Αντώνης Δεσύλλας, Μελωδία Κρυστάλλων, ΑΛΔΕ 2009, σελ. 102
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένας ύμνος στα πράγματα που μας περιβάλλουν είναι τα αφηγήματα που περιέχονται στο τελευταίο αυτό βιβλίο του συγγραφέα, με πρωτότυπες αφηγηματικές επινοήσεις.
Όταν διάβασα για πρώτη φορά για το Νέο Μυθιστόρημα, σε ένα τόμο που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κάλβος με αφηγήματα του Αλέν Ρομπ Γκριγιέ και της Ναταλί Σαρρό με μια εκτενή κατατοπιστική εισαγωγή για το είδος, έμεινα με την εντύπωση ότι επρόκειτο για έναν ακόμη πειραματισμό που δεν θα είχε συνέχεια. Τον είδα μάλιστα με τρομερή επιφύλαξη και καχυποψία: πώς μπορεί να φτιάξεις αφήγημα στο οποίο να απουσιάζει ο άνθρωπος; Ο άνθρωπος αποτελεί προϋπόθεση και καταλύτη της δράσης, και χωρίς δράση γίνεται να υπάρξει αφήγημα; Τελικά, διαβάζοντας τη «Μελωδία κρυστάλλων» του Αντώνη Δεσύλλα είδα ότι γίνεται, αρκεί να μην είσαι δογματικά δοσμένος στην εξαφάνισή του. Ας μην ξεχνάμε ότι και ο σουρεαλισμός έδωσε τους καρπούς του όταν εγκαταλείφθηκαν οι ακρότητες της αυτόματης γραφής.
Στη «Μελωδία Κρυστάλλων» του Αντώνη Δεσύλλα ο άνθρωπος δεν εξαφανίζεται, απλά παραμερίζει ταπεινά, όπως σε κάποιες τοπιογραφίες όπου προβάλλει μικροσκοπικός στο βάθος του πίνακα. Η «Μελωδία Κρυστάλλων», όπως μας προϊδεάζει ο συγγραφέας με το μότο που παραθέτει σε ξεχωριστή σελίδα για να το τονίσει πριν αρχίσει το κείμενο, είναι «Ένας ύμνος στα άψυχα που μας περιβάλλουν».
Ο Δεσύλλας έχει συνείδηση ότι πρέπει να βρει τρόπους να αναδείξει το θέμα του καθώς, ελλείψει δράσης, απουσιάζει το σασπένς που αποτελεί τον κύριο παράγοντα πρόκλησης και διατήρησης του αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς ότι η «λογοτεχνικότητα» της γραφής είναι επαρκής όρος για την πρόκληση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, όμως ο ίδιος θέλει να το αυξήσει ακόμη περισσότερο, και γι αυτό προβαίνει σε πρωτότυπες αφηγηματικές επινοήσεις.
Ο χρόνος των «γεγονότων», αν μπορούμε να τα πούμε έτσι, ο χρόνος στον οποίο τοποθετούνται τα άψυχα τα οποία θα υμνήσει, είναι ο χρόνος της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας του συγγραφέα, χοντρικά θα λέγαμε γύρω στη δεκαετία του ’60. Όμως ο Δεσύλλας δημιουργεί και έναν άλλο εσωτερικό αφηγηματικό χρόνο. Αυτός είναι ο χρόνος της στρατιωτικής του θητείας, ή ίσως του αφηγητή του, μια και πιθανόν πρόκειται για συγγραφική επινόηση και όχι για βιογραφικό γεγονός. Ο αφηγητής λοιπόν βρίσκεται στην σκοπιά και αναπολεί αυτά τα «άψυχα που μας περιβάλλουν». Τα αναπολεί με την ένταση της προσμονής, μια και σε λίγες μέρες θα τα ξανασυναντήσει. «Δεκαοχτώ και μία μείνανε», μας λέει στο πρώτο κείμενο που τιτλοφορείται «Στη χειμωνιάτικη ηρεμία του κάμπου». Οι αναμνήσεις που τον κατακλύζουν στη σκοπιά ενοποιούν αφηγηματικά τα άψυχα αυτά αντικείμενα που θα «υμνήσει» στη συνέχεια, με έναν λυρικό πανθεϊσμό.
Ο λυρικός αυτός πανθεϊσμός φαίνεται καθαρά στο παρακάτω απόσπασμα από το πρώτο κείμενο, που αναφέρεται στα δένδρα. Το παραθέτουμε ως χαρακτηριστικό δείγμα γραφής, και για το εφέ του ερωτηματικού που κυριαρχεί.
«Τα δέντρα, αίφνης, που μας περιβάλλουν είναι πράγματι άψυχα; Ποια είναι η λεπτή διαχωριστική γραμμή που χαρακτηρίζει το έμψυχο από το άψυχο; Για τα τόσα άψυχα που μας περιβάλλουν μπορούμε να τρέφουμε αισθήματα; Μιλάμε για τα αγαπημένα αντικείμενα; Κι αν υπάρχει σχέση συναισθηματική, μήπως προϋποθέτει και τη δική τους συμμετοχή στο συναίσθημα; Χαίρονται κι εκείνα μαζί μας, βλέπουνε το χαμόγελό μας, ακούνε το τραγούδι μας, δέχονται σαν χάδι το άγγιγμά μας και ξεχνάνε όταν τα ξεχάσουμε;» (σελ. 16). Διαβάζοντας το απόσπασμα αυτό θυμήθηκα το βιβλίο «Η μυστική ζωή των φυτών» των Christopher Bird και Peter Tompkins (εκδόσεις Χατζηνικολή) που διάβασα πριν χρόνια, στο οποίο ο πρωτόγονος ανιμισμός δεν μοιάζει με απλή πρόληψη, τουλάχιστον όσον αφορά το φυτικό βασίλειο, αλλά απτή πραγματικότητα. Υπάρχει συναισθηματική μέθεξη ανάμεσα στα φυτά και τον άνθρωπο. «Αντιδρούν» θετικά όταν τα περιποιείσαι, όπως δείχνουν γαλβανομετρικές μετρήσεις, και αρνητικά όταν τα παραμελείς.
Όμως υπάρχουν και άλλες επινοήσεις.
Κάθε κείμενο καταλήγει σε μια λυρική σελίδα με έντονα γράμματα. Στο πρώτο λυρικό κομμάτι ο Δεσύλλας μιλάει για πέντε πουλιά που ήλθαν «και κούρνιασαν στο μεγάλο κλωνάρι του πλάτανου. Στο χλωμό κίτρινο φως του φεγγαριού, ανάμεσα στις σκιερές φυλλωσιές και τα χαμηλά κλαδιά του δέντρου, προβάλλουν σαν νότες μουσικής πάνω στο πεντάγραμμο. Κρατάνε κι αυτά σκοπιά, φυλάγοντας το πέρασμα της νύχτας. Τα μετρώ και τα βρίσκω πέντε. Όσα και οι αισθήσεις μας, σκέφτομαι».
Σε κάθε κείμενο κυριαρχεί, χωρίς να εκτοπίζει εντελώς τις άλλες, μια από τις αισθήσεις. Η αίσθηση αυτή εισάγεται με το λυρικό κομμάτι του προηγούμενου κειμένου. Στο πρώτο λυρικό κομμάτι εισάγεται η αίσθηση της ακοής, που θα κυριαρχήσει στο επόμενο κείμενο που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή: Μελωδία Κρυστάλλων. Εδώ ο αφηγητής θυμάται που, στα γλέντια που στήνονταν στα σπίτια σε κάθε ευκαιρία, «κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια» από τα πηδήματα των χορευτών, όπως μας λέει και ο Ρίτσος στη Ρωμιοσύνη, βγάζοντας αυτή την χαρακτηριστική «κρυστάλλινη μελωδία»
Και ακολουθεί:
«… κι άλλες στιγμές πιο όμορφες έκαναν την εμφάνισή τους με το πέταγμα του δεύτερου πουλιού, που έφερε μνήμες αισθήσεων συνδυασμένες με λεπτές μυρωδιές. Ευωδιές συνυφασμένες με τα ανέμελα παιδικά χρόνια που ξυπνήσανε στο νου μου στιγμές παιχνιδιού και χαράς» (σελ. 37). Σε κάθε πέταγμα πουλιού εμφανίζεται και μια από τις αισθήσεις.
Η μυρωδιά από τις φιγούρες του καραγκιόζη κυριαρχεί στο δεύτερο κείμενο, που μου ξύπνησε ανάλογες μνήμες. Όχι η μυρωδιάς της αλευρόκολλας που χρησιμοποιούσαν ο συγγραφέας και οι συνομήλικοί του για να κολλούν τις φιγούρες, αλλά της ρητίνης από τις αμυγδαλιές που χρησιμοποιούσαμε στην Κρήτη για να φτιάχνουμε την κόλλα. Ούτε για αστείο να ξοδέψουμε λεφτά για την κόλλα, ίσα ίσα που μας έφταναν για να αγοράζουμε τις φιγούρες.
Στη συνέχεια έχουμε την αίσθηση της αφής, η οποία κυριαρχεί στα παιδικά παιχνίδια που αναπολεί ο Δεσύλλας, και κατόπιν την αίσθηση της γεύσης από τα παραδοσιακά σπιτικά γλυκά, ενώ στον επίλογο χορεύουν όλες οι αισθήσεις με κυρίαρχη την χρωματική πανδαισία της όρασης.
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Δεσύλλα δεν έχεις μόνο την αίσθηση της στιλιστικής ικανότητας του συγγραφέα, αλλά κυρίως την αίσθηση της ευαισθησίας του. Μέσα από αυτά τα κείμενα αναδύεται μια κατάθεση ψυχής, η οποία ξεφεύγει από κάθε υφολογική ανάλυση. Ίσως γι αυτό να είναι τόσο συναρπαστικά.
No comments:
Post a Comment