Μάρω Βαμβουνάκη, Ο αρχάγγελος του καφενείου , Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 1992
Ο «αρχάγγελος του καφενείου» είναι το πρώτο έργο της Μάρως Βαμβουνάκη, μια συλλογή διηγημάτων. Έχοντας ήδη παρουσιάσει τρία βιβλία της από τα Κ. Ε. (Ντούλια, Αντίπαλος εραστής, Η μοναξιά είναι από χώμα) σκέφτηκα να την παρουσιάσω συνολικά στους αναγνώστες των Κ.Ε., όπως και όλους τους μείζονες νεοέλληνες συγγραφείς, πιάνοντας το έργο της από την αρχή. Είναι μια δουλειά που τη θεωρώ σαν υποχρέωση απέναντι σ' αυτούς τους συγγραφείς, που θυμίζουν στο πανελλήνιο ότι η κρητική λογοτεχνία δεν είναι μόνο ο Κορνάρος, ο Χορτάτζης και ο Κονδυλάκης, και ότι δεν σταματάει στον Καζαντζάκη και τον Πρεβελάκη. Ακόμη το θεωρώ σαν υποχρέωση απέναντι στους αναγνώστες, που θέλουν να γνωρίσουν κάθε τι που προβάλλει την Κρήτη και που τους κάνει περήφανους που είναι κρητικοί. Γενικά το νιώθω σαν χρέος απέναντι στην Κρήτη.
Υπάρχει όμως και κάτι που κάνει το εγχείρημα αυτό πρωτότυπο και ενδιαφέρον. Η βιβλιοκριτική γίνεται πάντα στο πιο πρόσφατο έργο ενός συγγραφέα και η κατανόηση του θα στηριχθεί στη γνώση — περισσότερο ή λιγότερο πλήρη — των προηγούμενων έργων του. Εδώ θα συμβεί το αντίθετο. Τα πρώτα έργα θα ειδωθούν στην προοπτική της πορείας που ακολούθησε μετά η συγγραφέας. Αυτό είναι κάτι, που δεν έχει ξαναγίνει σε βιβλιοκρητική στήλη.
Η πρώτη εντύπωση που αποκόμισα από τον «αρχάγγελο του καφενείου» είναι, ότι ξεφεύγει από τη μεταγενέστερη προβληματική της συγγραφέως. Στα βιβλία που παρουσίασα μέχρι τώρα, πρωταγωνιστής είναι ο έρωτας. Στα διηγήματα αυτής της συλλογής, πρωταγωνιστής είναι η ματαίωση (frustration — o αγγλικός όρος, αμετάφραστος στα ελληνικά, είναι πιο ακριβής). Οι ήρωες αποτυχαίνουν στις προσδοκίες τους, στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στη ζωή. Αυτή η αποτυχία προκαλεί τη συμπόνια του αναγνώστη, θα τολμούσαμε να πούμε τον αριστοτελικό έλεο. Πραγματευόμενα τραγωδίες ζωής, αυτά τα διηγήματα αποτελούν στη σύλληψη μίνι τραγωδίες.
Χαρακτηριστικό απ' αυτή την άποψη είναι το πρώτο διήγημα, «Η ακρίδα και το σπασμένο ρόδι». Ο ήρωας αναγκάζεται από βιοποριστικούς λόγους (το αναπόφευκτο της μοίρας) να δουλέψει σαν χορευτής σε νυχτερινό κέντρο. Εκεί θα τον αποπλανήσει μια τουρίστρια, και θα ζήσει μια γλυκεία ζωή για πέντε μέρες ξεχνώντας το σπίτι του (ύβρις), μέχρι να έλθει η ώρα να τον εγκαταλείψει η ξένη, για να γυρίσει στην πατρίδα της. Οι τύψεις που νιώθει, που εκφράζονται με το όραμα του μωρού του να σκοτώνεται, τον κάνουν να παρατήσει το κέντρο και να ορμήσει σαν τρελός για το παιδί του. Αυτό τον αποκαθιστά στη συνείδηση μας. (Ο τραγικός ήρωας δεν είναι ποτέ κακός, αλλά παρεκτρέπεται «δι' αμαρτίαν τινά»). Στο δρόμο όμως τσακίζεται με τη μηχανή του πάνω σ' ένα δένδρο και πεθαίνει στην προσπάθεια του να επανορθώσει για το κακό που έκανε (κάθαρση). Έτσι νιώθουμε έλεος γι αυτόν.
Σ' αυτό το διήγημα πολύ χαρακτηριστική είναι η ερωτική σκηνή. Λυρική, ποιητική, μεταφυσική (ο Αδάμ και η Εύα...), χωρίς ίχνος αισθησιασμού. Είναι μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές που έχω διαβάσει.
Πολύ χαρακτηριστική είναι και η εικόνα του Χριστού με τους μαθητές του που πορεύονται πάνω στο νερό, σαν μεταφορά μιας θάλασσας πηχτής, αρυτίδωτης. Μια εικόνα με δύναμη αρχετυπική που θα κάνει πάλι την εμφάνιση της στο τέλος της «μοναξιάς που είναι από χώμα».
Στα διηγήματα αυτά της Βαμβουνάκη παρελαύνουν πρόσωπα και τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας, της οποίας δίνονται πολύ χαρακτηριστικές όψεις και εικόνες. Είναι μάλιστα τόσο εμφανής αυτή η τάση της συγγραφέως να απομονώνει ξεχωριστά πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε μπόρεσα να δώσω σε κάθε της διήγημα και ένα δεύτερο τίτλο, εκπροσωπευτικό του τύπου ή της κατάστασης που απεικονίζει. Οι δικοί μου υπότιτλοι, χαρακτηριστικοί της θεματικής της συγγραφέως, είναι (με τη σειρά που υπάρχουν τα διηγήματα στο βιβλίο) το καμάκι, ο περιοδεύων θίασος, η μικροπαντρεμένη, Greek dream (κατά το American dream), ο αυτοδίδακτος, η περιφρονημένη, αλλοτρίωση, η απατημένη, η σταχτοπούτα και η προαγωγός, η νοικοκυρά, το νούμερο, ο φουκαράς σύζυγος, η πιστή, έρημα γερατειά, φυγή, υποκρισία. Οι χαρακτήρες, σαν γνήσιοι τσεχωφικοί ήρωες, αδυνατούν να ξεφύγουν από το πεπρωμένο τους. Μόνο ο μικρός της φυγής θα δοκιμάσει, και θα αποτύχει. Και ο λόγος που δεν μπορούν να ξεφύγουν είναι η αδυναμία τους, οι εσωτερικές τους αναστολές. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδυναμίας, όταν ανοίγεται το παράθυρο της ευκαιρίας, θα τους πληγώσει περισσότερο. Η πιστή θα μονολογήσει «τυχεροί που είναι όσοι ταγμένοι να ζουν στην έρημο δεν γνωρίζουν την ύπαρξη της όασης. Εγώ την έμαθα κι ένιωσα γύρω μου τη ξηρασία για πάντα. Και διάλεξα την ξηρασία για πάντα».
Η σύμβαση ενάντια στην παρόρμηση θα υπερισχύσει στο τέλος Όμως η ηρωίδα θα αναρωτηθεί: «Μήπως τελικά ανώτατο χρέος μας είναι να ακολουθούμε τους παλμούς της δικής μας ψυχής, έτσι όπως ηχεί βαθιά μέσα μας;
Μοιάζει με Καζαντζάκης, όμως είναι Βαμβουνάκη. Με τον μεγάλο κρητικό δεν ξεμπλέχνει κανείς εύκολα, Μάρω.
Έτσι φορούμε τα προσωπεία μας, και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στη μιζέρια μας. Η πιστή όμως ονειρεύεται την καινούρια μέρα, που όταν της πει ο άνθρωπος που θαυμάζει «θα' ρθεις μαζί μου;» θα μπορέσει να του πει αμέσως. «Ναι».
«Όλα μας στριμώχνουνε να πετάξουμε τα προσωπεία ή να χαθούμε. Να συμφιλιωθούμε με την ψυχή μας ή να χαθούμε. Ανάγκη δε θα έχουμε τότε τα ξυλοπόδαρα των προκατασκευασμένων θεσμών για να στεκόμαστε όρθιοι.. Ανήκω σε μια γενιά ταλαιπωρημένη. Ταλαιπωρημένη από την πολυτέλεια του να έχει τις προϋποθέσεις να σκέφτεται, κι απ' τη μιζέρια του να μην μπορεί να πραγματώσει όσα σκέφτεται. Κάποτε θα πάψει η μιζέρια, δεν μπορεί. Οι σκέψεις μας κι οι πράξεις μας θα συμφιλιωθούν. Οι πόθοι της εφηβείας μας δεν θα βρικολακιάζουν, κι ο Δον Κιχώτης της ψυχής μας δεν θ' αναγκάζεται να κατεβαίνει απ' το κοκαλιάρικο άλογο του. Οι σχέσεις μας τότε θα γίνουν πιο έντιμες, πιο καλοσυνάτες».
Στα διηγήματα αυτά η Βαμβουνάκη είναι δέσμια του μύθου. Είναι επική. Αργότερα είναι που θα γίνει λυρική, προσφέροντας εκείνες τις θαυμάσιες εσωτερικές ψυχογραφίες, όπου το στόρυ είναι ένα απλό πρόσχημα πάνω στο οποίο υφαίνεται ο καμβάς των προσωπογραφιών της.
No comments:
Post a Comment