Αντώνης Κακατσάκης, Ο γιγαντένιος άνθρωπος, Αθήνα 2007, σελ 216.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στα Κρητικά Επίκαιρα, Γενάρης 2010
Μοιάζει με αυτοβιογραφία χωρίς να είναι. Έχει όμως τα «τυπικά» χαρακτηριστικά της βιογραφίας ενός κρητικού που γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο ήρωας είναι βοσκόπουλο. Στις αρχικές σελίδες υπάρχουν χαρακτηριστικές σκηνές ενός αρκαδικού, ειδυλλιακού τοπίου, σαν αυτό που λογοτεχνικά μάς είναι γνωστό από τη «Βοσκοπούλα» και την «Πανώρια». Η Κρήτη παλεύει ακόμη να ελευθερωθεί από τους τούρκους. Ο ξενιτεμός στην Αυστραλία, η επιστροφή, η μικρασιατική εκστρατεία, ο μεσοπόλεμος, η κατοχή και η μετακατοχική Ελλάδα, ο αγώνας για την επιβίωση, η σταδιακή επαγγελματική επιτυχία, αποτελούν κομβικά «αυτοβιογραφικά» σημεία για πολλούς απλούς ανθρώπους εκείνης της εποχής. Ενδιαφέροντα από μόνα τους, γίνονται ακόμη πιο ενδιαφέροντα από το γλαφυρό ύφος της αφήγησης του συγγραφέα. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα, που θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικό δικό μου.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν βρήκα μια φωλιά κοτσυφιών. Ήταν πολύ δύσκολο να τη βρεις, γιατί τα κοτσύφια έφτιαχναν τις φωλιές τους σε πυκνόφυτα και δύσβατα μέρη. Ήταν σ’ ένα κυπαρίσσι τυλιγμένο με ακρέβατο μέσα σε μια σκιερή ρεματιά. Στην κορφή του βρισκόταν η φωλιά, μα δεν μπορούσα να ανέβω για να δω από κοντά… Μόλις πλησίασα το κεφάλι μου πάνω από τη φωλιά είδα μέσα τρία μαύρα κοτσυφάκια. Ήταν αρκετά μεγάλα, με κοίταζαν με βλέμμα μάλλον τρομαγμένο… Μα μόλις το χέρι μου ήταν πάω από τη φωλιά, έτοιμος να τα πιάσω, με ένα φτερούγισμα έφυγαν όλα μαζί…» (σελ. 38).
Τώρα αν στη δική μου περίπτωση τα κοτσυφάκια ήταν μόνο δύο δεν έχει και τόση σημασία.
Και δεν είναι μόνο η αφήγηση, είναι και η γλώσσα. Ο Χάρολντ Μπλουμ έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της επίδρασης», όπου μιλάει για τον φόβο των συγγραφέων μήπως αποδειχθούν ελάχιστα πρωτότυποι, και φανεί ότι το έργο τους δεν είναι παρά αποτέλεσμα της επίδρασης παλιότερων συγγραφέων. Νομίζω ότι υπάρχει άφθονο υλικό για να γραφεί ένα ανάλογο βιβλίο με τίτλο «Η αγωνία της απώλειας της γλώσσας», και που θα αναφέρεται σε κρήτες λογοτέχνες που γράφουν στο ιδίωμα του τόπου τους, είτε απόλυτα είτε σε μια νεοελληνική δημοτική που είναι όμως πυκνότατα διανθισμένη με κρητικές λέξεις και εκφράσεις, ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη. Ο Κακατσάκης, καταγόμενος από τη δυτική Κρήτη, χρησιμοποιεί το τοπικό ιδίωμα της περιοχής του. Ας παραθέσουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«-Μα ίντα λέεις εδά μπάρμπα Νικήτα; Να πορίσω απού τη Κρήτη να την αφήσω σκλαβωμένη και εγώ να λείπω, κι απόις ελευτερωθεί να γαΐρω; Χωρίς να ’χω πολεμήσει; Ντα για τουτονά το λόγο ζω. Δε μπορεί να γενεί τέτοιο μπράμα, μόνο άλλαξε κουβέντα» (σελ. 114).
Έχουμε διαβάσει αρκετά παρόμοια βιβλία και όλα τους έχουν το απαραίτητο γλωσσάρι στο τέλος, για να μπορούν να γίνουν κατανοητά, όχι μόνο από τους μη κρητικούς αναγνώστες, αλλά και από τη νέα γενιά. Η κοινή νεοελληνική, με όπλο τα ΜΜΕ, οδηγεί σε μαρασμό τα τοπικά ιδιώματα, από τα οποία εξαλείφεται σταδιακά όχι μόνο η ιδιαίτερη προφορά αλλά και ο λεξιλογικός τους πλούτος. Όμως ευτυχώς σε ό, τι αφορά το κρητικό γλωσσικό ιδίωμα, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες συγγραφέων όπως του Αντώνη Κακατσάκη θα διασωθεί έστω και μουσειακά για τους γλωσσολόγους και τους μελετητές του.
Εγώ πάντως δεν είμαι γλωσσολόγος, και έτσι θα επιμείνω περισσότερο στις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου, στη συναρπαστικότητα της αφήγησης και στη γλαφυρή εξεικόνιση σκηνών, επεισοδίων και καταστάσεων της καθημερινής ζωής στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια του πολύπαθου 20ου αιώνα.
No comments:
Post a Comment