Αμίν Μααλούφ, Οι φονικές ταυτότητες, μετ. Θεόφιλος Τραμπούλης, Ωκεανίδα 1999 σελ. 214
Πέρυσι στο παζάρι της Κλαυθμώνος αγόρασα πάνω από 30 βιβλία 150 ευρώ. Δεν θυμάμαι να διάβασα κανένα, και φοβάμαι ότι δεν θα προλάβω να τα διαβάσω όλα. Φέτος αγόρασα 12 με 50 ευρώ, αλλά είπα ότι θα διαβάσω τα περισσότερα αμέσως, αφήνοντας κάποιες άλλες προτεραιότητες για αργότερα. Ξεκίνησα κατ’ ευθείαν την πρώτη μέρα με τις «Φονικές ταυτότητες» του Αμίν Μααλούφ.
Κάπου είχα δει το βιβλίο του που τον έκανε γνωστό, το «Οι σταυροφορίες από τη μεριά των αράβων», μπορεί και να το έχω αγοράσει και να βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο. Πάντως αυτό εδώ το πέτυχα στην κατάλληλη στιγμή, αφού μόλις είχα τελειώσει το «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων» του Marc Augé (Μαρκ Ωζέ, δεν έχουμε την απαίτηση να είναι όλοι γαλλομαθείς), βιβλίο από το οποίο πρέπει να παρουσιάσω ένα κεφάλαιο στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας που συμμετέχω. Και ένα ζήτημα που συζητάει η κοινωνική ανθρωπολογία, με το οποίο ασχολείται και ο Augé, είναι το ζήτημα της ταυτότητας.
Ο Μααλούφ ίσως είναι ο πιο κατάλληλος για να συζητήσει το πρόβλημα –πολλές φορές είναι περισσότερο πρόβλημα παρά ζήτημα - της ταυτότητας. Με έκπληξη διάβασα στο βιογραφικό του ότι γεννήθηκε «στους κόλπους μιας κοινότητας που ονομάζεται ελληνο-καθολική ή ουνιτική και η οποία, ενώ αναγνωρίζει την εξουσία του Πάπα, μένει ταυτόχρονα πιστή σε ορισμένα στοιχεία από το βυζαντινό τελετουργικό» (σελ. 27). Νόμιζα ότι ήταν μουσουλμάνος. Οι πρόγονοί του, άραβες, είχαν μετακομίσει στο Λίβανο κατά τον τρίτο αιώνα, πριν το Ισλάμ, και είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό. Ξέφυγε από τον εμφύλιο του Λιβάνου και κατέφυγε στη Γαλλία, όπου ζει από τότε. Και θυμάμαι τώρα μια άλλη λιβανέζα, την Venus Khoury Ghata που κι αυτή έφυγε από το Λίβανο και ζει στη Γαλλία, και που από το Λέξημα παρουσιάσαμε το βιβλίο της «7 πέτρες για τη μοιχαλίδα».
Για το πρόβλημα της ταυτότητας γράφει ο Μααλούφ: «Κάθε άνθρωπος, χωρίς καμιά εξαίρεση, διαθέτει μια σύνθετη ταυτότητα∙ αρκεί να θέσει στον εαυτό του ορισμένες ερωτήσεις για να βγάλει στο φως τις ξεχασμένες ρωγμές, διακλαδώσεις που δεν τις είχε υποψιαστεί και να ανακαλύψει πως ο εαυτός του είναι σύνθετος, μοναδικός, αναντικατάστατος» (σελ. 30). Και θυμάμαι που διάβασα, ή άκουσα, δεν θυμάμαι, κάποιον να λέει αυτά περίπου: Τι είμαι λοιπόν; Είμαι λίγο άραβας, λίγο εβραίος, λίγο έλληνας, λίγο λατίνος, δηλαδή είμαι ισπανός. Ο άνθρωπος αναγνώριζε τις «ξεχασμένες ρωγμές και διακλαδώσεις» μέσα του. Μήπως ήταν ό Αλμοδοβάρ;
Άτομα που προέρχονται από δυο ταυτότητες, υποστηρίζει ο Μααλούφ, αντί να επιλέγουν μια από τις δυο, μπορεί να παίξουν το ρόλο κυματοθραύστη-διαμεσολαβητή ανάμεσα στις κοινότητες που ανήκουν, όπως π.χ. ένας που έχει τον ένα γονιό σέρβο-χριστιανό και τον άλλο βόσνιο-μουσουλμάνο.
Ενώ το πρόβλημα της ταυτότητας καταλαμβάνει το αρχικό μέρος του βιβλίου, στη συνέχεια ο Μααλούφ το βλέπει σε συνάφεια με άλλα προβλήματα, όπως το πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης. Το παρακάτω απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό για τις αντιλήψεις του:
«Με λίγα λόγια, ο καθένας μας κατέχει δύο κληρονομιές: τη μία, την ‘κάθετη’, του την έχουν αφήσει οι πρόγονοί του, οι παραδόσεις του λαού του, της θρησκευτικής του κοινότητας∙ την άλλη, τον ‘οριζόντια’, του τη δίνει η εποχή του, οι σύγχρονοί του. Κατά τη γνώμη μου, η πιο σημαντική είναι η δεύτερη, και κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο καθοριστική∙ κι όμως, αυτή η πραγματικότητα δεν αντανακλάται στην αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Δεν διεκδικούμε την ‘οριζόντια’ κληρονομιά μας, διεκδικούμε την άλλη» (σελ. 137).
Και συνεχίζει πιο κάτω: «Η αλήθεια βέβαια είναι πως διακηρύσσουμε τόσο λυσσαλέα τις διαφορές μας, ακριβώς επειδή είμαστε όλο και λιγότερο διαφορετικοί. Γιατί παρ’ όλες τις συγκρούσεις μας, τις προαιώνιες εχθρότητές μας, κάθε μέρα που περνά αμβλύνει λίγο περισσότερο τις διαφορές μας, αυξάνει λίγο παραπάνω τις ομοιότητές μας» (σελ. 139). Η ενδυμασία, λέει αλλού, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Μου άρεσε πολύ η αντίληψή του για τη γλώσσα. «…σήμερα είναι προφανές πως κάθε άτομο χρειάζεται να μιλάει τρεις γλώσσες. Η πρώτη είναι η γλώσσα της ταυτότητάς του∙ η τρίτη, τα αγγλικά. Μεταξύ των δύο πρέπει υποχρεωτικά να προωθήσουμε τη χρήση μιας δεύτερης γλώσσας, την οποία θα διαλέγει ο καθένας ελεύθερα, και η οποία συχνά, αλλά όχι πάντα, θα είναι μια ευρωπαϊκή γλώσσα… θα είναι η γλώσσα της καρδιάς του, η γλώσσα που θα έχει υιοθετήσει, που θα έχει παντρευτεί, η αγαπημένη γλώσσα…» (σελ. 185).
Όμως ας είμαστε ρεαλιστές. Αν κάποιος δεν παίρνει από ξένες γλώσσες, καλύτερα να ξεχάσει τη «γλώσσα της καρδιάς» και ας προσπαθήσει να βελτιώσει όσο μπορεί τη γλώσσα της διεθνούς επικοινωνίας: τα αγγλικά. Εγώ είμαι πολύγλωσσος, αλλά τα αγγλικά μου είναι στο πιο πάνω επίπεδο, μια και το πρώτο μου πτυχίο είναι το πτυχίο της αγγλικής φιλολογίας. Έχω βέβαια κι εγώ τη γλώσσα της καρδιάς, που είναι τα ισπανικά. Πιστοποιημένα στο επίπεδο intermedio.
Το πιο εκπληκτικό όμως που διάβασα σ’ αυτό το βιβλίο, που, θυμίζω, εκδόθηκε το 1999, είναι το παρακάτω: «Και τίποτε δεν μας εμποδίζει να σκεφτούμε πως μια μέρα θα εκλεγεί μαύρος πρόεδρος στις Ηνωμένες Πολιτείες…» (σελ. 204).
Φαντάζομαι ότι o Μααλούφ δεν φανταζόταν όταν έγραφε αυτές τις γραμμές πως αυτό μπορούσε να γίνει τόσο σύντομα, πριν περάσουν καν δέκα χρόνια.
Δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με όλες τις αντιλήψεις του, με όλα τα συμπεράσματά του. Διαβάζω για παράδειγμα:
«Καμία θρησκεία δεν είναι απαλλαγμένη από τη μισαλλοδοξία, αλλά εάν κάναμε τον απολογισμό των δύο ‘αντίπαλων’ θρησκειών, θα παρατηρούσαμε πως το ισλάμ δεν τα πάει και τόσο άσχημα. Εάν οι πρόγονοί μου ήταν μουσουλμάνοι σε μια χώρα κατακτημένη από τα στρατεύματα των χριστιανών και όχι χριστιανοί σε μια χώρα κατακτημένη από τα μουσουλμανικά στρατεύματα, δεν νομίζω πως θα είχαν καταφέρει να ζήσουν επί δεκατέσσερις αιώνες διατηρώντας τη θρησκεία τους. Τι απέγιναν, αλήθεια, οι μουσουλμάνοι της Ισπανίας; Και οι μουσουλμάνοι της Σικελίας; Εξαφανίστηκαν όλοι, μέχρι τον τελευταίο, τους έσφαξαν, τους υποχρέωσαν να εξοριστούν ή να βαπτιστούν με το ζόρι» (σελ. 78) και πιο κάτω:
«Δεν κρίνω, διαπιστώνω μόνο τη μακραίωνη πρακτική συνύπαρξης και ανεκτικότητας, κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής ιστορίας… Πρέπει όμως να συγκρίνουμε ό, τι είναι συγκρίσιμο. Το ισλάμ είχε θεσμοθετήσει ένα ‘πρωτόκολλο ανεκτικότητας’, σε μια εποχή που οι χριστιανικές κοινωνίες δεν ανέχονταν τίποτα» (σελ. 79).
Οι ενστάσεις μου:
Μπορεί να δημιουργηθεί η αντίληψη ότι το ισλάμ εγγενώς είναι μια ανεκτική θρησκεία. Η ανεκτικότητα δεν οφείλεται στο ισλάμ, αλλά στην αυτοκρατορία. Όλες οι αυτοκρατορίες ήσαν ανεκτικές στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων λαών όπως η περσική, του Αλέξανδρου και των επιγόνων του, η ρωμαϊκή, η οθωμανική, για να αναφέρω μόνο αυτοκρατορίες που τις ξέρουμε λίγο καλύτερα. Και αυτό βέβαια από υπολογισμό: προσβολή στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των κατακτημένων σήμαινε εξεγέρσεις και κόστος καταστολής. Όσο για τη μη ανεκτικότητα του χριστιανισμού, και αυτή δικαιολογείται: Πριν λίγο τους έτρωγαν τα λιοντάρια, οι εθνικοί τους δίωκαν αλύπητα, και κάποτε ήλθε η στιγμή να πάρουν εκδίκηση. Και οι φρικαλεότητες της Reconquista δεν είναι συγχωρητέες, αλλά είναι κατανοητές. Όχι, ο χριστιανισμός δεν είναι ανεκτικός, τα χριστιανικά κράτη έγιναν ανεκτικά, στο βαθμό που η επιρροή της θρησκείας στα του κράτους μειώθηκε. Ας μην πάμε μακριά: γιατί στις ταυτότητες δεν αναγράφεται το θρήσκευμα; Επειδή ο χριστιανισμός είναι ανεκτικός;
Η θρησκευτική ανοχή στο ισλάμ εξισορροπούνταν με οικονομική καταπίεση. Δεν ξέρω αν οι μη μουσουλμανικές αυτοκρατορίες είχαν θεσπίσει το χαράτσι για τους μη ομόθρησκους υπηκόους. Το παρακάτω το διάβασα πρόσφατα, στην «Ιστορία του αραβικού κόσμου» νομίζω, που παρουσιάσαμε στο Λέξημα: από τους κατακτημένους λαούς, πολλοί μεταστρέφονταν στον μουσουλμανισμό όχι γιατί πείθονταν για την ανωτερότητά του, ή ότι στην άλλη ζωή, αν ζούσαν ενάρετοι, τους περίμεναν 72 παρθένες, αλλά για να αποφύγουν το χαράτσι. Μάλιστα η μουσουλμανική εξουσία αποθάρρυνε αυτούς τους προσηλυτισμούς γιατί μειώνονταν τα έσοδα του κράτους.
(Και πάλι «οι ρίζες της σύμπτωσης». Μόλις τέλειωσα την βιβλιοκριτική αυτή έπιασα να διαβάσω την τριμηνιαία εφημερίδα «Οι Μεσελέροι», του συλλόγου του ομώνυμου χωριού της επαρχίας Ιεραπέτρας, αριθμός φύλου 39, Γενάρης-Φλεβάρης-Μάρτης 2010. Στο άρθρο «Τουρκοκρητικοί» του Μανώλη Μαυράκη υπάρχουν δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα ξένων περιηγητών. Το πρώτο, του Scevalier, χρονολογείται το 1699. «Την ύπαιθρον χώραν κατοικούσι και καλλιεργούσι οι ιθαγενείς Κρήτες. Τόσον όμως πιέζονται και καταδυναστεύονται υπό των Τούρκων, ώστε πολλοί εξ αυτών, δια να σωθώσι από τα δεινά και από την πληρωμή του χαράτς, είδος κεφαλικού φόρου, αλλαξοπιστούν». Και το δεύτερο, του Pougueville: «Εκατόν χιλιάδες Κρήτες χριστιανοί πλήρωναν το χαράτσι κατ’ αρχάς, αλλά με τόση θηριωδία μετεχειρίσθησαν αυτούς οι τούρκοι κατακτηταί, ώστε πλέον των 60.000 εξ αυτών εξηναγκάθησαν να εξισλαμισθούν». Αυτά για την ανοχή του ισλάμ στις άλλες θρησκείες).
Πέρα από αυτές τις επί μέρους ενστάσεις, το βιβλίο είναι θαυμάσιο. Όχι μόνο για τις θέσεις που προτείνει, αλλά και για το ύφος του, απλό και σαφές, που κάνει την ανάγνωση ιδιαίτερα ευχάριστη. Θα το πρότεινα σε μαθητές, αφενός γιατί αποκτούν μια αρκετά πλήρη εικόνα για προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο σήμερα, και αφετέρου γιατί πολλοί από αυτούς είναι παιδιά μεταναστών, και θα πρέπει να ξεφύγουν από τα ψυχοπαθολογικά διλήμματα της επιλογής ταυτότητας. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι οι ταυτότητες δεν είναι μονόχρωμες, αλλά όπως και οι φωτογραφίες που έχουν αντικαταστήσει τις ασπρόμαυρες στα δελτία ταυτότητας, είναι πολύχρωμες. Εγώ, αποδεχόμενος την οριζόντια κληρονομιά δηλώνω κοσμοπολίτης και διεθνιστής, και αποδεχόμενος την κάθετη, δηλώνω «Έλληνας μα και κρητικός, κατόπιν ευρωπαίος/ Κι ας μου αρπάξαν τα ευρώ, μου έμεινε το…» Έτσι, για να τονίσω την κρητική «υπαγωγή» - λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο Μααλούφ- της ταυτότητάς μου. (Για να μη μου κάνουν πάλι καμιά ΕΔΕ για την ομοιοκαταληξία, δηλώνω ότι η λέξη με την οποία ομοιοκαταληκτεί η μαντινιάδα μου είναι «κλέος»).
No comments:
Post a Comment