάφορα μέρη που πέρασε και αγάπησε ο ποιητής.
  Συνεχίζει με τα ποιήματα του «Γυρισμού», γραμμένα αμέσως μετά την ήττα του ’97. Σ’ αυτή τη συλλογή περιέχονται και οι «Εκατό φωνές». Ακόμη οι «Ύμνοι και θυμοί», όπου ξεχωρίζει η «Φοινικιά», «ένας ύμνος στον φυσικό κόσμο, που ζει και χαίρεται την πλάση και που ακολουθεί τους νόμους της αβίαστα και φυσιολογικά»6 γράφει ο Φάνης Μιχαλόπουλος στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας για τον ποιητή. Ο ίδιος ο Παλαμάς ομολογεί στην ποιητική του (1933):
  «Μεταφυσική ανησυχία στα πρώτα μου χρόνια... ίσαμε τα τελευταία μου μπορώ να πω πως δεν είχα. Μου έλλειπε η φροντίδα για τα υπερούσια. Ένα συστατικό του τραγουδιού μου: η αίσθηση και η λατρεία της γης αυτής. Το τραγούδι μου δεν βρίσκει στα υπερκόσμια τους ιδεατούς τύπους των πραγμάτων. Ιδανικό μου είναι το κοσμικό».7
  Αντιμεταφυσική, παγανιστική, φυσιολατρική, ρεαλιστική8  είναι η ποίηση του Παλαμά, αλλά και η τέχνη κάθε ανερχόμενης τάξης. Ο «Ασκραίος» είναι «ο ρωμαλεότερος ύμνος προς τη ζωή και την πραγματικότητα»,9 έκφραση του πνεύματος της αστικής τάξης, που στην ανοδική πορεία της καταφάσκει όλο αισιοδοξία στον εαυτό της και τη ζωή, ενώ οι «Αλυσίδες», που όπως και ο «Ασκραίος» ανήκουν στον κύκλο των μεγάλων οραμάτων, εκφράζουν την πίστη στην ουτοπία, πίστη που διακρίνει κάθε πραγματικά επαναστατική τάξη. Και ο αγώνας της αστικής τάξης, μετά την ταπείνωση του ’97, «γίνεται βιαιότερος και οξύτερος», και τότε είναι που «είδαν το φως τα ριζοσπαστικότερα και επαναστατικότερα περιοδικά, (σελ. 166) που ήθελαν την κοινωνική και διανοητική κάθαρση του τόπου», συνεχίζει ο Μιχαλόπουλος, προχωρώντας στην απαρίθμησή τους.10
  Δυο χρόνια μετά την ήττα του ’97 ο ποιητής αρχίζει να γράφει τον «Δωδεκάλογο του γύφτου», που εκδίδεται το 1907. Αποτελεί ένα συνθετικό ποίημα που περικλείει όλες τις αντιλήψεις, τους πόθους και τα οράματα του ποιητή. Ο ποιητής, αγανακτισμένος από την ταπείνωση του ’97, ονειρεύεται την καταστροφή, που μέσα από τα συντρίμμια και τις στάχτες της θα προκύψει μια αναγέννηση. Είναι ένα κήρυγμα πίστης στο αναπόφευκτο αυτής της αναγέννησης, πίστης που έχει τις μυθολογικές της ρίζες στον αναγεννώμενο  Άδωνη και στον αναστημένο Χριστό.
  Ο Παλαμάς στο μεταξύ διορίζεται ως γενικός γραμματέας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, θέση που κρατάει με μια μικρή διακοπή μέχρι τη μέρα της συνταξιοδότησής του. Παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά για να συμπληρώσει τον πενιχρό μισθό του, και μέσα από τα γραφτά του αυτά παρουσιάζεται ένας οξυδερκής κριτικός.
  Ο Παλαμάς δοκίμασε την πένα του και στο διήγημα και στο θέατρο. Όμως από τα λιγοστά διηγήματα που έγραψε μέχρι το 1900 ξεχωρίζει μόνο ο «Θάνατος του παλικαριού», ενώ το θεατρικό του έργο «Τρισεύγενη» (1903) δεν είχε επιτυχία όταν ανεβάστηκε.
  Το 1910 εκδίδεται η «Φλογέρα του Βασιλιά», τρία χρόνια μετά τον «Δωδεκάλογο του γύφτου». Ο ποιητής, όπως μαρτυρεί ο Φάνης Μιχαλόπουλος, καταπιάστηκε πρώτα με τη «Φλογέρα του βασιλιά», ενώ τον «Δωδεκάλογο του γύφτου» τον άρχισε μόλις το 1899. Αυτό έχει κάποια σημασία. Λέγει ακόμη:
 «Η φλογέρα του Βασιλιά» είναι ένα τραγούδι επικό, με σκοπό το ξύπνημα του ηρωικού πνεύματος στην αποκαρωμένη Ελλάδα, ένας απέραντος ύμνος προς τον πόλεμο για τα μεγάλα ιδανικά μας».
  Ένα τραγούδι λοιπόν στη σύλληψή του επικό! Όμως, μας λέγει παρακάτω ο Μιχαλόπουλος, «είναι τόσος ο λυρικός φόρτος του ποιήματος, ώστε η ενότητα αυτή διασπάται και χαλαρώνεται σε βαθμό που να μην κατορθώνουμε πολλές φορές να παρακολουθήσουμε τη δράση των προσώπων και την ψυχολογία τους».11 Και συνεχίζει: «Διαβάζοντας το έργο, ξεχνιέται ο αναγνώστης όχι από το ενδιαφέρον της διήγησης, ή της περιγραφής, ή από τη συγκίνηση των γεγονότων και των σκηνών που περιγράφονται σ’ αυτό, αλλά από το λυρικό μεθύσι, από το λυρικό πάθος, από (σελ. 167) τη λυρική υπερσυγκίνηση που κατέχει τον ποιητή... το στοιχείο της δράσης υποχωρεί στον υπερτροφικό λυρισμό».12
  Όμως ας ακούσουμε δυο λόγια από τον ίδιο τον Παλαμά, που σχολιάζει τη σύγχρονη ποίηση στον πρόλογο του «Δωδεκάλογου του γύφτου»:
  «Πρώτα απ’ όλα η νέα ποίηση έχει κάτι το κομματιαστό. Είναι το σημάδι που κάνει το ποίημα να παραλλάζει από τις κανονικά, σύμμετρα πλεγμένες, με αρχή, μέση και τέλος ιστορίες, και το δείχνει πιο πολύ σαν σύντριμμα από κάποιο άλλο ποίημα, που δεν αναπαύει, που είναι σαν την απέραντη μελωδία τη Βαγκνερική».13
  Σαν σύντριμμα! Τέτοια λαμπρά συντρίμματα δεν χαρακτήρισε η κριτική τα αποσπάσματα του Σολωμού; Ο Παλαμάς είναι δέσμιος της ίδιας αντίφασης που ταλαιπώρησε το Σολωμό, μόνο που ο ίδιος μπορεί να δει πιο καθαρά τους όρους αυτής της αντίφασης, χωρίς όμως να τους συνειδητοποιεί σ’ όλο τους το βάθος. Η νέα ποίηση έχει κάτι το κομματιαστό, και αυτόν τον χαρακτήρα της τον αντλεί από το γεγονός ότι είναι λυρική. Μια μακρόπνοη, επική σύνθεση δεν κουράζει, γιατί η εναλλαγή των εικόνων της αφήγησης ανανεώνει συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Όμως ο καθαρός λυρισμός πρέπει να είναι ολιγόστιχος, αν δεν θέλει να αναλωθεί σε κουραστικούς πλατειασμούς. Έτσι μπορούμε να πούμε, κάθε προσπάθεια σύνθεσης μακρόπνοου έργου είναι προκαταβολικά καταδικασμένη, γιατί πρέπει αναγκαστικά να είναι επική, εκτός κι αν ο ποιητής καταφύγει σε ορισμένες επινοήσεις. Χαρακτηριστική είναι η λύση που βρήκε ο Ελύτης για το «Άξιον εστί», τον τεμαχισμό της σύνθεσης σε μικρά, ανεξάρτητα ποιήματα με χωριστές φόρμες, με μόνο συνδετικό στοιχείο το πνεύμα που περνάει ανάμεσά τους, σαν την «απέραντη μελωδία» που λέει ο Παλαμάς.
  Στη «Φλογέρα του βασιλιά» και στο «Δωδεκάλογο του γύφτου» βλέπουμε πιο ανάγλυφα τα δεσπόζοντα χαρακτηριστικά της ποίησης του Παλαμά, όπως τα περιγράφει πολύ επιτυχημένα ο Αυγέρης,   «...το ταραγμένο, το σπασμωδικό στο ρυθμό και στην έκφραση, το δραματικό ύφος, που φανερώνει την ανήμερη, την αντιφατική κι ανικανοποίητη ψυχή του.
  Το παλαμικό τραγούδι συχνά παρουσιάζεται ασυγκράτητο και βίαιο, οι περίοδες
έρχονται απανωτές μ’ ένα ορμητικό ρυθμό, σ’ αλλεπάλληλα κύματα, με συνταχτικά σχήματα παραθετικά, όπου γίνεται κατάχρηση του (σελ. 168) συνδετικού «και», έτσι που μοιάζει κάποτε σαν λαχανιασμένο παραλήρημα ή σαν βασανισμένη εξομολόγηση, λυρική και δραματική μαζί. Η φράση του πότε είναι ελλειπτική, απότομη και κοφτή, πότε
περισσόλογη, μ’ απανωτούς προσδιορισμούς κι επίθετα, ένας φραστικός σωρείτης».14
  Μετά τη «Φλογέρα του βασιλιά» ο ποιητής δεν θα επιχειρήσει πια να δώσει
μακρόπνοο έργο. Ο συγγραφέας του μείζονος τόνου, του εθνεγερτήριου ξεσηκωμού,
παραχωρεί τη θέση του στον ελάσσονα τόνο, στην εξομολόγηση και τα «μυστικά
μιλήματα της ψυχής», χωρίς να εγκαταλείπει βέβαια εντελώς τον πρώτο τόνο. Απλώς εκείνες τις στιγμές η μούσα του τον χαμηλώνει κάπως.
  Οι «Καημοί της λιμνοθάλασσας» που εκδίδονται το 1912 είναι λυρικές αναπολήσεις της ζωής του ποιητή σ’ αυτή την πόλη. Ο ποιητής αρχίζει πια να γερνάει και να θυμάται τα περασμένα. Στην «Πολιτεία και μοναξιά» που εκδίδεται τον ίδιο χρόνο, ο Παλαμάς, πλάι στις πιο προσωπικές εξομολογήσεις, νιώθει υποχρεωμένος να ψάλλει τις νίκες του πολέμου του 1912-13 που μόλις είχε αρχίσει. Όμως ο τόνος των «Λυρικών παραλειπομένων» είναι που επικρατεί.
  Τα «Παράκαιρα», σαν συνέχεια του «Πολιτεία και μοναξιά», δηλώνουν και με τον τίτλο τους, λέει ο Λίνος Πολίτης, «πόσο ο ποιητής εύρισκε τον ελάσσονα τόνο τους αταίριαστο, μέσα σ’ ένα κόσμο που μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πρώτου παγκοσμίου πολέμου». «Οι συλλογές που θα ακολουθήσουν», συνεχίζει ο Πολίτης, «δείχνουν κιόλας μια κάμψη - ο ποιητής έχει περάσει τα εξήντα».17
  Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Στην ποίησή του εκφράζεται μια γενικότερη, κοινωνική κάμψη.   Η αστική τάξη στην Ελλάδα βρίσκεται σε υποχώρηση. Από τη μια χάνει την προοδευτικότητά της, και από την άλλη την επαναστατική της ορμή. Το προλεταριάτο, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, άρχισε να κάνει την εμφάνισή του, και αν δεν κάνει δυναμικά την παρουσία του στον πολιτικό στίβο (θα την κάνει αργότερα, και ο Βενιζέλος θα αναγκασθεί να ψηφίσει τον νόμο για το ιδιώνυμο), εντούτοις οι εκπρόσωποί του σπέρνουν το επαναστατικό κήρυγμα στις τάξεις του, και προσεταιρίζονται μια σημαντική μερίδα διανοουμένων. Η ευρωπαϊκή αστική τάξη είναι ήδη από καιρό αντιδραστική, και θα γίνει υπεύθυνη για την αιματοχυσία δύο παγκόσμιων πολέμων. Το αντιδραστικό μικρόβιο δεν μπορούσε να μη μολύνει και τη δική μας αστική τάξη.
  Το ρωσικό προλεταριάτο κάνει δυναμικά την παρουσία του το 1905, σε (σελ. 169) μια «πρόβα τζενεράλε» πριν καταλάβει την εξουσία το 1917. Έντρομοι οι αστοί μας στέλνουν ένα σύνταγμα για να βοηθήσει τους αντεπαναστάτες. Η απειλή από τα κάτω τους κάνει απρόθυμους στον αγώνα τους ενάντια στους από πάνω. Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προχωρούν πολύ αργά, το Κιλερέρ δεν συγκίνησε. Ο τσιφλικαδισμός θα κυριαρχήσει για πολλά χρόνια ακόμη, ενώ οι συντηρητικοί θα ενισχυθούν. Η Δεξιά θα επιβληθεί μετά το 1920 στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, σαν η πιο ένθερμη πολιτική δύναμη στον αγώνα ενάντια στην αριστερή ιδεολογία. Οι κεντρώες δυνάμεις θα κυβερνήσουν μόνο σε σύντομα ιντερλούδια.
  Όσο για τη γλώσσα, αρκετά νωρίς παύει να είναι προνόμιο και καύχημα των προοδευτικών αστών. Μέσα στο περιοδικό «Νουμάς» χωρίζονται οι αριστεροί από τους αστούς ήδη από το 1909.
  Όμως το αποφασιστικό κτύπημα στην αστική τάξη το δίνει η μικρασιατική καταστροφή. Ο Παλαμάς δεν θα βρει το θάρρος να την εγκαταλείψει και να προσχωρήσει στην νέα ανερχόμενη τάξη. Θα φλερτάρει μαζί της όπως και ο Καζαντζάκης, το 1913 μάλιστα γράφει τον «Ύμνο της εργατιάς» κατά παραγγελία του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας, όμως, παρά τις κατηγορίες, τις οποίες θα αντικρούσει ως συκοφαντικές, μέχρι το τέλος της ζωής του θα παραμείνει αντικομουνιστής.
  Η κύρια πηγή της έμπνευσής του, ο μεγαλοϊδεατισμός, συντρίβεται, και μαζί του και η αισιοδοξία του. Με κομμένες τις φτερούγες, γέρος, τι να γράψει πια; Από βάρδος που ήταν γίνεται αηδόνι, λέει ο Ανδρέας Καραντώνης. Ήδη από τους «Βωμούς», σημειώνει, «ο Παλαμάς έχει παραιτηθεί από τα περισσότερα μελλούμενα έργα του. Περιορίζεται μέσα στην ωραία εκείνη συλλογή, να τους αφιερώνει επιμνημόσυνα ποιήματα, να κλάψει και να θάψει μέσα του τους ‘αγέννητους ίσκιους’, («τραγούδι του Καραϊσκάκη», «Καλλίμαχος», «Διγενής Ακρίτας», κ. ά.), να τους υψώσει μαυσωλεία».16
  Όμως δεν θα έχει την αξιοπρέπεια να σιωπήσει όπως ο Κάλβος, όταν χάνεται η πηγή της έμπνευσής του, η ελληνική επανάσταση. Θα επιμείνει με συλλογές δεύτερης κατηγορίας, που θα επισύρουν την οξύτατη κριτική. Ο Νικόλαος Κάλας επικρίνει με δριμύτητα τους «Δειλούς και σκληρούς στίχους», που εκδόθηκαν στο Σικάγο το 1928. Ενώ ο Καβάφης αποκηρύσσει ποιήματα εκδομένα, ή εν πάση περιπτώσει παρουσιασμένα σε ένα κοινό, όταν παύουν να τον ικανοποιούν, ο Παλαμάς εκδίδει στίχους «περισυλλεγμένους από τα βάθη θηκών και φακέλων που ανήκουν σε κάθε (σελ. 170) λογής περιόδους της ζωής του», όπως ομολογεί ο ίδιος με αφελή ειλικρίνεια.
  Σημειώνουμε τις υπόλοιπες συλλογές του Ποιητή: «Δεκατετράστιχα», «Πεντασύλλαβοι», «Παθητικά κρυφομιλήματα» (1925) «Κύκλος των Τετραστίχων» (1929), «Περάσματα και Χαιρετισμοί» (1931) και οι «Νύχτες του Φήμιου» (1935). Για τον «Κύκλο των τετραστίχων» και για τις «Νύχτες του Φήμιου» θα γράψει ο Λίνος Πολίτης με επιείκεια:
  «Ο ποιητής των μεγάλων επικών συνθεμάτων, που τόσο συχνά κατηγορήθηκε για μεγαλοστομία, δοκιμάζει τώρα τη φωνή του στην περιορισμένη κλίματα του τετράστιχου. Η φωνή βέβαια δεν έχει πια την πρωτύτερη δύναμη, είναι μια φωνή χαμηλή, γερασμένη. Η μελαγχολία της όμως και η νοσταλγική αναπόληση την κάνουν ιδιαίτερα συμπαθητική, και ο θελημένος αυτός περιορισμός στο απέριττο μετρικό σχήμα πυκνώνει πολλές φορές την έκφραση, και με την ελλειπτική της διατύπωση της δίνει μια ένταση δραματική:
   Κυριακή. Παιδάκι. Του δασκάλου πάψη.
   Γλύκα του σπιτιού. Ζωούλα στ’ ακρογιάλι.
   Τώρα την προσμένω τη μεγάλη
   Κυριακή. Για πάντα, λέω, θα μ’ αναπάψει.»17
  Ο Παλαμάς έκανε μια επανάσταση που έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας. Όμως κάθε επανάσταση κάποτε λήγει. Οι ποιητές σήμερα δεν έχουν στόμφο. Ο Παλαμάς αγωνίζεται να μεταδώσει το εθνεγερτήριο  πάθος του, και χρησιμοποιεί τη μεγαλοστομία του για να συνεπάρει. Σήμερα οι ποιητές είναι άνθρωποι που συνομιλούν με τον εαυτό τους, που δεν συνομιλούν καν, απλώς μονολογούν, κι όταν διαβάζεις τα ποιήματά τους έχεις την αίσθηση πως κρυφακούς. Στ’ αυτιά σου φτάνουν μόνο μισόλογα που αγωνίζεται να ανασυνθέσει η φαντασία σου. Ο στόμφος δείχνει σήμερα έλλειψη βάθους. Ο αποσπασματικός, παραληρηματικός, κατακερματισμένος λόγος είναι που εκφράζει καλύτερα τη γεμάτη υπαρξιακά άγχη ταραγμένη εποχή μας. Ο σημερινός ποιητής αγωνίζεται να ξεφύγει από τον αναγνώστη του. Αν κοινωνικοί ποιητές όπως ο Ρίτσος βρίσκονται κάποτε στο επίκεντρο μιας κοσμικής επικαιρότητας, σουρεαλιστές όπως ο Ελύτης παίρνουν το Νόμπελ και εξαφανίζονται. Όσο για τους υπαρξιακούς ποιητές, αυτοί αποτελούν μια μεγάλη στρατιά αφανών ηρώων. Η ποίηση δεν είναι πια ο αναγνωρισμένος θεός. Δεν υπάρχει πια (σελ. 171) ευρύ κοινό που να παραληρεί με την ποίηση, όπως το κοινό του Βαλαωρίτη. Η ποίηση είναι μια μυστική λατρεία που εκτελείται κατά μόνας. Δεν υπηρετεί κανένα, δεν θέλει να συμπαρασύρει κανένα. Είναι χαρακτηριστικό πόσο πολυγραφότατοι είναι ποιητές όπως ο Ρίτσος και ο Παλαμάς που θέτουν την ποίησή τους στην υπηρεσία μιας κοινωνικής ιδέας, και καταβλημένοι λες από το άγχος μήπως ξεχάσουν να πουν τίποτα στον αναγνώστη και βλάψουν την υπόθεσή τους γράφουν βιαστικά και συχνά με κάποια προχειρότητα. Ο ποιητής στην περίπτωση αυτή δικαιώνεται από τις προθέσεις του, και στέκεται πιο πάνω από την ποίησή του. (σελ. 172)

Σημειώσεις

1. Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα 1985, σελ. 392.
2. Βλέπε Μάρκου Αυγέρη, Έλληνες λογοτέχνες, Αθήνα 1966, Θεμέλιο, σελ. 141.
3. Φάνης Μιχαλόπουλος, «Κωστής Παλαμάς», στο Αφιέρωμα, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1943, σελ. 162.
4. Κ.Θ. Δημαρά, ο.α, σελ. 395-6.
5. Στο ίδιο, σελ. 396.
6. Φάνης Μιχαλόπουλος, ο.α, σελ. 170.
7. Στο ίδιο, σελ. 170.
8. Στο ίδιο, σελ. 170.
9. Στο ίδιο, σελ. 171.
10. Στο ίδιο, σελ 173.
11. Στο ίδιο, σελ. 182.
12. Στο ίδιο, σελ. 183.
13. Στο ίδιο, σελ. 182.
14. Μάρκου Αυγέρη, ο. α., σελ. 136.
15. Λίνου Πολίτη, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα 1980, σελ. 197.
16. Ανδρέα Καραντώνη, Νεοελληνική λογοτεχνία, Φυσιογνωμίες Α, Αθήνα 1977, Παπαδήμα, σελ. 293.
17. Λίνου Πολίτη, ο.α, σελ. 198.

No comments:

Post a Comment