Wednesday, March 17, 2010

Robert Schnakenberg, Κρυφές ζωές μεγάλων συγγραφέων

Robert Schnakenberg, Κρυφές ζωές μεγάλων συγγραφέων, μετ. Έρση Μηλιαράκη, IntroBooks 2008, σελ. 317

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Σύντομες βιογραφίες με γαργαλιστικά ανέκδοτα από τις ζωές μεγάλων συγγραφέων είναι συγκεντρωμένες σ’ αυτό τον τόμο

Ο τίτλος είναι ιδιαίτερα ελκυστικός. Μαντεύουμε ότι πίσω από τις «κρυφές ζωές» των συγγραφέων θα κρύβονται τα άπλυτά τους, λεπτομέρειες από τη ζωή τους που συχνά ένας βιογράφος που σκύβει με σεβασμό πάνω στο έργο τους θα παραλείψει. Και επειδή όλοι μας κρύβουμε ένα κουτσομπόλη μέσα μας, δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο διαφημίζεται με στρογγυλό χρυσαφί πλαίσιο στο εξώφυλλο ως «διεθνές best seller». Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι πράγματι είναι. Και για να γίνει ακόμη πιο ελκυστικό σε ένα κοινό που αρκετούς από τους συγγραφείς για τους οποίους γράφει ο Σνάκενμπεργκ δεν τους έχει ξανακούσει, έβαλαν και δυο σκίτσα, όπου στο ένα παρουσιάζεται ο Τζέημς Τζόυς ως μαζοχιστής (είναι πεσμένος στα τέσσερα και από πάνω του στέκεται όρθια μια γυναίκα με ένα μαστίγιο), και στο άλλο ο Χέμινγουεη να έχει ριγμένο μπρούμυτα έναν άνδρα και να του στρίβει το χέρι πίσω στην πλάτη (διαβάζω στη βιογραφία του ότι ήθελε να επιδεικνύεται ως ματσό). Τέλος, αντί για υπότιτλο το βιβλίο έχει «επίτιτλο». Πάνω από τον τίτλο, στην κορυφή του εξώφυλλου, είναι γραμμένη η φράση: «Αυτά που δεν μάθατε ποτέ στο σχολείο για τους μεγάλους λογοτέχνες». Βέβαια, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, ένα μεγάλο μέρος από το αναγνωστικό κοινό αυτού του βιβλίου όταν πήγαινε στο σχολείο είχε μια τέτοια σκασίλα να μάθει για τους μεγάλους λογοτέχνες που δεν λέγεται.
Κρύβω κι εγώ έναν κουτσομπόλη μέσα μου. Με τον Νίκο τον Τζανάκη, τώρα καθηγητή πνευμονολογίας στην Ιατρική σχολή στο Ηράκλειο στην Κρήτη, όταν ήμαστε συγκάτοικοι, στην επική φάση της μεταδικτατορικής εποχής, τότε που τρέφαμε ακόμη την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό, κάθε βράδυ κάναμε κουτσομπολιό –όχι, δεν είχαμε αναστολές, κουτσομπολιό το λέγαμε, όχι κοινωνική κριτική- και για να μην μας ξεφύγει κανείς πηγαίναμε με αλφαβητική σειρά, κάθε βράδυ και ένα γράμμα. Όντας λοιπόν κι εγώ τέτοιος κουτσομπόλης, όταν είδα στο pathfinder.gr που έβαλα στο blog μου για να με ενημερώνει για τις νέες κυκλοφορίες αυτό το βιβλίο, είπα ότι θα το αγοράσω. Βέβαια δεν έτρεξα την επομένη – είπαμε, είμαι κουτσομπόλης αλλά όχι και τόσο– όμως το έβαλα στα υπόψη.
Όταν στη γιορτή μου ο Σοφοκλής με τη Νίκη, αγαπημένοι φίλοι και γείτονες, μου έκαναν δώρο το βιβλίο «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» της Ρέας Γαλανάκη δεν φαντάστηκαν ότι εγώ θα το είχα ήδη διαβάσει και θα είχα αναρτήσει στο Λέξημα τη σχετική βιβλιοκριτική. Και μια και είχε κάρτα αλλαγής πήγα και το άλλαξα με το παρόν βιβλίο.
Ο Σνάκενμπεργκ είναι επινοητικός στη συγγραφή του. Για κάθε συγγραφέα από τους 37 που παρουσιάζει ξεκινάει με μια σελίδα που μοιάζει με ταυτότητα. Υπάρχει ένα σκίτσο του συγγραφέα και μερικές λεζάντες όπου αναγράφονται η ημερομηνία γέννησης και θανάτου, η εθνικότητα, το ζώδιο (δεν έχουν όλοι οι αναγνώστες τη μνήμη ώστε από την ημερομηνία γέννησης να βγάζουν και το ζώδιο), μεγάλα έργα, σύγχρονοι ανταγωνιστές (περιμένουμε ότι με αυτούς θα έχει παίξει ξύλο), στυλ γραφής (αυτό λίγο άσχετο, δεν νομίζω ότι θα ενδιαφέρει πολλούς από τους αναγνώστες), και τέλος σοφά λόγια τα οποία, στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες, έχουν αντικαταστήσει τις παροιμίες που αποτελούν την αποκρυσταλλωμένη γνώση των χωρικών. Τάδε έφη λοιπόν.
Στη συνέχεια ακολουθεί το βιογραφικό του συγγραφέα, όχι πάνω από δισέλιδο, να μη βάζουμε σε δοκιμασία την αναγνωστική υπομονή του αναγνώστη, εστιασμένο βέβαια στα άπλυτά του. Τέλος έχουμε ημισέλιδα κείμενα με χαρακτηριστικά, συχνά πιπεράτα, ανέκδοτα από τη ζωή του, κάπου τρεις σελίδες σε σύνολο, με παρέμβλητο ένα σκίτσο του, χαρακτηριστικό της «κρυφής ζωής» του.
Να παραθέσουμε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό ανέκδοτο για τον Μπαλζάκ.
«Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της ιδιοφυίας και της παράνοιας, και αυτό μπορεί άνετα να το επιβεβαιώσει ένας από τους συνδαιτυμόνες του Μπαλζάκ. Ο μεγάλος πρώσος φυσιοδίφης και εξερευνητής Φρίντριχ φον Χούμπολτ ζήτησε μια φορά από έναν ψυχίατρο φίλο του να του γνωρίσει έναν αυθεντικό τρελό. Ο γιατρός κανόνισε ένα δείπνο με τον Χούμπολτ, τον Μπαλζάκ και έναν από τους ασθενής του. Όπως συνήθως, ο Μπαλζάκ –που θα συναντούσε πρώτη φορά ο Χούμπολτ-κατέφθασε αναμαλλιασμένος και ασουλούπωτος, και δεν σταμάτησε να λέει τα δικά του ακατάληπτα σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Όταν η συζήτηση χαλάρωσε, ο Χούμπολτ έσκυψε προς τον φίλο του και τον ευχαρίστησε που του έφερε μια τόσο «τελειωμένη» περίπτωση. «Μα αυτός που μου δείχνεις είναι ο Μπαλζάκ», σάστισε ο γιατρός, «ο άλλος είναι ο ψυχασθενής!» (σελ. 31).
Ωραίο, έ;
Επειδή έχω δουλέψει ως μεταφραστής δεν θα ενοχοποιήσω την μεταφράστρια για τα μεταφραστικά ατοπήματα, αλλά τον επιμελητή που δεν υπάρχει, ή τουλάχιστον δεν αναγράφεται το όνομά του. Η μετάφραση είναι μια κακοπληρωμένη δουλειά, και με ανακούφιση την παράτησα όταν διορίστηκα σαν φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Δεν μπορείς να κολλάς και πολύ πάνω σε δυσκολίες, γιατί, χρονοτριβώντας, θα καταντήσεις να δουλεύεις για ψίχουλα. Διαβάζω λοιπόν: «Η μητέρα του, Λόρα Χάρμον Λι Μπάροουζ, ισχυριζόταν ότι είναι απόγονος του γενικού της Ομοσπονδίας Ρόμπερτ Ε. Λι» (σελ. 255). Καταλάβατε τίποτα; Ο γενικός, general, είναι στην πραγματικότητα ο στρατηγός Λι των Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Σημειώνω ακόμη ότι το «Κάστρο» του Κάφκα εμείς οι έλληνες αναγνώστες το ξέρουμε ως Πύργο.
Είναι γνωστό ότι λογοτεχνικά αριστουργήματα απορρίφθηκαν από σειρά εκδοτικών οίκων πριν βρουν τον εκδότη τους. Ο «Οδυσσέας» του Τζόυς για παράδειγμα εκδόθηκε από τον όγδοο εκδοτικό οίκο στον οποίο απευθύνθηκε ο συγγραφέας. Το ότι οι «αναγνώστες» των εκδοτικών αυτών οίκων δεν είχαν το κριτήριο να μυριστούν το μεγάλο έργο είναι κατανοητό. Αλλά φαίνεται ότι και οι βιβλιοκριτικοί δεν πάνε πίσω (καλά κάνω εγώ και αποφεύγω το θάψιμο, δεν ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται). Πολλά βιβλία θάφτηκαν από διακεκριμένους βιβλιοκριτικούς τα οποία στη συνέχεια πέρασαν στον κανόνα. Θυμάμαι πόσο με εξέπληξε που κάποιος βιβλιοκριτικός (δεν θα ρισκάρω να γράψω το όνομά του γιατί μπορεί να με απατά η μνήμη μου) έθαψε σε βιβλιοκριτικό του σημείωμα ένα από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή. Αλλά και οι συγγραφείς δεν τα πάνε καλύτερα. Παραθέτω ένα σχετικό κείμενο:
«Ακόμη και ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην αγγλική γλώσσα δεν ήταν άτρωτος στη φαρμακερή κριτική. Ο Βολταίρος παρομοίασε ολόκληρο το έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ με έναν «απέραντο σωρό κοπριάς» και αποκάλεσα τον ίδιο έναν «βάρβαρο μεθύστακα». Ο Τσαρλς Ντίκενς προσπάθησε να διαβάσει το έργο του βάρδου, αλλά «το βρήκα τόσο βαρετό που μου γύρισαν τα άντερα». Του Τολστόι του φάνηκε «άσεμνο, ανήθικο, χυδαίο και βλακώδες» (σελ. 116).
Μήπως διαβάζοντας για τις κρυφές ζωές τους αποκαθηλώνονται από το βάθρο τους οι συγγραφείς;
Κάθε άλλο. Απλά ανακαλύπτουμε ότι είναι κι αυτοί, όπως θα έγραφε ο Νίτσε, «ανθρώπινοι, πολύ ανθρώπινοι».
Ένας σωρό άλλοι συγγραφείς που δεν συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του ο Σνάκενμπεργκ δεν έχουν άραγε ενδιαφέρουσες «κρυφές ζωές»; Ή μήπως ετοιμάζει δεύτερο τόμο; Ελπίζουμε πως ναι. Γιατί και αυτόν θα τον αγοράσουμε.

No comments:

Post a Comment