Το Φραγκιό
Το Φραγκιό είναι ο «τρελός» του χωριού. Το «τρελός» το βάζω σε εισαγωγικά, γιατί η λέξη, στη λαϊκή της χρήση, έχει μεγάλο σημασιολογικό εύρος, καθώς περιλαμβάνει κάθε άνθρωπο με αποκλίνουσα συμπεριφορά που μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, από ψυχολογικές διαταραχές μέχρι νοητικές καθυστερήσεις. Οι μέθυσοι ανήκουν σε άλλη κατηγορία, και από αυτούς το χωριό δεν είχε μόνο ένα.
Το Φραγκιό ήταν ήδη μεγάλος όταν εγώ ήμουν μικρός. Τον θυμάμαι να τρέχει πάνω κάτω στους δρόμους με τα δυο του χέρια μπροστά στην κοιλιά του, στριφογυρίζοντας τις παλάμες σαν να είναι ρόδα που γυρίζει. Έκανε πως ήταν αμάξι. Πάντα με κοντό παντελόνι, πάντα ξυπόλυτος, χειμώνα καλοκαίρι. Τώρα έχει περάσει τα εβδομήντα, τα μαλλιά του έχουν γκριζάρει. Έχει ενηλικιωθεί προ πολλού, εδώ και δεκαετίες έχει πάψει να κάνει το αμάξι. Τον έχω δει πολλές φορές να περπατάει με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη, σαν αριστοκράτης.
Σήμερα, μεγάλη Τετάρτη, πήγα και κάθισα στην πλατεία του χωριού, την πιο όμορφη πλατεία που υπάρχει σε χωριό της Ελλάδας-τουλάχιστον αυτή τη φήμη έχει. Μεγάλα πλατάνια και ευκάλυπτοι τη στολίζουν. Ιδανικό καταφύγιο η σκιά τους τα ζεστά απογεύματα του καλοκαιριού. Βέβαια υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να σου κουτσουλίσει το κεφάλι, το πουκάμισο ή το παντελόνι κάποιο σπουργίτι που έχει κουρνιάσει σε κάποιο κλαδί από πάνω σου, και θέλησε, ατυχώς, να κάνει τσίσα του τη στιγμή που εσύ καθόσουν αμέριμνος από κάτω, κουβεντιάζοντας με τους φίλους σου ή απλά χουζουρεύοντας, αποχαυνωμένος από τη ζέστη του μεσημεριού. Το να σε πάρει ο ύπνος πάνω στην καρέκλα, όπως συνέβαινε με κάποιους γέρους, και να έχεις γερμένο πίσω το κεφάλι ροχαλίζοντας με ορθάνοιχτο το στόμα, ήταν άκρως επικίνδυνο. Γι αυτό κι εγώ, προνοητικά, μια και δεν είμαστε ακόμη στο καλοκαίρι, απόφυγα να καθίσω κάτω από τα κλαδιά του διπλανού πλατάνου.
Απολάμβανα την πλατεία, τη θέα στον ορίζοντα, την πορτοκαλάδα που παράγγειλα –οι ρακές είναι για άλλη ώρα και με παρέα-αλλά κάποτε βαρέθηκα. Έβγαλα το κινητό μου και τα ακουστικά για να ακούσω μουσική, όπως κάνουν οι μαθητές μου τα διαλείμματα, συχνά μάλιστα και την ώρα του μαθήματος. Πριν τα συνδέσω όμως θυμήθηκα ότι το Τρίτο Πρόγραμμα δεν φτάνει μέχρι χωριό μου. Η λύση θα ήταν να ακούσω κρητικά τραγούδια, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν θα κατάφερνα να βρω σταθμό που να έχει κρητική μουσική. Το πιο πιθανό ήταν να πέσω σε τίποτα «βαριά λαϊκά», βαριά και ασήκωτα, ή, μέρες που είναι, σε λειτουργία. Άλλαξα λοιπόν γνώμη και έκρυψα πάλι το κινητό μου στην τσέπη του παντελονιού μου και τα ακουστικά στην τσέπη του πέτου του μπουφάν μου, όπου τα κουβαλάω μόνιμα. Μου έχουν φανεί πολύ χρήσιμα στις αίθουσες αναμονής των ιατρείων, όταν η σειρά μου αργεί να έλθει και η τηλεόραση έχει εκείνες τις χαζοεκπομπές που όλοι ανεχόμαστε θέλοντας και μη σε τέτοιους χώρους. Δηλαδή σχεδόν όλοι, υπάρχουν πάντα εκείνοι που και στο σπίτι τους θα τις έβλεπαν ευχαρίστως.
Επάνω που άρχισα να νοιώθω μοναξιά, να ’σου το Φραγκιό. Πιάνει μια καρέκλα και κάθεται απέναντί μου. Και αρχίζει την αφήγηση. Μια αφήγηση παθιασμένη που τη συνόδευε με ζωηρές χειρονομίες, ενώ κατά διαστήματα ξεσπούσε σε τρανταχτά γέλια. Σκέφτηκα πως κάτι ήξερε Αυτός που είπε «Μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι». Αν και, πιστεύω εγώ, οι πλούσιοι τω χρήματι είναι ακόμη πιο μακάριοι. Εγώ ευτυχώς δεν ανήκω –θέλω να πιστεύω- στους πρώτους, και δυστυχώς δεν ανήκω– για αυτό είμαι σίγουρος- στους δεύτερους.
Τον παρακολουθούσα με αφοσίωση. Κουνούσα συγκαταβατικά το κεφάλι και χαμογελούσα όταν γελούσε. Οι μόνες λέξεις που ξεχώριζα ήταν «ψάρια», «αστυνομία», «παπάς», «σημαία», και δεν θυμάμαι ποιες άλλες. Όταν τις άκουγα τις επαναλάμβανα κι εγώ, για να δείξω ότι τον παρακολουθώ. Και όντως τον παρακολουθούσα, χωρίς να καταλαβαίνω γρι.
Ένοιωθα να τον λυπάμαι. Πραγματικά τα άτομα που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση (ξέρω άλλον ένα) είναι αξιολύπητα, καθώς οι δυσχέρειες που έχουν στο λόγο καθιστούν την επικοινωνία μαζί τους από δύσκολη έως αδύνατη. Όπως είναι φυσικό όλοι τούς αποφεύγουν, και έτσι δυσκολεύονται να βρουν άτομα να επικοινωνήσουν. Εμένα με βρήκε μπόσικο, καθώς καθόμουνα μόνος. Επίσης βολικό, μια και ανέχτηκα την τιράδα του κοντά ένα μισάωρο, νοιώθοντας σαν προσκοπάκι που κάνει μια καλή πράξη.
Μετά από κανένα τέταρτο, αφού πήρε θάρρος, ήλθε και κάθισε δίπλα μου, και έγινε ακόμη πιο εκφραστικός ακουμπώντας με στον ώμο πότε πότε. Συνέχισε να μου λέει την ιστορία του – ή μήπως ήταν περισσότερες από μια;- για κανένα τέταρτο ακόμη. Εντελώς ξαφνικά σηκώθηκε και έφυγε. Επί τέλους τον ξεφορτώθηκα, σκέφτηκα. Αλλά γιατί έφυγε έτσι απότομα; Με ήθελε πιο «επικοινωνιακό» ως συνομιλητή και απογοητεύτηκε που δεν ήμουν; Του τέλειωσαν οι ιστορίες, ή απλά βαρέθηκε;
Τον έβλεπα να απομακρύνεται ξυπόλυτος. Έκανα τη σκέψη ότι αν, για κάποιο λόγο, έκλειναν όλες οι εταιρείες παραγωγής παπουτσιών και οι άνθρωποι δεν είχαν παπούτσια να φορέσουν, θα πέθαιναν όλοι τους από γρίπες και πνευμονίες. Ο μόνος που θα επιβίωνε θα ήταν το Φραγκιό.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, 31-3-2010
Βρε Μπάμπη, έφυγε γιατί αισθάνθηκε ότι δεν τον παρακολουθούσες... Ήσουν καταδεκτικός αλλά όχι δεκτικός...
ReplyDeleteΜπα, εγώ πιστεύω ότι είπε ό,τι είχε να πει, βαρέθηκε κι έφυγε. Ένας άλλος στη θέση μου θα είχε φύγει πρώτος αυτός.
ReplyDelete