Σταυρούλα Σκαλίδη, Κρέας από σταφύλι, Πόλις 2010, σελ. 133
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε και στο Λέξημα. Το μυθιστόρημα, μαθαίνω, είναι υποψήφιο για τα βραβεία του Διαβάζω.
Μια ακόμη πινακοθήκη με «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» μας παρουσιάζει στο καινούριο της μυθιστόρημα η Σταυρούλα Σκαλίδη.
Ένα βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα όπως αυτό του «Διαβάζω» δημιουργεί την πεποίθηση ότι ο συγγραφέας είναι αξιόλογος και την προσδοκία ότι και τα επόμενα έργα του δεν θα υπολείπονται του πρώτου. Η Σταυρούλα Σκαλίδη φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την προσδοκία με το δεύτερο βιβλίο της, το «Κρέας από σταφύλι». Ας το γράψουμε από τώρα, αν και αυτό συνηθίζεται να γράφεται στο τέλος μιας βιβλιοκριτικής, ότι πρόκειται για ένα πάρα πολύ καλό βιβλίο.
Σ’ αυτή την «ιστορία ωμοφαγίας», όπως την χαρακτηρίζει ο υπότιτλος του βιβλίου, παρατηρούμε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με το πρώτο μυθιστόρημα της Σταυρούλας, το «Προδοσία και εγκατάλειψη», τόσο στην πλοκή όσο και στο ύφος.
Παρατηρούμε την ίδια παριολατρεία που παρατηρήσαμε και στο προηγούμενο έργο. Όλοι οι ήρωες είναι περιθωριακοί ή αποκλίνοντες. Όλοι τους κουβαλάνε ψυχολογικά τραύματα. Ψυχολογικά τραύματα που άλλους θα τους οδηγήσουν στη φυγή, όπως τον Θεόφιλο και τη Μαριάννα, το μικρό κοριτσάκι, και άλλους σε μια συμπεριφορά αποκλίνουσα για τα κοινά μέτρα, όπως τον Φάνη που, πάσχοντας από νεανικό διαβήτη, προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του μέσα από το σεξ, και τη Μυρσίνη, που κι αυτή μέσα από σχέσεις με ώριμους άνδρες αναζητάει τον πατέρα που τους εγκατέλειψε. Μια τέτοια μεγάλη σειρά περιθωριακών ηρώων δεν έχω συναντήσει σε πεζογράφημα, παρά μόνο σε κινηματογραφική ταινία, το «Dodeskaden» του Ακίρα Κουροσάβα (Στα ελληνικά παίχτηκε με τον τίτλο «Η γειτονιά των καταφρονεμένων».
Και εδώ επίσης η Σταυρούλα δημιουργεί ένα αφηγηματικό παζλ με συχνές αναδρομές που ολοκληρώνουν την προσωπογράφηση των ηρώων της προσθέτοντας στον κατάλογο των ψυχικών τραυμάτων τους, ή αποκαλύπτοντάς τον, όπως στην περίπτωση της Μαριάννας. Για παράδειγμα, μόλις προς το τέλος της αφήγησης μαθαίνουμε για το βαθύ ψυχικό τραύμα του Θεόφιλου, που υπήρξε μάρτυρας μιας αποτρόπαιης σκηνής: Η μητέρα του, σαν άλλη Φραγκογιαννού, έπνιξε ένα μικρό κοριτσάκι. Αυτή είχε τη δυστυχία της πρωτότοκης, που έπρεπε να φροντίζει ένα σωρό αδέλφια. Όμως η Σταυρούλα δεν οδηγεί την ηρωίδα της, σε αντίθεση με τον Παπαδιαμάντη, σε μια θεωρητικοποίηση της πράξης της. Οι συνθήκες ζωής της συμπλέκονται με βιολογικές αιτίες. Η αποφασιστική στροφή έγινε σαν αποτέλεσμα μιας επιλόχειας κατάθλιψη που άργησε να «θεραπευτεί». Τα σκονάκια που έπαιρνε είχαν και παρενέργειες. Η άνοια που θα την βρει χρόνια αργότερα και θα την οδηγήσει στο θάνατο φαίνεται έτσι ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα, «κατά το εικός και το αναγκαίον».
Υπάρχει όμως και μια διαφορά. Το προηγούμενο έργο τελειώνει με unhappy end, και μάλιστα, όπως επισημάναμε στη βιβλιοκριτική που κάναμε γι αυτό, χωρίς να απαιτείται από την οικονομία του έργου. Εκεί, εκτός πλαισίου της ιστορίας, στη θέση δηλαδή του «περάσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», η Σκαλίδη παρουσιάζει ένα ζευγάρι από τους ήρωές της να χωρίζουν. Ο άνδρας, αφού μένει χρόνια μόνος, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή, ενώ η γυναίκα τα φτιάχνει με κάποιον που είναι εμφανώς κατώτερος. Εδώ, αντίθετα, έχουμε ένα ευτυχισμένο τέλος. Οι ήρωες περνάνε επί τέλους στον «παράδεισο» αφού πέρασαν τα μαρτύρια της κόλασης. Όχι όλοι όμως. Ο Θεόφιλος πήγε στον κυριολεκτικό παράδεισο. Πιστεύουμε δηλαδή, αφού έκανε μια πολύ καλή πράξη: περιμάζεψε και προστάτεψε το άμοιρο κοριτσάκι.
Υφολογικά παρατηρούμε τον ίδιο κοφτό λόγο, με σύντομες προτάσεις-παραγράφους, συχνά μιας και μόνο λέξης. Δίνουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, που προσωπογραφεί τον Θεόφιλο.
«…Σκελετός σκεβρωμένος. Η μια πλάτη γέρνει, η άλλη παλαντζάρει πιο ψηλά στον ορίζοντα. Των κορμιών. Μέσα στην κίνηση. Της πόλης. Και τ’ αυτιά του κρατάνε το βουητό· το αντηχούν στο μυαλό. Το άστεγο. Των εξήντα χρόνων. Συμβατικού καιρού, τάχα μου πραγματικού. Των πέντε ετών. Σταματημένης ψυχής… και τσουπωμένες εφημερίδες για μόνωση από. Τα μαλλιά του σκονισμένα. Λερά και αραιωμένα. Το χρώμα τους δεν φαίνεται. Καλύτερα. Τι χρώμα να ήταν; Και το σούρσιμο. Του άτολμου βήματος. Της συνεχούς φυγής. Τα παπούτσια κουρασμένα. Ξεχαρβαλωμένα σαν το σπασμένο του ζυγωματικό. Στο μάγουλο. Η ανισορροπία του προσώπου. Του ελλειμματικού καθρέφτη. Για τους άλλους…» (σελ. 36).
Όμως υπάρχει και κάτι καινούριο, εντελώς πρωτότυπο και μοναδικό. Στους περισσότερους τίτλους των κεφαλαίων της η Σταυρούλα χρησιμοποιεί κάποια εφέ. Ήδη στον πρώτο τίτλο βλέπουμε το εφέ του ομοιοτέλευτου. «Μαγδαληνή, Φροσύνη, Μυρσίνη». Στον δεύτερο τίτλο «Αλλαγή κλήματος» βλέπουμε το εφέ της ομωνυμίας (κλήμα=κληματαριά και κλίμα), όπως και στον τέταρτο «Άφτερ σέιβ, Άννα» (σέηβ, σώζω, και shave, ξυρίζομαι). Στον τρίτο τίτλο έχουμε το εφέ της παρήχησης: «Φίλοι, Φίλης, καρυοφύλλι», επίσης στον έκτο «Φρες φλες» (fresh, flesh), και τέλος στον ένατο: «Φάνης, κατά φαντασίαν ασθενής», ενώ οι τίτλοι στο δέκατο και στο ενδέκατο κεφάλαιο έχουν το εφέ της παράφρασης: «Ο καιρός μετά σου» και «Γιατροί χωρίς τσίνορα».
Τέλος η Σταυρούλα χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα την αφηγηματική φωνή. Όλοι οι ήρωες συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, με εξαίρεση δύο: τον Φάνη και τη Μαριάννα. Για τους πρώτους χρησιμοποιεί την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ για τον Φάνη την πρωτοπρόσωπη. Υπάρχει όμως και ένας εγκιβωτισμένος εσωτερικός μονόλογος, της μητέρας του Θεόφιλου, όπου μας αποκαλύπτονται λεπτομέρειες του εσωτερικού της δράματος.
Πιο πλούσια λοιπόν υφολογικά και αφηγηματικά μας παρουσιάζεται η Σταυρούλα Σκαλίδη με το δεύτερο μυθιστόρημά της. Επί πλέον υπάρχει η αισιοδοξία ενός happy end. Το ότι πρόκειται για ένα πολύ καλό βιβλίο το είπαμε ήδη στην αρχή.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment