Θανάσης Κουραβέλος (επιμ.), Κοινωνίες μοιράσματος, Πολιτειακές εκδόσεις 2009, σελ. 249.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ανθολογώντας οκτώ κείμενα οκτώ διακεκριμένων ανθρωπολόγων ο Θανάσης Κουραβέλος μας παρουσιάζει μια πανοραμική άποψη των σύγχρονων τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών.
Υπάρχει ο χριστιανικός μύθος της έκπτωσης από τον Παράδεισο, στον οποίο πρέπει να επιδιώκουμε, ως καλοί χριστιανοί, να επανέλθουμε στην μετά θάνατο ζωή με τις καλές μας πράξεις. Υπάρχει ο μαρξιστικός μύθος του πρωτόγονου κομμουνισμού, τον οποίο πρέπει να επαναφέρουμε με τον επαναστατικό/πολιτικό αγώνα για μια αταξική κοινωνία. Υπάρχει ο μύθος του «παλιού καλού καιρού», της συντροφικότητας και της αλληλοβοήθειας, της εποχής που «άφηνες στην πόρτα το κλειδί». Αυτή η τάση εξιδανίκευσης του παρελθόντος εδράζεται ίσως στην ψυχολογία του ανθρώπου, ο οποίος έχει την τάση να θυμάται τα θετικά και να ξεχνάει τα αρνητικά, ή ίσως στην οικονομική αρχή της σπάνιδος, που αυξάνει την αξία ενός προϊόντος. Και το παρελθόν είναι η ενσάρκωση της απόλυτης σπάνιδος, μια και δεν μπορούμε να διασχίσουμε το χρόνο προς τα πίσω.
Ο Θανάσης μάλλον ωθήθηκε στη μελέτη και στην ανθολόγηση των παρόντων ανθρωπολογικών μελετών από αυτό το μαρξιστικό ιδεολόγημα του πρωτόγονου κομμουνισμού. Στο επίμετρο γράφει χαρακτηριστικά: «…μια σειρά κινημάτων αμφισβήτησης έχουν επανειλημμένα προσφύγει στους «πρωτόγονους» πολιτισμούς, προκειμένου να εφοδιαστούν με επιχειρήματα εναντίον του σύγχρονου τρόπου ζωής» (σελ. 284). Το εφέ της έκπληξης όμως που μου επιφύλαξε βρίσκεται στην κριτική αυτών των κοινωνιών. Αλλά γι αυτήν θα μιλήσουμε στο τέλος.
Διαβάζοντας τα κείμενα που εμπεριέχονται στον τόμο αυτό διαλύθηκε η εν πολλοίς ειδυλλιακή εικόνα που είχα για αυτόν τον πρωτόγονο κομμουνισμό. Οι συγγραφείς των κειμένων αυτών, μελετώντας σύγχρονες κοινωνίες τροφοσυλλεκτών –«Οι σύγχρονοι απλοί τροφοσυλλέκτες» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου-οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν σαν ζωντανά απολιθώματα της πρώτης φάσης εξέλιξης που πέρασε το είδος μας, μας οδηγούν σε μια εικόνα για τον πρωτόγονο αυτό κομμουνισμό καθόλου εξιδανικευμένη. Το «μοίρασμα» δεν αποτελεί αλτρουιστική στάση όπως γίνεται με τη δική μας «εθελοντική» ελεημοσύνη, αλλά υποχρέωση. Οι μη έχοντες δεν επαιτούν, απαιτούν. Ο Τζέημς Γούντμπερν γράφει: «Συχνές είναι οι απόπειρες αποφυγής του μοιράσματος ή ελαχιστοποίησης των συνεπειών του» (σελ. 191).
Μια ακόμα συνέπεια του μοιράσματος μας την αναφέρει πιο κάτω πάλι ο Γούντμπερν: «Τα στοιχεία μας δείχνουν ότι οι άνθρωποι θα κυνηγούσαν περισσότερο, εάν ήταν σε θέση να αντλούν περισσότερα ατομικά οφέλη από τις αποδόσεις του κυνηγιού τους. Οι άνθρωποι θα ήταν επίσης, νομίζω, πιο δραστήριοι στο εμπόριο και την παραγωγή χειροτεχνημάτων, εάν μπορούσαν να κατακρατούν ευκολότερα τους καρπούς της εργασίας τους» (σελ. 198).
Και οι εξισωτικές τάσεις στις κοινωνίες αυτές έχουν επίσης επίπτωση στο κυνήγι. Πάλι ο Γούντμπερν λέει: «Οι επιτυχημένοι κυνηγοί στους !Κουγνκ μπορεί ακόμη και να σταματήσουν να κυνηγούν από το φόβο μήπως οι υπόλοιποι θεωρήσουν γι’ αυτούς ότι έχουν γίνει πολύ αλαζόνες» (σελ. 197).
Μπορεί να φαντάζει ελκυστική αυτή η εικόνα της ισότητας των κοινωνιών χωρίς ιεραρχίες, όπου αυτοί που ασκούσαν κάποια καθοδηγητική επιρροή το πετύχαιναν με το κύρος τους και όχι με την δύναμή τους, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν κοινωνίες της σπάνιδος και όχι της αφθονίας. Καθώς δεν αποθήκευαν ή αποθήκευαν ελάχιστα, υπήρχε το ενδεχόμενο τα μέλη τους να μείνουν δυο ή και τρεις μέρες χωρίς τροφή. Επίσης οι ανήμποροι να μετακινηθούν μόνοι τους αφήνονταν ανελέητα στην τύχη τους στις μετακινήσεις της ομάδας.
Βέβαια υπάρχουν και τα θετικά αυτών των κοινωνιών. Ο Ρίτσαρντ Λη, στο κείμενό του που τιτλοφορείται «Σκέψεις για τον πρωτόγονο κομουνισμό» παραθέτει μια μαρτυρία ότι «δεν υπάρχουν Αϊνού που να λιμοκτονούν. Εάν όμως κάποιοι λιμοκτονούν, πλούσιοι και φτωχοί πεθαίνουν μαζί, με τους πρώτους να εξαντλούν τους πόρους τους, υποστηρίζοντας τους δεύτερους» (σελ. 251). Και πιο κάτω, παραθέτοντας τον Μόργκαν: «Ο νόμος της φιλοξενίας, όπως εφαρμοζόταν από τους Αμερικανούς αυτόχθονες, έτεινε στην τελική εξίσωση του επιπέδου διαβίωσης. Η πείνα και η ένδεια ήταν αδιανόητες στο ένα άκρο ενός ινδιάνικου χωριού ή σε ένα τμήμα ενός καταυλισμού, την ίδια ακριβώς στιγμή που αφθονία επικρατούσε κάπου αλλού, στο ίδιο αυτό χωριό ή καταυλισμό» (σελ. 257).
Για τους Χάτζα διαβάζουμε ότι «Σε κάθε μεγάλο καταυλισμό, οι άνδρες αναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους παίζοντας τυχερά παιχνίδια, πολύ περισσότερο χρόνο και από αυτόν που ξοδεύουν στην αναζήτηση της τροφής τους» (σελ. 152). Ο τζόγος λοιπόν είναι πανάρχαιος, δεν είναι επινόηση των ανεπτυγμένων κοινωνιών.
Οι άνδρες συγγραφείς εστιάζονται κυρίως στο «μοίρασμα» και στις παραγωγικές δραστηριότητες, των ανδρών κυρίως. Οι γυναίκες είναι σχεδόν αποκλειστικά τροφοσυλλέκτριες, ενώ οι άνδρες ασχολούνται με το κυνήγι. Επίσης στον εξισωτισμό και στις στρατηγικές που ακολουθούνται για να αποφευχθεί η συγκέντρωση δύναμης και εξουσιών σε κάποια άτομα (Οι Αθηναίοι έκαναν κάτι ανάλογο με τον εξοστρακισμό). Όμως ο εξισωτισμός για τον οποίο μιλούν διεξοδικά αφορά περισσότερο τους άνδρες παρά τις γυναίκες. Αυτό ίσως έχει να κάνει με το ότι οι έξι από τους οκτώ ανθρωπολόγους των οποίων ανθολογούνται άρθρα στον τόμο αυτό είναι άνδρες και μόνο δυο είναι γυναίκες. Απ’ τις δυο τους μόνο η Κάρεν Έντικοτ πραγματεύεται το θέμα στο άρθρο της «Οι συνιστώσες του σεξουαλικού εξισωτισμού στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες». Για να μας πει τι; «Φυσικά υπάρχουν αρκετές τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες στις οποίες οι σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων πόρρω απέχουν από το να χαρακτηριστούν ως εξισωτικές. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, από τις κοινωνίες των Αυστραλών Αβοριγίνων, των Εσκιμώων και των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής δεν θα μπορούσαν γενικά να χαρακτηριστούν ως εξισωτικές» (σελ. 167) για να καταλήξει: «Όταν μια κοινωνία διαθέτει θέσεις εξουσίας προς πλήρωση, η επικράτηση των ανδρών είναι το πιο σύνηθες, αν όχι το αναπόφευκτο, αποτέλεσμα, και αυτό, αν όχι για κάποιο άλλο λόγο, επειδή οι άνδρες μπορούν να εξουδετερώσουν την αντίσταση των γυναικών μέσω της κτηνώδους ισχύος τους. Οι κοινωνίες άμεσης απόδοσης [Οι άλλες είναι οι κοινωνίες της μακροπρόθεσμης απόδοσης] φαίνεται πως είναι ο μοναδικός τύπος κοινωνίας στον οποίο η ανδρική κυριαρχία δεν μπορεί να βρει έρεισμα. Οι τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες της άμεσης απόδοσης έχουν δείξει ότι εξισωτισμός μεταξύ των δύο φύλων μπορεί και όντως υφίσταται, ταυτισμένος όμως με ένα επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης που συναντάται σήμερα μόνο σε μια πάρα πολύ μικρή ομάδα κοινωνιών» (σελ. 176).
Σε σχέση με την κτηνώδη ισχύ των ανδρών ο Θανάσης γράφει στο επίμετρο: «Πόσο ανεκτή είναι άραγε η αμφισβήτηση στους απλούς τροφοσυλλέκτες; Πόσο εύκολο είναι για μία γυναίκα Χάτζα να αμφισβητήσει έμπρακτα τα τελετουργικά προνόμια των ανδρών, χωρίς να απειληθεί –όπως συνηθίζεται-γι αυτό της το «παράπτωμα» με ομαδικό βιασμό;» (σελ. 284). Ο Τζέημς Γούντμπερν γράφει για τους Χάτζα: «Και όμως, στο πέρασμα του χρόνου έχουν πράγματι υπάρξει άνδρες Χάτζα οι οποίοι, παρ’ όλους τους ευνόητους κινδύνους φάνηκε ότι δεν αποκλείουν απόπειρες κυριάρχησης και προσταγής άλλων Χάτζα, αρπαγής των συζύγων τους ή λεηλασίας των υπαρχόντων τους» (σελ. 141-142).
Αυτό που διαπίστωσα διαβάζοντας αυτά τα κείμενα είναι ότι οι εξισωτικές αυτές κοινωνίες μοιράσματος δεν είναι ακριβώς οι ιδανικές κοινωνίες του πρωτόγονου κομμουνισμού που είχα στο μυαλό μου. Ο εξισωτισμός αφενός δεν είναι απόλυτος, και αφετέρου υπάρχουν αρκετές τάσεις καταστρατήγησης της πολιτικής του μοιράσματος. Όμως ο Θανάσης, στο επίμετρό του, έχει πιο σοβαρές ενστάσεις. «Ωστόσο, η βασική κριτική μας συνίσταται στο ότι η διακυβέρνηση των απλών τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών γίνεται βάσει προκαθορισμένων και μη αναθεωρήσιμων εθίμων. Στην πραγματικότητα δεν τίθεται καν θέμα νομοθετικής δραστηριότητας –τόσο μάλλον ανοικτά αυτόνομης και μάλιστα κριτικής. Γι’ αυτό το λόγο, κρίσιμο κριτήριό μας είναι η διάθεση ανεκτικότητα απέναντι στην αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων αξιών, προκειμένου να αναδυθούν νέοι τρόποι νοηματοδότησης του βίου… Οι απλές τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες μπορεί λοιπόν να είναι σχετικά εξισωτικές και αντιαυταρχικές, χωρίς όμως να είναι δημοκρατικές, δηλαδή αμφισβητησιακές, και πολύ περισσότερο φιλελεύθερες, δηλαδή ελευθερόφρονες και ανεκτικές» (σελ. 285).
Εκεί εστιάζεται η κριτική του Θανάση: στην έλλειψη ανεκτικότητας στο διαφορετικό. Βέβαια, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, οι δικές μας φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες κατά πόσο είναι ανεκτικές στο διαφορετικό; Σίγουρα περισσότερο, αλλά ακόμη πολύ μακριά από το ζητούμενο. Σήμερα βιώνουμε τη δικτατορία της μάζας (των ψηφοφόρων) απέναντι στο διαφορετικό. Η ανοχή στο διαφορετικό σημαίνει πολιτικό κόστος για τους κυβερνώντες. Να μην αναφέρουμε παραδείγματα, όλοι έχουμε και κάποια υπόψη μας. Ας κλείσουμε μόνο επαινώντας την προσπάθεια του Θανάση να μας δώσει, με τα κείμενα που ανθολόγησε και μετέφρασε, ένα πανόραμα των τροφοσυλλεκτικών κοινωνιών, και για την κριτική απόσταση που κρατάει απ’ αυτές στο επίμετρό του.
No comments:
Post a Comment