Aλμπέρ Καμύ, Η πτώση (μετ. Νίκη Καρακτίτσου-Ντούζε, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν), Καστανιώτης-FAQ, 2010, σελ. 89.
Πριν κάμποσες βδομάδες πήρα από τις εκδόσεις Καστανιώτη για να παρουσιάσω από το Λέξημα τη βιογραφία του Καμύ από τον Ολιβιέ Τοντ. Ογκώδες βιβλίο, το άφησα για αργότερα. Άρχισα να το διαβάζω χθες. Όμως πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε και η «Πτώση», από μια σειρά εβδομαδιαίων κυκλοφοριών που έχουν γίνει τελευταία της μόδας. Έτσι είπα, πριν αρχίσω τη βιογραφία, να διαβάσω αυτό το έργο του Καμύ για να έχω μια πρόσφατη εικόνα της γραφής του.
Αργά ξεκίνησα να διαβάζω λογοτεχνία, στα σαράντα μου, και είναι πολλοί οι συγγραφείς για τους οποίους θα ήθελα να είχα διαβάσει περισσότερα έργα. Μέχρι τότε τα διαβάσματά μου ήταν κυρίως θεωρητικά. Όμως είχα διαβάσει τον «Ξένο», φοιτητής νομίζω, ένα βιβλίο που με εντυπωσίασε. Δεν κατάφερα να διαβάσω τον «Επαναστατημένο άνθρωπο», που ήταν πολύ της μόδας τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και ο «Μύθος του Σίσυφου» βρίσκεται κάπου στο «ράφι των τύψεων», νομίζω και η «Πανούκλα».
Αφήγημα χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο το έργο αυτό του Καμύ. Χαρακτηρισμός γενικός και ασαφής, αφού σχεδόν κάθε πεζογραφικό είδος σε τελευταία ανάλυση είναι ένα αφήγημα. Σίγουρα δεν είναι νουβέλα, σίγουρα δεν είναι μυθιστόρημα.
Αμέσως από τις πρώτες σελίδες το έργο αυτό μου θύμισε το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, έργο που διάβασα πρόσφατα και για το οποίο έχω γράψει στο blog μου.
Πρόκειται για ένα έργο εξομολογήσεων, όπως και το «Υπόγειο». Ο ήρωας εξομολογείται τα της ζωής του και του χαρακτήρα του. Ο αφηγηματικός τρόπος μόνο διαφέρει. Στο «Υπόγειο» η αφήγηση είναι εγκιβωτισμένη, με εκείνη την παλιά τεχνική της «εύρεσης χειρογράφων». Εδώ βρισκόμαστε μάρτυρες μιας εξομολόγησης, εξομολόγησης που κάνει ο Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, δικηγόρος, σε έναν πελάτη του. Κάθε κεφάλαιο είναι και μια συνάντηση. Ακούμε μόνο το λόγο του Ζαν Μπατίστ. Έτσι ο χρόνος της ιστορίας είναι κατακερματισμένος στα δύο, στο χρόνο της αφήγησης του ήρωα που δίνει και την αίσθηση της συγχρονικότητας που δίνει και ο κινηματογράφος, σαν να είμαστε μάρτυρες αυτών των εξομολογήσεων τη στιγμή που γίνονται, και στο χρόνο των επεισοδίων τα οποία αφηγείται.
Ο Ζαν Μπατίστ έχει πολλά κοινά με τον ήρωα του «Υπογείου». Είναι και αυτός μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα. Στην αρχή μας δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για τον ήρωα ενός άλλου Ζαν Μπατίστ, του Ζαν Μπατίστ Ποκλέν, του επονομαζόμενου Μολιέρου, τον Ταρτούφο. Μας εξομολογείται μια ευσέβεια και μια καλοσύνη που όμως είναι πέρα για πέρα υποκριτικές. Αργότερα διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια εντελώς διαταραγμένη προσωπικότητα, που είναι περίπου ο περίγελος των άλλων. Φτάνουν μέχρι το σημείο να του βάζουν και τρικλοποδιές, όπως υποπτεύεται ο ήρωάς μας. Δεν έχει φίλους. Είναι γεμάτος από συμπλέγματα ενοχής. Έχει φαντασιώσεις μεγαλείου.
Ενώ το πρώτο μέρος του «Υπογείου» το βρήκα εξαιρετικά βαρετό γιατί δεν ήταν τίποτα άλλο παρά εξομολογήσεις, ενώ αντίθετα το δεύτερο ήταν συναρπαστικό γιατί υπήρχε δράση, εδώ μένουμε μόνο στο πρώτο μέρος, στις εξομολογήσεις.
Αυτό που δεν κάνει ανιαρές τις εξομολογήσεις του Ζαν Μπατίστ είναι το ότι δεν περιορίζεται μόνο στους αυτοχαρακτηρισμούς και στην αυτοανάλυση. Αφηγείται και αρκετά επεισόδια από την προσωπική του ζωή, σαν σύντομα διηγήματα, πολλά από τα οποία φωτίζουν την προσωπικότητά του. Επί πλέον υπάρχουν αρκετά δοκιμιακά αποσπάσματα, πολλά από τα οποία μας γοητεύουν με την πρωτοτυπία τους. Υπάρχουν αποσπάσματα για τη δουλεία, για την αυτοκτονία, για τον Χριστό, για τη δικαιοσύνη κ.ά. τα οποία συμπλέκονται βέβαια με την περίπτωσή του. Διαβάζουμε για παράδειγμα:
«Ξέρω πως δεν έχω φίλους. Είναι πολύ απλό: το ανακάλυψα τη μέρα που σκέφτηκα να σκοτωθώ για να τους σκαρώσω μια πετυχημένη φάρσα, για να τους τιμωρήσω κατά κάποιο τρόπο» (σελ. 47).
Ο (ας μη γράψω το όνομά του) είχε φίλους. Όμως δεν ξέρω τι τον ώθησε να τους κάνει ίσως την πιο μακάβρια πρωταπριλιάτικη φάρσα που έγινε ποτέ, νομίζω πριν δέκα ακριβώς χρόνια. Τους είχε προειδοποιήσει κιόλας ότι θα τους έκανε μια φοβερή φάρσα, «που θα τους έπιανε όλους». Οι φίλοι του περίμεναν με ανυπομονησία. Διασκεδάσανε την παραμονή, σε μια ταβέρνα. Ξημερώματα γύρισε σπίτι και ήπιε ένα μπουκάλι φυτοφάρμακο. Ένα φυτοφάρμακο με το οποίο ο θάνατος είναι ακαριαίος. Την επομένη οι φίλοι του έμειναν με ανοικτό το στόμα από την κατάπληξη. Έγραψα μια «αφήγηση» γι αυτό, όμως σεβάστηκα τη θέληση της οικογένειας, δεν τη δημοσίευσα.
Στη βιογραφία του διαβάζω ότι ο Καμύ ταξίδεψε αρκετά. Φυσικά ήλθε και στην Ελλάδα. Στην «Πτώση» διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα:
«Στο ελληνικό αρχιπέλαγος… εμφανίζονταν αδιάκοπα καινούρια νησιά στον ορίζοντα, ολόγυρά μας. Η άδεντρη ράχη τους διέγραφε τα όρια του ουρανού, η βραχώδης παραλία τους ξεχώριζε καθαρά πάνω στη θάλασσα. Καμιά πιθανή σύγχυση∙ στο λαγαρό φως όλα ήταν σημεία αναφοράς του χώρου. Κι από το ένα νησί στο άλλο, πάνω στο μικρό μας καράβι που ωστόσο θαρρείς και σερνόταν, είχα την εντύπωση ότι αναπηδούσα, ασταμάτητα, μέρα νύχτα, πάνω στη ράχη των μικρών δροσερών κυμάτων, μ’ έναν καλπασμό όλο αφρούς και γέλια. Από τότε η Ελλάδα πλανιέται κάπου μέσα μου, στα όρια της μνήμης μου, ακατάπαυστα… Πριν εμφανιστούμε στα ελληνικά νησιά, θα ’πρεπε να πλυθούμε πολύ καλά. Ο αέρας εκεί είναι αγνός, η θάλασσα και η απόλαυση καθάριες» (σελ. 60-61).
Παρά το ότι η αφήγηση είναι ένας χείμαρρος αναμνήσεων και εξομολογήσεων, υπάρχει ένας αφηγηματικός ιστός, ένα επεισόδιο στη ζωή του ήρωα που φαίνεται να τον κατατρύχει. Μια κοπέλα έπεσε από μια γέφυρα του Σηκουάνα. Ο Ζαν Μπατίστ είχε προσπεράσει όταν άκουσε το πλαφ πάνω στα νερά. Δεν ενδιαφέρθηκε, ούτε καν να ειδοποιήσει την αστυνομία. Το τέλος του αφηγήματος ρίχνει ίσως το πιο άπλετο φως στην διαταραγμένη αυτή προσωπικότητα: «‘Ω κοπέλα, πέσε πάλι στο νερό, για να μου δοθεί, μια δεύτερη φορά, η ευκαιρία να σώσω και τους δυο μας!’ Δεύτερη φορά, ε, τι απερισκεψία! Για φανταστείτε, αγαπητέ μετρ, να παίρναν τα λόγια μας στα σοβαρά. Θα ’πρεπε τότε να το κάνουμε. Μπρρρ…! Το νερό είναι τόσο κρύο! Αλλά δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούμε! Είναι πολύ αργά τώρα, θα είναι πάντα πολύ αργά. Ευτυχώς!».
Ο Καμύ σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1960, σε ηλικία 47 χρονών. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, άσπονδος φίλος του, δέκα χρόνια μεγαλύτερός του, χαιρέτησε τη βράβευση. Ο Σαρτρ πήρε το Νόμπελ το 1963, σε ηλικία 53 χρονών. Αν είχε πεθάνει στα 47 του όπως και ο Καμύ, δεν θα είχε προλάβει να το πάρει. Αλλά, εδώ που τα λέμε, αρνήθηκε να το πάρει. Βέβαια η διάκριση είναι που μετράει, αν και ο Σαρτρ με το ανάστημά του ξεπερνάει το Νόμπελ.
Ο Καμύ έχει μια διαυγή, λαγαρή πρόζα, που παρά την ανυπαρξία μύθου τραβάει τον αναγνώστη, σε αντίθεση με τον ήρωα του «Υπόγειου» στο πρώτο μέρος, που φαίνεται να παραληρεί. Η φίλη μου η Ελένη η Στασινού που διάβασε κι αυτή το βιβλίο εκφράστηκε με ενθουσιασμό γι αυτό.
Όμως πόσο τραβάει πραγματικά τον αναγνώστη; Γιατί επιλέχτηκε για τη σειρά το αφήγημα, και όχι τα δυο μυθιστορήματα, «Ο ξένος» και «Η πανούκλα»; Μήπως γιατί αυτά τα δεύτερα πουλάνε ενώ η «Πτώση» κόλλησε; Αν όντως έτσι συμβαίνει, μπορεί να φταίει γι αυτό ο ειδολογικός χαρακτηρισμός. Είναι γνωστό για παράδειγμα ότι μόνο το μυθιστόρημα πουλάει, όχι το διήγημα, ο φίλος μου ο Ανδρέας Μήτσου το ξέρει αυτό πολύ καλά. Πιθανόν να μην πουλάει και το αφήγημα. Βέβαια η αξία ενός λογοτεχνήματος δεν μπορεί να καθοριστεί μόνο από το πόσο πουλάει. Αλλά εγώ έχω πάψει προ πολλού να αποφαίνομαι για την αξία ενός λογοτεχνήματος ή μιας ταινίας. Λέω απλά αν μου άρεσε ή όχι. Και αυτό το αφήγημα του Καμύ μου άρεσε πολύ.
No comments:
Post a Comment