Νίκος Καζαντζάκης, Το έργο του και η εποχή του. Δημοσιεύτηκε στα Κρητικά, τα μετέπειτα Κρητικά Επίκαιρα στις 8-6-1983 και στο περιοδικό Ρωγμές, τ. 8, Δεκέμβρης 2007, σελ. 31-33, με τίτλο Νίκος Καζαντζάκης, κάποιες σκέψεις για το έργο του. Αλλάζει η πρώτη παράγραφος, την οποία βάζουμε σε αγκύλες.
Θα θέλαμε να γράψουμε κι εμείς δυο λόγια για τον Νίκο Καζαντζάκη, σύντομα, μια και δεν το επιτρέπουν οι δυνατότητες της στήλης, σαν μικρό αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, νοιώθοντάς το ταυτόχρονα σαν υποχρέωση για τον άνθρωπο εκείνο που σημάδεψε τα μαθητικά μας χρόνια με την επιρροή του.
[Νιώθω την υποχρέωση να γράψω κι εγώ δυο λόγια για την Νίκο Καζαντζάκη, για τα 50 χρόνια από το θάνατό του, γιατί σημάδεψε ανεξίτηλα τα μαθητικά μου χρόνια με την επιρροή του]
Οι μελετητές των έργων του Καζαντζάκη τονίζουν δύο κυρίως χαρακτηριστικά του: την ηρωολατρεία του και τον μηδενισμό του. Η επιγραφή στον τάφο του λέει: «Δεν ελπίζω τίποτα, φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος» Το «δεν ελπίζω» εκφράζει τον μηδενισμό του. Το «δεν φοβούμαι» το ηρωικό τον πνεύμα. Αυτά είναι πράγματι τα δυο κύρια γνωρίσματά του. Όμως πού βρίσκεται ή προέλευσή τους;
Η Λιλή Ζωγράφου, σε ένα μελέτημά της που με λύπη διαπιστώσαμε ότι είναι γραμμένο με αρκετή εμπάθεια προσπαθεί να ανιχνεύσει τα χαρακτηριστικά αυτά στα προσωπικά βιώματα και «συμπλέγματα», αν επιτρέπεται ή έκφραση, του συγγραφέα. Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία που έχει η προσωπική ζωή πάνω στο έργο ενός συγγραφέα, πιστεύουμε εντούτοις ότι την κύρια σημασία σαν παράγοντας που επηρέασε το έργο του την έχει η κοινωνία και η εποχή του. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, θα ήταν αδύνατη η μελέτη συγγραφέων κυρίως της αρχαιότητας, των οποίων δεν κατέχουμε παρά ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία, και φυσικά όχι «τραυματικές εμπειρίες.
Εξ άλλου, όπως τονίζει και ο Σαρτρ στη μελέτη του για τον Φλωμπέρ, η ατομική βιογραφία, το οικογενειακό και στενότερο περιβάλλον του συγγραφέα, είναι κι αυτό σε τελευταία ανάλυση κοινωνιολογικά καθορισμένο. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τις άλλες παραμέτρους που επιδρούν στο έργο ενός συγγραφέα, δηλαδή την λογοτεχνική παράδοση που πάνω της είναι αναγκασμένος να πατήσει, και τις επιδράσεις που θα δεχθεί.
Ποια κατάσταση επικρατεί στην Ελλάδα τότε, που γεννιέται και αναπτύσσεται ο Καζαντζάκης;
Η Κρήτη αγωνίζεται να αποτινάξει τον τούρκικο ζυγό. Η Ελλάδα αγωνίζεται να πετάξει από πάνω της τα κατάλοιπα της τούρκικης δουλειάς, τον κοτσαμπασισμό και τη φεουδαρχία. Η αστική της τάξη αναπτύσσεται και προετοιμάζεται για να καταλάβει την εξουσία. Όμως είναι μια αστική τάξη που εμφανίζεται με καθυστέρηση, δισταχτική, μολυσμένη ήδη με το μικρόβιο της αντίδρασης που κουβαλάει η Ευρωπαϊκή αστική τάξη. Το εργατικό κίνημα αρχίζει να προβάλλει απειλητικό (Λαυρεωτικά). Οι τσιφλικάδες πάλι πιέζουν από την άλλη μεριά. Η αστική μας τάξη είναι στ’ αλήθεια αξιοθρήνητη. Εφτά μόλις μήνες αφότου καταλαμβάνει την εξουσία (Γουδί, Αύγουστος 1909), κτυπάει τους ξεσηκωμένους αγρότες (Κιλελέρ, Μάρτης 1910).
Ευτυχώς που έρχονται να την μπολιάσουν με την επαναστατική τους δύναμη οι Κρήτες επαναστάτες, που ζυμώθηκαν κα ανδρώθηκαν στον αγώνα τους για τη λευτεριά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ηγέτης της αστικής μας τάξης ήταν Κρητικός (Βενιζέλος). Με αυτό το μπόλιασμα προχωρά σε κάποιες μεταρρυθμίσεις, και υπερδιπλασιάζει την έκταση της Ελλάδας με την απελευθέρωση σκλαβωμένων περιοχών.
Κάθε ανερχόμενη τάξη όταν αναπτύσσεται είναι ηρωική και αισιόδοξη. Έκφραση του ηρωικού πνεύματος της αγγλικής αστικής τάξης στον καιρό της βιομηχανικής επανάστασης είναι ο Ροβινσών Κρούσος. Μόνος, χωρίς προνόμια καταγωγής (όπως οι αστοί), χρησιμοποιώντας τις ικανότητες και την ευφυΐα του, τα βγάζει πέρα στον αγώνα του με τη φύση, όπως και ο έμπορος αστός στον ανταγωνισμό του με τους άλλους εμπόρους. Ο Μ. Γκόργκι, από το 1899 ζητάει να μπολιαστεί η λογοτεχνία με ένα ηρωικό πνεύμα. Ήταν οι παραμονές που το ρώσικο προλεταριάτο ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία. Την ίδια εποχή, η αστική τάξη στη Γαλλία, μετά την ένδοξη επανάστασή της (1789), έχοντας καταντήσει ολότελα αντιδραστική, δίδει μεν μεγάλους συγγραφείς (Μπαλζάκ, Φλωμπέρ), που στα έργα τους όμως δεν θα βρούμε τον ηρωικό ατομισμό του Ντεφόε (συγγραφέα του Ροβινσώνα Κρούσου), ούτε τον θετικό ήρωα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αλλά κουρασμένες και αηδιασμένες γυναίκες όπως η μαντάμ Μποβαρί ή καιροσκόπους και διεφθαρμένους νέους, όπως είναι οι περισσότεροι ήρωες του Μπαλζάκ.
Στην Ελλάδα έχουμε μια μέση κατάσταση. Η αστική τάξη είναι αρκετά επαναστατική, όμως και σε μεγάλο βαθμό αντιδραστική και απογοητευμένη. Το 1917 που οι εργάτες καταλαμβάνουν την εξουσία στη Ρωσία, στέλνει κι αυτή δυνάμεις για να κτυπήσουν τη νεοσύστατη σοβιετική εξουσία. Φοβάται μήπως το μικρόβιο της επανάστασης μολύνει και τη δική μας εργατική τάξη. Μετά έχουμε τη μικρασιατική καταστροφή, οπότε έχει ένα ακόμη λόγο να είναι απογοητευμένη.
Το επαναστατικό πνεύμα, αλλά και την απογοήτευση της τάξης αυτής, εκφράζει ο Καζαντζάκης με το ηρωικό αλλά και μηδενιστικό του πνεύμα. Αγώνας, αλλά πού οδηγεί; Πουθενά. Έχει ακόμη αρκετή δύναμη να αγωνισθεί, από τον αγώνα δεν παραιτείται. Όμως απογοητευμένη από τα αποτελέσματα αυτού του αγώνα αναζητά το νόημα μέσα στον ίδιο τον αγώνα. Η Ιθάκη δεν μετράει, μετράει η περιπέτεια του γυρισμού. Την κορφή του βουνού δεν την φτάνεις, γιατί ολοένα μετατοπίζεται πιο ψηλά, μένει μόνο η ικανοποίηση του αγώνα να τη φτάσεις.
Ο πεσιμισμός του Καζαντζάκη φαίνεται κι από το ότι οι ήρωές του πρέπει να πείσουν για το μεγαλείο τους. Η «μάνα» του Γκόργκι είναι ηρωική και μεγαλειώδης, κι ας είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να φτιάξει τέτοιους ήρωες, γιατί νιώθει ότι δεν μπορεί να τους κάνει αρκετά πειστικούς. Δεν πιστεύει στην ηρωϊκότητα της τάξης του, ότι μπορεί να βγάλει ήρωες, και γι αυτό τους δανείζεται από την ιστορία. Ήρωες τόσο του πνεύματος (Χριστός, Βούδας), όσο και της δράσης (Χριστόφορος Κολόμβος) πρωταγωνιστούν στις τραγωδίες του. Ακόμη και στην επιλογή των μορφών που θα δώσει στα έργου του φαίνεται η αποστροφή του για τον αστό, που δεν πρωταγωνιστεί άλλωστε σε κανένα του έργο. Καταφεύγει στις πεπαλαιωμένες μορφές του έπους και της τραγωδίας, και όχι στο αστικό μυθιστόρημα. Περιφρονώντας το αναγνωστικό κοινό, περιφρονεί την ίδια την κοινωνική του τάξη που δεν κατάφερε να τον κάνει να πιστέψει σ’ αυτήν, και που δεν τον άφησε (ήταν πια πολύ αργά) να προσκολληθεί στην άλλη που αναπτυσσόταν. Και όταν αποφάσιζε να της απευθυνθεί, σαν μαγαζάτορας προς πελάτη (είναι γνωστό ότι άρχισε να γράφει μυθιστορήματα κάτω από την πίεση της γυναίκας του, για να λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα) το θεωρεί ανάρμοστο να διατηρήσει το ηρωικό ύφος του. Ο Ζορμπάς, ένας αντιήρωας που αποτελεί αντίστιξη στα άλλα του έργα, είναι το πρώτο μυθιστόρημα με το οποίο ο Καζαντζάκης προσπαθεί συνειδητά να αγκαλιάσει πλατιές μάζες αναγνωστικού κοινού. Είναι ο φαγάς, ο πιοτουλάς και ο γυναικάς, χωρίς μεταφυσικές αγωνίες, που βρίσκει το νόημα της ζωής του αφημένος στα ένστικτα. Τους εκπρόσωπους του μεταφυσικού, τους καλόγερους, τους ειρωνεύεται άγρια. Στο σύγχρονο αστό, αυτό το μυθιστόρημα ταιριάζει κουτί. Δεν είναι τυχαίο που έγινε ανάρπαστο στην Αμερική.
Το στυλ όμως αυτό δεν του πάει. Το επόμενο, επίσης αντιηρωϊκό μυθιστόρημα, οι «Αδελφοφάδες», δεν έχει την επιτυχία του προηγούμενου. Το ίδιο και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνετα», που θα γνωρίσει επιτυχία μόνο σαν κινηματογραφική ταινία με τον Ντασέν και σαν σήριαλ. Ο ήρωάς του μπορεί να είναι ο αντίποδας του Ζορμπά, όμως είναι ταπεινός και καταφρονεμένος. Ξαναγυρνάει λοιπόν στο ηρωικό ύφος, για να δρέψει δάφνες. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένα μικρό έπος της Κρήτης, στο οποίο πρωταγωνιστεί πάλι ο ήρωας.
Στα τελευταία του μυθιστορήματα ο Καζαντζάκης παρατάει τους ήρωες της δράσης και ξαναγυρνάει στους ήρωες του πνεύματος, στο Χριστό (Τελευταίος Πειρασμός), και στον άγιο Φραγκίσκο (Φτωχούλης του θεού). Πληθωρικά επικός στον Καπετάν Μιχάλη και στον Τελευταίο Πειρασμό, καταλήγει στον Φτωχούλη του Θεού σε ένα λιτό εξπρεσιονιστικό στυλ, με φράσεις γεμάτες αποφθεγματική πυκνότητα.
Θα κλείσουμε με ένα ζήτημα κριτικής: Πρέπει να αρνηθούμε, να απορρίψουμε τον Καζαντζάκη εξαιτίας του μηδενισμού του;
Υπάρχει τάση μιας ορισμένης κριτικής να υποτιμά το έργο του εξαιτίας του μηδενισμού του. Νομίζουμε ότι ένα έργο πρέπει να αποτιμάται στη βάση της καλλιτεχνικής του αξίας και μόνο, το κατά πόσο μπόρεσε να εκφράσει πετυχημένα αυτό που ζητούσε να εκφράσει. Εφόσον εκφράζει κάτι το αντικειμενικό, είναι έργο αληθινό, και σαν τέτοιο πρέπει να το δεχόμαστε. Είμαστε αντίθετοι με την τάση μιας στρατευμένης κριτικής που θέλει σώνει και καλά να βρίσκει σε ένα έργο θετικούς ήρωες και αισιοδοξία. Ας θυμηθούμε τη στρατευμένη κριτική του χριστιανισμού, πόσοι καλλιτεχνικοί θησαυροί της αρχαιότητας χάθηκαν εξ αιτίας του. Ή, συμπληρώνω χρόνια αργότερα, σκανάροντας το παρόν κείμενο, τον στρατευμένο φανατισμό των ερυθροφρουρών, που στάθηκε αιτία να καταστραφούν ανεκτίμητοι θησαυροί της κινέζικης πολιτιστικής κληρονομιάς πριν λίγες μόνο δεκαετίες. Μπορεί το νόημα ενός έργου να μη μας εκφράζει πια. Ας μην ασχοληθούμε μαζί του, αλλά ας το αφήσουμε για τις μελλοντικές γενιές. Κάποιες απ’ αυτές μπορεί να βρουν μέσα σ’ αυτό κάτι για τον εαυτό τους. Δεν υπάρχει παρακμιακή και μη παρακμιακή τέχνη. Υπάρχει μόνο καλή και κακή τέχνη. Και όσοι και αν είναι αυτοί που διαφωνούν με τις ιδέες, το πνεύμα, το «μήνυμα» του Καζαντζάκη, όμως όλοι τους συμφωνούν ότι σαν λογοτέχνης είναι άφταστος.
No comments:
Post a Comment